«Γάτα στον κήπο»

«Γάτα στον κήπο»

Αλί­κη Στελ­λά­του, Γά­τα στον κή­πο, Κί­χλη 2018

*

Τι εί­ναι πραγ­μα­τι­κό και τι όχι από όσα αφη­γεί­ται η δι­χα­σμέ­νη αφη­γή­τρια στη νου­βέ­λα της Αλί­κης Στελ­λά­του Γά­τα στον κή­πο; Και ποιο εί­ναι το πραγ­μα­τι­κό της πρό­σω­πο; Η Μάρ­θα ή η Μα­ρία; Η Μάρ­θα εί­ναι εκεί­νη που με­ρι­μνά και τυρ­βά­ζει πε­ρί πολ­λά, κα­τά την πε­ρι­κο­πή του Κα­τά Λου­κάν Ευαγ­γε­λί­ου, η οποία πα­ρα­τί­θε­ται ως επι­γρα­φή της νου­βέ­λας, ενώ η Μα­ρία εκεί­νη που την αγα­θήν με­ρί­δα εξε­λέ­ξα­το. Εδώ όμως η Μάρ­θα και η Μα­ρία συ­νυ­πάρ­χουν· και, αν η Μα­ρία εί­ναι εκεί­νη που πη­γαι­νο­έρ­χε­ται πλέ­νο­ντας τα πιά­τα, ξύ­νο­ντας το κε­νό της πια­το­θή­κης, προ­σπα­θώ­ντας να θυ­μη­θεί κά­τι απροσ­διό­ρι­στο, εί­ναι και η ίδια που έχει επι­λέ­ξει να με­τα­τρέ­ψει το όνο­μά της σε Μάρ­θα. Προ­σπα­θεί, λοι­πόν, η Μάρ­θα να επα­να­φέ­ρει τη Μα­ρία σε μια πραγ­μα­τι­κό­τη­τα χω­ρίς κε­νά, όπως ανα­φέ­ρε­ται στο οπι­σθό­φυλ­λο του βι­βλί­ου, ή συμ­μα­χεί μα­ζί της στην προ­σπά­θεια να διευ­ρυν­θεί το κε­νό; Για­τί το κε­νό αφε­νός τρο­μά­ζει, αφε­τέ­ρου προ­στα­τεύ­ει. Γύ­ρω από αυ­τήν τη διτ­τή λει­τουρ­γία του πε­ρι­στρέ­φε­ται η νου­βέ­λα.

Χω­ρίς όνο­μα δεν υπάρ­χει τί­πο­τα, σκέ­φτε­ται στην αρ­χή του μο­νο­λό­γου της η Μα­ρία-Μάρ­θα. Η οποία, δη­μιουρ­γώ­ντας τη συλ­λα­βή θα στο τέ­λος του δι­κού της ονό­μα­τος, έχει ήδη υπο­συ­νεί­δη­τα συν­δε­θεί με τον θά­να­το. Αυ­τόν που προ­σπα­θεί να μην αντι­κρί­σει σε όλη τη διάρ­κεια της πε­ρι­πλά­νη­σής της· αλ­λά και αυ­τόν τον οποίο προ­σπα­θεί, εξί­σου επί­μο­να, να απο­κα­λύ­ψει. Γρα­τζου­νώ­ντας κά­θε τό­σο την πια­το­θή­κη, επει­δή την ενο­χλεί το κε­νό στην επι­κά­λυ­ψή της, χα­ρί­ζει στο κε­νό λί­γο ακό­μα χώ­ρο. Αντί­στοι­χα, επι­μέ­νει να γρα­τζου­νά­ει τη δι­κή της επι­κά­λυ­ψη: μιας γυ­ναί­κας που πλέ­νει τα πιά­τα και τρι­γυ­ρί­ζει στα δω­μά­τια του σπι­τιού της προ­σπα­θώ­ντας να θυ­μη­θεί τι δου­λειές έχει να κά­νει. Πί­σω από αυ­τήν τη γυ­ναί­κα, υπάρ­χει μια άλ­λη που πρέ­πει και δεν πρέ­πει να εμ­φα­νι­στεί. Όπως στην πια­το­θή­κη, με το ξύ­σι­μο φαί­νε­ται το πραγ­μα­τι­κό υλι­κό κά­τω από την επι­κά­λυ­ψη. Αλ­λά αυ­τό το πραγ­μα­τι­κό υλι­κό δεν εί­ναι όμορ­φο και πρέ­πει να κρυ­φτεί· η πια­το­θή­κη γυ­ρί­ζει, λοι­πόν, προς τον τοί­χο. Και η αφη­γή­τρια γυ­ρί­ζει προς τις ανα­μνή­σεις της ανα­ζη­τώ­ντας μια προ­στα­σία: στο άρω­μα της λε­μο­νιάς, στις δια­κο­πές σε ένα νη­σί, σε έναν πρώ­το έρω­τα, στην προ­ε­τοι­μα­σία για τις ει­σα­γω­γι­κές εξε­τά­σεις, στον αγα­πη­μέ­νο αδελ­φό της μη­τέ­ρας, τον θείο Βήσ­σο. Μό­νο που η κα­τα­φυ­γή στη μνή­μη δεν λει­τουρ­γεί προ­στα­τευ­τι­κά. Αντί­θε­τα, ενερ­γο­ποιεί μια δια­δι­κα­σία γνώ­σης που θα οδη­γή­σει, τε­λι­κά, στη θέ­α­ση του κιν­δύ­νου: στη θέ­α­ση του απω­θη­μέ­νου συμ­βά­ντος. 

Το δρο­σε­ρό αε­ρά­κι που φυ­σά­ει από το ανοι­χτό πα­ρά­θυ­ρο πά­νω στα πλυ­μέ­να πιά­τα ανα­κα­λεί ένα άλ­λο αε­ρά­κι που ανά­γκα­σε την αφη­γή­τρια να σκε­πα­στεί με σε­ντό­νι, πα­ρό­τι ήταν ακό­μα κα­λο­καί­ρι: θα πρέ­πει να ήταν εκεί­νο το βρά­δυ που συ­νει­δη­το­ποί­η­σα ότι κρύ­ω­να, σκέ­φτε­ται. Όπως και με το κε­νό της πια­το­θή­κης, η στά­ση της απέ­να­ντι στο κρύο εί­ναι αμ­φίρ­ρο­πη. Επι­ζη­τεί τό­σο το σκέ­πα­σμα όσο και την πρό­κλη­ση του κρύ­ου. Αλ­λά το αε­ρά­κι που μπαί­νει από το ανοι­χτό πα­ρά­θυ­ρο δεν εί­ναι μον της δη­μιουρ­γεί μιαα. Τον αέ­ρα σά­χα το αε­ρά­κι μιας κα­λο­και­ρι­νής νυ­χτε­ρι­νής δρο­σιάς. Εί­ναι και το αε­ρά­κι που φυ­σού­σε σε ένα πα­ρα­θα­λάσ­σιο χω­ριό της Πε­λο­πον­νή­σου, στην παν­σιόν της κυ­ρί­ας Λε­μο­νιάς, εκεί όπου κυ­ριαρ­χού­σε το άρω­μα από τις λε­μο­νιές που έμπαι­ναν σχε­δόν από το ανοι­χτό πα­ρά­θυ­ρο. Ένα κλα­δί λε­μο­νιάς που έχει μπει από το ανοι­χτό πα­ρά­θυ­ρο βρί­σκε­ται στο επί­κε­ντρο της πε­ρι­πέ­τειας· της ανά­κλη­σης αυ­τού που επι­ζη­τεί να φέ­ρει κο­ντά της και ταυ­το­χρό­νως να απο­κρύ­ψει από τον ίδιο της τον εαυ­τό η αφη­γή­τρια. Με τη σει­ρά τους, οι κα­λο­και­ρι­νές δια­κο­πές στην παν­σιόν συν­δέ­ο­νται με τον Ηλία: το αγό­ρι που θα ξε­χα­στεί όπως ο κα­λο­και­ρι­νός ήλιος· το αγό­ρι που ερω­το­τρο­πεί με την αφη­γή­τρια, ενώ εκεί­νη ξύ­νει με το νύ­χι της τον κορ­μό μιας λε­μο­νιάς, ανοί­γο­ντας και πά­λι χώ­ρο στο κε­νό. Κί­νη­ση αμη­χα­νί­ας μιας πρω­τό­βγαλ­της ερω­τι­κά κο­πέ­λας ή κί­νη­ση προ­φη­τι­κή; Στον έρω­τα η αφη­γή­τρια θα βρί­σκει πά­ντα ένα κε­νό· και θα επι­χει­ρεί να προ­φυ­λα­χτεί από αυ­τό αλ­λά και να το δια­νοί­ξει για να δει τι βρί­σκε­ται από πί­σω: το πραγ­μα­τι­κό υλι­κό, που δεν εί­ναι άλ­λο από το δι­κό της αλη­θι­νό πρό­σω­πο, κα­λυμ­μέ­νο κά­τω από την αλ­λα­γή του ονό­μα­τος.

Το δι­κό της αλη­θι­νό πρό­σω­πο εί­ναι εκεί­νο που βλέ­πει ίσως ο θεί­ος Βήσ­σος την ώρα του θα­νά­του του. Την ώρα που η αφη­γή­τρια έχει κά­τσει δί­πλα του ζη­τώ­ντας να ακού­σει τα σο­φά ύστα­τα λό­για ενός αν­θρώ­που που βρί­σκε­ται στο κα­τώ­φλι του άλ­λου κό­σμου, θε­ά­ται, επο­μέ­νως, με προ­νο­μια­κό τρό­πο αυ­τόν που αφή­νει. Κά­τι σαν κα­τα­κλεί­δα πε­ρι­μέ­νει να ακού­σει η αφη­γή­τρια. Το νό­η­μα της ζω­ής, της δι­κής του και της δι­κής της· ίσως και μια πρό­βλε­ψη του μέλ­λο­ντός της. Τα λό­για του θεί­ου Βήσ­σου αδυ­να­τεί να τα ανα­κα­λέ­σει. Θυ­μά­ται όμως το βλέμ­μα του, που εί­ναι σαν να κοι­τά­ζει αλ­λού και ταυ­το­χρό­νως σαν να εί­ναι καρ­φω­μέ­νο στην πραγ­μα­τι­κή εκεί­νη. Σε μια Μα­ρία-Μάρ­θα που δεν κά­θε­ται δί­πλα του αλ­λά στέ­κε­ται στην πόρ­τα. Η μορ­φή της μοιά­ζει να τον τρο­μά­ζει. Εί­ναι η μορ­φή του θα­νά­του; Αυ­τό που αντι­κρί­ζει ο ετοι­μο­θά­να­τος εί­ναι όντως το μέλ­λον μιας κο­πέ­λας που θα γί­νει ή θα επι­θυ­μή­σει να γί­νει φό­νισ­σα; Το μέλ­λον μιας κο­πέ­λας που θα βυ­θι­στεί σε ένα σκο­τά­δι πυ­κνό­τε­ρο από του θα­νά­του; Ή εί­ναι ο δι­κός του θά­να­τος; Η σκη­νή ανα­κα­λεί, πά­ντως, τον στί­χο του Cesare Pavese: Θα έρ­θει ο θά­να­τος και θα 'χει τα μά­τια σου.

Για την απώ­λεια της μνή­μης της (και της ζω­ής της), η αφη­γή­τρια μέμ­φε­ται τον αέ­ρα που φύ­ση­ξε απ' το μι­σά­νοι­χτο πα­ρά­θυ­ρο εκεί­νον τον Ιού­λιο των λί­γων ημε­ρών: τον Ιού­λιο του Ηλία. Τον αέ­ρα στον οποίο προ­σπα­θεί τις νύ­χτες να αντι­στα­θεί μέ­νο­ντας ξε­σκέ­πα­στη, τον αέ­ρα που φέρ­νει το άρω­μα από τις λε­μο­νιές. Εί­ναι εκεί­νος ο μι­σός πρώ­τος έρω­τας που ση­μα­δεύ­ει την υπό­λοι­πη ζωή της; Εί­ναι η έμ­φυ­τη αδυ­να­μία της να συμ­βι­βα­στεί με τα μι­κρά κε­νά, να τα αφή­σει να υπάρ­χουν χω­ρίς να τα ξύ­νει για να τα με­γα­λώ­σει, χω­ρίς να επι­χει­ρεί να τα κρύ­ψει; Πά­ντως, από τό­τε αδυ­να­τεί να δώ­σει ονό­μα­τα στα πράγ­μα­τα· και αυ­τό την εγκλω­βί­ζει σε έναν άρ­ρη­κτο κύ­κλο μέ­σα στον οποίο στρι­φο­γυ­ρί­ζει, με χα­μέ­νο τον εαυ­τό της. Οι πρά­ξεις οι δι­κές της, οι πρά­ξεις των άλ­λων, τα λό­για των άλ­λων βρί­σκο­νται μπερ­δε­μέ­να σε έναν χω­ρο­χρό­νο δυ­σπρό­σι­το για την ίδια· τον προ­σεγ­γί­ζει λί­γο μες στα όνει­ρά της και της ξε­φεύ­γει πά­λι. Εκεί, στα όνει­ρά της, προ­σπα­θεί να ακού­σει τα τε­λευ­ταία λό­για του θεί­ου Βήσ­σου, ο οποί­ος θα της υπο­δεί­κνυε ίσως έναν προ­ο­ρι­σμό.

Με χα­μέ­νο τον προ­ο­ρι­σμό της οδη­γεί στο κέ­ντρο της Αθή­νας· μια απώ­λεια που της δη­μιουρ­γεί ανεί­πω­τη αγω­νία. Πά­λι, τί­θε­ται το ερώ­τη­μα της χρο­νι­κής σχέ­σης της αφή­γη­σης με την ιστο­ρία: η αγω­νία βιώ­νε­ται τό­τε, όταν οδη­γεί χω­ρίς προ­ο­ρι­σμό, ή εμ­φυ­τεύ­ε­ται στο βί­ω­μα τώ­ρα, που η αφη­γή­τρια γνω­ρί­ζει τι έπρα­ξε κα­θώς οδη­γού­σε με έναν πο­λύ συ­γκε­κρι­μέ­νο προ­ο­ρι­σμό στο υπο­συ­νεί­δη­τό της; Τον προ­ο­ρι­σμό του θα­νά­του, όχι του δι­κού της αλ­λά του άλ­λου, στα μά­τια του οποί­ου επι­χει­ρού­σε να κοι­τα­χτεί και να υπάρ­ξει. Αυ­τή η οδή­γη­ση, που θα απο­δει­χτεί σύ­ντο­μη γραμ­μι­κή πο­ρεία, με συ­γκε­κρι­μέ­νο τέρ­μα για τον άλ­λον, τον συ­νο­δη­γό, θα εγκλω­βί­σει την ίδια στους άτμη­τους κύ­κλους της μνή­μης – που εί­ναι ταυ­το­χρό­νως και άτμη­τοι κύ­κλοι της λη­σμο­νιάς. Τη λη­σμο­νιά, άλ­λω­στε, κα­λού­σε το τρα­γού­δι της κυ­ρί­ας Λε­μο­νιάς τό­τε στην παν­σιόν: Του Πα­ρα­δεί­σου λε­μο­νιά ένα κλα­δά­κι λη­σμο­νιά φύ­λα­ξε και για μέ­να. Στους επό­με­νους στί­χους του τρα­γου­διού (που δεν τους θυ­μά­ται πια, δη­λώ­νει η αφη­γή­τρια) η λη­σμο­νιά και η λε­μο­νιά συν­δέ­ο­νται με τα σπα­σμέ­να φτε­ρά της αγά­πης κα­θώς και με τον βί­αιο θά­να­το: Του πα­ρα­δεί­σου λε­μο­νιά / κρύ­ψε τα ρού­χα του φο­νιά / στης πί­κρας το ντου­λά­πι

Αυ­τό που έχει τραυ­μα­τί­σει την αφη­γή­τρια έχει μό­λις συ­ντε­λε­στεί; Και εί­ναι εξαι­τί­ας αυ­τού του γε­γο­νό­τος που εκεί­νη ξα­να­δια­βά­ζει το πα­ρελ­θόν της σαν κά­τι σκα­λω­μέ­νο σε κύ­κλους άτμη­τους, σαν κά­τι που έμε­νε πά­ντα μι­σό, με τα κε­νά του να ανοί­γο­νται όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρο; Ή το τραύ­μα βρί­σκε­ται κα­λά κρυμ­μέ­νο στο πα­ρελ­θόν, και εί­ναι αυ­τό που με­τα­τρέ­πει τα πά­ντα σε υπο­δο­χείς του κε­νού, οδη­γώ­ντας στη μό­νη έξο­δο από το κε­νό: στην από­λυ­τη συ­νά­ντη­ση μα­ζί του; Πά­ντως, εκεί­νος ο μι­σός έρω­τας με τον Ηλία και η σκη­νή του θα­νά­του του θεί­ου Βήσ­σου βρί­σκο­νται στο ξε­κί­νη­μα ενός κύ­κλου η συ­νέ­χεια του οποί­ου θα μορ­φο­ποι­η­θεί με τη μοι­ραία οδή­γη­ση στους δρό­μους της Αθή­νας.

Stell5
«Γάτα στον κήπο»

Η αμ­φι­βο­λία για τις σχέ­σεις αι­τί­ου και αι­τια­τού απο­τε­λεί βα­σι­κό πα­ρά­γο­ντα της γοη­τεί­ας της νου­βέ­λας. Η δι­πλή αφή­γη­ση της Μάρ­θας-Μα­ρί­ας, σε πρώ­το και σε δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο, πα­ρα­σύ­ρει τους ανα­γνώ­στες μέ­σα στους δι­κούς της κύ­κλους· η συγ­γρα­φέ­ας δεν επι­τρέ­πει ού­τε μια στιγ­μή την απο­στα­σιο­ποί­η­ση και την εκλο­γί­κευ­ση, κα­τορ­θώ­νο­ντας να μας κα­τα­στή­σει με­τό­χους της ψυ­χι­κής δια­τα­ρα­χής, όχι θε­α­τές. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή του τραύ­μα­τος της αφη­γή­τριας εί­ναι η εμ­μο­νή της στο ολό­κλη­ρο. Το μι­σό δεν εί­ναι χρέ­ος· ού­τε το μι­σό, επα­να­λαμ­βά­νει σε σχέ­ση εί­τε με την κλή­ση που θα πλη­ρώ­σει για πα­ρά­νο­μη στάθ­μευ­ση εί­τε με το ξε­νο­δο­χείο ημι­δια­μο­νής. Μι­σά­νοι­χτο εί­ναι και το πα­ρά­θυ­ρο από όπου μπαί­νει το κρύο αε­ρά­κι του κα­λο­και­ριού, αλ­λά και από όπου θα μπει το θα­να­τη­φό­ρο κλα­δί της λε­μο­νιάς-λη­σμο­νιάς: το ση­μείο προ­ο­ρι­σμού τής χω­ρίς προ­ο­ρι­σμό οδή­γη­σης. Μι­σο­τε­λειω­μέ­να εί­ναι και τα όνει­ρα για τον θείο Βήσ­σο, μι­σά και τα κε­νά που σχη­μα­τί­ζο­νται στην πια­το­θή­κη ή στο δέ­ντρο. Μό­νο που η δια­δρο­μή από το μι­σό στο ολό­κλη­ρο δεν μπο­ρεί να πραγ­μα­το­ποι­η­θεί, επει­δή, σύμ­φω­να με το πα­ρά­δο­ξο του Ζή­νω­νος, κά­θε φο­ρά δεν μπο­ρεί πα­ρά να κα­λύ­πτει κα­νείς το μι­σό του μι­σού κι έπει­τα το μι­σό του υπό­λοι­που μι­σού, χω­ρίς να φτά­νει πο­τέ. Γι' αυ­τό και η αφη­γή­τρια, όταν ολο­κλη­ρώ­νει ή φα­ντά­ζε­ται πως ολο­κλη­ρώ­νει την πρά­ξη της, βρί­σκε­ται αιχ­μά­λω­τη των μι­σών βιω­μά­των· ενός εσα­εί μι­σού εαυ­τού. 

Νω­ρί­τε­ρα, η μό­νη φο­ρά που πί­στε­ψε ότι κά­τι ολο­κλη­ρω­νό­ταν ήταν στην πρώ­τη της συ­νά­ντη­ση με αυ­τόν: τον Θά­νο που έχει το θα του θα­νά­του κι εκεί­νος στο όνο­μά του. Τί­πο­τα δεν έβλε­πες. Μό­νο την ελ­πί­δα εί­χες ότι αυ­τός θα ήταν. Ότι επι­τέ­λους θα τε­λεί­ω­νες. Αυ­τός. Σή­κω­σες κι εσύ το πο­τή­ρι σου και τον κοί­τα­ξες πί­σω απ' το δι­κό σου. Εί­χε το σχή­μα των κε­νών σου. Σχή­μα που θα πα­γι­δεύ­σει την αφη­γή­τρια. Ενώ αφε­νός μοιά­ζει να εί­ναι ό,τι πιο δι­κό της: κά­τι που μπο­ρεί να το προ­χω­ρή­σει, να το ανα­σχη­μα­τί­σει, να ενώ­σει τα κομ­μά­τια του, απο­κα­λύ­πτο­ντας το πραγ­μα­τι­κό υλι­κό που κρύ­βε­ται κά­τω από τη γυα­λι­σμέ­νη επι­φά­νεια, αφε­τέ­ρου εί­ναι κά­τι που δεν ολο­κλη­ρώ­νε­ται πο­τέ και, ταυ­το­χρό­νως, ένας χω­ρο­χρό­νος όπου δεν ισχύ­ουν οι κα­νό­νες της βα­ρύ­τη­τας, της κί­νη­σης, της σχέ­σης με τα πράγ­μα­τα. Έτσι, η αφη­γή­τρια βρί­σκε­ται να στο­χά­ζε­ται το ορι­ζό­ντιο βά­θος, να οδη­γεί αφή­νο­ντας ανέγ­γι­χτο το φρέ­νο, να μην γνω­ρί­ζει αν δια­κρί­νει τα χρώ­μα­τα ή αν τα έχει χά­σει. Τι σχή­μα εί­χαν τα κε­νά σου; ρω­τά τον εαυ­τό της. Και η απά­ντη­ση: Δεν ήξε­ρες να οδη­γείς νύ­χτα. [...] οδη­γείς συ­νε­χώς με το πό­δι κολ­λη­μέ­νο στο γκά­ζι. Μοιά­ζει με κα­τά­δυ­ση που δεν αντι­στέ­κε­ται στα βα­ρί­δια· δεν θέ­λει, όχι δεν μπο­ρεί. Η ερω­τα­πό­κρι­ση αυ­τή (άσκη­ση και λύ­ση άσκη­σης χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται) εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή της τε­χνι­κής που χρη­σι­μο­ποιεί η Αλί­κη Στελ­λά­του. Η ερώ­τη­ση δεν φω­τί­ζε­ται πο­τέ από την απά­ντη­ση. Κά­τι τέ­τοιο θα σή­μαι­νε την ολο­κλή­ρω­ση μιας πρά­ξης, την το­μή των κύ­κλων. Με κά­θε απά­ντη­ση, η αφη­γή­τρια ανοί­γει έναν νέο κύ­κλο, στον οποίο και στρο­βι­λί­ζε­ται, ώσπου να βρε­θεί ξα­νά, εξί­σου αιφ­νι­δια­στι­κά, εξί­σου ανα­πό­δρα­στα και εξί­σου απο­προ­σα­να­το­λι­σμέ­νη, στον προη­γού­με­νο. 

Γι' αυ­τό και αδυ­να­τεί να θυ­μη­θεί: να συ­γκρο­τή­σει κά­τι που δεν εί­ναι λη­σμο­νιά. Αλ­λά και αδυ­να­τεί να λη­σμο­νή­σει βρί­σκο­ντας τη γα­λή­νη. Σε ξε­χνάω για να σε θυ­μά­μαι / κά­θε μέ­ρα πιο βα­θιά / Μνή­μη μιας άλ­λο­τε / ανά­μνη­σης Μιας / αξέ­χα­στης λη­σμο­νιάς: οι στί­χοι αυ­τοί της Ζέ­φης Δα­ρά­κη μοιά­ζουν να συ­νο­ψί­ζουν τη δι­πλή αδυ­να­μία της Μάρ­θας-Μα­ρί­ας. Οι προ­ο­ρι­σμοί μπλέ­χτη­καν με τους χρό­νους, συ­νει­δη­το­ποιεί η αφη­γή­τρια όταν ανα­λο­γί­ζε­ται τη χω­ρίς προ­ο­ρι­σμό οδή­γη­σή της. Οδη­γεί για να φτά­σει στο μέλ­λον της ή για να ξα­να­βρεί το πα­ρελ­θόν της; Ή, ακό­μη, για να κα­τορ­θώ­σει να εκτεί­νει το πα­ρόν σύμ­φω­να με τη δι­κή της βού­λη­ση και όχι σύμ­φω­να με τα ρο­λό­για και τα ημε­ρο­λό­για, στα οποία πά­ντα δυ­σφο­ρού­σε; Η δια­στο­λή του χρό­νου επι­τυγ­χά­νε­ται ίσως μό­νο μέ­σω του έρω­τα. Πού εί­ναι η αγά­πη που κό­βει τον και­ρό μο­νο­κόμ­μα­τα στα δυο και τον απο­σβο­λώ­νει; ρω­τά ο Σε­φέ­ρης. Και αντί­στοι­χα ο Ελύ­της: Ίσια, ναι, πά­ει ο χρό­νος, αλ­λά ο έρω­τας κά­θε­τα και ή κό­βο­νται στα δύο ή που δεν απα­ντή­θη­καν πο­τέ. Η οδή­γη­ση της Μάρ­θας-Μα­ρί­ας απο­σκο­πεί στην ανεύ­ρε­ση του έρω­τα· και, όταν αυ­τή απο­δει­κνύ­ε­ται ανέ­φι­κτη, στη θα­νά­τω­σή του. Σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση, στην έξο­δο από την εκ­κρε­μό­τη­τα, από τον εγκλω­βι­σμό σε έναν χρό­νο με­τρη­μέ­νο από τους άλ­λους, σε έναν χρό­νο όπου το υπο­κεί­με­νο δεν πραγ­μα­τώ­νε­ται. Μό­νο που η συ­γκε­κρι­μέ­νη έξο­δος θα έχει το αντί­θε­το απο­τέ­λε­σμα. Ο χρό­νος θα ακυ­ρω­θεί μεν, δεν θα απο­σβο­λω­θεί, ού­τε θα κο­πεί στα δύο. Θα πολ­λα­πλα­σια­στεί φα­σμα­τι­κά και θα με­τα­τρα­πεί σε άτμη­τους και ατε­λεί­ω­τους κύ­κλους μέ­σα στους οποί­ους θα πε­ρι­δι­νεί­ται εσα­εί η αφη­γή­τρια. 

Στα Ευαγ­γέ­λια η Μάρ­θα και η Μα­ρία εί­ναι οι αδελ­φές του Λα­ζά­ρου, σχε­τί­ζο­νται, λοι­πόν (του­λά­χι­στον σε μία από τις αφη­γή­σεις), με το θαύ­μα της ανά­στα­σης. Ένα εί­δος ανά­στα­σης επι­χει­ρεί να επι­τύ­χει και το ένα από τα δύο πρό­σω­πα που συ­να­παρ­τί­ζουν την αφη­γή­τρια: να κα­λέ­σει το άλ­λο στο πα­ρόν της, να τη βοη­θή­σει να αντι­κρί­σει το πα­ρελ­θόν της.  Ωστό­σο, ο «άλ­λος» της ιστο­ρί­ας εδώ δεν λέ­γε­ται Λά­ζα­ρος, αλ­λά Θά­νος: και η μοί­ρα του εί­ναι ο θά­να­τος, όχι η ανά­στα­ση. Αν η Μάρ­θα και η Μα­ρία απο­τά­θη­καν στον Χρι­στό ζη­τώ­ντας του να ανα­στή­σει τον αδελ­φό τους, επει­δή εί­χε αυ­τή τη δύ­να­μη, η Μάρ­θα-Μα­ρία ενερ­γο­ποιεί τη δι­κή της δύ­να­μη, που εί­ναι αντίρ­ρο­πη: να κά­νει να μην υπάρ­χουν οι άλ­λοι. Μια δύ­να­μη η οποία εφαρ­μό­ζε­ται στο πε­δίο εί­τε της φα­ντα­σί­ας εί­τε της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Όπως ο Λά­ζα­ρος τη στιγ­μή που ση­κώ­νε­ται από τον τά­φο, η αφη­γή­τρια θα βρε­θεί γε­μά­τη χώ­μα­τα στα χέ­ρια, στα νύ­χια, στα μαλ­λιά. Και με ένα βλέμ­μα που την κοι­τά­ζει στον κα­θρέ­φτη και τη φο­βά­ται, όπως τη φο­βό­ταν το βλέμ­μα του θεί­ου Βήσ­σου: έχει έρ­θει ο θά­να­τος και έχει τα μά­τια της.

Η Μάρ­θα κα­τορ­θώ­νει να φέ­ρει τη Μα­ρία αντι­μέ­τω­πη με το γε­γο­νός που, αν έχει όντως συμ­βεί, έχει εκ­σφεν­δο­νί­σει την ύπαρ­ξή της έξω από τον χρό­νο και πα­ράλ­λη­λα την έχει εγκλω­βί­σει σε άτμη­τους, άφευ­κτους κύ­κλους. Κα­τορ­θώ­νει να την κά­νει να δια­βά­σει όσα ήταν γραμ­μέ­να με χυ­μό λε­μο­νιού στο υπο­συ­νεί­δη­τό της. Στο τέ­λος του δια­λό­γου των δύο προ­σώ­πων η αφη­γή­τρια θα κλά­ψει, θα ανά­ψει το φως και θα μπο­ρέ­σει να δια­βά­σει όσα ήταν γραμ­μέ­να με το όνο­μά τους. Μό­νο που δεν πρό­κει­ται για ανά­στα­ση, αλ­λά για κα­τά­δυ­ση στον χώ­ρο του θα­νά­του, εκεί όπου τα χρώ­μα­τα χά­νο­νται. Η γά­τα του τί­τλου ήταν μάλ­λον ένα πρό­σχη­μα για την αφη­γή­τρια: ένα πρό­σχη­μα για να στρί­ψει το τι­μό­νι προς τα εκεί όπου υπο­συ­νεί­δη­τα ήθε­λε· εί­ναι, όμως, και ένα πλά­σμα που βρί­σκε­ται ανε­πί­γνω­στα στη θέ­ση του θύ­μα­τος, κα­θώς κιν­δυ­νεύ­ει όχι από τη νυ­χτε­ρι­νή οδή­γη­ση αλ­λά από τη νυ­χτε­ρι­νή επί­θε­ση μιας κου­κου­βά­γιας. 

 Τα νή­μα­τα της αφή­γη­σης εί­ναι πε­ρί­τε­χνα μπλεγ­μέ­να με­τα­ξύ τους, και αυ­τή εί­ναι η βα­σι­κή αρε­τή της νου­βέ­λας της Αλί­κης Στελ­λά­του, μα­ζί με μια σφι­χτή, με­στή γρα­φή και μα­ζί με την πρω­το­τυ­πία της μα­τιάς της.  Το παι­χνί­δι της μνή­μης εί­ναι και παι­χνί­δι ζω­ής, έρω­τα και θα­νά­του. Η λε­μο­νιά, η γά­τα, οι δρό­μοι της Αθή­νας, το όνει­ρο για τον θείο, το όνο­μα του αγα­πη­μέ­νου που δεν αγα­πά αρ­κε­τά (αν σ' αγα­πού­σα, θα πει στη Μάρ­θα-Μα­ρία), τα μι­σά χρέη, οι μι­σές δια­δρο­μές, οι κα­τα­δύ­σεις όπου τα χρώ­μα­τα χά­νο­νται: το κα­θε­τί εκ­βάλ­λει στο άλ­λο και ανα­τρο­φο­δο­τεί­ται, με απο­τέ­λε­σμα όλα να γι­γα­ντώ­νο­νται στο πε­δίο τό­σο του πραγ­μα­τι­κού όσο και του συμ­βο­λι­κού· στο με­τα­ξύ των δύο πε­δί­ων, σε μια ρωγ­μή του χρό­νου, που έτσι μο­νά­χα κα­τορ­θώ­νε­ται η δια­στο­λή του, κι­νεί­ται η δι­συ­πό­στα­τη πρω­τα­γω­νί­στρια και, μα­ζί της, η αφή­γη­ση. Μέ­σα από την αφή­γη­ση άλ­λω­στε κα­τα­κτά­ται, επώ­δυ­να και δύ­σκο­λα, η μνή­μη και η αυ­το­γνω­σία· και αυ­τό εί­ναι ίσως ένα από­σταγ­μα της ανά­γνω­σης της νου­βέ­λας. Αν υπάρ­χει κά­τι από το οποίο δεν μπο­ρεί κα­νείς να ξε­φύ­γει, αυ­τό δεν εί­ναι τό­σο ο χρό­νος όσο ο αφη­γη­μέ­νος και αφη­γη­τής εαυ­τός.

ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΟ ΒΙ­ΒΛΙΟ ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ:
Γά­τα στον κή­πο
της Αλί­κης Στελ­λά­του

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: