Τρεις βινιέτες

Σάμος. Δυτικό λιμάνι. Σχέδιο του Luigi Mayer (1755-1803)
Σάμος. Δυτικό λιμάνι. Σχέδιο του Luigi Mayer (1755-1803)

Λεξικό

Οι λέ­ξεις που ορί­ζουν, οι ίδιες λέ­ξεις αναι­ρούν· κι εί­ναι το νό­η­μα μια με­τα­βα­τι­κή διά­στα­ση που πε­ριέ­χει το ένα και το τρία ακέ­ραια και συμ­μι­γή. Κι εί­ναι το νό­η­μα μια σπου­δή από του­λί­πες σε κρυ­σταλ­λι­κό αν­θό­χω­μα.
Οι λέ­ξεις όταν σχί­ζο­νται γεν­νούν τσου­κνί­δες, υδρά­γκα­θα και ρό­ζους χιο­νιού. Κι από τις γέν­νες όλα τα δά­κρυα δι­η­θού­νται στη λέμ­φο ενός ποι­ή­μα­τος και στους νε­φρούς του.
Οι λέ­ξεις υπήρ­ξαν: πορ­θμεία ρευ­στών, αντη­χή­σεις της ύπαρ­ξης και μη­χα­νο­λο­γι­κές με­λέ­τες ηλε­κτρο­δό­τη­σης έλεγ­χου συ­σκευών. Φθο­ρά· μα και πλα­κού­ντες κι έξυ­πνα βλα­στο­κύτ­τα­ρα. Και κά­ποιες νύ­χτες ιν βί­τρο συ­νεύ­ρε­σης με βουλ­γά­ρι­κα αυ­γά. Κι ένα σκυ­λά­δι­κο δί­χως σκύ­λους γε­μά­το λε­μό­νια, και χλω­ρί­νη σπέρ­μα­τος.
Οι λέ­ξεις που έγρα­ψα κι οι λέ­ξεις που πί­νω, δια­κρί­νο­νται. Οι μεν απ' το αί­μα τους, οι δε από τους ατμούς. Και των βρε­φών το ψεύ­δι­σμα αυ­τό εί­ναι: ένα αι­μορ­ρα­γι­κό με­θύ­σι με γά­λα μη­τρι­κό. Και κά­θε γου­λιά εί­ναι ένα ακό­μη ποί­η­μα.

Ιχνογραφία

Ίχνος της Πέλ­λας, θρα­κιάς των σκλά­βων και η Εντίρ­νε της εκ­κε­ντρι­κής τυ­φλό­τη­τας. Το ρό­λο της έπαι­ξε η ομί­χλη. Και το στή­θος σου (που ανε­βο­κα­τέ­βαι­νε) ερυ­θρό­στη­θε πε­τρί­τη.
Ίχνος του Πλόβ­ντιβ κι η διε­θνής του Δη­μη­τρόφ. Φι­λιπ­πού­πο­λη - Βάρ­να σε επτά ώρες κι ένα τέ­ταρ­το και το χο­ντρό παι­δί που πη­δού­σε να καρ­φώ­σει.
Ίχνος της πέ­τρας στην αρ­χαία μνή­μη που εί­ναι ένα κοι­μη­τή­ριο ηδο­νής· το νε­κρο­κρέ­βα­το του ενε­στώ­τα
χρό­νου. Η Σό­φια που ανα­σύρ­θη­κε απ' τα χιό­νια της· χε­λώ­να της στιγ­μής, λα­γός της εντο­πιό­τη­τας.
Ίχνος της Ρί­λας στο λα­σπω­μέ­νο πο­τά­μι, τα νού­φα­ρα αρ­πά­ζο­νταν με τα δό­ντια απ' τις γά­μπες. Οι κα­λό­γε­ροι που καλ­λι­γρα­φού­σαν. Μια τρυ­γό­να φά­ντα­σμα που έψα­χνε τα ορ­φα­νά της. Τοκ Τοκ σε βρή­κα γέ­ρο­ντα. Τοκ Τοκ παν­σέ­λη­νος.
Ίχνος της ηγου­μέ­νης Ίλια. Πώς πε­θαί­νουν τα κε­ρά­σια στο χιο­νιά. Το πορ­φυ­ρό κω­δω­νο­στά­σιο της κοι­λιάς της. Πώς έσβη­νε το ίχνος στη σάρ­κα της· το γα­λα­νό σι­φό­νι των χυ­μών της.
Ίχνος των μα­θη­τευό­με­νων. Τα πα­ρα­παί­δια από κέ­δρο και η σύγ­χυ­ση με τους αγ­γέ­λους. Τα λευ­κά μά­τια των οδη­γών και των ανι­χνευ­τών· οι αιχ­μές απ' τις γρα­φί­δες στο κα­τά Μάρ­κον.

Βάφτιση

Βα­φτί­ζε­ται το Πέ­λα­γο που σιώ­πη­σε όταν έπρε­πε μα φλυα­ρού­σε όταν δεν έπρε­πε. Κι αν εί­χε ήχους θα ήταν Όρ­κα, θα ήταν ρευ­στό μεν, αι­θέ­ριο δε. Κι όλα τα ονό­μα­τα, όλοι οι προσ­διο­ρι­σμοί, εκ των κυ­μά­των θα βα­φτί­ζο­νται επι­θε­τι­κοί, ενώ θα σκί­ζο­νται με­τα­ξύ τους για την ου­σία. Όμως μό­νον το πέ­λα­γο θα βα­φτί­ζε­ται ου­σια­στι­κό. Και με­ρι­κές βάρ­κες με κύ­ρια ονό­μα­τα: Μα­ρι­γώ, Χρι­στί­να, Πα­να­γιά των Βρά­χων, Αϊ­νού, Μπα­χάρ, Μπι­γκίλ, Ντε­νίζ Οκ­σούν. Αυ­τές, και τα παι­διά τους.
Βα­φτί­ζε­ται η Άνοι­ξη, δού­λη του Θε­ού που διε­τέ­λε­σε κα­θρέ­φτης, μαι­νάς κα­τα­κλυ­σμών και εγκα­τα­κρη­μνί­σε­ων. Το νέ­φτι τη βά­φτι­σε, δια­λύ­τη χρω­στι­κών· στο νέ­φτι βα­φτί­στη­κε στην εξα­χνω­θεί­σα τε­ρε­βιν­θί­νη. Οι ατμοί της σφα­γιά­στη­καν εκ νέ­ου από τυ­φώ­να τρο­πι­κών. Και το όνο­μα αυ­τής Πρω­τα­λη­θής Εκ Βα­θέ­ων (Primavera De Profundis). Άνοι­ξη των για­σε­μιών. Άνοι­ξη της λευ­κής γαρ­δέ­νιας.
Βα­φτί­ζε­ται η Διάρ­ρη­ξη, δι’ εμ­βό­λου αιχ­μη­ρού και σάρ­κι­νου όπως πα­ρέ­λα­σε με δε­μέ­να μά­τια και κου­κού­λα, ένας κα­νά­γιας των αιχ­μών, των σφαι­ρών και των λό­φων. Και το όνο­μα αυ­τής Έρω­τας. Κι ως έρω­τας οφεί­λει να αγα­πά ό,τι διαρ­ρη­γνύ­ει, να το αγα­πά ως εαυ­τόν, να το σέ­βε­ται και να το τι­μά. Και να μην το κοι­τά­ζει στο φύ­λο του για να απο­φα­σί­σει (πα­ρά στα μά­τια).


[ Από την ανέκ­δο­τη συλ­λο­γή Κά­τω Χώ­ρες]

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: