Θεοδωράκης ή τανκς;

Θεοδωράκης ή τανκς;

Θεού δώρο ο Θεοδωράκης επωνύμως συνιστά, όπως γνωρίζουν και οι την Ιερουσαλήμ παρετυμολογούντες. Ο μαέστρος και μαΐστρος αυτός υπήρξε από τις διεθνώς πιο κατακυρωμένες φυσιογνωμίες του ελληνικού εικοστού αιώνα. Υπό τους ήχους του «Μαουτχάουζεν», Αφγανοί πολέμαρχοι με αμερικανική στήριξη έμπαιναν το 2001 στην Καμπούλ για να εκδιώξουν τους Σπουδαστές, που Ταλιμπάν λέγονται στη γλώσσα τους και είχαν απαγορεύσει τη μουσική, πριν επιστρέψουν μετά από είκοσι χρόνια. Σε τοπική εκδοχή τους ρυθμούς του «Αντώνη» πάλι έπαιζαν στα μεγάφωνα γυναίκες στο Κουρδιστάν κατά τη διάρκεια πολιορκίας από ακρώνυμους σαλαφιστές.
Το δικό τους συρτάκι έχουν σύρει αυτόχθονες στην Αυστραλία, ένα κομμάτι που από 4/4 γίνεται 2/4, καθώς ο ρυθμός επιταχύνεται. Φυσικά έξω από κάθε γραφείο του ΕΟΤ ορθώνονται αόρατοι ανδριάντες του Θεοδωράκη, του Κακογιάννη, του Καζαντζάκη, του Άντονι Κουίν και άλλων της «ημετέρας παιδιάς». Παρά τις ενστάσεις, προέβαλαν μια Ελλάδα του Ζορμπά, η οποία έγινε τουριστικός προορισμός ενός ευρωπαϊκού πρωτογονισμού, που είχαν ψηλαφήσει οι ποιητές. Επρόκειτο για μια «καταστροφική επιτυχία», που επιβεβαιώνει ότι πιο ελκυστικός από μνημεία και αρχαιότητες, ακόμη και από τον ήλιο και τη θάλασσα, είναι ένας μυθικός τρόπος ζωής.
Νομίζω θα χαιρόταν που η νεκρολογία του στον βρετανικό Guardian φιλοξενήθηκε στις στήλες της κλασικής μουσικής. Σε μια τσέπη είχε τον Καβάφη και στην άλλη τον Μπραμς, έλεγε, αλλά οι κλασικές επιδόσεις του παρέμειναν πιο γνωστές στο εξωτερικό. Οι αριθμοί μετά θάνατον ίσως ήταν διαφορετικοί. Πάντως πριν πεθάνει, σε δημοσκόπηση τον Ιούλιο σχετικά με τις σημαντικότερες προσωπικότητες στον χώρο της ελληνικής μουσικής, ο Θεοδωράκης (με 59 ως ποσοστό επιλογής) είχε έρθει δεύτερος μετά τον Χατζιδάκι (62), με την Κάλλας (28) και άλλους να ακολουθούν σε απόσταση. Οι δύο πρωταγωνιστές αποτελούν κορυφές μιας εθνοκαλλιτεχνικής σύμπραξης, μιας συμφιλίωσης του έθνους με την τέχνη, με τον «αριστερό» Θεοδωράκη αγαπημένο των «δεξιών» και τον «δεξιό» Χατζιδάκι αγαπημένο των «αριστερών».


Όλοι κάποτε κοιμούνται

Ο κύβος ερρίφθη. Επί του μνήματος. Τετραγωνίζοντας τον κύκλο με συνεχείς κυβιστήσεις, σχήμα κύβου έχει το μνημείο, με το όνομα συμπληρωμένο στο σταυρόλεξο του κοιμητηρίου. Βρίσκεται κοντά στην είσοδό του, στο χωριό του πατέρα του στον Γαλατά Χανίων, όπου μετά τη Μακρόνησο προέκυψε ο «Επιτάφιος», καθώς ο ίδιος γεννήθηκε στη Χίο. Από μικρός ταξίδευε, όπως συμβαίνει με τα παιδιά νομαδικών δημοσίων υπαλλήλων, η συμβολή των οποίων στην ιστορία της τέχνης παραμένει άγνωστο κεφάλαιο. Διακόσια χρόνια πέρασαν από την έκρηξη της Επανάστασης και σχεδόν είκοσι ένα από τον καινούργιο αιώνα πριν αποδημήσει ο πανύψηλος παγανιστής, που την Ορθή Δόξα ανέτρεπε αναδιαγράφοντας το κύκλιο άσμα της Ορθοδοξίας.
«Τώρα, στο τέλος της ζωής μου, την ώρα των απολογισμών, σβήνουν απ’ το μυαλό μου οι λεπτομέρειες και μένουν τα “Μεγάλα Μεγέθη”», άρχιζε η επιστολή που είχε απευθύνει τον Οκτώβριο του 2020 στον Γενικό Γραμματέα του ΚΚΕ, προσθέτοντας ότι «Για το λόγο αυτό θέλω να αφήσω αυτόν τον κόσμο ως κομμουνιστής.» Κατά τη διάρκεια τριήμερου πένθους, αμόλυντοι και μολυσμένοι, άκαυτοι και καμένοι, πρόσφυγες από παλαιότερες πεποιθήσεις τους θα είχαν την ευκαιρία να αναλογιστούν το δικό τους «χους εις χουν» (Who Is Who στα αγγλικά), όταν και αυτοί τον κύκλο ολοκληρώσουν. Σε αντιδιαστολή προς κατεστημένες δοξασίες, ο Θεοδωράκης ανέδειξε την εντοπιότητα του κομμουνισμού και την οικουμενικότητα του εθνικισμού, που κινητοποιούν τα αντανακλαστικά όλων όσοι θα ήθελαν να μην υπάρχει καμία μιγαδική συνύπαρξη αυτού του είδους.
Η Βουλή θα έκλεινε για την εξόδιο ακολουθία, όπως είχε διακόψει τις εργασίες της η Ιόνιος Βουλή στην ακόμη αγγλοκρατούμενη Κέρκυρα, όταν πέθανε ο Διονύσιος Σολωμός. Μετά από συνεννόηση Εκκλησίας και Κόμματος, ορίστηκαν τα σχετικά με το λαϊκό προσκύνημα, που μία ημέρα νωρίτερα χρειάστηκε να αρχίσει λόγω της διεξαγωγής του Ράλι Ακρόπολις. Έχουν και τα αυτοκίνητα τους κανόνες τους, όπως διαπιστώνουν νεκροί αοιδοί. Με τους αστυνομικούς θα συμπλέκονταν προσκυνητές, πριν δοθεί παράταση. Με ένα δώρο υπερβολής στο υπερβολικό δώρο που ονομάζεται Ελλάδα, μετεώριση μύθου και ημίθεου συνιστούσε η εκδημία του Μίκη (Μιχαήλ) Θεοδωράκη, ενώ ανακούφιση ίσως προκαλούσαν όσοι δήλωναν ότι δεν τον είχαν γνωρίσει. Πράγματι πολλοί τον γνώριζαν, αλλά πόσους αναγνώριζε εκείνος;


Τι είναι η πραγματικότητα αν δεν είναι το απόλυτο ριάλιτι;

Συνήθως ερίζουν για τον τόπο γέννησης. Σπανίως ερίζουν για τον τόπο ταφής. «Από τα πρώτα πράγματα που κατάλαβα, μικρό παιδί, είναι πως ο πατέρας μας δεν μας ανήκει», υπήρξε ανάρτηση με τη διευκρίνιση ότι «Επιθυμία του ήταν να ταφεί στην Κρήτη. Δεν το μάθαμε χθες, ούτε χρειάστηκαν συμβολαιογράφοι, επιστολές και Πρωτοδικεία να μας το πουν. Την είχε εκφράσει με κάθε δυνατό τρόπο. Δημόσια. Ιδιωτικά. Προφορικά. Γραπτά. Και έχει προσωπικά φροντίσει για την τελευταία λεπτομέρεια». Αντιθέτως, άλλη ανάρτηση υποστήριζε ότι «αυτός που φεύγει δεν μπορεί να έχει καμιά επιθυμία πλέον. Επιθυμία μπορεί να έχει μόνο η οικογένεια». Η υπόθεση έφτασε στα δικαστήρια.
Τι απόσταση χωρίζει το Πρωτοδικείο της ζωής από το Εσχατοδικείο του θανάτου; Αποτελεί ο νεκρός περιουσία των οικείων του ή εν θερμώ και σε ψύχος συντηρούνται οι επιθυμίες που έχει εκφράσει ενώ ζούσε; Πού τελειώνει το δίκιο της οικογένειας και πού αρχίζει η οικογένεια του δικαίου; Μήπως, με τον ίδιο τρόπο που τα παιδιά τελικά δεν ανήκουν στους γονείς, ούτε οι γονείς ανήκουν στα παιδιά τους; Πόσο εύκολα όμως γίνεται αυτό αντιληπτό σε ένα περιβάλλον όπου περιουσίες και εξουσίες μεταβιβάζονται κληρονομικώ δικαίω; Και πότε είναι δυσκολότερο να το καταλάβει κανείς; Αν έχει παιδιά ή αν δεν έχει; Αν έχει γονείς ή αν δεν έχει; Μπορεί ποτέ να αποτελεί υπόδειγμα συμφιλιωμένης κοινωνίας η οικογένεια, όπου ένας εμφύλιος εμφιλοχωρεί; Οι διαταραχές σε σχέση με την ταφή του αποτελούν προσωρινή εμπλοκή για την υστεροφημία του συνθέτη, ο οποίος ιδιαίτερα ενεργητικά την είχε διαχειρισθεί, όπως επίσης ο Σεφέρης και ο Καβάφης, σε σύγκριση με άλλους σύγχρονους δημιουργούς, φερ’ ειπείν, τον Χατζιδάκι, τον Ρίτσο ή τον Ελύτη.


Τέχνη & πολιτική

Οι καλλιτέχνες είναι φορείς πολιτικής στην τέχνη. Ο ένας τρόπος με τον οποίο αυτό γίνεται είναι εξωτερικός. Αξιοποιώντας ως εφαλτήριο τη δημοφιλία που προσφέρει το έργο τους προωθούν απόψεις, όπως θα έκανε κάθε πρόγονος των ίνφλουενσερς. Ο τρόπος αυτός εντάσσεται στο πεδίο της προπαγάνδας, της διαφήμισης και του μάρκετινγκ, που ορίζονται από το κυρίαρχο πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον. Ο άλλος τρόπος είναι εσωτερικός, με την πρόθεση να εμπεριέχεται, όπως αξεδιάλυτα εμπλέκονται μορφή και περιεχόμενο σε κάθε έργο και διαχωρίζονται μόνο για λόγους ανάλυσης. Διαρκώς και ασυνεχώς η τέχνη συνιστά πολιτική διαδικασία, στην οποία μετέχουν και όσοι εμμένουν σε δημοσίως απολιτική στάση. Είναι αναμενόμενο, αφού, όσο και αν εξαγριώνονται υπέρ της υπαίθρου, τεχνίτες και καλλιτέχνες βρίσκονται στον πυρήνα της πόλης, από όπου ταυτόχρονα εκπορεύονται πολιτισμός και πολιτική.
Με τον δημιουργικό πληθωρισμό που τον διέκρινε, ο Θεοδωράκης αξιοποιούσε την καλλιτεχνική παρουσία του για τη δημοσιοποίηση των εκάστοτε απόψεων του. Έφερνε έτσι την πολιτική στην τέχνη, όπως συνήθως γίνεται. Καθοριστικό όμως ήταν το αντίστροφο, δηλαδή να φέρνει την τέχνη στην πολιτική, εναρμονίζοντας την καλλιτεχνική δράση με την πολιτική του διαίσθηση. Η πολιτική ως διαρκής φυγή προς το μέλλον εγκολπώνεται την αναπαράσταση όσων προηγήθηκαν. Στον βαθμό που ως συνθέτης πίστευε ότι ο ίδιος μπορούσε τα αντίθετα να συνθέσει, συγκυρία και ιστορία συνέπιπταν. Αυτό που «οι πιο πολλοί αποκαλούν νιτσεϊκό πνεύμα εγώ το βρήκα πρώτα στον εαυτό μου –που είχε ανάγκη να αυτοϋμνηθεί για να επιζήσει– και στη συνέχεια το διδάχτηκα από τον Παλαμά», έχει πει.
Ένα δίδυμο τέχνης και πολιτικής αναδείχθηκε σε συγκεκριμένο διεθνές και τοπικό ιστορικό πλαίσιο. Στην Ευρώπη και παγκοσμίως, δύο αντίρροπες τάσεις είχαν σημαδέψει δημιουργούς του εικοστού αιώνα, με τον Μαρινέτι, τον Γέιτς και τον Πάουντ, λόγου χάριν, να συγκλίνουν προς τη μία πλευρά και τους υπερρεαλιστές, τον Μπρεχτ και τον Νερούδα προς την άλλη. Πρόκειται για γεγονός που συχνά αποσιωπάται, καθώς καταρρακώνει την κοσμολογία ενός κριτικού καθωσπρεπισμού, με εκατέρωθεν κοινό «οντολογικό» επιχείρημα ότι ένας σπουδαίος δημιουργός δεν μπορεί να είναι φασίστας ή κομμουνιστής.


Εμφύλιος & ιστορικός συμβιβασμός

Σε σχέση με την Ελλάδα, δύο στοιχεία, στα οποία έχω αναφερθεί αλλού, έχουν ιδιαίτερη σημασία. Για μεγάλο διάστημα, και ύστερα από τη Μεταπολίτευση, ο εμφύλιος πόλεμος δεν αναγνωριζόταν ως καθοριστική ιστορική τομή για τη χώρα. Την αδυναμία αυτή αποδοχής συνόδευε και εξισορροπούσε ένας «θριαμβισμός» της αντίστασης, που διαμόρφωνε τις συνθήκες υποδοχής καλλιτεχνικών έργων. Επρόκειτο για διάθεση που εν τέλει συνάδει —κυριολεκτικά στην περίπτωση της μουσικής— με νοσταλγούς κάθε χαμένης πατρίδας. Στο κλίμα αυτό εντάσσονται ηχογραφίες, με κατεύθυνση από τον Καλομοίρη προς τον Σοστακόβιτς, που παραπέμπουν σε έναν σοβιετικό ρομαντισμό, με ετικέτα σοσιαλιστικού ρεαλισμού, και ολοκληρώνουν έναν ηδονικό αρραβώνα εμβατηρίων, ορατορίων και ύμνων ακάθιστων σε γήπεδα και συναυλίες.
Ένα δεύτερο κρίσιμο ιστορικό στοιχείο υποδοχής ήταν το γεγονός ότι ο «ιστορικός συμβιβασμός», τον οποίο Ιταλοί επαγγέλθηκαν για τη χώρα τους, επιτεύχθηκε στην Ελλάδα. Ήταν αποτέλεσμα πλαγιοκόπησης, από απογόνους των δύο πλευρών του εμφυλίου πολέμου, του βασικού ανταγωνιστή του Μίκη Θεοδωράκη σε δημοφιλία κατά τη διάρκεια της αντιδικτατορικής περιόδου, δηλαδή του Ανδρέα Παπανδρέου. Έξω από τα ιστορικά συμφραζόμενά της και τα χρόνια της νεότητας, που κάποιοι ακόμη αποχαιρετούν, δυσκολότερα γίνεται αντιληπτή η σημασία της προσφοράς του Θεοδωράκη, που συμφιλίωσε τον λαό με την τέχνη. Έχει τελειώσει ο εμφύλιος, όταν όλοι εκκλησιάζονται μαζί, θύματα της πίστης στον ορθό λόγο και θύματα του ορθολογισμού της μεταφυσικής τους.
Ο συνθέτης κατάφερε όχι μόνον να καθρεφτίσει την εποχή στην τέχνη σου, αλλά και να καθρεφτίσει την τέχνη του η εποχή. Αυτό υλοποιήθηκε με τη δημιουργική ιδιοτροπία της «έντεχνης λαϊκής μουσικής», που παράλληλα αναφέρεται σε επιτεύγματα μιας καλλιτεχνικής «ελίτ» που ακούει ο «λαός» και λαϊκά ακούσματα για μια ελίτ. Πρόκειται για σύζευξη «υψηλής» και «χαμηλής», υποτίθεται, κουλτούρας, πρόκειται για ένα υβρίδιο «ελιτιστικού ποπουλισμού» που απευθύνεται σε αποκλεισμένους και μη προνομιούχους. Δεν νιώθουν πιά μικροί, γνωρίζοντας ότι και η Ελλάδα είναι μικρή, αλλά απέραντη.
Ο καλλιτέχνης εμφανίστηκε όπως κάθε Έλληνας, αφού όλοι οι Έλληνες είναι καλλιτέχνες. Και ανέθρεψε την ποίηση, την τέχνη του λόγου δηλαδή που κοινωνούν και σατιρίζουν οι Έλληνες. Βέβαια κάθε ανατροφή συνεπάγεται και εξόντωση. Η επιτυχία του παραδείγματος άνοιξε τον δρόμο για λιγότερο ταλαντούχους. Ας ειπωθεί ξανά: η μελοποίηση προσέθεσε το μελό στην ποίηση. Ωστόσο, μέσα στην ανία πολλών ποιητικών δοκιμών, ποιος έχει το σθένος να αρνηθεί να γαβγίζουν τα ποιήματα στα σκυλάδικα;

Κάποιοι πιστεύουν ότι δεν υπάρχει απάντηση στα μεγάλα ερωτήματα της ζωής: Μέσι ή Ρονάλντο; Μπιτλς ή Ρόλινγκ Στόουνς; Θεοδωράκης ή Χατζιδάκις; Κάποιοι άλλοι πιστεύουν ότι υπάρχουν απαντήσεις, αλλά λείπουν τα ερωτήματα. Ποιο όμως είναι το ερώτημα για να ξανακουστεί ο δημιουργός; Μήπως πρέπει να απαγορευτεί η μουσική;


—————— Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ ——————

[Για τον «Αντώνη»] Επρόκειτο για τον γεννημένο το 1921 Αντώνιο Κωνσταντινίδη του Οδυσσέα, που είχε μεταφερθεί από το Νταχάου στο Μαουτχάουζεν το 1944, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε το 2020 η Χρηστίνα Σ. Σωτήρχου στην «Ιονική Ενότητα», ιστότοπο του Συλλόγου Εργαζομένων και Συνταξιούχων στην Ιονική Τράπεζα: Ο-Αντώνης-από-τους-Αμπελόκηπους_compressed.pdf (ionikienotita.gr).
[Για τη «φάρσα της ποίησης»] Σε «μια φάρσα που είχε στήσει η ποίηση στη ζωή» – με άλλα λόγια για το πώς ποιήματα για ανθρώπους που είχαν παραιτηθεί, όπως ειδικά η «Άρνηση» του Σεφέρη, αλλά και οι «Μοιραίοι» του Βάρναλη, μελοποιημένα ως εμβατήρια από τον Θεοδωράκη, μετατράπηκαν σε σύμβολα αντίστασης, όταν τραγουδήθηκαν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και μετά – έχει αναφερθεί ο Δημήτρης Κελαϊδίτης: Η εκτροπή της «Άρνησης» – Μια ανάγνωση του κλασικού ποιήματος του Γιώργου Σεφέρη | Η Καθημερινή (kathimerini.gr)
[Περί τεθωρακισμένων] «Θεοδωράκης ή τανκς;» Ο ίδιος είχε γελάσει με την ερώτησή μου, που απέφυγα να δημοσιοποιήσω, πριν από δεκαετίες στη Νέα Υόρκη, με την αφορμή μακροσκελούς συνέντευξης, έχοντας βρεθεί ένα διάστημα να δουλεύω δημοσιογράφος. Δεν ήταν μάλιστα ικανοποιημένος από τις βιαστικές απαντήσεις του και μου έδωσε την άδεια να τις αναδιατυπώσω. Αυτά όμως ανήκουν σε ένα αυτοβιογραφικό πεδίο. Εφόσον δεν συνιστά προωθητικό στοιχείο μιας συζήτησης, η σχέση με έναν νεκρό δεν χρειάζεται να απασχολεί παρά μόνον τον εμπλεκόμενο, έστω και αν πρόκειται για κάτι ανθρώπινο – στον βαθμό που και οι Έλληνες είναι άνθρωποι, όποια και αν ήταν η άποψη του Τσώρτσιλ, πριν ή μετά τον Δεκέμβριο. Σε συνθήκες πρωτεϊκών μεταμορφώσεων, αμφισβητείται μάλιστα με ποιον τρόπο ειπώθηκε ή όχι από τον Θεοδωράκη η φράση «Καραμανλής ή τανκς», που τον συνοδεύει έκτοτε. Δημοσιεύματα μετά την κατάρρευση της δικτατορίας αναφέρονται σε δυσφορία, που εξέφρασε σε δημοσιογράφους σε πρόβες. Του ζητήθηκε να αποφύγει περιοδείες και να περιοριστεί σε συναυλίες στην Αθήνα και αντέδρασε λέγοντας ότι έχουμε τον Καραμανλή από τη μια και τα τανκς από την άλλη, αλλά η κυβέρνηση Καραμανλή δεν δικαιούται να αρχίζει με απαγορεύσεις. Σε λύση Καραμανλή ο Θεοδωράκης είχε αναφερθεί ήδη το 1973, κατά τη διάρκεια συνέντευξης τύπου για το βιβλίο του Το χρέος.


Σχετικά κείμενα
— Γιώργος Χουλιάρας, «Πολιτισμός και πολιτική: Εμφύλιος πόλεμος και “πολιτιστική ανασυγκρότηση” στην Ελλάδα» στον τόμο Η Ελλάδα ’36 – ’49. Από τη Δικτατορία στον Εμφύλιο: Τομές και συνέχειες, επιμ. Hagen Fleischer, Καστανιώτης, 2003, (3η έκδ., 2005), σσ. 428-438.
—Yiorgos Chouliaras, «Greek Culture in the New Europe» στον τόμο Greece, the New Europe, and the Changing International Order, επιμ. Harry J. Psomiades & Stavros B. Thomadakis, Νέα Υόρκη: Pella Publishing, 1993, σσ. 79-122.
— Γιατί ο Καβάφης; / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: