Παραμύθι χειμωνιάτικης νύχτας

Παραμύθι χειμωνιάτικης νύχτας

Ένα χει­μω­νιά­τι­κο βρά­δυ στη Νέα Υόρ­κη έκα­νε τό­σο κρύο που δεν κυ­κλο­φο­ρού­σε ψυ­χή ού­τε καν οι Νε­ο­ϋ­ορ­κέ­ζοι. Οι νι­φά­δες του χιο­νιού έπε­φταν απα­λά κι αθό­ρυ­βα στις στέ­γες των σπι­τιών και τους δρό­μους. Τα φώ­τα στα δια­με­ρί­σμα­τα της γει­το­νιάς εί­χαν σβή­σει από νω­ρίς. Που και που λα­μπύ­ρι­ζε κά­ποιο φω­τά­κι από παι­δι­κό δω­μά­τιο ή η γρή­γο­ρη εναλ­λα­γή των ει­κό­νων από κά­ποια ξε­χα­σμέ­νη τη­λε­ό­ρα­ση.
Ο Τζόρ­νταν εί­χε γυ­ρί­σει νω­ρίς κι εκεί­νος στο δια­μέ­ρι­σμά του σε μια πα­λιά ερ­γα­τι­κή πο­λυ­κα­τοι­κία στα πε­ρί­χω­ρα του Μπρονξ. Ζού­σε εκεί αρ­κε­τά χρό­νια από τό­τε που εί­χε έρ­θει στην πό­λη ως φοι­τη­τής, αλ­λά δέ­θη­κε τό­σο πο­λύ με τη γει­το­νιά και τους αν­θρώ­πους που δεν του έκα­νε καρ­διά να φύ­γει, αν και κέρ­δι­ζε πια αρ­κε­τά χρή­μα­τα για να με­τα­κο­μί­σει σε μια κα­λύ­τε­ρη πε­ριο­χή. Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι ένοι­κοι ήταν Αφρο­α­με­ρι­κα­νοί ή Λα­τί­νοι, φαι­νό­ταν, ωστό­σο, να υπάρ­χει χώ­ρος και για έναν ξέ­μπαρ­κο λευ­κό.
Τις πρώ­τες μέ­ρες τού άρε­σε να χα­ζεύ­ει τις πα­ρέ­ες των παι­διών που έπαι­ζαν στα πε­ζο­δρό­μια και τους ακά­λυ­πτους χώ­ρους. Πο­λύ συ­χνά έκα­ναν επι­τό­πιους δια­γω­νι­σμούς χο­ρού, τρα­γου­διού ή πη­δού­σαν σχοι­νά­κι. Κά­ποια βρά­δια οι έφη­βοι ξε­νυ­χτού­σαν μέ­χρι αρ­γά και με­τά από τα σο­κά­κια βα­θιά ακού­γο­νταν έντο­νοι κα­βγά­δες, αυ­το­κί­νη­τα να μαρ­σά­ρουν και να τρέ­χουν δαι­μο­νι­σμέ­να στην άσφαλ­το κι όταν ξέ­φευ­γαν τα πράγ­μα­τα, πυ­ρο­βο­λι­σμοί, κραυ­γές και βο­γκη­τά .
Ο γά­τος του, ο μί­στερ Τζίν­τζερ, επέ­με­νε να κά­νει την νυ­χτε­ρι­νή του βόλ­τα και άνοι­ξε το πα­ρά­θυ­ρο για να βγει από τη σκά­λα ασφα­λεί­ας. Κα­θώς τον πα­ρα­κο­λου­θού­σε να χά­νε­ται στο σκο­τά­δι, έπε­σαν στο κε­φά­λι του με­ρι­κά κομ­μά­τια χιό­νι και ένας ξαφ­νι­κός θό­ρυ­βος ακού­στη­κε από τη σκά­λα σαν να κα­τέ­βαι­νε κά­ποιος τρέ­χο­ντας. Όσο περ­νού­σαν τα δευ­τε­ρό­λε­πτα, ο θό­ρυ­βος αυ­τός ερ­χό­ταν όλο και πιο κο­ντά. Πριν κα­τα­λά­βει τι συ­νέ­βαι­νε, ακού­στη­κε ένας εκ­κω­φα­ντι­κός γδού­πος και μια τε­ρά­στια μά­ζα χιο­νιού έπε­σε έξω από το πα­ρά­θυ­ρό του. Μό­λις που πρό­λα­βε να κλεί­σει το πα­ρά­θυ­ρο και να απο­μα­κρυν­θεί.
Όταν κό­πα­σε ο μι­κρός αυ­τός χα­μός, πλη­σί­α­σε ξα­νά στο πα­ρά­θυ­ρο. Ο όγκος του χιο­νιού που προ­σγειώ­θη­κε έξω από το πα­ρά­θυ­ρο εί­χε κλεί­σει εντε­λώς το οπτι­κό του πε­δίο. Άνα­ψε το εξω­τε­ρι­κό φως για να δει τι ακρι­βώς εί­χε συμ­βεί ή κα­λύ­τε­ρα για να πι­στέ­ψει πως αυ­τό που έβλε­πε ήταν αλη­θι­νό.
Το πρώ­το που εί­δε όταν πλη­σί­α­σε, ήταν μία μι­κρή μαύ­ρη κου­κί­δα που προ­ε­ξεί­χε από τον ολό­λευ­κο πα­γω­μέ­νο όγκο του χιο­νιού. Δεν μπο­ρού­σε να κα­τα­λά­βει τι ακρι­βώς ήταν και πή­γε να πά­ρει επι­πρό­σθε­τα ένα φα­κό που εί­χε φυ­λαγ­μέ­νο για πε­ρί­πτω­ση έκτα­κτης ανά­γκης. Όταν φώ­τι­σε τη μαύ­ρη αυ­τή κου­κί­δα, δεν μπο­ρού­σε να πι­στέ­ψει στα μά­τια του. Η τρύ­πα εί­χε με­γα­λώ­σει και τώ­ρα ένα ζευ­γά­ρι μά­τια που λα­μπύ­ρι­ζαν στο φως του φα­κού τον κοί­τα­ζαν απευ­θεί­ας στο πρό­σω­πο.
Ο Τζόρ­νταν φο­βι­σμέ­νος έκα­νε με­ρι­κά βή­μα­τα πί­σω. Μα τι ακρι­βώς εί­χε μπρο­στά του;
Αμέ­σως με­τά ο όγκος του χιο­νιού ξαφ­νι­κά δια­λύ­θη­κε. Ένα λα­μπρα­ντόρ με­σαί­ου με­γέ­θους ξε­πε­τά­χτη­κε μέ­σα από το χιό­νι τι­νά­ζο­ντας με δύ­να­μη τη γού­να του. Ο Τζόρ­νταν χα­μο­γέ­λα­σε ανα­κου­φι­σμέ­νος. Προ­σκά­λε­σε μέ­σα τον νέο του φί­λο κι εκεί­νος δέ­χτη­κε κου­νώ­ντας χα­ρού­με­να την ου­ρά του.
Τον σκού­πι­σε με μια πε­τσέ­τα και στέ­γνω­σε την βρεγ­μέ­νη του γού­να με το πι­στο­λά­κι. Ο σκυ­λά­κος στην αρ­χή κα­θό­ταν ήσυ­χος απο­λαμ­βά­νο­ντας τη στορ­γή και τη φρο­ντί­δα του άγνω­στου νέ­ου του φί­λου. Ωστό­σο, σύ­ντο­μα άρ­χι­σε να συ­μπε­ρι­φέ­ρε­ται ανή­συ­χα και να μυ­ρί­ζει όλο το σπί­τι με τη μου­σού­δα του σαν να έψα­χνε κά­τι. Στο τέ­λος στα­μά­τη­σε μπρο­στά στο πα­ρά­θυ­ρο γα­βγί­ζο­ντας δυ­να­τά.
Ο Τζόρ­νταν τού άνοι­ξε το πα­ρά­θυ­ρο και το λα­μπρα­ντόρ όρ­μη­σε έξω με λα­χτά­ρα. Ξε­κί­νη­σε να σκά­βει ξα­νά στο μέ­ρος από όπου εί­χε βγει από το χιό­νι. Σε λί­γο έβγα­λε ένα μι­κρό σα­κου­λά­κι και του το έδω­σε. Ο Τζόρ­νταν προ­σπά­θη­σε να τον βά­λει και πά­λι μέ­σα αλ­λά ο σκύ­λος δεν κου­νιό­ταν μέ­χρι να ανοί­ξει το σα­κου­λά­κι.
Ο Τζόρ­νταν το ξε­τύ­λι­ξε και βρέ­θη­κε μπρο­στά σε ένα ση­μεί­ω­μα με παι­δι­κά, τρε­μου­λια­στά γράμ­μα­τα:

Μή­πως μπο­ρεί να έρ­θει κά­ποιος να με σκε­πά­σει και να μου πει ένα πα­ρα­μύ­θι για­τί η μα­μά μου θα αρ­γή­σει να γυ­ρί­σει από τη δου­λειά και φο­βά­μαι μό­νος μου; Θα έχω αφή­σει μι­σά­νοι­χτη την πόρ­τα.

Τζέιμς, 6ος όρο­φος, δια­μέ­ρι­σμα 12Β.

Αμέ­σως ο Τζόρ­νταν πή­ρε το σκύ­λο και βγή­κε στη σκά­λα ασφα­λεί­ας για να ανέ­βει ως τον 6ο όρο­φο. Επει­δή κά­ποιοι ένοι­κοι δεν ήθε­λαν σκυ­λιά στην πο­λυ­κα­τοι­κία, όσοι εί­χαν ήταν ανα­γκα­σμέ­νοι να χρη­σι­μο­ποιούν την σκά­λα ασφα­λεί­ας, όταν τα εί­χαν μα­ζί τους.
Η πόρ­τα ήταν πραγ­μα­τι­κά μι­σά­νοι­χτη και η θέρ­μαν­ση εί­χε σβή­σει εδώ και ώρα. Ο μι­κρός-όχι πα­ρα­πά­νω από τεσ­σά­ρων ετών-εί­χε απο­κοι­μη­θεί ξε­σκέ­πα­στος πε­ρι­μέ­νο­ντας τον τε­τρά­πο­δο φί­λο του να γυ­ρί­σει. Ο Τζόρ­νταν τον σκέ­πα­σε και απο­φά­σι­σε να μεί­νει μέ­χρι να γυ­ρί­σει η μη­τέ­ρα του.
Γύ­ρω στις εφτά το πρωί ξύ­πνη­σε από τα κλει­διά που έβα­λε κά­ποιος στην πόρ­τα. Ξύ­πνη­σε και ετοι­μά­στη­κε να δώ­σει εξη­γή­σεις. Όταν εί­δε τη νε­α­ρή κο­πέ­λα που στε­κό­ταν έκ­πλη­κτη μπρο­στά στην πόρ­τα κοι­τά­ζο­ντάς τον με ορ­θά­νοι­χτα, έκ­πλη­κτα μά­τια, κα­τά­λα­βε πως εί­χε απέ­να­ντί του τη γυ­ναί­κα της ζω­ής του.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: