14/9/1966

Η Κλαρίσε Λ.
Η Κλαρίσε Λ.


Περίμενε απόψε το καινούριο στρώμα· λευκό, σαν άγραφο χαρτί, θεμέλιο μοναξιάς μετά το χωρισμό από τον Μαουρί. Κρεβάτι θα αγόραζε αργότερα.
Συνήθιζε να γράφει ξαπλωμένη, στο σύνορο του ονείρου· καπνίζοντας. «Πόσο ζυγίζει το φως; Και τώρα — τώρα το μόνο που μου μένει είναι να ανάψω τσιγάρο και να πάω σπίτι μου». Γλυπτική των σωμάτων: δοχείο του άδειου, το ανεπαίσθητο βαθούλωμα στη θέση του απόντος (πόσο μισούσε τις γλαφυρές περιγραφές εκείνη, που έγραφε σαν να σπάει βράχους…). Η ίδια άλλωστε επέλεξε να μην ξαναμπεί στις αποσκευές του διπλωμάτη συζύγου για έναν νέο προορισμό.
Ανάσα την ανάσα βαθαίνει τον αέρα, αναζητώντας το πεπρωμένο της, τις λέξεις, ίχνη από αρχαίους τρόμους. Και οι τολύπες του καπνού σμιλεύουν τις λεπτές φιγούρες των ηρωίδων της, η Ζουάνα, η Μακαμπέα, μεταμορφώσεις μιας χρυσαλλίδας, γεννήθηκαν εδώ, ένιωσε εδώ στην κοιλιά της τον Πέδρο και τον Πάουλο, αποταμίευσε εδώ τα δροσερά φύλλα του ιδρώτα· το στρώμα αυτό, σήραγγα ορυχείου, απορρόφησε τα δάκρυα εκείνης της αποβολής, που γέννησε τα Κατά Α.Γ. Πάθη. «Τότε, προσεκτικά, σαν να είχα ήδη μέσα μου παραλυμένα μέλη, άρχισα να ξαπλώνω στο τραχύ στρώμα κι εκεί, ένα κουβάρι, αποκοιμήθηκα αμέσως όπως…».
Τώρα δύο άντρες μεταφέρουν και τοποθετούν στο πάτωμα το νέο στρώμα. Πριν από όλα αυτά, σε μια προϊστορία μέλλοντος, οι νιόπαντροι είχαν νοικιάσει ένα σπιτάκι στην απόμερη αγαπημένη παραλία, κοντά στο Ρίο. Τελευταίο βράδυ.

ΕΚΕΙΝΗ: Ας μην κοιμηθούμε — τα αστέρια ζητούν τη συντροφιά μας.
ΕΚΕΙΝΟΣ: Μα αύριο μας περιμένει μεγάλο ταξίδι: Νάπολη!
ΕΚΕΙΝΗ: Απόψε μια προσευχή, ανάμεσα σε γη και θάλασσα, κοιτώντας τη ρίζα των άστρων.

Ο ζεστός περιπλανώμενος αέρας ανάμεσα στους φοίνικες. Απόηχος τριζονιού, κρωξίματα γλάρων. Τα πόδια τους βυθίζονταν στην άμμο σέρνοντας προς την παραλία το γαμήλιο στρώμα. Εκείνος σήκωνε το περισσότερο βάρος κρατώντας το φακό, εκείνη εμπιστευόταν το ωμό νυχτερινό φως.

*

Ακούγοντας Στράους, Θάνατος και Μεταμόρφωση, μόνη συλλαβίζει εκείνη τη νύχτα:

«Θυμήθηκα εσένα, όταν είχα φιλήσει το αντρικό σου πρόσωπο, σιγά σιγά… πως το αλάτι από τα δάκρυα στα μάτια σου ήταν η αγάπη μου για σένα. Όμως αυτό που με είχε δέσει πιο πολύ στο ξάφνιασμα αλάφιασμα της αγάπης ήταν, στα βάθη των βυθών του αλατιού, η ανάλατη και καθαρ άσπιλη και παιδική σου ουσία: στο φίλημά μ και το να σου φιλάω το πρόσωπο ήταν το ανάλατο και δραστήρια υπομονετικό έργο της αγάπης, ήταν γυναίκα που πλάυφαίνει έναν άντρα, όπως με είχες υφάνει εσύ, ουδέτερο εργόχειρο ζωής».

Σαν τρέμουλο νερού, στις σκοτεινές ακρώρειες της σιωπής, ξαφνικά ένιωσε τα φτερά της να ζαρώνουν καψαλισμένα, η φωνή της να γκρεμίζεται σε χαράδρα — το δωμάτιο γέμισε μικρές εστίες. Φλεγόμενο σώμα, πυρπολημένο στρώμα. Η καύτρα του τσιγάρου κάνει το δέρμα της πεδίο εγκαυμάτων. «Χαμένη στην πύρινη κόλαση ενός φαραγγιού μια γυναίκα παλεύει απελπισμένα για ζωή». Ήρθε μήπως η ώρα να πει αντίο στον εαυτό της; Sorroco!

Δύο μήνες νοσηλεία. Βήματα στο έδαφος του τίποτα. 14-9-1966 τότε.

Τώρα η Κλαρίσε Λισπέκτορ περιμένει το νέο στρώμα, λευκό σαν χαρτί. Μένουν 11 χρόνια ζωής — γραφής.



*Τόσο τα αποσπάσματα εντός εισαγωγικών όσο και οι φράσεις με πλάγια στοιχεία προέρχονται από τα βιβλία της Κλαρίσε Λισπέκτορ Η ώρα του αστεριού (2016) και Τα κατά Α.Γ. πάθη (2018), μετάφραση: Μάριος Χατζηπροκοπίου, εκδ. Αντίποδες.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: