Εντός του τίποτα, εκτός του καθετί

Μισέλ Φάις, Όπως ποτέ. Κωμωδία της κούρασης, Πατάκης 2019

*

Ο αναγνώστης (ανα)γνωρίζει τα γραπτά του Τόμας Μπέρχαρντ από την κυκλοτερή επαναληπτικότητα των φράσεων, εκείνα του Φραντς Κάφκα από την ασφυκτική ατμόσφαιρα της αφήγησης, εκείνα του Σάμιουελ Μπέκετ από το άχρονο όσο και προφητικό παραλήρημά των διαλόγων. Εντός των συνόρων τώρα, θα ήταν ακριβές αν έλεγε κανείς πως ο Μισέλ Φάις συνομιλεί, από το πρώτο κιόλας βιβλίο του, την Αυτοβιογραφία ενός βιβλίου (1994), σε σταθερή βάση με την ιδιοσυγκρασιακή γραφή των τριών αυτών νεωτεριστών. Συνεπής σε αυτή την εμμονική συνομιλία, στο πρόσφατο, δέκατο πεζογραφικό του βιβλίο και έβδομο μυθιστόρημά του, Όπως ποτέ, ο Φάις προτείνει στον αναγνώστη το κλειδί για την ανάγνωση του βιβλίου ήδη από την προμετωπίδα, η οποία είναι παρμένη από τις ημερολογιακές καταχωρίσεις του Κάφκα: «Πώς θα ήταν αν πάθαινε κανείς ασφυξία μέσα στον ίδιο του τον εαυτό; Αν γινόταν πολύ μικρή ή κι αν έκλεινε τελείως η τρύπα μέσα από την οποία ξεχύνεται κανείς στον κόσμο εξαιτίας της πιεστικής παρατήρησης;».
Ύστερα, στην εναρκτήρια κιόλας πρόταση, ο Φάις αναρωτιέται: «Μέσα της πώς είναι;». Για να  απαντήσει: «Σαν να μπαίνεις σε λούνα παρκ». Και από το σημείο αυτό κι έπειτα, σε ένα πυκνόρρευστο κείμενο 150 σελίδων και γοητευτικής γλώσσας, ο συγγραφέας ξετυλίγει για χάρη του αναγνώστη ένα τοπίο ευρύτατο αλλά και κλειστοφοβικό, σκοτεινό αλλά και κωμικό, γεμάτο εμμονές αλλά και απαλλαγμένο από οποιαδήποτε αγκύλωση.

«Μέσα σου πώς είναι; Σαν να βρίσκομαι σε καταφύγιο» ερωταπαντά ξανά ο Φάις πιο κάτω.

Εδώ, με αυτό το δεύτερο ενικό, μοιάζει λες και αφηγητής και αφηγούμενος συναιρούνται σε ένα πρόσωπο, δίνοντάς μας έναν χαρακτηριστικά παραληρηματικό μονόλογο, έως του σημείου όπου ο συγγραφέας γράφει: «Μέσα τους πώς είναι;». Για να απαντήσει: «Σαν να στριμώχνονται σε πάρτι για ομοιώματα διασημοτήτων […]». Κι εδώ ο συγγραφέας βάζει στο παιχνίδι εκτός από τον εαυτό και όλους όσοι συγκοινωνούν με αυτόν, έμμεσα ή άμεσα. Κι αυτή η κατά Μπέρχαρντ επαναληπτικότητα εγκαθιστά ένα από τα κυρίαρχα μοτίβα της αφήγησης του βιβλίου, υπενθυμίζοντάς μας πως τόσο ο εαυτός όσο και ο άλλος (δύο κεντρικές αναφορές στο σύνολο του έργου του Φάις) μπορούν να είναι δύο εντελώς άγνωστοι, όσο και στανικώς σιαμαίοι στο παιχνίδι της ζωής.

«Μέσα της πώς είναι; Σαν να κυκλοφορείς σε χαμαιτυπείο, σε καταγώγιο, σε άτυπο πορνείο».

Η αναφορά στο θηλυκό πρόσωπο λειτουργεί στα χέρια του ως επίκληση στο άλλο μισό, στην ένωση, στην περαίωση—σαν ευχή και σαν κατάρα μαζί. Και, φυσικά, επιτείνει την αίσθηση της ασφυξίας, αφού όση απελευθέρωση κι αν προσφέρει η ένωση, τόσο περιοριστική μπορεί να αποβεί Και συνεχίζει:

«Μέσα σου πώς είναι; Σαν να βρίσκομαι ανάμεσα σ’ ένα ζευγάρι».

Έτσι ο εαυτός διαχωρίζεται στα εξ ων συνετέθη, μετατρέπεται σε μια κωμική δυαδικότητα που αντιμάχεται διαρκώς τον εαυτό της. Άλλη μια συνθήκη της ανθρώπινης ύπαρξης την οποία ο Φάις σκάβει και ξανασκάβει στα βιβλία του. Όπως και η συνομιλία με το παρελθόν, με τις ρίζες και με τους ανθρώπους από τους οποίους κρατά η πατρική γραμμή των ηρώων του, μέσα από φράσεις όπως η ακόλουθη: «Μέσα τους πώς είναι; Σαν να τηλεφωνούν όλοι οι νεκροί που γνωρίζουν. Ταυτοχρόνως».

 «Μέσα της πώς είναι; Σαν να γέρνει το δωμάτιο».

Τα πάντα είναι λοξά εδώ: ο τρόπος που συμφύρονται το κωμικό με το τραγικό, ο τρόπος που όλα υπονοούνται ενώ όλα λέγονται ευθέως, ο τρόπος που αυτό που θες είναι αυτό που σε πνίγει και ο τρόπος που για όσα συμβαίνουν με τη θέλησή σου, άλλα τόσα συμβαίνουν ερήμην σου.  Το «Όπως ποτέ» μας υπενθυμίζει πως η σύγχρονη ζωή δεν είναι παρά ένα κράμα από χρόνο που πήγε χαμένος και χρόνο που κερδήθηκε, ή αλλιώς: «Μέσα σου πώς είναι; […] όπως ο χρόνος που κρατάω την ανάσα μου, κι όχι ο χρόνος που αναπνέω κανονικά, μηχανικά, αδιάφορα […]».
Είναι σημαντικό να δούμε πώς ο Φάις επιχειρεί μέσω της τελευταίας πεζογραφικής του κατάθεσης να ιχνογραφήσει τη σκοτεινά κωμική και σαφώς ταραγμένη και πανικόβλητη  εποχή που διανύουμε.  Αυτό προφανώς υποδηλώνει και η «Κωμωδία της κούρασης» του υποτίτλου, στο γεγονός, δηλαδή,  ότι καθένας μας μοιάζει να ζει εγκλωβισμένος σε ένα επαναληπτικό παρόν όπου καθετί συγκρούεται με καθετί άλλο, κι όπου ο δυσοίωνος ενεστώτας χρόνος της ζωής δεν αφήνει χώρο για το επικείμενο μέλλον, ενώ  παράλληλα δείχνει να αγνοεί το βιωμένο παρελθόν. Εν κατακλείδι, αυτό καθίσταται απολύτως σαφές, ως υπαρξιακή πρόθεση αλλά και ως συλλογική ανησυχία: «[…] αυτή η ιστορία, με τα κουτσά της και τα στραβά της, ενώνει το λίκνο μου με το κιβούρι μου […] συνδέει με μια αόρατη κλωστή, που ολοένα σπάει, ολοένα κόβεται κι ολοένα ενώνεται πάλι και πάλι, και ξαναδένεται από μόνη της, ανεξήγητα, σχεδόν μυθικά, το πρώτο κλάμα με τον τελευταίο ρόγχο».

ΒΡΕΙΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ:
Όπως ποτέ του Μισέλ Φάις

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: