Τα μαύρα παραμύθια (μέρος 3ον)

Τα μαύρα παραμύθια (μέρος 3ον)

ΙΑ­ΚΩΒ ΚΑΙ ΗΣΑΥ

Ο Ια­κώβ ήταν ύπου­λος, φί­δι κο­λο­βό. Ακούς εκεί να προ­σφέ­ρει μό­νο ένα πιά­το φα­κής στον πρω­τό­το­κο δί­δυ­μο του αδελ­φό, τον Ησαύ, με αντάλ­λαγ­μα τα πρω­το­τό­κια. Βέ­βαια ο Ησαύ ως γνω­στόν ήταν vegan, άρα ο Ια­κώβ δεν μπο­ρού­σε να συ­μπε­ρι­λά­βει κρέ­ας στο με­νού, όμως τα κλη­ρο­νο­μι­κά δι­καιώ­μα­τα στην πα­τρι­κή πε­ριου­σία άξι­ζαν του­λά­χι­στον ένα σου­φλέ με λα­χα­νι­κά και παρ­με­ζά­να.

ΑΒΡΑ­ΑΜ ΚΑΙ ΙΣΑ­ΑΚ

Όσοι έχουν νέ­ους γο­νείς, δεν ξέ­ρουν πό­σο δύ­σκο­λο εί­ναι να έχεις πα­τέ­ρα υπε­ρή­λι­κα. Όταν φθά­σα­με τε­λι­κά με χί­λια ζό­ρια στο βω­μό, (τη μι­σή και πα­ρα­πά­νω δια­δρο­μή τον κου­βα­λού­σα στην πλά­τη μου μα­ζί με το αρ­νί), του έπε­σαν κά­τω τα γυα­λιά και έσπα­σαν. Δεν θα το πι­στέ­ψε­τε, αντί να σφά­ξει το αρ­νί, πή­γε να κό­ψει το δι­κό μου λαι­μό, τον μπέρ­δε­ψαν μου εί­πε τα σγου­ρά μου μαλ­λιά. Αυ­τή ήταν και η τε­λευ­ταία τε­λε­τή. Έκτο­τε απλώς ψή­νου­με το αρ­νί στο φούρ­νο.

Η ΜΙ­ΚΡΗ ΓΟΡ­ΓΟ­ΝΑ

Όλο το ζή­τη­μα ήταν να χω­ρέ­σω στο στε­νό, μα­κρύ φου­στά­νι που έμοια­ζε με ου­ρά γορ­γό­νας. Ανα­γκά­στη­κα να πά­ρω ένα σκεύ­α­σμα αδυ­να­τί­σμα­τος. Μου έφε­ρε διάρ­ροια και πό­νους στην κοι­λιά. Τε­λι­κά με χί­λια ζό­ρια κα­τά­φε­ρα να μπω στο φό­ρε­μα, αλ­λά ο πρί­γκι­πας επέ­λε­ξε μία χο­ντρή τρα­γου­δί­στρια της όπε­ρας κι έκα­νε μα­ζί της μία κρουα­ζιέ­ρα με το γιοτ του στη Με­σό­γειο, ενώ εγώ απέ­μει­να αδύ­να­τη, πει­να­σμέ­νη και μό­νη στη ξη­ρά.


ΧΑΝ­ΣΕΛ ΚΑΙ ΓΚΡΕ­ΤΕΛ

Μας εντυ­πω­σί­α­σε με το ενερ­γεια­κό της σπί­τι, τα θερ­μο­μο­νω­τι­κά πα­ρά­θυ­ρα και τον πρά­σι­νο τρό­πο ζω­ής στην εξο­χή. Το να ζή­σου­με και οι τρεις μα­ζί εκεί, στην αρ­χή έμοια­ζε κα­λή ιδέα. Όμως το ménage a trois δεν πή­γε κα­λά. Πρώ­τον, αυ­τή ήταν πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρη από μας, η μύ­τη της ήταν γαμ­ψή και εί­χε κυτ­τα­ρί­τι­δα. Δεύ­τε­ρον, όλη την ώρα ζα­χά­ρω­νε με τον Χάν­σελ, ενώ εγώ έκα­να τις δου­λειές του σπι­τιού. Τρί­τον ο Χάν­σελ άρα­ζε σε μία κα­ρέ­κλα, έτρω­γε σο­κο­λά­τες και πε­τού­σε κά­τω τα πε­ρι­τυ­λίγ­μα­τα. Τε­λι­κά περ­νού­σα όλες τις ώρες μα­γει­ρεύ­ο­ντας. Το ότι άφη­σα την πόρ­τα του φούρ­νου ανοι­χτή και πέ­θα­ναν και οι δύο από τις ανα­θυ­μιά­σεις του γκα­ζιού μπο­ρείς να το πεις και ατύ­χη­μα.

ΠΡΙ­ΓΚΗ­ΠΑΣ ΒΑ­ΤΡΑ­ΧΟΣ

Την φι­λού­σα και την ξα­να­φι­λού­σα, αλ­λά αυ­τή πα­ρέ­με­νε μία άχα­ρη, στρα­βο­κά­να πρι­γκί­πισ­σα με αραιά, κί­τρι­να σαν άχυ­ρα μαλ­λιά, αλ­λή­θω­ρα μά­τια και μία γλώσ­σα υπερ­βο­λι­κά μι­κρή που θα μπο­ρού­σα να την κά­νω μια χα­ψιά. Όταν πή­ρα από­φα­ση ότι μό­νο το σεξ δεν αρ­κού­σε σε μία σχέ­ση και ότι αυ­τή πο­τέ δεν θα με­τα­μορ­φω­νό­ταν σε βά­τρα­χο, πέ­τα­ξα το τό­πι της μα­κριά και γύ­ρι­σα κο­ά­ζο­ντας στο βάλ­το.

ΡΑ­ΠΟΥΝ­ΖΕΛ

Το ασαν­σέρ στον πύρ­γο χα­λού­σε συ­νέ­χεια και ο συ­ντη­ρη­τής ήθε­λε να πλα­γιά­σω μα­ζί του για να το φτιά­ξει. Άλ­λα­ζα συ­νέ­χεια πε­ρού­κες για να τον απο­φεύ­γω, αλ­λά αυ­τός φώ­να­ζε συ­νέ­χεια «Ρα­πουν­ζέλ ρί­ξε τα μαλ­λιά σου» και ’ρί­ξε τα μαλ­λιά σου»  όπο­τε με συ­να­ντού­σε στις σκά­λες· εί­χε μάλ­λον κά­ποιο φε­τίχ με αυ­τό το θέ­μα. Πε­ρί­με­να τον πρί­γκι­πα να με σώ­σει από όλη αυ­τή τη σκα­το­κα­τά­στα­ση, αλ­λά αυ­τός αλί­μο­νο δεν ήρ­θε πο­τέ. Μία μέ­ρα κα­τά­λα­βα: ο συ­ντη­ρη­τής του ανελ­κυ­στή­ρα ήταν ο πρί­γκι­πας που πε­ρί­με­να. Έσφι­ξα τό­τε τα δό­ντια και άφη­σα τα μαλ­λιά να πέ­σουν στους ώμους μου λυ­τά.

ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΑ ΒΙ­ΒΛΙΑ ΤΗΣ Χλό­ης Κου­τσου­μπέ­λη ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: