Όπου ανθίζουν «Τα ρόδα της Αχερουσίας»

Σύντομη περιδίνηση απ’ τα μικρά όνειρα ώς τα Μεγάλα ψέματα του Αναστάση Βιστωνίτη

Όπου ανθίζουν «Τα ρόδα της Αχερουσίας»

Αναστάσης Βιστωνίτης, Ποιήματα, 1971-2008, Καστανιώτης 2018

*

Το ρολόι σήμανε καλοκαίρι του 2007,
Ώρα που αρχίζει ο κόσμος να ξεχνά,
ώρα να πούμε αντίο.

Επιχειρώντας να μιλήσω για τον συγκεντρωτικό τόμο ενός από τους σημαντικότερους ποιητές της γενιάς του ’70, που αναμφίβολα είναι ο Αναστάσης Βιστωνίτης, θα προσπαθήσω, όσο πιο σύντομα γίνεται, να εστιάσω σε κάποιες μόνον, πτυχές του πολυπρισματικού του έργου, εκθέτοντας εν πρώτοις, τον προβληματισμό μου γύρω από μερικά σύγχρονα ζητήματα που αφορούν στην ποιητική τέχνη, αλλά και τη λογοτεχνική κριτική.
Ό,τι γράφει ένας ποιητής είναι απαραιτήτως και ποίημα;
Ή σαφέστερα: Ό,τι γράφει ένας καλός ποιητής είναι απαραιτήτως και καλό ποίημα;
Ποιος είναι αρμόδιος να μιλήσει για ένα ποιητικό βιβλίο; Ένας επιστήμονας ερευνητής της τέχνης του λόγου ή ένας ομότεχνος του κρινόμενου δημιουργού;
Ποια δικαιοδοσία εντέλει, σχεδόν ελέω Θεού, δίδεται στον πρώτο να κρίνει, ως μη εμπλεκόμενος στο εγχείρημα να εκφραστεί ο ίδιος ποιητικά, κι ως εκ τούτου, να τσαλακωθεί εκτιθέμενος; Και ποια στον δεύτερο να αποφανθεί νίπτοντας τας χείρας του περί το εκάστοτε πόνημα ενός συναδέλφου, που τολμά κι αυτός να εκτεθεί;
Και προσπαθώντας να γίνω πιο συγκεκριμένη, δηλώνω εξαρχής την αμηχανία μου, εάν δικαιούμαι να ομιλώ για τον συγκεντρωτικό τόμο ενός έγκριτου δημιουργού, που αναμφίβολα είναι ο Αναστάσης Βιστωνίτης, ενώ κριτικός δεν είμαι, και όπως έχω ήδη καταθέσει, φιλόλογος δεν θέλω να είμαι. Διευκρινίζω λοιπόν, πως ό,τι γράφω δεν είναι παρά η υποκειμενική μου ματιά, πάνω σε κάποια από τα πολλά ποιήματά του που με συγκίνησαν περισσότερο.
Όπως και να ’χει, έχουμε να κάνουμε με έναν εστέτ κατά βάση, που γνωρίζει καλά να μην μονοπωλεί το μετιέ, ούτε προς έναν ακραίο πειραματικό μοντερνισμό, κατά τον οποίον ό,τι γράφει κανείς βαπτίζεται σε ποίημα· ούτε όμως, όταν καταφεύγει στον έμμετρο λόγο, με το πρόσχημα ενός δήθεν σεβάσμιου λιβανισμού της παράδοσης, να ολισθαίνει προς μία πεποιημένα κουδουνιστή ομοιοκαταληξία. Υπό αυτό το σκεπτικό, θα λέγαμε ότι ο Αναστάσης Βιστωνίτης αντιτίθεται στη διπλή, σύγχρονή μας, δικτατορία του γούστου, που εκδηλώνεται πότε με την νεκρανάσταση του Κωστή Παλαμά, και πότε με την αλόγιστα κεχρισμένη σε ποίηση αρπακολίστικη μεταμοντερνιά.
Καθώς μάλιστα, ο υπό εξέταση τόμος φτάνει μέχρι και τα Ρόδα της Αχερουσίας, που είχαν εκδοθεί το 2008, θα λέγαμε, ότι σήμερα, εν έτει 2019, όλο και πληθαίνουν τα δείγματα ποιητικιζουσών ακροτήτων, που ευτυχώς δεν αγγίζουν τους αληθινούς εργάτες του λόγου. Εννοείται, πως από την θέση αυτή, δεν μου πέφτει λόγος να κατονομάσω περιπτώσεις. Μένει μόνο να πω ότι ο ποιητής Αναστάσης Βιστωνίτης, ενώ φαίνεται άριστα ενημερωμένος περί τις σύγχρονες τάσεις, στην Ελλάδα, αλλά και το εξωτερικό, προπαντός, ξέρει καλά να περνά αβρόχοις ποσίν στην μετουσίωση του προσωπικού βιώματος σε πανανθρώπινο κτήμα. Άλλωστε, όπως θα ’λεγε και ο Μπλέικ, η δουλειά μου δεν είναι να κρίνω και να συγκρίνω, μπορώ όμως να ερανιστώ δύο δείγματα της ποίησής του, για να καταδείξω την γνησιότητα του τρόπου του.
Το πρώτο είναι το έμμετρο ποίημα «Αχερουσία», που περιλαμβάνεται στην συλλογή Τα ρόδα της Αχερουσίας (2008), όπου συντελείται ευρηματικά η περιδίνηση ώς την παλίρροια του Γαλαξία, στις απανταχού αιώνιες αυτές κίτρινες μητροπόλεις, τις ικανές να τυφλώσουν την μνήμη του ανυπεράσπιστου, μες στη φρίκη του λογοκρατούμενου αμαρτήματος, ποιητή. Και ό,τι τελικά περισώζεται και μας περισώζει δεν είναι παρά η συναισθηματική αμεσότης, που επιβεβαιώνει διά της «μουσικής» αλήθειας την καθαρότητα του λόγου.
Έμμετρος λόγος, ναι, αλλά τόσο γνήσια απογυμνωμένος που σπάει τα κλισέ της διάκρισης σε παράδοση ή μοντερνισμό. Θα λέγαμε πως είναι η απογύμνωση αυτή, που βυθίζοντάς μας στο περιφραγμένο πηγάδι της μοναξιάς του Βιστωνίτη, αναφωνεί τον εγκλωβισμό του σύγχρονου ανθρώπου σ’ έναν αδιέξοδο κόσμο. Όπως αυτός που είχε, ήδη τον καιρό της ελευθερόστιχης Μετοικεσίας, αναδυθεί, προαναγγέλλοντας τα κατοπινά Μεγάλα ψέματα, που δυστυχώς βγήκαν αληθινά, ώστε να μην διαψευστεί ο ποιητής.
Κάνω λοιπόν φλασμπάκ στο 1972, για να μιλήσω για ένα καθαρά μοντέρνο ποίημα, το «Εν Αναμονή»: εδώ η όραση του αισθητού κόσμου μετουσιώνεται σε εσωτερική όραση, αναγαγόμενη σε μια αναμφισβήτητα γνήσια ποιητική προϋπόθεση. Παρατηρεί κανείς πώς σε ένα ποίημα έντεκα μόλις στίχων, που είναι το «Εν αναμονή», ξεπροβάλλει μία απαλλαγμένη από φτιασίδια περίσσεια, που υπερβαίνει κάποτε τα όρια της «εποπτικής όρασης», ώστε να διευκολύνει τον αναγνώστη να τα βλέπει σχεδόν όλα: όσα προϋποτίθενται για την αισθητική πληρότητα μίας διαρκώς αναβαλλόμενης οριστικής Μετοικεσίας.
Εντούτοις, από το ποιητικό παλίμψηστο του Αναστάση Βιστωνίτη δεν απουσιάζει η κοινωνική όραση, η οποία αντικατοπτρίζει τον βαθμό της ηθικής καταπίεσης μεταξύ των ατόμων, από την πλευρά και του καταπιεζόμενου και του καταπιεστή. Διαβάζοντας «Το φάντασμα του Μαρά», που περιλαμβάνεται στη συλλογή Οι κήποι της Σελήνης (1990), ξαφνιάζεται κανείς από την δύναμη της ποίησης να αναδιηγείται αυτό το ίδιο αιωνόβιο ξερόφυλλο, το πεταμένο στα βαθιά της Ιστορίας.
Ο τόμος σταματά στο 2008. Ο ποιητής όμως, υποθέτω πως δεν έχει σταματήσει. Αντιλαμβάνεται το ίδιο αυτό αυστηρά καθορισμένο πρόβλημα ζωής και θανάτου, στις αλλεπάλληλες φάσεις του, και από άποψη ουσίας, αλλά και από άποψη μορφής. Το ξεκαθάρισμα ή την βαθύτερη συνείδηση του προβλήματος επιφέρει από μέσα προς τα έξω, με την αντίστοιχη μορφική αυστηρότητα και ποιητική κυριολεξία. Διαβάζω τη Μετοικεσία, λες και εκδόθηκε σήμερα. Μια Κυριακή καρφωμένη στον χρόνο ως μέρα των παιδιών, πλυμένη στο αίμα του Σαββάτου.
Σε μια εποχή σαν την σημερινή, στην οποία θα έμεναν άφωνοι από την άσκηση της λογοτεχνικής κριτικής στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης —και όχι μόνον— συγγραφείς, που αν μη τι άλλο ήξεραν γράμματα, όπως ο Ανδρέας Λασκαράτος, που είχε από πολύ νωρίς, καταθέσει ότι «οι ποιηταί στην Ελλάδα είναι σαν τους κόντηδες εις την Ζάκυνθο, όπου δεν είναι άνθρωπος που να μην είναι κόντες»· ή ο Ανδρέας Καραντώνης που προσπαθούσε να ανιχνεύσει την αληθινή ποίηση, μες απ’ τον συρφετό της «συλλογοπλημμύρας» του καιρού του: σε μια τέτοια λοιπόν εποχή, που καθιερώνονται όχι μόνον «ποιητές» αλλά και «κριτικοί» λογοτεχνίας μέσα από το Facebook, όπου καθώς στην Monopoly, οι τυχεροί κερδίζουν χρήματα δίχως αξία, έτσι κι αυτοί αποζημιώνονται αφειδώς με αμέτρητα like· σε μια τέτοια εποχή, ο Αναστάσης Βιστωνίτης παραμένει ένας εκλεκτικός δημιουργός, που ξέρει και να αφαιρεί, αλλά και να σιωπά. Τι να πει άλλωστε, αφού ήδη εξαρχής είχε συνειδητοποιήσει πως το ταξίδι εκείνο δεν ήταν για [μας]. Κλείνω έτσι, με το «Πόκερ», ένα αριστουργηματικό τρίστιχο, που αποκρυσταλλώνει την ασφυξία του ανθρώπου στην ίδια αενάως καλοστημένη παγίδα:

Πόκερ

Απόψε ο Διάβολος ανακατεύει
την τράπουλα της διαλεκτικής.
Παίζεις για να χάσεις.


* Το κείμενο, ελαφρώς παραλλαγμένο, εκφωνήθηκε στην παρουσίαση του βιβλίου στο Polis Art Cafe, την Τρίτη, 19 Μαρτίου 2019.

ΒΡΕΙΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ:
Ποιήματα 1971 - 2008
του Αναστάση Βιστωνίτη

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: