Η σεισμογράφος Αντιγόνη

Στο εξώφυλλο: έργο της Ερσης Χατζηαργυρού
Στο εξώφυλλο: έργο της Ερσης Χατζηαργυρού


Γνωστά άγνωστα νερά

Πόσο γνωστά είναι τα νερά στα οποία μας καλεί η συγγραφέας να σαλπάρουμε και – ταυτόχρονα – πόσο τρικυμιώδη. Τρικυμιώδη και γεμάτα εκπλήξεις, παρά τις φορές που τα έχουμε διασχίσει. Όμως ζώντας στην εποχή της ερμηνείας έχουμε πολλά ερείσματα. «Είμαστε ερμηνευτές ερμηνειών» παραθέτει τον Montaigne ο Τζορτζ Στάινερ στις «Αντιγόνες» του. Αυτό σημαίνει ότι κρατιόμαστε από τη βάρκα της Μετα-Αντιγόνης για να διασχίσουμε την Αντιγόνη αλλά και τούμπαλιν. Κι έπειτα κρατιόμαστε από το βλέμμα που πέφτει πάνω στην Αντιγόνη και αυτό μας βοηθάει να κολυμπήσουμε στα μυστηριώδη νερά της σύγχρονης ποίησης.
Η Αντιγόνη, αυτό το αρχέτυπο ηρωισμού και ορμητικής νεότητας, το αράγιστο άγαλμα γυναικείας δύναμης, τόσα και τόσα χρόνια γνωστή, γειτόνισσά μας (βλέπουμε κάθε μέρα το όνομά της στο κουδούνι, κάποτε το χτυπάμε-άλλοτε όχι, πάντως εκείνη είναι εδώ στο ίδιο κτίριο). Ίσως και φίλη μας, ίσως και συγγενής μας. Θαυμαστή και ξένη, σαν κόρη και σαν μάνα. Πριν επιχειρήσω να της χτυπήσω το κουδούνι, πριν βουτήξω στην οικεία και ταραγμένη της θάλασσα με τον ταπεινό εξοπλισμό μου, θα σταθώ εδώ μια στιγμή για να βοηθηθώ από το εξώφυλλο.
Το έργο του εξωφύλλου της Έρσης Χατζηαργυρού είναι φτιαγμένο από σύρμα, σίτα, σίδερο και από χώμα (υλικά Αντιγόνης). Είναι τετράγωνο κι έχει στο κέντρο του ένα κόκκινο τρίγωνο. Μια πληγή μέσα στο νόμο. Ένα τετράγωνο μισό, ανυπότακτο στον τετραγωνισμό του – ένα μικρό κόκκινο άλογο, θα πω, παραπέμποντας στο βιβλίο. Μια τριπλή δύναμη, μια αιματηρή πύκνωση βρίσκεται καρφωμένη στο κέντρο του πλαισίου, αδιαφορώντας για την ολισθηρή κλίση που την απειλεί. Ένα σχήμα με αιχμές αιμορραγεί μαλακά, πίσω από ένα σκληρό πλέγμα, μέσα σε μια κάτοψη κελιού. Από ψηλά βλέπω τώρα την Αντιγόνη καθισμένη σε ένα τρίγωνο τραπέζι με τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη. Με την Ισμήνη και τον Κρέοντα. Με τον Οιδίποδα και την Ιοκάστη. Με τον Αίμονα και τον Αίμονα. Το εαυτό της με τον εαυτό της και τον εαυτό της. (Το καθρέφτισμα σε νερά που κυματίζουν δεν είναι εύκολο, οι παραμορφώσεις είναι διαρκείς, η Αντιγόνη χάνει το αρχικό της σχήμα, αλλά διατηρεί τη σύστασή της.)

Λόγος για μια Αντιγόνη

Τι αναζητά η Ευαγγελία Ανδριτσάνου μέσα στη φυλακή της Αντιγόνης; Γιατί επιλέγει να αναμετρηθεί με τη σημαντικότερη ίσως αρχαία ελληνική τραγωδία και με ποιον τρόπο το κάνει;
Σύντομα καταλαβαίνει κανείς ότι η ποιήτρια δεν έχει στόχο να μεταγράψει την αρχαία τραγωδία. Διασχίζει τους Επτά επί Θήβας, τις Φοίνισσες, τον Οιδίποδα Τύραννο, τον Οιδίποδα επί Κολωνώ και την Αντιγόνη, αλλά δεν έρχεται ως δραματουργός να δομήσει μια σύγχρονη σκηνική εκδοχή (η σύνθεση δεν παύει να υπερίπταται πάνω από το σανίδι, δεν είναι σκηνική αλλά υπερ-σκηνική). Σπρωγμένη από τους αέρηδες του θηβαϊκού κύκλου και της αρχαίας δραματουργίας που έχει μελετήσει σε βάθος, περισσότερο ακολουθεί ένα ρεύμα εσωτερικό για να υφάνει το δικό της ρούχο. Αυτό το ρούχο δίνει λόγο ύπαρξης στην Αντιγόνη της, της δίνει ένα σώμα-σεισμογράφο, ένα σώμα ευάλωτο που μαζεύει πληγές και που εμείς το ακολουθούμε. Η ποιήτρια δανείζεται την αρχετυπική ηρωίδα, την αφαιρεί σαν πουκάμισο αδειανό – γεμάτο από ίχνη, οσμές, δακτυλικά αποτυπώματα/ κάθε άλλο παρά αδειανό τελικά – και την ξανα-υφαίνει πάνω στο ποιητικό εγώ, προκειμένου αυτό να αρθρώσει λόγο.
Έναν λόγο που ταλαντεύεται. Λόγο που πότε μας αφήνει να αιωρούμαστε και πότε μας ακουμπάει στο έδαφος. Η ταλάντωση όλων μας, όπως η ίδια σοφά γράφει, διαγράφεται ανάμεσα στους μαγνήτες Αντιγόνη και Ισμήνη. Και πράγματι, αυτή την ταλάντωση μπορούμε να την νιώσουμε και στη γραφή της. Είναι ένα εκκρεμές, πάνω από τη σκηνή, που μετράει αποστάσεις. Αν η Αντιγόνη είναι το πείσμα, η Ισμήνη είναι η υποχώρηση. Αν η Ισμήνη είναι λόγια, η Αντιγόνη είναι πράξη. Το εκτενές θεατρικό ποίημα της Ανδριτσάνου πεισμώνει αλλά και υποχωρεί: «Είμαι θεά. Δεν είμαι»/ «Η διαρροή παύει. Δεν παύει» / «Ένα στόμα χωρίς δόντια. Όλο δόντια» - τα συναισθήματα αλληλοσπρώχνονται, εναλλάσσονται και αναδεύονται μέσα στις σελίδες, από στίχο σε στίχο. Περνάμε διαρκώς από τον έρωτα στον πόλεμο και πάλι πίσω: ένα βασικό πηγαινέλα της ψυχής του κειμένου.


Άσπρο-μαύρο-Κόκκινο άλογο

Έχουμε στα χέρια μας ένα βιβλίο για τον πόλεμο και τον έρωτα που πασχίζει να υψωθεί σαν αντίστιξη ανθρωπιάς απέναντι στον πόλεμο. Το ερωτικό σώμα (του Αίμονα, της Αντιγόνης) είναι το χαλί που ποδοπατάει ο πόλεμος κι έπειτα η κουβέρτα που καλύπτει τις πληγές του. Έχουμε ένα βιβλίο για την καταγωγή, για το σπίτι που χτίστηκε από τους λίθους Μητέρα, Πατέρα, Αδέλφια για να στηρίζουν τον εαυτό ή και να τον διαλύουν. Στην εικονοπλασία της Ανδριτσάνου το πλέγμα των οικογενειακών σχέσεων είναι πάντα ενεργό, σε δεύτερο πλάνο σαν ιστός στο σκοτάδι και άλλοτε, σε πρώτο πλάνο, φωτίζεται σαν ένα ήσυχα δονούμενο ταμπλό βιβάν. Έχουμε ένα βιβλίο για τη μνήμη και την ανάμνηση της φύσης, που ταυτίζεται με την παιδική ηλικία, τα παρτέρια της, τα βότσαλά της – αλλά και για την αντικατάσταση της φύσης από την πόλη, από την ενήλικη άσφαλτο και τα πλέγματά της. Σ’ αυτό εδώ το σχήμα, στη μετάβαση από τη γλυκύτητα της φύσης στη σκληρότητα της πόλης μπορεί να αναγνωρίσει κανείς τη μετάβαση από τον τόπο όπου κάποιος ανήκει σ’ έναν τόπο εξορίας, η οποία αντιστοιχεί ευθέως και ρητά στο σημερινό προσφυγικό πρόβλημα. Η εξορία του πρόσφυγα δεν αφήνει αδιάφορη την Αντιγόνη της Ανδριτσάνου, στης οποίας το πουκάμισο χτυπούν πολλές καρδιές.
Μέσω της σχέσης της με το θέατρο και την ψυχοθεραπεία (δύο τομείς που η αρχαία τραγωδία έχει καθορίσει και αιωνίως τροφοδοτήσει) η ποιήτρια εγκαθιδρύει μια σχέση πολύπλευρη με το θέμα της Αντιγόνης. Γλωσσική-θεατρική-θεραπευτική. Τι δίνει σ’ εμάς η συγγραφέας μέσω της Αντιγόνης; Θα ζητήσω από τον Καλιφορνέζο ποιητή του μεσοπολέμου Ρόμπινσον Τζέφερς να με συμβουλεύσει. (Τον έχει μεταφράσει εξαιρετικά ο συγγραφέας Γιώργος Λαμπράκος για τις εκδόσεις Γαβριηλίδη το 2015). Σε δοκίμιό του του 1948 σημειώνει την αγριότητα των τραγωδιών, την οποία συγκρίνει με την αγριότητα νεότερων έργων ακόμα και της μαζικής κουλτούρας, για να σταθεί έπειτα στους τρεις τρόπους εξευγενισμού που επιτυγχάνει η τραγωδία: α) την ποίηση των λέξεων, β) την ποίηση της δομής και γ) την ποίηση της δράσης. Εν ολίγοις την ποίηση εις τριπλούν. Η Ευαγγελία Ανδριτσάνου κληρονομεί την ικανότητα εξευγενισμού και την εφαρμόζει στη λέξη, τη δομή και τη δράση των εικόνων της.
Μέσα από την ευγενή ποιητική της μας δίνει και κάτι ακόμα: μια δουλεμένη, ασκημένη ματιά σε αυτό που λέμε «γυναίκα». Και στα δύο προηγούμενα ποιητικά της έργα, «Καλές γυναίκες, κακές γυναίκες» και «Η δηλητηριώδης» (εκδ. Άγρα) στοχάζεται πάνω στη γυναικεία φύση, τη γυναικεία θέση, τον εγκλεισμό σε αταίριαστες δομές, τη σχέση της με ένα σώμα το οποίο μάχεται ενόσω κατοικείται από έρωτα, τη δυναμική συνύπαρξης με τον άνδρα, τον αποκλεισμό της από την εκπαίδευση και τα κοινά, τη σχέση της με την ίδια τη γραφή ως δημιουργία.
«Μητέρες, κόρες που τυλίγεστε/ στο μαύρο μελάνι του χαμού/ ποια ελπίδα έχω να σας δώσω» και παρακάτω «Χάθηκε η λευκή πατρίδα». Η Ανδριτσάνου σφραγίζει τη σχέση της Αντιγόνης της με την χώρα από τον τίτλο ακόμα, οπότε η πατρίδα έχει σημασία κυριολεκτική. Ωστόσο σε αυτούς τους στίχους, όπου λευκή πατρίδα διαβάζω επίσης λευκή σελίδα και όπου μαύρο μελάνι βλέπω όλες, μητέρες-κόρες τυλιγμένες στις λέξεις, στο μελάνι που πέφτει πάνω μας και μας γράφει, μας ετεροκαθορίζει. Η ελπίδα που έχει η Αντιγόνη-Ποιήτρια να μας δώσει ίσως έρχεται καβάλα σ’ αυτό το Κόκκινο Άλογο που εμφανίζεται ακάλεστο. Ανάμεσα στο άσπρο και στο μαύρο, καλεί το κόκκινο να πει ό,τι έχει να πει. Ζητά από το κόκκινο άλογο να την οδηγήσει στην ομιλία – η ίδια γράφει «Κόκκινο άλογο, θα μιλήσεις; (Κι αν μιλήσεις, η φωνή σου θ’ ακουστεί;)»


Ο σιδηρόδρομος του ονείρου

Πώς είναι γραμμένο αυτό το ρέον και μαζί θρυμματισμένο ποίημα; Είναι φτιαγμένο από σπασμένες εικόνες στη σειρά, σαν χάντρες που κουδουνίζουν διακριτικά πάνω σε ένα νήμα. Χάντρες από το ίδιο χώμα, τον ίδιο πηλό, που όμως απέχουν μεταξύ τους αρκετά ώστε να κάνουν χώρο στον αναγνώστη να κάνει το νοητό άλμα, το άλμα της κατανόησης, το άλμα της προσωπικής ανάπτυξης. Διότι πρόκειται για ποίηση, άρα για μεταμφιεσμένο χωροχρόνο, για χρόνο που ακούγεται μεταξύ των λέξεων (όπως οι χάντρες που κροταλίζουν), για χώρο που σε οδηγεί σε βαθιά προσωπικά καθρεφτίσματα.
Η Ανδριτσάνου έχει την ικανότητα να σε μεταφέρει πάντα κάπου, χωρίς απαραίτητα να ξέρεις πού βρίσκεσαι. Σε έχει απαγάγει. Αυτό είναι εξαιρετικό γιατί σε αποσπά από την αφηγηματική αναγκαιότητα που σε καταδιώκει, σε απελευθερώνει από το πλαίσιο, σε βγάζει από την κάτοψη… για να διαπιστώσεις μετά από ψηλά ότι δεν υπάρχει κάτοψη. Σε πάει στην αφή, στη γεύση, σε πάει στο στιγμιότυπο, ακούς το σιγανό κλάμα του σκύλου, βλέπεις το ανάπηρο παιδί, περπατάς στην αλέα με το βοτσαλωτό, μοιράζεσαι μια άγνωστη ανάμνηση. Πού είμαι; λες καθώς διαβάζεις. Είμαι μέσα στην ποίηση.
Μία από τις κατακλείδες του βιβλίου είναι ο στίχος «Απ’ αυτό το όνειρο δεν ξύπνησα ποτέ». Θυμάμαι καλά τη σχέση της γραφής της με το όνειρο. Διαβάζοντας τα προηγούμενα έργα της είχα σκεφτεί ότι αν οι «Καλές Γυναίκες Κακές Γυναίκες» της ήταν ένα μοντερνιστικό προΰπνιο – μια μόνο στιγμή πριν παραδοθείς στον ύπνο, τότε η «Δηλητηριώδης» ήταν το ξύπνημα – η ώρα της συνειδητότητας. Τώρα έχω και το ενδιάμεσο, το κυρίως πιάτο, δηλαδή το ίδιο το όνειρο. Η «Αντιγόνη» της Ανδριτσάνου είναι ένα όνειρο.
Αυτό κάνει τους αναχρονισμούς που συναντάμε απολύτως ευπρόσδεκτους. Τι ζητά ο Αυτοκινητόδρομος στα αρχαία χωράφια; Το αναπηρικό αμαξίδιο του Οιδίποδα σε ποια χρονική διάσταση κυλάει; Η πόρτα του εφηβικού δωματίου που βροντά με θυμό από ποια ιστορία είναι βγαλμένη; Η συγγραφέας μπαίνει στο τρένο της σκέψης της και παρακολουθεί τις εικόνες από τα παράθυρα και ταυτόχρονα τις εικόνες που κουβαλάει μέσα της. Η κοινή πολιτιστική κληρονομιά αλλάζει ράγες και μπαίνει στο προσωπικό βίωμα και μετά αλλάζει ράγες και μπαίνει στο σύγχρονο κοινωνικοπολιτικό βίωμα. Είμαστε σε όνειρο και ο σιδηρόδρομος είναι οδοντωτός, που σημαίνει ότι νιώθουμε τα γρανάζια.
Έτσι, διασχίζοντας αυτή τη χάρτινη χώρα που διακρίνεται σε τρία μέρη, κάθε τόσο στην αριστερή σελίδα συναντάμε κάποιες απρόσμενες καταγραφές-γρανάζια. Αρχικά διάβασα εδώ τις ενδόμυχες σκέψεις μιας σύγχρονης φυλακισμένης Αντιγόνης. Έπειτα άρχισα να νιώθω ότι η ποιήτρια εξομολογείται, ότι μοιράζεται μαζί μου κομμάτια από το σημειωματάριό της. Ύστερα κατάλαβα ότι αυτά τα δύο δεν αναιρούν το ένα το άλλο. Ίσως έχουμε έναν εσωτερικευμένο, μεταμοντέρνο Χορό, που μιλά τον αποσπασματικό λόγο της σκέψης, της αμφιβολίας, αλλά ενίοτε και της αιφνίδιας βεβαιότητας. Μέσα στο αντι-μελωδικό άσμα του βρίσκουμε αποσπάσματα θεωρητικού λόγου – η ποιήτρια ενσωματώνει κείμενα από παραστάσεις και προσωπικές σκέψεις με αφορμή παραστάσεις. Κι ύστερα απευθύνεται σε κάποιον ενσωματωμένο Άλλο, πιθανόν τη μητέρα ή ίσως την κόρη. Κι έπειτα ένα απόφθεγμα. Ή ένα απόσπασμα από ψυχοθεραπευτική συνεδρία.
Η αριστερή σελίδα (το αριστερό μας ημισφαίριο) πάντα με κεφαλαία γράμματα, αναγγελτική, αποφασιστική – δεν μπορεί να πρόκειται παρά για μια οθόνη που ενημερώνει για την κυκλοφορία στους δρόμους, την κυκλοφορία του αίματος, του σώματος, της μοίρας, της Μόριας. Σελίδες amber alert μας τραβούν την προσοχή, μας υπενθυμίζουν τον Άλλο, αποσταθεροποιούν την πορεία μας. Διαβάζω με κάποια αγωνία αυτά τα amber alert και ανησυχώ ότι η Αντιγόνη χάθηκε, Πού είναι η Αντιγόνη; Ποιος θα τη βρει; Η χώρα πού θάφτηκε; Την έχασα. Ο συναγερμός χτυπάει, η οθόνη ανάβει. Το καθημερινό Εγώ παίρνει τη θέση του ποιητικού Εγώ, ενώ επιβεβαιώνει την ταύτισή τους. Το όνειρο προειδοποιεί: σε λίγο θα ξυπνήσεις από τον μύθο και θα βρεις το πραγματικό. Όμως κι αυτό, μοιάζει να λέει η «Αντιγόνη» της Ανδριτσάνου, το Πραγματικό δεν είναι παρά ένας μύθος γραμμένος με τις πράξεις μας.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: