O «κρυμμένος» Παπαδιαμάντης του Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου

O «κρυμμένος» Παπαδιαμάντης του Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου
Ψηφιακό πορτρέτο «φαγιούμ» / σύνθεση Δημήτρης Καλοκύρης

Στο­χεύ­ο­ντας να ξε­κι­νή­σω από μια τυ­πο­λο­γία των τρό­πων με τους οποί­ους συ­νο­μι­λεί ο ιδιό­τυ­πος και πο­λυ­σχι­δής συγ­γρα­φέ­ας Ν. Δ. Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λος με το έρ­γο του Πα­πα­δια­μά­ντη[1] ήρ­θα αντι­μέ­τω­πη με μια συγ­γρα­φι­κή ευ­ρη­μα­τι­κό­τη­τα που υπερ­βαί­νει την ευ­ε­λι­ξία της κα­τη­γο­ριο­ποί­η­σης του Genette στο κλα­σι­κό πια και –επι­τέ­λους– πρό­σφα­τα με­τα­φρα­σμέ­νο στα ελ­λη­νι­κά θε­ω­ρη­τι­κό έρ­γο Πα­λίψ­μη­στα (1982).[2] Ξα­να­δια­βά­ζο­ντας τα λο­γο­τε­χνι­κά κεί­με­να του Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λου, που συ­νο­μι­λούν με τον Πα­πα­δια­μά­ντη, και έχο­ντας κα­τά νου την έκ­κε­ντρη και εκ­κε­ντρι­κή συγ­γρα­φι­κή του ιδιο­προ­σω­πία, απο­φά­σι­σα να πα­ρα­κάμ­ψω τη θε­ω­ρη­τι­κή τεκ­μη­ρί­ω­ση και τη συ­να­κό­λου­θη έκ­θε­ση των θε­ω­ρη­τι­κών ζη­τη­μά­των που συ­νή­θως απορ­ρέ­ουν από κά­θε από­πει­ρα τα­ξι­νό­μη­σης και να ακο­λου­θή­σω μια μέ­θο­δο πιο συμ­βα­τή με τη συγ­γρα­φι­κή ιδιο­προ­σω­πία του Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λου, όπως απο­τυ­πώ­νε­ται σε ένα σχό­λιο του Στέ­λιου Ράμ­φου, που θε­ω­ρώ ότι θα προ­συ­πέ­γρα­φε και ο συγ­γρα­φέ­ας: «Τα έρ­γα δεν γί­νο­νται για να τα κρί­νου­με, αλ­λά για να τα ζή­σου­με και για να ζή­σου­με μα­ζί τους σε μια σχέ­ση που δεν προ­ϋ­πο­θέ­τει τό­σο την ιστο­ρία τους όσο την δι­κή μας ιστο­ρία».[3] Εξάλ­λου, με­τα­θέ­το­ντας την εκτί­μη­ση του ίδιου για την ται­νία του Ευ­θύ­μη Χα­τζή «Τα ρό­δι­να ακρο­γιά­λια», μπο­ρεί κα­νείς να υπο­στη­ρί­ξει δί­χως να υπο­τι­μή­σει τη λο­γιο­σύ­νη του με­λε­τη­τή, πως «ο Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λος, χω­ρίς κα­θό­λου να λη­σμο­νεί τη γλώσ­σα του φι­λο­λό­γου και τους κα­νό­νες που την κυ­βερ­νάν, πά­ει στον Πα­πα­δια­μά­ντη από τη γλώσ­σα της καρ­διάς, του υπο­τάσ­σε­ται και αφή­νε­ται μ’ εμπι­στο­σύ­νη στη χει­ρα­γω­γία του».[4]
Όπως και στο έρ­γο του, στην πα­ρα­πά­νω ρή­ση συ­μπλέ­κο­νται η φι­λο­λο­γι­κή ιδιό­τη­τα του Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λου και η πολ­λα­πλώς ομο­λο­γη­μέ­νη και από τον ίδιο βιω­μα­τι­κή του σχέ­ση με το έρ­γο του Πα­πα­δια­μά­ντη. Μια πρώ­τη μι­κρο­σκο­πι­κή ανά­γνω­ση αυ­τής της σχέ­σης θα κα­τα­θέ­σω στην ερ­γα­σία μου συ­μπλη­ρώ­νο­ντας μια μό­νο ψη­φί­δα σε ένα παζλ που πε­ρι­μέ­νει έναν ή πε­ρισ­σό­τε­ρους άξιους και έμπει­ρους «παί­κτες» για να το συ­μπλη­ρώ­σουν.
Ευ­θεία ή τε­θλα­σμέ­νη, σπει­ροει­δής, συ­νε­χό­με­νη ή δια­κε­κομ­μέ­νη, η γραμ­μή που συν­δέ­ει τα δη­μιουρ­γι­κά κεί­με­να του Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λου με τον Πα­πα­δια­μά­ντη και τον κό­σμο του δη­μιουρ­γεί ένα πο­λύ­πλο­κο δί­κτυο σχέ­σε­ων, που χρειά­ζε­ται συ­στη­μα­τι­κή με­λέ­τη, ώστε να συ­γκρο­τη­θεί η προ­σω­πι­κή μυ­θο­λο­γία, κα­θώς και η πα­λίμ­ψη­στη σύ­στα­ση του εκτε­νέ­στε­ρου μέ­ρους του λο­γο­τε­χνι­κού έρ­γου ενός απαι­τη­τι­κού λό­γιου συγ­γρα­φέα. Θε­ω­ρώ­ντας πως ο σχο­λια­σμός των φα­νε­ρών, κρυ­φών ή κρυμ­μέ­νων πα­πα­δια­μα­ντι­κών συ­νά­ψε­ων του έρ­γου του εί­ναι αδύ­να­τον να ρί­ξει έστω και αμυ­δρό φως στο πο­λύ­πλο­κο αυ­τό δί­κτυο, θα επι­κε­ντρω­θώ στην ανά­γνω­ση ενός αφη­γή­μα­τος που συν­δια­λέ­γε­ται ποι­κι­λό­τρο­πα με το έρ­γο του Πα­πα­δια­μά­ντη και, δευ­τε­ρευό­ντως, του Σκα­ρί­μπα και άλ­λων λο­γο­τε­χνών.
Συ­γκε­κρι­μέ­να, θα προ­σπα­θή­σω να ανα­δεί­ξω την υπερ­κει­με­νι­κή ταυ­τό­τη­τα του αφη­γή­μα­τος «Ναυ­τι­κή θη­τεία» ανι­χνεύ­ο­ντας τα υπο-κεί­με­να που το συ­γκρο­τούν και ερ­μη­νεύ­ο­ντας την ετε­ρο­γλωσ­σι­κή του σύ­στα­ση, κα­θώς και τη λει­τουρ­γία της λο­γο­τε­χνι­κής του δια­στρω­μά­τω­σης. Το αφή­γη­μα εκτεί­νε­ται σε ει­κο­σιέ­ξι σε­λί­δες και πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στον τό­μο Τρία θα­λασ­σι­νά ει­δύλ­λια,[5] ο οποί­ος βλέ­πει το φως το 1985, δη­λα­δή γρά­φε­ται και εκ­δί­δε­ται πα­ράλ­λη­λα με την κρι­τι­κή έκ­δο­ση των δι­η­γη­μά­των του Πα­πα­δια­μά­ντη, που επι­με­λή­θη­κε ο Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λος και στε­γά­ζο­νται στους τρεις από τους πέ­ντε τό­μους των απά­ντων του συγ­γρα­φέα.[6] Ο τί­τλος πα­ρα­πέ­μπει στα Θα­λασ­σι­νά Ει­δύλ­λια που εί­χε προ­ε­ξαγ­γεί­λει ο Πα­πα­δια­μά­ντης δί­χως να τα εκ­δώ­σει πο­τέ.[7] Η ιστο­ρία του αφη­γή­μα­τος εί­ναι σχε­δόν προ­σχη­μα­τι­κή: ο ανα­γνώ­στης πα­ρα­κο­λου­θεί τη στε­νο­χώ­ρια ενός «ση­μαιο­φό­ρου» του ναυ­τι­κού, που από τον «πα­ρά­δει­σο του ναυ­τι­κού» που ονει­ρεύ­ε­ται, παίρ­νει φύλ­λο πο­ρεί­ας, μα­ζί με έναν υφι­στά­με­νό του Πει­ραιώ­τη ναύ­τη, τον Κο­ζα­δί­νο, για το Πε­ζι­κό Λά­ρι­σας. Οι μά­ταιες προ­σπά­θειές του να προ­σαρ­μο­στεί στον «τό­πο της βα­σά­νου», κα­τα­λή­γουν στο στρα­το­δι­κείο. Η αφή­γη­ση εί­ναι αυ­το­δι­η­γη­τι­κή και φο­ρέ­ας της ο γνω­στός και από άλ­λα αφη­γή­μα­τα του Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λου χα­ρα­κτή­ρας: ένας πτυ­χιού­χος της φι­λο­λο­γί­ας, ση­μαιο­φό­ρος του ναυ­τι­κού, του οποί­ου η ταυ­τό­τη­τα συ­γκρο­τεί­ται με τους συ­νή­θεις αφη­γη­μα­τι­κούς τρό­πους: μέ­σω της αυ­το­πε­ρι­γρα­φής, της πε­ρι­γρα­φής του από τους άλ­λους και από τη δρά­ση του, εξω­τε­ρι­κή και εσω­τε­ρι­κή.[8] Ο ανώ­νυ­μος «ψη­λός νε­α­ρός» επι­κα­λεί­ται συ­χνά τη φι­λο­λο­γι­κή του ιδιό­τη­τα, αυ­το­πε­ρι­γρά­φε­ται ως «πα­λα­βός» (χα­ρα­κτη­ρι­σμός με τον οποίο συμ­φω­νεί και ο πε­ρί­γυ­ρος), λα­τρεύ­ει τη θά­λασ­σα, αφού «από αυ­τή ανα­δύ­θη­κε η ζωή», εί­ναι γε­μά­τος κα­τα­νό­η­ση για τους φα­ντά­ρους, άφο­βος απέ­να­ντι στους αν­θρώ­πους της στρα­τιω­τι­κής εξου­σί­ας, και –το ση­μα­ντι­κό­τε­ρο για την οπτι­κή μας– δια­χει­ρί­ζε­ται την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα με όρους της λο­γο­τε­χνί­ας. Η εστί­α­ση εί­ναι εσω­τε­ρι­κή, η αφή­γη­ση εί­ναι συ­νή­θως τρι­το­πρό­σω­πη, συ­χνά ισο­δυ­να­μεί με πλα­για­σμέ­νη πρω­το­πρό­σω­πη, σπα­νιό­τε­ρα γί­νε­ται δευ­τε­ρο­πρό­σω­πη, ενώ εγκι­βω­τί­ζο­νται σ’ αυ­τήν άλ­λο­τε με πλά­γιο, άλ­λο­τε με ελεύ­θε­ρο πλά­γιο λό­γο, και άλ­λες φω­νές. Ο λό­γος εί­ναι μα­κρο­πε­ρί­ο­δος, εξο­μο­λο­γη­τι­κός με συ­χνές λυ­ρι­κές κο­ρυ­φώ­σεις στους μο­νο­λό­γους του κε­ντρι­κού χα­ρα­κτή­ρα, ενώ γί­νε­ται στα­κά­τος και συ­νή­θως αγο­ραί­ος στους δια­λό­γους, κυ­ρί­ως όταν φο­ρέ­ας του εί­ναι οι στρα­τιω­τι­κοί. Ο χρό­νος εκ­φο­ράς εί­ναι ενε­στώ­τας και αό­ρι­στος που συ­χνά ισο­δυ­να­μεί με ενε­στώ­τα. Το ταυ­το­ποι­η­τι­κό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του αφη­γή­μα­τος εί­ναι η εναλ­λα­γή πα­ρό­ντος και πα­ρελ­θό­ντος και συ­να­κό­λου­θα προ­φο­ρι­κού λό­γου και γρα­πτής λο­γο­τε­χνι­κής γλώσ­σας, ρε­α­λι­στι­κού και φα­ντα­στι­κού.
Το πρώ­το σή­μα δια­κει­με­νι­κό­τη­τας απα­ντά στην αρ­χή του αφη­γή­μα­τος, στην επι­γρα­φή, πα­ρω­δία του τέ­λους του «Μπο­λι­βάρ» του Νί­κου Εγ­γο­νό­που­λου: Ση­μαιο­φό­ρε / τι ζη­τού­σες στη Λά­ρι­σα / συ / ένας / Γρι­πο­νη­σιώ­της; Και σε πα­ρέν­θε­ση: πε­ρί­που Νί­κος Εγ­γο­νό­που­λος.[9](9) Η λέ­ξη πε­ρί­που προ­ε­ξαγ­γέλ­λει τη με­τα­σχη­μα­τι­στι­κή και μι­μη­τι­κή συ­γρα­φι­κή πρα­κτι­κή που ακο­λου­θεί.[10] Το πρώ­το πα­πα­δια­μα­ντι­κό σή­μα δί­νε­ται από την αρ­χή, κα­θώς στα πα­ρά­πο­να του ομοιο­πα­θούς Πει­ραιώ­τη ναύ­τη που τον συ­νο­δεύ­ει στο τα­ξί­δι του, του Κο­ζα­δί­νου, επει­δή τους δε­μα­τιά­σα­νε από τον “Πάν­θη­ρα”» —το αντι­τορ­πι­λι­κό— «για το τρί­το στρα­τό­πε­δο Λα­ρί­σης, ο ση­μαιο­φό­ρος  κα­μω­νό­ταν πως άκου­γε στω­ι­κά τον τε­τρα­πε­ρα­σμέ­νο Πει­ραιώ­τη ναύ­τη, με τα μά­τια κλει­στά, μια φο­ρά του πέ­τα­ξε κι ένα “υπο­μο­νή και φόρ­τσο γι­νά­τι”, δεν ήταν δι­κό του, του Πα­πα­δια­μά­ντη ήταν, ωχ! τον ξα­νά­παιρ­νε ο κα­τή­φο­ρος, τι υπο­μο­νή νά ‘κα­νε κι ο Κο­ζα­δί­νος κι αυ­τός ο ίδιος, λιώ­να­νε τα σω­θι­κά του μό­νο που άκου­γε “Πάν­θηρ! “» (9)
Η δά­νεια φρά­ση υπο­μο­νή και φόρ­τσο γι­νά­τι[11] προ­έρ­χε­ται από το δι­ή­γη­μα «Ο Κο­σμο­λαΐτης» (1903) του Πα­πα­δια­μά­ντη και λει­τουρ­γεί πα­ρη­γο­ρη­τι­κά, ενώ η φρά­ση τον ξα­νά­παιρ­νε ο κα­τή­φο­ρος ση­μα­το­δο­τεί όχι μό­νο το πέ­ρα­σμα από τη στω­ι­κή εγκαρ­τέ­ρη­ση στη δυ­σθυ­μία ή και τον θυ­μό, αλ­λά και την εκτρο­πή της αφή­γη­σης από το πραγ­μα­τι­κό στη μυ­θο­πλα­σία· τα κύ­μα­τα στα οποία πε­ρι­δια­βά­ζει ο αφη­γη­τής, λί­γο πα­ρα­κά­τω στην ίδια πα­ρά­γρα­φο, δεν εί­ναι πραγ­μα­τι­κά, αλ­λά λο­γο­τε­χνι­κά:

Ας πε­ρι­δια­βά­σου­με λι­γά­κι στα κύ­μα­τα! Με φρε­σκα­δού­ρα στην Άσπρη Θά­λασ­σα, Κυ­κλά­δες, Σπο­ρά­δες, ίσα­με πά­νω στα ψη­λά νη­σιά Λή­μνο και Σα­μο­θρά­κη, και πά­λι προς τα χα­μη­λά, Κά­σο και Κάρ­πα­θο και Κρή­τη, τρία κάπ­πα κάλ­λι­στα, και το κα­ρά­βι να καλ­πά­ζει, στη γέ­φυ­ρα με νι­τσε­ρά­δα, κό­ντρα στον και­ρό, Κόν­ραντ με τυ­φώ­νες, Πα­πα­δια­μά­ντης με φουρ­τού­νες, Ελύ­της με μελ­τέ­μια, μό­νον ο πα­τριώ­της του δεν χώ­ρα­γε σε τού­το τ’ όνει­ρο, δεν του πη­γαί­ναν αυ­του­νού τα πο­λε­μι­κά, άλ­λα κα­ρά­βια για κεί­νον, άλ­λα. (10)

Οι τεχνικές μίμησης και μετασχηματισμού, που χρησιμοποιεί ο Τριανταφυλλόπουλος περιλαμβάνουν τη μνεία, την παράθεση, τον υπαινιγμό, το pastiche, την παρωδία και την επέκταση μιας δεδομένης μυθοπλασίας.

Το αφή­γη­μα χω­ρί­ζε­ται σε τρεις ενό­τη­τες:
Η πρώ­τη ενό­τη­τα κα­λύ­πτει τη με­τά­βα­ση από το αντι­τορ­πλι­κό «Πάν­θηρ» στο Πε­ζι­κό Λά­ρι­σας, μα­ζί με τον Κο­ζα­δί­νο, και εκ­θέ­τει το αγε­φύ­φω­το χά­σμα ανά­με­σα στο ναυ­τι­κό και τον στρα­τό ξη­ράς, με όρους αι­σθη­τι­κούς (η σύ­γκρι­ση των στο­λών ανα­δει­κνύ­ει την ομορ­φιά της ναυ­τι­κής στο­λής και την ασχή­μια του χα­κί), ηθι­κούς (οι ντε­λι­κά­τοι κυ­βερ­νή­τες αντι­πα­ρα­τί­θε­νται στους πε­ζούς, του λύ­κου το στό­μα, άλ­λα ζα­κό­νια στρα­τιω­τι­κούς) και λο­γο­τε­χνι­κούς (όλα τα δια­κεί­με­να αφο­ρούν τη θά­λασ­σα). Τα σχό­λια του Κο­ζα­δί­νου που έχα­σε το κα­ρά­βι το αρ­χε­τυ­πι­κό του ονεί­ρου και πά­ει να πε­τα­λώ­νει μου­λά­ρια στον κά­μπο προ­κα­λεί τη σιω­πη­ρή ανα­δρο­μή του ση­μαιο­φό­ρου στο πα­ρελ­θόν, μέ­σα από την οποία εκ­φρά­ζει τον έρω­τά του για τη θά­λασ­σα και το ναυ­τι­κό και προ­σπα­θεί να εξη­γή­σει την αι­τία της με­τά­τα­ξής του στο πε­ζι­κό απο­δί­δο­ντάς την στον ανά­πο­δο λό­γο, στην κα­τά­ρα της μά­νας του και ναύ­της να πας, στη στε­ριά να σε ρί­ξουν, εν­δε­χο­μέ­νως λό­γω αντι­ζη­λί­ας (εξαι­τί­ας της αγά­πης του προς τη θά­λασ­σα). Σ’ αυ­τήν την ενό­τη­τα πε­ριέ­χο­νται η ανα­φο­ρά στον Πα­πα­δια­μά­ντη και στα ποι­κί­λα λο­γο­τε­χνι­κά κύ­μα­τα, στα οποία ανα­φέρ­θη­κα πα­ρα­πά­νω. Η στρο­φή από την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα στη μυ­θο­πλα­σία εδώ συ­ντε­λεί­ται μέ­σω της με­τά­βα­σης από τα ση­μαι­νό­με­να στα ση­μαί­νο­ντα, από τα νη­σιά ως φυ­σι­κό χώ­ρο στην κει­με­νι­κή τους απο­τύ­πω­ση. Η φρά­ση τρία κά­πα κάλ­λι­στα εί­ναι το κλει­δί που ανοί­γει την ιδα­νι­κή βι­βλιο­θή­κη του συγ­γρα­φέα όπου καλ­πά­ζει με το ιδε­α­τό του κα­ρά­βι στην προ­σω­πι­κή μυ­θο­λο­γία του Τζό­ζεφ Κόν­ραντ,[12] του Αλέ­ξαν­δρου Πα­πα­δια­μά­ντη, του Οδυσ­σέα Ελύ­τη και του Γιάν­νη Σκα­ρί­μπα, στον οποίο ανα­φέ­ρε­ται πε­ρι­φρα­στι­κά. Εί­ναι φα­νε­ρό πως η αγά­πη του για το ναυ­τι­κό συν­δέ­ε­ται με την τέ­χνη, συ­γκε­κρι­μέ­να με την ποί­η­ση και τη ζω­γρα­φι­κή, όπως συ­νο­ψί­ζε­ται στο πα­ρα­κά­τω από­σπα­σμα:

Φαί­νε­ται πως τον ίδιο και­ρό έλα­βε μέ­σα του ορι­στι­κά υπό­στα­ση και ο πα­ρά­δει­σος του ναυ­τι­κού. Πο­τέ δεν του πέ­ρα­σε από το μυα­λό πως και οι ναύ­τες μπο­ρεί να φο­ρού­σαν μάλ­λι­να, όλα τα έβλε­πε και τα ένιω­θε —δεν τα φα­ντα­ζό­ταν— άσπρα, δρο­σε­ρά και αλα­φρά και στο βά­θος της ει­κό­νας κυ­ρί­αρ­χο το γα­λά­ζιο, και τα πο­λε­μι­κά που τύ­χαι­νε να περ­νά­νε κά­πο­τε κά­πο­τε τη γέ­φυ­ρα με λευ­κο­φο­ρε­μέ­νους ναύ­τες στην πλώ­ρη πο­τέ δε χά­λα­σαν την ει­κό­να, ίσα ίσα. Και τα νε­ρά βε­ντά­λια μπρος τους, αυ­τήν έβλε­πε κι ο ποι­η­τής της απέ­να­ντι στε­ριάς,
με μια—στην πλώ­ρη του—ανοι­χτή βε­ντά­λια από αφρό,
Τι άλ­λο λοι­πόν χρεια­ζό­ταν για να πι­στέ­ψει πως το ναυ­τι­κό ήταν η Εδέμ, ορι­στι­κά όμως χα­μέ­νη γι’ αυ­τόν, και ο στρα­τός ξη­ράς ο τό­πος της βα­σά­νου, όπου από μια μοί­ρα ανε­ξι­λέ­ω­τη και ανε­ξή­γη­τη ήταν κα­τα­δι­κα­σμέ­νος να γδέρ­νε­ται για άγνω­στα εγκλή­μα­τα; (15)

Ο εγκι­βω­τι­σμέ­νος στο πα­ρα­πά­νω από­σπα­σμα στί­χος προ­έρ­χε­ται από το ποί­η­μα «Η πό­λη» του Σκα­ρί­μπα[13] και υπη­ρε­τεί την ώσμω­ση πραγ­μα­τι­κό­τη­τας και μυ­θο­πλα­σί­ας, αυ­τή τη φο­ρά μέ­σα από το μο­τί­βο του πλοί­ου, κοι­νό λο­γο­τε­χνι­κό τό­πο του έρ­γου του.
Η δεύ­τε­ρη ενό­τη­τα απο­τε­λεί­ται από τον διά­λο­γο ανά­με­σα στον ταγ­μα­τάρ­χη Κου­σκου­νά και τον ση­μαιο­φό­ρο, όπου αντι­πα­ρα­τί­θε­νται τα μο­νο­λι­θι­κά στε­ρε­ό­τυ­πα της εξου­σί­ας και ο αγο­ραί­ος λό­γος του στρα­τού στην λε­πτό­τη­τα, την ευ­φυία και την ποι­η­τι­κό­τη­τα του φι­λό­λο­γου ση­μαιο­φό­ρου ο οποί­ος, χά­ρη στις πα­ρα­πά­νω του ιδιό­τη­τες, με­τα­τρέ­πε­ται από υπό­λο­γος σε κρι­τή του στρα­τιω­τι­κού κώ­δι­κα συ­μπε­ρι­φο­ράς. Η ενό­τη­τα κλεί­νει με μια ασυ­νή­θι­στη χά­ρη που ζη­τά ο ση­μαιο­φό­ρος από τον ταγ­μα­τάρ­χη, με­τά το αυ­το­νό­η­το αί­τη­μα να μην επι­βλη­θεί κα­μιά ποι­νή στους ναύ­τες: «Αν, ένα στα χί­λια τύ­χει και πέ­σουν τα παι­διά σας πά­νω σε κά­ποια Μαί­ρη Δε­πά­νου με ναυ­τι­κή στο­λή, να τή­νε μπα­γλα­ρώ­σουν και να μου τη φέ­ρουν δε­μέ­νη και ση­κω­τή. Πα­ρα­σταί­νει τον υπο­πλοί­αρ­χο του ναυ­τι­κού, μας έχει κά­νει με­γά­λες λα­χτά­ρες, επι­κίν­δυ­νος τύ­πος, γλι­στρά­ει εύ­κο­λα από τις κα­κο­το­πιές, φα­σκιω­μέ­νη να μου τη φέ­ρουν, κύ­ριε ταγ­μα­τάρ­χα, σας πα­ρα­κα­λώ...» (21-22)
Ακο­λου­θεί ένα «μυ­θο­πλα­στι­κό ιντερ­μέ­διο» το οποίο αφο­ρά μια φευ­γα­λέα συ­νά­ντη­ση με την ει­κο­σά­χρο­νη Μαί­ρη Δε­πά­νου τον και­ρό που ήταν πε­ρι­πο­λάρ­χης και την εμ­μο­νή του ση­μαιο­φό­ρου να τη συ­να­ντή­σει για να πά­ρει πί­σω το αί­μα του, αφού ήταν ψέ­μα πως κέρ­δι­σε τη ρε­βάνς, φα­ντα­σί­ες του κυρ Γιάν­νη του κο­ντυ­λι­στή, η πλη­γή έμε­νε πά­ντα ανοι­χτή, μο­νά­χα αν τη συ­να­ντού­σε και τη χτυ­πού­σε ίσια στα μά­τια και στα χεί­λια, μό­νο τό­τε θα κα­τά­πε­φτε ο πό­νος του. Το ινε­τερ­μέ­διο φω­τί­ζει από άλ­λη πλευ­ρά την αγά­πη του ση­μαιο­φό­ρου για το ναυ­τι­κό και ιδί­ως την επι­θυ­μία του να υπη­ρε­τή­σει σε πε­ρι­πο­λι­κό, αφού και τα δύο συν­δέ­ο­νται με τη βού­λη­σή του να εκ­δι­κη­θεί τη Μαί­ρη Δε­πά­νου, ηρω­ί­δα του Σκα­ρί­μπα, ο οποί­ος εκτι­μού­σε πο­λύ τον Πα­πα­δια­μά­ντη. Η Μαί­ρη Δε­πά­νου πρω­τα­γω­νι­στεί στα δι­η­γή­μα­τα «Ο κύ­ριος του Τζακ», που πρω­το­δη­μο­σιεύ­τη­κε το 1943, με τί­τλο «Όνει­ρο στο θάμ­μα» και ύστε­ρα από δύο δη­μο­σιεύ­σεις με τον τί­τλο με το οποίο το γνω­ρί­ζου­με, επε­γερ­γα­σμέ­νο ξα­νά, ξα­να­δη­μο­σιεύ­τη­κε το 1976 με τί­τλο «Ο κύ­ριος του Τζακ» και υπό­τι­τλο «΄Ονει­ρο στο κύ­μα», ως φό­ρος τι­μής στον Πα­πα­δια­μά­ντη·[14] απα­ντά ξα­νά στο δι­ή­γη­μα «Πατς και απα­γάι», που συ­νε­χί­ζει την ιστο­ρία του προη­γού­με­νου δι­η­γή­μα­τος και πρω­το­δη­μο­σιεύ­τη­κε το 1955, με τί­τλο «Η ρε­βάνς».[15] Πρό­κει­ται για μια ανο­λο­κλή­ρω­τη ερω­τι­κή ιστο­ρία, που μπο­ρεί να ανα­γνω­σθεί σαν μια λο­ξή πα­ρα­φυά­δα, μια πα­ρα­μορ­φω­τι­κή αντα­νά­κλα­ση του δι­η­γή­μα­τος «Όνει­ρο στο κύ­μα», με ήρω­ες τον Αντώ­νη Σου­ρού­πη, πρω­τα­γω­νι­στή του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος Το Σό­λο του Φί­γκα­ρο (1939), και τη Μαί­ρη Δε­πά­νου, ένα ερω­τι­κό γαϊ­τα­νά­κι με­ταμ­φιέ­σε­ων και εξα­πα­τή­σε­ων, με κα­τά­λη­ξη την πε­ρι­πλά­νη­ση στη θά­λασ­σα.[16] Το αφή­γη­μα με το ανοι­χτό τέ­λος και την εκ­κρε­μού­σα συ­νά­ντη­ση συ­νε­χί­ζει ο Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λος ο οποί­ος θα εκ­φρά­σει τη νο­σταλ­γία του για τον ατε­λέ­σφο­ρο σκα­ρι­μπι­κό έρω­τα και σε με­τα­γε­νέ­στε­ρα δι­η­γή­μα­τα των συλ­λο­γών Λι­με­νάρ­χης Ευ­ρί­που (1993) και Ανύ­παρ­χτο λι­μά­νι (1998). Η ενό­τη­τα τε­λειώ­νει με τη συ­νει­δη­το­ποί­η­ση του ση­μαιο­φό­ρου ότι εί­ναι τρε­λός για δέ­σι­μο, αφού ζη­τά­ει να συλ­λά­βουν τη Μαί­ρη Δε­πά­νου στη στε­ριά, λες και θ’ ανά­πλεε το κό­τε­ρο τον λα­σπω­μέ­νο Πη­νειό και θά ’ρι­χνε άγκυ­ρα δί­πλα στο γή­πε­δο!
Με την γε­νι­κευ­μέ­νη πα­ρα­δο­χή της μη φυ­σιο­λο­γι­κής συ­μπε­ρι­φο­ράς του ση­μαιο­φό­ρου ξε­κι­νά η τρί­τη ενό­τη­τα, η οποία αφο­ρά στα «ευ­ερ­γε­τή­μα­τά» του απέ­να­ντι στους φα­ντά­ρους. Το συ­νη­θέ­στε­ρο εί­ναι το σβή­σι­μο των ποι­νών που τους επι­βάλ­λουν τα Εσά, με στό­χο να τους ανα­κου­φί­σει από την πολ­λή δου­λειά που τους φορ­τώ­νουν οι ανώ­τε­ροι στρα­τιω­τι­κοί για να βγουν ασπρο­πρό­σω­ποι απέ­να­ντι στους πο­λι­τι­κούς. Μοι­ραία, τη δρα­στη­ριό­τη­τά του αυ­τή ανα­κα­λύ­πει ο Αντι­συ­νταγ­μα­τάρ­χης Με­ρα­κί­νης, ο οποί­ος τον απει­λεί με στρα­το­δι­κείο, στην προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, ναυ­το­δι­κείο. Η σκέ­ψη και μό­νο του ναυ­το­δι­κεί­ου που συ­να­να­σύ­ρει τη θά­λασ­σα εί­ναι αρ­κε­τή για τη με­τα­μυ­θο­πλα­στι­κή εκτρο­πή της αφή­γη­σης και την υπο­κα­τά­στα­ση του ρε­α­λι­στι­κού από το πλα­σμα­τι­κό:

Σε ωραία θέ­ση το ναυ­το­δι­κείο, σε­ντό­νι λου­λα­κί απο­κά­τω του ο Σα­ρω­νι­κός, στα νε­ρά μας ξα­νά, δι­κοί μας άν­θρω­ποι οι ναυ­το­δί­κες, φί­νες στο­λές, ήξε­ρε τη γλώσ­σα τους, εί­χε δει και την πε­ρί­φη­μη «Ναυ­τι­κή ανταρ­σία»,[17] ού­τε που θα χρεια­ζό­ταν καν συ­νή­γο­ρο, θα τα κα­ρά­φερ­νε μό­νος του, φι­λό­λο­γος ήταν και το ναυ­τι­κό πά­ντα εί­χε σχέ­σεις με τη λο­γο­τε­χνία, Νιρ­βά­νας, Χορν, ο ναύ­αρ­χος Λυ­κού­δης με τα γλα­φυ­ρά του άρ­θρα στην Εγκυ­κλο­παί­δεια του «Πυρ­σού», ευαί­σθη­τοι άν­θρω­ποι.[18] Στο κά­τω κά­τω λά­τρευε τον Πα­πα­δια­μά­ντη και ποιος του πή­ρε στη Δε­ξα­με­νή την πε­ρί­φη­μη φω­το­γρα­φία, δεν ήταν ο Νιρ­βά­νας; Τά­ξε­ραν αυ­τά οι ναυ­το­δί­κες, άδι­κα χα­λιό­ταν ο χο­ντρός, στεί­λε με λοι­πόν να ξα­να­ζή­σω τ’ όνει­ρο, εκεί­νο που ονει­ρεύ­τη­κα στο αρ­μα­τα­γω­γό, τό­τε που μα­θεύ­τη­κε πως θα πέρ­να­γε από ναυ­το­δι­κείο ένας έφε­δρος ση­μαιο­φό­ρος, κυ­βερ­νή­της σε μι­κρό βοη­θη­τι­κό του στό­λου, για­τί το τα­ξί­δε­ψε δί­χως δια­τα­γή στην Αί­γι­να, να κά­νει το κομ­μά­τι του στην αρ­ρα­βω­νια­στι­κιά του. (31-32)

Η εί­σο­δος του Πα­πα­δια­μά­ντη, δια­κρι­τι­κή μέ­χρι στιγ­μής, συ­ντε­λεί­ται πα­νη­γυ­ρι­κά σ’ αυ­τό το δεύ­τε­ρο μυ­θο­πλα­στι­κό ιντερ­μέ­διο που εγκι­βω­τί­ζε­ται στην τρί­τη και τε­λευ­ταία ενό­τη­τα του αφη­γή­μα­τος με το τέ­χνα­σμα του ονεί­ρου. Στο όνει­ρο ανα­πα­ρά­γε­ται η ατμό­σφαι­ρα του αφη­γή­μα­τος «Η Νο­σταλ­γός» (1894)[19], συ­μπρω­τα­γω­νι­στεί ο Μα­θιός, ο αφη­γη­τής-πρω­τα­γω­νι­στής του ονεί­ρου και του αφη­γή­μα­τος τρα­γου­δά­ει εξα­κο­λου­θη­τι­κά και λυ­πη­τε­ρά τον πρώ­το στί­χο από το τρα­γού­δι της ρα­δι­νής Λα­λιώς «πό­τε θα κά­νου­με πα­νιά να κά­τσω στο τι­μό­νι...»,[20] ενώ στο τέ­λος «ακού­γε­ται» μια πα­ρω­δία του κα­τα­λη­κτι­κού τρα­γου­διού από το «Μυ­ρο­λό­γι της φώ­κιας»· φευ­γα­λέα πα­ρε­λαύ­νουν η Μο­σχού­λα από το «Όνει­ρο στο κύ­μα», η Σμα­ρα­γδή από το δι­ή­γη­μα «Η Πα­να­γιά η γορ­γό­να» του Μυ­ρι­βή­λη, πλάι στη νε­ό­κο­πη μού­σα του Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λου Μαρ­μα­ρυ­γή. Όλα αυ­τά μέ­σα σε νέα συμ­φρα­ζό­με­να, που δια­φο­ρο­ποιούν το νό­η­μα και τη λει­τουρ­γία: Ο αφη­γη­τής με­σά­νυ­χτα αλ­λά με φεγ­γά­ρι μέ­ρα βά­ζει πλώ­ρη για τη Σκιά­θο, όπου του εί­χε μη­νύ­σει ο ξε­πλα­τι­σμέ­νος από την κω­πη­λα­σία Μα­θιός, να σπεύ­σει προς βο­ή­θειά τους. Στην ονει­ρο­φα­ντα­σία του ο πρω­τα­γω­νι­στής προ­τρέ­πει τον Μα­θιό να φι­λή­σει το κο­ρί­τσι στο λαι­μό, αφού «δεν του εί­ναι γρα­φτό να ξα­να­φι­λή­σει κο­ρί­τσι» και θα πά­ρει εκεί­νος πά­νω του την αμαρ­τία. Το σχό­λιο προ­οι­κο­νο­μεί το τέ­λος του Μα­θιού ο οποί­ος βου­λιά­ζει σα σκα­ντά­γιο στα μαύ­ρα νε­ρά, ενώ εξα­φα­νί­ζε­ται και η αση­μέ­νια στρά­τα του φεγ­γα­ριού, όπου πριν από λί­γο κο­λυ­μπού­σε μια κό­ρη (η Μο­σχού­λα, η Σμα­ρα­γδή καν η Μαρ­μα­ρυ­γή;). Και ενώ εκεί­νος συλ­λο­γί­ζε­ται τη με­γά­λη σκα­μπα­βία που πρό­φτα­σε τον Μα­θιό, τον συλ­λαμ­βά­νει το κα­τα­διω­κτι­κό του Ναυ­τι­κού και στή­νε­ται ένα πρό­χει­ρο ναυ­το­δι­κείο, όπου κα­λεί­ται να απο­λο­γη­θεί κα­τη­γο­ρού­με­νος δι’ από­πει­ραν λι­πο­τα­ξί­ας. Ξε­κι­νά να απο­λο­γεί­ται τρα­γου­δώ­ντας και με­τά την εύ­λο­γη επί­πλη­ξη ότι δεν απο­λο­γού­νται με τρα­γού­δια στο ναυ­το­δι­κείο, ακο­λου­θεί η απο­λο­γία του σε πρό­ζα η οποία κα­τα­λή­γει σε πα­ρά­κλη­ση για ανε­λέ­η­τη κα­τα­δί­κη του, αφού ατί­μα­σε το ναυ­τι­κό και τις πα­ρα­δό­σεις του, εφό­σον δεν κα­τά­φε­ρε να υπε­ρα­σπι­στεί τον έρω­τα του Μα­θιού. Στο τέ­λος του ονεί­ρου, κά­ποιος ακού­στη­κε να δί­νει δια­τα­γές, τα αγή­μα­τα έστρε­φαν αρ­γά τα όπλα κα­τα­πά­νω του, αμέ­σως όμως με­τα­μορ­φώ­θη­καν όλοι σε φώ­κιες λυ­πη­μέ­νες και, ξαφ­νι­κά, από το ψη­λό­τε­ρο κα­τάρ­τι ευώ­δια­σε τη νύ­χτα μι­νύ­ρι­σμα αη­δο­νιού. (35) Ακο­λου­θεί η πα­ρω­δία του τρα­γου­διού της φώ­κιας από το τέ­λος του δι­η­γή­μα­τος «Το μυ­ρο­λό­γι της φώ­κιας»:[21]

Ετού­τος ήτον ο Μα­θιός
ο γιος του πα­πα-Δια­μα­ντή.
Τον πή­ρε το φεγ­γά­ρι και η θά­λασ­σα,
τον έχα­σε η αγά­πη.
Πέ­λα­γο μέ­γα ο καη­μός της
και ποιος θε να τό­νε στε­ρέ­ψει; (35)

Το όνει­ρο τε­λειώ­νει με τις φώ­κιες να γλι­στρούν στα νε­ρά, τη ναυαρ­χί­δα να με­τα­μορ­φώ­νε­ται σε βαρ­κού­λα δί­κου­πη σαν εκεί­νη της «Νο­σταλ­γού» και εκεί­νον να ξα­να­μπαί­νει στη στρά­τα του Θε­ού, ενώ τ’ αη­δό­νι, μο­να­χι­κό και αό­ρα­το, θαυ­μά­στω­νε τη νυ­χτε­ρι­νή πλά­ση (35).
Στην έξο­δο του αφη­γή­μα­τος, όνει­ρο και πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ρε­α­λι­στι­κό και πλα­σμα­τι­κό συμ­φύ­ρο­νται. Η στρα­τιω­τι­κή απει­λή επα­νέρ­χε­ται μέ­σα από τα ίδια στε­ρε­ό­τυ­πα, αλ­λά απο­δυ­να­μώ­νε­ται και υπο­χω­ρεί στην πα­ρέν­θε­ση, ενώ ο ση­μαιο­φό­ρος κα­τα­κλύ­ζε­ται από τη με­τω­νυ­μι­κή πα­ρου­σία του Πα­πα­δια­μά­ντη και την πα­ρα­μυ­θία του λό­γου του:

(«Θέ­λω τα στοι­χεία σου όλα, ση­μαιο­φό­ρε, θα σου αλ­λά­ξω τον αδό­ξα­στο, εδώ εί­μα­στε στρα­τός ξη­ράς κι όχι μο­δί­στρες...»)
Αχ, μά­να μου, μα­νού­λα μου κα­λή, έπια­σε η ανά­πο­δη ευ­χή σου, ναύ­της στα κά­ρα κα­τά­ντη­σα, έτσι όπως το ζή­τη­σες! Όμως το θα­λασ­σι­νό αη­δό­νι δεν τό ‘χα­σα πο­τέ, δεν έπα­ψα ν’ ακούω το κε­λά­η­δη­μά του στον ύπνο και στον ξύ­πνιο μου.(35)

Μέλος μιας εκλεκτής χορείας συγγραφέων που έχουν ανδρωθεί μέσα στην παράδοση και διαθέτουν μια «βιογραφία» συγκροτημένη από τη λογοτεχνία, ο Τριανταφυλλόπουλος έγραψε ένα ετερογλωσσικό αφήγημα ανακωδικoποιώντας τον λογοτεχνικό του κανόνα.

Με την αφη­γη­μα­τι­κή του ευ­ε­λι­ξία ο Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λος πε­τυ­χαί­νει τη θε­μα­τι­κή ορ­γά­νω­ση και την υφο­λο­γι­κή ομο­γε­νο­ποί­η­ση φαι­νο­με­νι­κά ετε­ρό­κλη­ρου υλι­κού από τη λο­γο­τε­χνι­κή του πα­ρα­κα­τα­θή­κη: το πα­ρόν της ιστο­ρί­ας απο­τυ­πώ­νε­ται συ­νή­θως με δια­λό­γους, ενώ μια φρά­ση του συ­νο­μι­λη­τή ή ένα σπά­ραγ­μα μνή­μης με θα­λασ­σι­νές συν­δη­λώ­σεις, με­τα­το­πί­ζει την αφή­γη­ση στο πα­ρελ­θόν ή στον άχρο­νο δια­κει­με­νι­κό πλου, μέ­σα από τον οποίο συ­ντί­θε­ται το βα­σι­κό στοι­χείο της ταυ­τό­τη­τας του αφη­γη­μα­τι­κού και δρα­μα­τι­κού προ­σω­πεί­ου: η λό­για σκευή του που εκ­φρά­ζε­ται μέ­σα από τις φω­νές των λο­γο­τε­χνι­κών του πα­τέ­ρων, που στοι­χειώ­νουν τη σκέ­ψη του και υπο­στα­σιώ­νουν τον λό­γο του. Βα­σι­κό αφη­γη­μα­τι­κό τέ­χνα­σμα εί­ναι το όνει­ρο όπου εγκι­βω­τί­ζε­ται το δά­νειο υλι­κό –θε­μα­τι­κό, λε­κτι­κό ή δο­μι­κό– από το έρ­γο του Πα­πα­δια­μά­ντη.
Οι τε­χνι­κές μί­μη­σης και με­τα­σχη­μα­τι­σμού, που χρη­σι­μο­ποιεί ο Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λος πε­ρι­λαμ­βά­νουν τη μνεία, την πα­ρά­θε­ση, τον υπαι­νιγ­μό, το pastiche, την πα­ρω­δία και την επέ­κτα­ση μιας δε­δο­μέ­νης μυ­θο­πλα­σί­ας. Έν­θε­τες στην αφή­γη­ση, εντός και εκτός του ονεί­ρου, απα­ντούν λέ­ξεις ή ολό­κλη­ρες φρά­σεις από το πα­πα­δια­μα­ντι­κό και το σκα­ρι­μπι­κό ιδιό­λε­κτο –π.χ. ενιαύ­σιον θύ­μα του έρω­τα, που ανα­κα­λεί τον τί­τλο του δι­η­γή­μα­τος του Πα­πα­δια­μά­ντη «Το Ενιαύ­σιον θύ­μα»[22] (1899) ή μαρ­γώ­νουν τα φώ­τα, σπά­ραγ­μα στί­χου του ποι­ή­μα­τος «Το κα­ρά­βι» του Σκα­ρί­μπα·[23] πα­ρό­μοια, στο αφή­γη­μα μπο­λιά­ζο­νται θε­μα­τι­κά μο­τί­βα και λο­γο­τε­χνι­κοί τό­ποι από το έρ­γο του Πα­πα­δια­μά­ντη, όπως ο νυ­χτε­ρι­νός πλους, το φως της σε­λή­νης, το μι­νύ­ρι­σμα πτη­νού ή η ανά­πο­δη ευ­χή η οποία δια­τρέ­χει το αφή­γη­μα από την αρ­χή ως το τέ­λος, δη­λα­δή η κα­τά­ρα της μά­νας η οποία επα­νέρ­χε­ται σε διά­φο­ρα καί­ρια ση­μεία της αφή­γη­σης (ως θα­να­τε­ρός λό­γος και θα­να­τι­κή κα­τα­δί­κη να βρε­θεί στη Λά­ρι­σα αυ­τός ένας ναυ­τι­κός, όπως ανα­φέρ­θη­κε για λό­γους μη­τρι­κής ζή­λιας, ως παι­δι­κή μνή­μη μιας αρ­ρώ­στιας, απόρ­ροιας της μη­τρι­κής κα­τά­ρας όπως με πλά­ντα­ξες να πλα­ντά­ξεις λό­γω της πο­λύ­ω­ρης πα­ρα­μο­νής του στη θά­λασ­σα, ως πα­ρά­πο­νο του ναύ­τη Κο­ζα­δί­νου. Η κα­τά­ρα της μά­νας ανα­κα­λεί, εν­δε­χο­μέ­νως, με τρό­πο ελα­φρώς παι­γνιώ­δη την κα­τά­ρα της μά­νας στο δι­ή­γη­μα «Ο θά­να­τος της κό­ρης», ενώ η επί­σης επα­νερ­χό­με­νη επί­κλη­σή της συ­νι­στά σκα­ρι­μπι­κό δά­νειο). Αλ­λά και η λει­τουρ­γία της τρέ­λας, η έμ­φα­ση στην αμ­φί­ε­ση και τη λει­τουρ­γία της στο­λής ανα­κα­λούν τη σκα­ρι­μπι­κή μυ­θο­λο­γία, ενώ η αρ­χι­κή απο­λο­γία του ση­μαιο­φό­ρου με τρα­γού­δι στο ονει­ρι­κό ναυ­το­δι­κείο και η επί­πλη­ξη για το ανάρ­μο­στο της συ­μπε­ρι­φο­ράς του συ­να­να­σύ­ρουν την επί­σης ανάρ­μο­στη επι­στο­λι­μαία απο­λο­γία του Μα­ριά­μπα προς το Υπουρ­γείο και τη συ­να­κό­λου­θη επί­πλη­ξη στο ομώ­νυ­μο μυ­θι­στό­ρη­μα του Σκα­ρί­μπα.
Το δια­κει­με­νι­κό τα­ξί­δι δεν στα­μα­τά εδώ: οι δύο τε­λευ­ταί­οι στί­χοι της πα­ρω­δί­ας του τρα­γου­διού από το «Μυ­ρο­λό­γι της φώ­κιας» πα­ρα­πέ­μπουν στον σε­φε­ρι­κό στί­χο «τη θά­λασ­σα ποιος θα την εξα­ντλή­σει;», δά­νειο από το Μυ­θι­στό­ρη­μα Κ [Αν­δρο­μέ­δα] του Σε­φέ­ρη, ο οποί­ος την έχει αντλή­σει από τον Αγα­μέ­μνο­να του Αι­σχύ­λου·[24] η φρά­ση «undis submersus!”, που επα­να­λαμ­βά­νει «η πα­ρα­πο­νε­τι­κή και βυ­θι­σμέ­νη φω­νή» του Μα­θιού, ανα­κα­λεί τη νου­βέ­λα του Θε­ό­δω­ρου Στορμ (1817-1888) Aquis submersus (1886).[25] Αλ­λά και ο τρό­πος με τον οποίο χω­νεύ­ουν μέ­σα στο ίδιο ύφος οι ποι­η­τι­κές ει­κό­νες και οι λυ­ρι­κές εξάρ­σεις με τα σκω­πτι­κά σχό­λια, την ει­ρω­νεία και την αυ­τοει­ρω­νεία, το υψη­λό με το προ­φο­ρι­κό ή και αγο­ραίο πα­ρα­πέ­μπει στο γε­μά­το αντι­θέ­σεις ύφος του Πα­πα­δια­μά­ντη, εφό­σον και ο Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λος, όπως και ο πιο ση­μα­ντι­κός λο­γο­τε­χνι­κός του πρό­γο­νος, κα­τορ­θώ­νει να «αλ­λη­λο­πε­ρι­χω­ρού­νται θαυ­μα­στά τα λυ­ρι­κά και τα ρε­α­λι­στι­κά στοι­χεία», όπως ο ίδιος γρά­φει, σχο­λιά­ζο­ντας το χρο­νι­κό του Πα­πα­δια­μά­ντη «Τα­ξί­δι-Βα­πό­ρι-Ρω­μέι­κο».[26]
Μέ­λος μιας εκλε­κτής χο­ρεί­ας συγ­γρα­φέ­ων που έχουν αν­δρω­θεί μέ­σα στην πα­ρά­δο­ση και δια­θέ­τουν μια «βιο­γρα­φία» συ­γκρο­τη­μέ­νη από τη λο­γο­τε­χνία, ο Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λος έγρα­ψε ένα ετε­ρο­γλωσ­σι­κό αφή­γη­μα ανα­κω­δι­κω­ποιώ­ντας τον λο­γο­τε­χνι­κό του κα­νό­να. Συγ­γρα­φέ­ας της με­τα­νε­ω­τε­ρι­κής επο­χής και του αυ­το­πα­ρω­δια­κού εγ­χει­ρή­μα­τος της λο­γο­τε­χνί­ας της «δεν ικα­νο­ποιεί­ται κα­θό­λου δεί­χνο­ντας απλώς πως κά­θε από­πει­ρα δη­μιουρ­γί­ας μορ­φών εί­ναι μια ψευ­δής άσκη­ση»,[27] αλ­λά, αντι­με­τω­πί­ζο­ντας με δέ­ος τη δύ­να­μη του αν­θρώ­που να δη­μιουρ­γεί και να ξα­να­δη­μιουρ­γεί κα­τά βά­θος με τα ίδια υλι­κά, στα πιο τολ­μη­ρά του αφη­γή­μα­τα κα­τα­λύ­ει τα όρια με­τα­ξύ της μυ­θο­πλα­σί­ας και της κρι­τι­κής της ανά­λυ­σης.
Όσον αφο­ρά το αφή­γη­μα με τον ει­ρω­νι­κό τί­τλο «Ναυ­τι­κή θη­τεία» και την μι­κρο­σκο­πι­κή ανά­λυ­ση που προη­γή­θη­κε, ελ­πί­ζω να έγι­νε φα­νε­ρό πως ο συγ­γρα­φέ­ας μέ­σα από τη με­τω­νυ­μία του στρα­τού, συ­νέ­θε­σε ένα πα­ρα­μυ­θη­τι­κό αφή­γη­μα για όλα τα μα­ταιω­μέ­να όνει­ρα, όλες τις δια­ψευ­σμέ­νες με­γά­λες προσ­δο­κί­ες (19), του ξε­νε­ρι­σμέ­νου ση­μαιο­φό­ρου του και του κα­θε­νός μας. Μέ­σω της πα­λίμ­ψη­στης συγ­γρα­φι­κής πρα­κτι­κής του θε­μα­το­ποί­η­σε όχι μό­νο την πα­ρα­μυ­θία της λο­γο­τε­χνί­ας ως αντί­στι­ξης στη δυ­στο­πία της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, αλ­λά και την ίδια τη λο­γο­τε­χνι­κή γρα­φή, κα­λώ­ντας τον μυ­η­μέ­νο ανα­γνώ­στη να ανα­ρω­τη­θεί για τα όρια της λο­γο­τε­χνί­ας και της πρό­σλη­ψής της.

Ο πυ­ρή­νας αυ­τής της ερ­γα­σί­ας προ­έρ­χε­ται από ανα­κοί­νω­ση στην ημε­ρί­δα που ορ­γα­νώ­θη­κε από το Τμή­μα Φι­λο­λο­γί­ας του Πα­νε­πι­στη­μί­ου Πα­τρών, με τη συ­νερ­γα­σία του Τμή­μα­τος Γαλ­λι­κής Φι­λο­λο­γί­ας του ΑΠΘ και τη συμ­με­το­χή της Εται­ρεί­ας Πα­πα­δια­μα­ντι­κών Σπου­δών, με θέ­μα: «Δεύ­τε­ρη Γρα­φή: Ο Πα­πα­δια­μά­ντης στις άλ­λες τέ­χνες» (Βι­βλιο­θή­κη & Κέ­ντρο Πλη­ρο­φό­ρη­σης, 14 Δε­κεμ­βρί­ου 2016).

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: