Noctambulisme με τον Γιάννη Βαρβέρη

Στο μπαρ ξενοδοχείου της Πλατείας Αιγύπτου (30/9/03)
Στο μπαρ ξενοδοχείου της Πλατείας Αιγύπτου (30/9/03)

δεν ξε­νυ­χτά­νε πια οι άν­θρω­ποι
στην ηλι­κία μου

Γ.Β. («Ξε­νύ­χτι», Βα­θέ­ος γή­ρα­τος, 2011)

Σε τού­το το «πια» στο πα­ρα­πά­νω δί­στι­χο του Γιά­ννη Βαρ­βέ­ρη, συμ­πυ­κνώ­νε­ται η με­γά­λη αλ­λα­γή στα κα­θη­με­ρι­νά ή­θη πολ­λών αν­θρώ­πων, ι­δί­ως καλ­λι­τε­χνών και μά­λι­στα ποι­η­τών, για τους ο­ποί­ους η νυ­κτό­βια πε­ρι­πλά­νη­ση έ­ξω α­π᾽ τα τεί­χη του σπι­τιού, μέ­σα στους δρό­μους και στα φώ­τα της πό­λης, έ­μοια­ζε κα­θώς βα­θύ­τε­ρη ζω­ή – έ­να υ­παρ­κτι­κό κα­τα­φύ­γιο που κά­πο­τε ε­πι­κοι­νω­νούσε μυ­στι­κά με το έρ­γο, δί­νον­τας υ­πό­στα­ση στον συμ­βο­λι­κό του κό­σμο...  Η εξά­πλω­ση της υγι­ει­ο­νο­μι­κής ιδε­ο­λο­γί­ας, αυ­τή η πα­ρά­πλευ­ρη εκ­δή­λω­ση της πο­λι­τι­κής ορ­θο­πρέ­πειας, οι αν­τι­κα­πνι­στι­κοί της νό­μοι που την συ­νο­δεύ­σα­νε, με την βο­η­θη­τι­κή εναλ­λα­γή που προ­σέ­φε­ρε η τε­ρα­τώ­δης εξά­πλω­ση του Δι­α­δι­κτύ­ου, όλα αυ­τά που συ­νη­θί­σα­με να ονο­μά­ζου­με «κοι­νω­νι­κά μέ­σα», με το «ξε­νυ­χτά­δι­κο» τού facebook ως επι­στέ­γα­σμα, έβα­λαν την τα­φό­πλα­κα σε μια από τις πιο εμ­βλη­μα­τι­κές πτυ­χές της αρ­χαί­ας μπο­ε­μί­ας...

Στο μπαρ ξε­νο­δο­χεί­ου της Πλα­τεί­ας Αι­γύ­πτου (30/9/03)


Ο Γιάν­νης Βαρ­βέ­ρης έπι­νε, κά­πνι­ζε, χαρ­τό­παι­ζε και φυ­σι­κά ξε­νυ­χτού­σε... Με­γα­θλη­τής στον κό­σμο της αστι­κής νυ­κτο­πο­ρί­ας δια­σταύ­ρω­νε τα βή­μα­τά του στον ίδιο τό­πο και χρό­νο με εκεί­να του Κα­ρού­ζου, του Γκόρ­πα, του Πα­πα­γιώρ­γη, του Κα­περ­νά­ρου, του Χιό­νη, του Χει­λα­δά­κη, του Κα­ρα­βα­σί­λη... Ο κα­θέ­νας, βέ­βαια, με τη δι­κή του δια­δρο­μή και τις συ­νά­φειες...
Τις Τρί­τες, του­λά­χι­στον, το ξε­νύ­χτι του συ­χνά ξε­κι­νού­σε από τις συ­νά­ξεις των πλα­νο­δί­ων στο «Αθη­ναϊ­κό κα­φε­νείο» και αρ­γό­τε­ρα στο κα­φέ «Με­τρό» στην πλα­τεία Αγί­ων Θε­ο­δώ­ρων... Συ­νά­ξεις που κα­τ’ ανά­γκην γι­νό­ντου­σαν αρ­γά, αφού έπρε­πε οι εβδο­μα­διαί­οι θα­μώ­νες του μπαρ να βρί­σκο­νται εκεί με­τά τα μα­θή­μα­τα του εκ­δό­τη στο εσπε­ρι­νό Λύ­κειο στην πλα­τεία Βά­θης, πά­νω από δύο δε­κα­ε­τί­ες στο νυ­χτε­ρι­νό σχο­λειό στην πα­λιά γει­το­νιά και στις χαρ­το­παι­κτι­κές λέ­σχες του Βαρ­βέ­ρη πλάι του· αλ­λά ο πραγ­μα­τι­κός άν­θρω­πος της νύ­χτας ήταν ο Γιάν­νης!... Αφού η νύ­χτα-Βαρ­βέ­ρης συ­νε­χι­ζό­ταν για να κο­ρυ­φω­θεί με­τά και το δι­κό μας σκό­λα­σμα και την επι­στρο­φή μας στο σπί­τι.

Με τον Γιάν­νης Πα­τί­λη σε στρι­πτη­ζά­δι­κο της οδού Αχαρ­νών (1/10/03)


Όταν το 2003, με τη διά­δο­ση της ψη­φια­κής κά­με­ρας, άρ­χι­σα να φτιά­χνω, για δια­σκέ­δα­σή μου πρω­τί­στως (αλ­λά και για τους συν­δρο­μη­τές του Πλα­νό­διου), τα­χυ­δρο­μι­κές καρ­τού­λες με φω­το­γρα­φί­ες φί­λων ποι­η­τών συ­νερ­γα­τών του πε­ριο­δι­κού, ανά­με­σα σε εκεί­νες του Γιώρ­γου Μαρ­κό­που­λου, του Σω­τή­ρη Πα­στά­κα, του Απο­στό­λη Ζώ­του και άλ­λων, θέ­λη­σα να κά­νω και μία του Γιάν­νη Βαρ­βέ­ρη. Άφη­σα να δια­λέ­ξει εκεί­νος τη δια­δρο­μή σε μια νυ­κτο­πο­ρία στους οι­κεί­ους του χώ­ρους που ξε­κί­νη­σε στις 10:50 της 30ής Σε­πτεμ­βρί­ου από το μπαρ ενός ξε­νο­δο­χεί­ου στην πλα­τεία Αι­γύ­πτου, και μέ­σω της Λε­ω­φό­ρου Αλε­ξάν­δρας στη συμ­βο­λή της με την Πα­τη­σί­ων, πέ­ρα­σε μπρο­στά από το 6ο Εσπε­ρι­νό Λύ­κειο Μά­γερ και Σουρ­με­λή, για να κα­τευ­θυν­θεί στο auRevoir της Κε­φαλ­λη­νί­ας και να κα­τα­λή­ξει στο μα­γα­ζί με τις στρι­πτη­τζού­δες στην Αχαρ­νών τα χα­ρά­μα­τα της 1ης Όκτω­βρί­ου εκεί­νης της χρο­νιάς...

Στο μπαρ AuRevoir, Πα­τη­σί­ων και Κε­φαλ­λη­νί­ας (30/9/03)


Στην καρ­τού­λα που έκα­να με τον Γιάν­νη να πο­ζά­ρει στις 11:06 μπρο­στά από τη νυ­χτε­ρι­νή κί­νη­ση της Πα­τη­σί­ων, τύ­πω­σα με τα κί­τρι­να φω­σφο­ρι­ζέ χρώ­μα­τα των λαμ­πτή­ρων της πλα­τεί­ας Αι­γύ­πτου πά­νω στο σκού­ρο φό­ντο του μπου­φάν που φο­ρού­σε, το δί­στι­χό του από το ποί­η­μά του «Μι­κρή συμ­βο­λή στη διαιώ­νι­ση»(*):

Μό­νον αυ­τοί που ξε­νυ­χτούν αγριεύ­ο­νται
μα δεν τους παίρ­νεις λέ­ξη το πρωί
.


Για­τί το πρωί ο νυ­κτό­βιος Κό­μης της πλα­τεί­ας Βι­κτω­ρί­ας γύ­ρι­ζε χλω­μός στην εντά­φια κα­ρέ­κλα του στο Υπουρ­γείο Εξω­τε­ρι­κών. Για να επι­στρέ­ψει πά­λι την επό­με­νη νύ­χτα σ’ εκεί­νην την μα­κά­βρια τε­λε­τουρ­γία αντί­στρο­φης διαιώ­νι­σης, που σε μια δρα­μα­τι­κή ποι­η­τι­κή αι­μο­κά­θαρ­ση με­τάγ­γι­ζε αί­μα ζώ­ντων (και το δι­κό του αί­μα) σε αγα­πη­μέ­νους του νε­κρούς και το νε­κρό του/ς πα­ρελ­θόν για να τα έχει όσο δυ­νό­ταν ζω­ντα­νά στη μνή­μη – με τρό­πο που κα­νέ­νας άλ­λος ποι­η­τής δεν το ᾽κα­νε στα γράμ­μα­τά μας!

(*) Μικρή συμβολή στη διαιώνιση

Τα βράδια οι άνθρωποι ξαπλώνουνε να κοιμηθούν.
Μόνον αυτοί που ξενυχτούν αγριεύονται
μα δεν τους παίρνεις λέξη το πρωί.
Τα βράδια κάτι γέρικα μωρά πουδραρισμένα
βαριανασαίνουν πίσω από σκισμένα χείλη χάλκινα
φορούν μαύρα κοστούμια μικροσκοπικά
και περιφέρονται στους νοτισμένους δρόμους.
Είναι φρέσκοι νεκροί που τίναξαν με δύναμη
τα χώματα από πάνω τους
μπαίνουν στην πόλη ψάχνουν τα μαιευτήρια
κρυφά τρυπώνυν στις θερμοκοιτίδες
πνίγουν τα βρέφη χώνονται στα κρεβατάκια τους
και το ξημέρωμα προσμένουνε τη διανομή
στις στοργικές κι ανυποψίαστες ρώγες.

(«Νύχτα και νικοτίνη», Αναπήρων πολέμου, 1982)

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: