Καινούριο ρόπτρο

Γιάννης Πάνου και Ρούλα Πατεράκη. Χαλάνδρι 1998
Γιάννης Πάνου και Ρούλα Πατεράκη. Χαλάνδρι 1998


———— ≈ ————
Ανα­φο­ρά στο 5ο κε­φά­λαιο «Το ρό­πτρο» του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος  …από το στό­μα της πα­λιάς Remington... (Κα­στα­νιώ­της, σσ. 71-75)
———— ≈ ————

Η ΕΠΙ­ΣΤΡΟ­ΦΗ ΤΟΥ ΠΑ­ΤΕ­ΡΑ στο σπί­τι αρ­γό­τε­ρα από το συ­νη­θι­σμέ­νο ήταν για μας—και για την Άντα, την γυ­ναί­κα που μας πρό­σε­χε και αρ­γό­τε­ρα δεύ­τε­ρη σύ­ζυ­γο του πα­τέ­ρα και η οποία μας εί­χε με­τα­δώ­σει αυ­τό το συ­ναί­σθη­μα, ακό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο—προ­άγ­γε­λος κα­κού. Κά­θε φο­ρά που συ­νέ­βαι­νε, η Άντα μας έστελ­νε στην απο­θή­κη της πί­σω αυ­λής μα­ζί με το κλου­βί με το κα­να­ρί­νι, κα­ταρ­γώ­ντας έτσι τη γλυ­κιά, κα­θιε­ρω­μέ­νη με τα χρό­νια, δια­δι­κα­σία: ο ψεύ­τι­κος βή­χας του πα­τέ­ρα μό­λις έμπαι­νε στην αυ­λή, το σκού­πι­σμα των πο­διών στο χα­λά­κι, το συν­θη­μα­τι­κό, μο­νό χτύ­πη­μα στο μπρού­τζι­νο ρό­πτρο της εξώ­πορ­τας. Το ρό­πτρο αυ­τό, το οποίο υπήρ­χε εκεί απ’ όταν έχτι­σε το σπί­τι ο παπ­πούς μου —ο πα­τέ­ρας της μη­τέ­ρας μου— έπαι­ζε κυ­ρί­ως ρό­λο δια­κο­σμη­τι­κό, μιας και ήταν δυ­σα­νά­λο­γα με­γά­λο σε σχέ­ση με τη μάλ­λον μι­κρή εκεί­νη πόρ­τα, φτιαγ­μέ­νη από κό­ντρα πλα­κέ θα­λάσ­σης. Η μι­κρή πόρ­τα, ένα φύλ­λο μό­νο με το μα­κρό­στε­νο γα­λα­κτε­ρό τζά­μι να δια­τρέ­χει το μέ­σο της, έδι­νε την εντύ­πω­ση στους πε­ρα­στι­κούς πως εί­χε το­πο­θε­τη­θεί πρώ­τη στο (εξ αδιαι­ρέ­του) οι­κό­πε­δό μας και πως στη συ­νέ­χεια το σπί­τι μας χτί­στη­κε γύ­ρω της χω­ρίς την πα­ρα­μι­κρή αί­σθη­ση ανα­λο­γί­ας ή μέ­τρου· «το σπί­τι των Χό­μπιτ», με πεί­ρα­ζαν οι φί­λοι μου. Ο τε­χνί­της που εί­χε κα­τα­σκευά­σει το ρό­πτρο, μα­κρι­νός ξά­δερ­φος του παπ­πού, του το χά­ρι­σε ενώ ακό­μα το σπί­τι χτι­ζό­ταν, «για τα κα­λο­ρί­ζι­κα», εί­χε επι­λέ­ξει να σκα­λί­σει τέσ­σε­ρα (αντί για πέ­ντε) δά­χτυ­λα χε­ριού να αγκα­λιά­ζουν μια μπρού­τζι­νη σφαί­ρα, που όταν προ­σέ­κρουε επά­νω στη βι­δω­μέ­νη στο κό­ντρα πλα­κέ βά­ση της, δια­κο­σμη­μέ­νη επί­σης με τρό­πο που θύ­μι­ζε έντο­νες φλέ­βες αν­δρι­κού χε­ριού, με­τέ­δι­δε το μή­νυ­μα πως κά­ποιος στε­κό­ταν πί­σω από την εξώ­πορ­τα. Ο παπ­πούς έλε­γε πως, στην ου­σία, η υπο­γρα­φή του τε­χνί­τη ήταν ακρι­βώς αυ­τή η πα­ρά­λει­ψη του πέμ­πτου δα­χτύ­λου, του μι­κρού, εκεί­νου στο οποίο ο παπ­πούς φο­ρού­σε ένα επί­χρυ­σο δα­χτυ­λί­δι με μαύ­ρη πέ­τρα και το οποίο έκο­ψε από τη ρί­ζα μια μέ­ρα στο ξυ­λουρ­γείο, με την κορ­δέ­λα, και γυρ­νώ­ντας σπί­τι με μια χο­ντρή γά­ζα εκεί που το πρωί έστε­κε το μι­κρό δά­χτυ­λο του δε­ξιού του χε­ριού εί­πε: «κά­τι ήξε­ρε ο μα­κα­ρί­της ο Με­νέ­λα­ος». Το δα­χτυ­λί­δι δεν το ξα­να­φό­ρε­σε, με τα χρό­νια ξε­χά­σα­με κι εμείς που εί­ναι φυ­λαγ­μέ­νο. Επί­σης εκεί­νη η τό­ση δα πόρ­τα, η οποία έδι­νε την εντύ­πω­ση κα­τα­πα­κτής σε οχυ­ρό, σε έβα­ζε, αντα­να­κλα­στι­κά νο­μί­ζω, στη δια­δι­κα­σία τού να κοι­τά­ζεις λο­ξά μέ­σα από το θο­λό τζά­μι μπας κι ανα­γνω­ρί­σεις τη φι­γού­ρα που στε­κό­ταν υπο­μο­νε­τι­κά και πε­ρί­με­νε κά­ποιος να απο­κρι­θεί στο χτύ­πη­μα του ρό­πτρου. Σή­με­ρα βέ­βαια, που τα σκέ­φτο­μαι όλα αυ­τά, κα­τα­νοώ εκεί­νη τη δι­στα­κτι­κή συ­μπε­ρι­φο­ρά. Με­τά την κρί­ση, με τον πα­τέ­ρα χω­ρίς δου­λειά και το τη­λέ­φω­νο (πριν μας το κό­ψουν) να χτυ­πά­ει διαρ­κώς από εται­ρεί­ες που έψα­χναν να ει­σπρά­ξουν χρω­στού­με­να ετών, ήταν λο­γι­κό να προ­σπα­θή­σεις πρώ­τα να ανα­γνω­ρί­σεις τη θο­λή φι­γού­ρα πί­σω από την εξώ­πορ­τα και με­τά να ξε­κλει­δώ­σεις (δεν αφή­να­με πο­τέ ξε­κλεί­δω­τη την εξώ­πορ­τα και τα πα­ρά­θυ­ρα του ισο­γεί­ου και του πρώ­του ορό­φου, εκεί που ήταν οι κρε­βα­το­κά­μα­ρες, εί­χαν σι­δε­ριές). Μια φο­ρά μά­λι­στα που η αδερ­φή μου, τρία χρό­νια μι­κρό­τε­ρη, άνοι­ξε την πόρ­τα χω­ρίς να το πο­λυ­σκε­φτεί, η Άντα δεν μπο­ρού­σε με τί­πο­τα να βγά­λει από το σπί­τι τον κα­ρα­φλό τύ­πο που απει­λού­σε πως αν δεν πλη­ρω­θεί «εδώ και τώ­ρα» για το δά­νειο των τριών χι­λιά­δων ευ­ρώ που εί­χε πά­ρει ο πα­τέ­ρας μου από μια τρά­πε­ζα με γαλ­λι­κό όνο­μα (για την κη­δεία της μά­νας, αν θυ­μά­μαι κα­λά), θα τα έκα­νε «όλα λί­μπα στο μπουρ­δε­λό­σπι­το». Ο πα­τέ­ρας γύ­ρι­σε τη στιγ­μή που ο τύ­πος βά­δι­ζε απει­λη­τι­κά προς το μέ­ρος μου, τον χτύ­πη­σε πιά­νο­ντάς τον από τον σβέρ­κο στον τοί­χο και του μά­τω­σε τη μύ­τη με γρο­θιές. Δεν έβγα­λε κου­βέ­ντα· ού­τε έβρι­σε, ού­τε μί­λη­σε, μό­νο τον πέ­τα­ξε έξω και η Άντα του κα­θά­ρι­σε ύστε­ρα τα χέ­ρια από τα αί­μα­τα με ένα βαμ­βά­κι βου­τηγ­μέ­νο στο Μπε­τα­ντίν.

Μπο­ρώ να θυ­μη­θώ μια σει­ρά ανά­λο­γων πε­ρι­στα­τι­κών από το 2008 κι έπει­τα, μα δεν έχει ση­μα­σία. Δεν καλ­λιέρ­γη­σαν μέ­σα μου οποιο­δή­πο­τε συ­ναί­σθη­μα ανα­σφά­λειας ή φό­βου, αντί­θε­τα κά­πως όξυ­ναν την απο­ρία μου για το πώς, ο κα­τά τ’ άλ­λα πρά­ος πα­τέ­ρας μου,έβρα­ζε μέ­σα του και από και­ρού εις και­ρόν το μέ­σα του γι­νό­ταν έκρη­ξη και βία και στο τέ­λος πά­ντο­τε σιω­πή. Έτσι, εκεί­νο το από­γευ­μα, πε­ρα­σμέ­νες τέσ­σε­ρις η ώρα, χει­μώ­νας, έξω ήδη σκο­τει­νιά, ο πα­τέ­ρας επέ­στρε­ψε σπί­τι, έκλει­σε πί­σω του την πόρ­τα της αυ­λής με δύ­να­μη τό­ση που τρα­ντά­χτη­καν τα κά­γκε­λα, έφτα­σε μέ­χρι την εξώ­πορ­τα με αρ­γά βή­μα­τα —τα χεί­λη του σφύ­ρι­ζαν έναν σκο­πό που θύ­μι­ζε εμ­βα­τή­ριο—έβα­λε το χέ­ρι στο ρό­πτρο (φαι­νό­ταν κα­θα­ρά μέ­σα απ’ το τζά­μι) μα δεν χτύ­πη­σε· έβγα­λε την κλει­δο­θή­κη από την τσέ­πη του και πά­σχι­ζε να πε­τύ­χει με το κλει­δί την κλει­δα­ριά. Στο χρο­νι­κό διά­στη­μα αυ­τό, η Άντα ξε­κρέ­μα­σε το κλου­βί με το κα­να­ρί­νι από τον τοί­χο, μου το έδω­σε αγκα­λιά και, χα­μο­γε­λα­στά μα με μά­τια διά­πλα­τα ανοι­χτά, μας έσπρω­ξε μέ­σα απ’ την κου­ζί­να στην πί­σω αυ­λή. Κλει­στή­κα­με στην απο­θή­κη, έβα­λα τον σύρ­τη, η αδερ­φή μου αγκά­λια­σε τα γό­να­τά της, το κα­να­ρί­νι λες και ήξε­ρε, στε­κό­ταν βου­βό, ενώ οι φω­νές από το σπί­τι έφτα­ναν στε­ντό­ρειες σαν εκ­φω­νή­σεις πα­νη­γυ­ρι­κών σε σχο­λι­κή γιορ­τή. Ώρα με­τά, η Άντα χτύ­πη­σε την πόρ­τα της απο­θή­κης, συν­θη­μα­τι­κά, τρεις φο­ρές απα­λά, και μό­λις άνοι­ξα, η με­λα­νιά στο ζυ­γω­μα­τι­κό της ήταν έντο­να κόκ­κι­νη (με τις μέ­ρες πά­ντα με­ταλ­λασ­σό­ταν, όλο και σκού­ραι­νε, πριν γί­νει με­λα­νός λε­κές που συρ­ρι­κνώ­νε­ται). Γυ­ρί­σα­με στο σπί­τι, μας άνοι­ξε την τη­λε­ό­ρα­ση στο σα­λό­νι και μας έφε­ρε μπι­σκό­τα σε ένα μπολ, χα­μο­γε­λού­σε ελα­φριά με τα χεί­λη, όχι με τα μά­τια. Ο πα­τέ­ρας αμί­λη­τος πά­λευε να ξε­βι­δώ­σει το ρό­πτρο από την εξώ­πορ­τα: οι βί­δες δεν έλε­γαν να γυ­ρί­σουν κι έτσι, με ένα με­γά­λο κα­τσα­βί­δι για μο­χλό, ξε­πά­τω­σε τη βά­ση από το ξύ­λο, αφή­νο­ντας (ένα ακό­μα) ση­μά­δι. Του εί­πα πως το ρό­πτρο ήταν του παπ­πού μα δεν απά­ντη­σε, μπή­κε στην κου­ζί­να και μό­νο τό­τε εί­πε πως θα έφερ­νε άλ­λο «αύ­ριο κιό­λας». Το νέο ρό­πτρο έγι­νε τε­λι­κά ηλε­κτρι­κό θυ­ρο­τη­λέ­φω­νο και η πλη­γή στην πόρ­τα κα­λύ­φθη­κε όπως όπως με στό­κο.

Αφη­γή­θη­κα όλα τα πα­ρα­πά­νω όχι από ανά­γκη για φλυα­ρία ή για μοί­ρα­σμα, άλ­λω­στε δεν γνω­ρί­ζει κα­νείς σε ποια­νού τα χέ­ρια κα­τα­λή­γει κά­θε φο­ρά ένα γρα­πτό, ει­δι­κά όταν αυ­τό δη­μο­σιεύ­ε­ται στο ίντερ­νετ, μα για να ανα­πα­ρα­στή­σω έναν μι­κρό­κο­σμο όπου τα πά­ντα—και το χα­μό­γε­λο και η βία και η σιω­πή—εί­χαν τη θέ­ση τους και αυ­τό δεν μπο­ρού­σε πα­ρά να απο­τε­λέ­σει προ­άγ­γε­λο κα­κού· όπως το, ξε­χα­σμέ­νο πλέ­ον, ρό­πτρο εί­χε προ­α­ναγ­γεί­λει την απώ­λεια του μι­κρού δα­κτύ­λου του παπ­πού πο­λύ πριν αυ­τό συμ­βεί.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: