«Εκείνα τα χρόνια»: όταν η Ιστορία επιμένει

«Εκείνα τα χρόνια»: όταν η Ιστορία επιμένει
Neakeimena

Με το διήγημα με τίτλο «Εκείνα τα χρόνια» συμμετέχει ο Γιάννης Πάνου στην έκδοση των Νέων Κειμένων (1971). Τα Νέα Κείμενα αποτελούν την εκδοτική συνέχεια των Δεκαοχτώ Κειμένων (1970) και τον προπομπό των Νέων Κειμένων 2 (1971), που εκδόθηκαν με πρωτοβουλία των εκδόσεων Κέδρος και σε επιμέλεια του Αλέξανδρου Αργυρίου, τριλογία περιοδικής έκδοσης η οποία ενεγράφη στον πυρήνα της νεοελληνικής λογοτεχνικής ιστορίας ως ηχηρή αντιδικτατορική πράξη και φωνή απέναντι στο καθεστώς λογοκρισίας της χούντας των Συνταγματαρχών. Πλήθος προσωπικοτήτων από τον χώρο της νεοελληνικής πεζογραφίας και της νεοελληνικής ποίησης συμμετείχαν με κείμενά τους, ενώ συντάχθηκε ειδική επιτροπή η οποία αναλάμβανε προληπτικά την ευθύνη της έκδοσης, προκειμένου να αποφευχθεί η δίωξη κατά της εκδότριας του Κέδρου, Νανάς Καλλιανέση.

Ο Γιάννης Πάνου, παρουσία ολιγόγραφη πλην ιδιαιτέρως βαρύνουσα για το νεοελληνικό μυθιστόρημα και τη μοντερνιστική του καταξίωση, επιλέγει να συμμετάσχει στην αντιδικτατορικού χαρακτήρα έκδοση, με ένα διήγημα, μόλις δυόμισι σελίδων, τοποθετημένο στα (μετ)εμφυλιακά χρόνια και πιο συγκεκριμένα, στην περίοδο της εφαρμογής του σχεδίου Μάρσαλ, αυτό το colpo grosso της Δύσης απέναντι σε χώρες με ισχυρή σοβιετική επιρροή όπως η Ελλάδα, με στόχο την επαναπροσέγγισή τους μέσω μιας αφειδώλευτης οικονομικής ενίσχυσης η οποία θα γιάτρευε (ή θα μπάλωνε) κάποιες από τις πληγές του πολέμου.

Έντεκα περίπου χρόνια πριν από την έκδοση και κυκλοφορία του πρώτου του μυθιστορήματος …από το στόμα της παλιάς Remington… (Τρίλοφος 1981) -σημείο αναφοράς της κριτικής ως προς την πλήρωση των μοντερνιστικών όρων μιας γραφής, όπου διαπλέκεται ο ιστορικός με τον μυθοπλαστικό λόγο, παρέχοντας ταυτόχρονα σημαντικές αφορμές για πολιτισμικού χαρακτήρα αναγνώσεις-, ο Πάνου στο διήγημά του Εκείνα τα χρόνια συμπυκνώνει σε μερικές αράδες τα χαρακτηριστικά της ηθικής (και άρα, πολιτικής) ήττας (ή της νίκης, εάν λάβουμε υπόψη μας το αντιθετικό δίπολο του εμφυλίου) στους ανθρώπους της μεταπολεμικής ελληνικής επαρχίας. Η μεταπολεμική Ελλάδα, μόλις έχει βγει από την καταστροφή του πολέμου για να έρθει αντιμέτωπη με την εμφύλια σύγκρουση που και αυτή, με τη σειρά της, αφήνει πίσω της το αγεφύρωτο χάσμα του διχασμού, τις χαίνουσες πληγές της ήττας, των απωλειών και της προδοσίας. Με σημείο εκκίνησης την εφαρμογή του σχεδίου Μάρσαλ, ο Πάνου περιγράφει την ηθική έκπτωση και τη σταδιακή ενσωμάτωση τον μετεμφυλιακού επαρχιώτη στα δεδομένα του νέου κόσμου που υπόσχεται ευμάρεια και μικρές πολυτέλειες. Η ενσωμάτωση αυτή, στην πραγματικότητα, θα οδηγήσει όσους, μετά από μια βίαιη δεκαετία, υποκύπτουν στις μεγάλες υποσχέσεις και στις γενναίες επιχορηγήσεις, στο βαθύ σκοτάδι της λήθης και στην πλήρη παράδοση στον, μέχρι πρότινος, δυτικό εχθρό, που τώρα εμφανίζεται ως φίλος.

«Ξύπνια προπαγάνδα, στάχτη στα μάτια θα πουν πολλοί. Αλλά ο χωριάτης δεν καταλαβαίνει από τέτοια, κι όταν βλέπει τούβλο, δε λέει προπαγάνδα, λέει τούβλο»

Η αναλυτική περιγραφή των “νέων αγαθών”, που μοιάζουν περισσότερο με καθρεφτάκια σε ιθαγενείς (το ροζ βρακί της Μαρίκας του Βασιλογιάννη, οι μακριές ταινίες με κόλλα για τις μύγες στα καφενεία, τα δέματα από τους μετανάστες μας στην Αμερική με τα ταφταδένια φορέματα και τα χοντρά φλιτζάνια του καφέ), σε συνδυασμό με την καυστικότητα μέσω της οποίας ο Πάνου σκιαγραφεί τον (μετ)εμφυλιακό ανθρωπότυπο της ελληνικής επαρχίας, είναι οι δύο κυρίαρχοι τρόποι τους οποίους μετέρχεται ο συγγραφέας για να αναδείξει την ειρωνεία της αντίφασης ανάμεσα στην πραγματικότητα του βίου και στις αντιστάσεις που κάμπτονται από τις γλυκές σειρήνες της δύσης.
Ο επαρχιώτης της εποχής, πρόθυμος να παραβλέψει ακόμη και την ταπεινωτικά ενδεή καθημερινότητά του, λυγίζει μπροστά στα γλυκά λόγια των υποσχέσεων των εφημερίδων για Αρραγή Εθνική Ενότητα και σταθερότητα του νομίσματος, ακόμη κι αν ελάχιστα από αυτά τα βαρύγδουπα λόγια μπορεί όντως να κατανοήσει ως προς τη σημασία τους. Ο Πάνου, στο παρόν διήγημα, εκθέτει τις αιχμηρές αντιθέσεις μιας εποχής και μιας κοινωνίας, περιγεγραμμένης εντός ενός ορισμένου ιστορικού και πολιτισμικού πλαισίου: στα όρια του ξεκινήματος της δεκαετίας του πενήντα, περί τα τέλη του εμφυλίου ίσως και λίγο μετά, η διχοτομημένη και κατεστραμμένη οικονομικά ελληνική κοινωνία καλείται να προσδιορίσει εκ νέου το ιστορικό παρόν επανεφεύροντας τον εαυτό της μέσα από την ενεργητική διαδικασία της λήθης∙ μόνη αυτή μπορεί να οδηγήσει στην απόρριψη του εμφυλιακού παρελθόντος και του ιδεολογικού χάσματος της ταξικής συνείδησης που χώριζε τον ελληνικό λαό σε δύο στρατόπεδα μέχρι χθες. Με καθοριστική τη συμβολή του σχεδίου Μάρσαλ, διαγράφεται μια καινούρια πραγματικότητα για την Ελλάδα η οποία βαθμηδόν θα αποτυπωθεί ως νέα εποχή, κατακυρώνοντας τον δυτικό κόσμο ως τον καλό της Ιστορίας, ως τον μοναδικό αρωγό προς την πρόοδο και την ευημερία.
Το διήγημα «Εκείνα τα χρόνια» ενσωματώνεται και αυτό στη μεγάλη συζήτηση της κριτικής και της φιλολογίας γύρω από την πολύτροπη και, πλούσια ως προς τη θεωρητική της περιχαράκωση, μυθοπλαστική αξιοποίηση από τον Γιάννη Πάνου των ιστορικών γεγονότων και των δονήσεων των εποχών μέσα στο ιστορικό τους αποτύπωμα. Και εδώ, όπως κατεξοχήν συμβαίνει και στο …από το στόμα της παλιάς Remington…, κεντρομόλος δύναμη της λογοτεχνικής πράξης είναι το ιστορικό της πλαίσιο: ο Πάνου απαθανατίζει τις αντανακλάσεις της, προς τη λήξη του εμφυλίου, περιόδου, στην επί ξυρού ακμής στιγμή της μεταβολής της σε μετεμφυλιακή εποχή, τόσο μέσα από τα επικριτικά μάτια του ίδιου του αφηγητή όσο, και, εμμέσως, μέσα από τα μάτια και τις αντιδράσεις του μέσου επαρχιώτη που σιγά-σιγά αρχίζει να παραδίνεται στα δωρήματα της δυτικής προπαγάνδας που, με σαγήνη, τον ωθούν στο να ξεχάσει δια παντός νεκρούς και ιδεολογίες.

«[…] για τους άλλους, που προσπαθούσαν να δείξουν ότι δεν είδαμε, δεν ακούσαμε, δε θυμόμαστε τίποτα. Σήμερα γεννηθήκαμε. Το μερτικό μας από την τούρτα της αισιοδοξίας που κατάπιαμε, έπρεπε να κάνει τη δουλειά του […]»

Θα ήταν παρακινδυνευμένη, αν όχι αδόκιμη, μια ευθεία απόπειρα σύγκρισης του τρόπου που λειτουργεί εδώ το ιστορικό γεγονός σε σχέση με τον τρόπο ή ορθότερα, με τους τρόπους, που λειτουργεί, εμφανίζεται και διακοντίζεται από το παρελθόν στο μέλλον και αντιστρόφως, μέσα σε ένα πεντηκονταετές πλαίσιο, η Ιστορία, μέσα στον μυθιστορηματικό κόσμο της παλιάς Remington, με τη διηγηματική κατάθεση μόλις δυόμισι σελίδων σε μια αντιδικτατορική έκδοση.
Ωστόσο, αξίζει να επισημανθούν τα εξής τρία σημεία αποκρυστάλλωσης της λειτουργίας του ιστορικού στοιχείου μέσα στο πλαίσιο του διηγήματος, τόσο όταν αυτό βρίσκεται σε αναμέτρηση με τον ίδιο τον παρελθόντα ή σύγχρονό του εαυτό, όσο και με τον κόσμο των ιδεών και της πολιτικής φιλοσοφίας διαχρονικά.
Κατά πρώτον, ο Πάνου εδώ εστιάζει μεγεθυντικά σε μια ορισμένη και σημαντική ιστορικά στιγμή-απαρχή καθοριστικών μεταβολών για την εξέλιξη της μεταπολεμικής και μετεμφυλιακής Ελλάδας (σχέδιο Μάρσαλ) σε οικονομικό, πολιτισμικό και κοινωνικοπολιτικό επίπεδο. Διαλέγει να το κάνει επενδύοντας περισσότερο στο ηθογραφικό στοιχείο που όμως, για να προσληφθεί από τον αναγνώστη η πληροφορία του, δεν μπορεί να αγνοείται από αυτόν το ιστορικό φορτίο του πρόσφατου τραγικού παρελθόντος, το λιγότερο σε βάθος της περασμένης δεκαετίας. Δημιουργείται, δηλαδή, ένα δεύτερο υπόστρωμα ιστορικού ενδιαφέροντος η νύξη του οποίου, επιτυγχάνεται μέσω της ηθογραφικής προσέγγισης και είναι απολύτως απαραίτητη τόσο για να φωτιστεί ο διαβρωτικός χαρακτήρας του σχεδίου Μάρσαλ που είχε ως αποτέλεσμα να καμφθούν τα πολιτικά και ηθικά αντανακλαστικά του μέσου επαρχιώτη της εποχής, όσο και για να τονιστεί η καχύποπτη και πικραμένη ματιά του αφηγητή (και μάλλον και του ίδιου το συγγραφέα) απέναντι στη δυτική προπαγάνδα. Άλλωστε, προς επίρρωση της άποψης ότι ο Πάνου θέλει σαφώς να πάρει θέση, έρχεται η τελευταία πρόταση του διηγήματος με το αμφίσημο και οξύ ειρωνικά κλείσιμό της:

«Έτσι κυλούσαν εκείνα τα χρόνια, και ζούσαν εκείνοι καλά και μεις ακόμα».

Κατά δεύτερον, στην περίπτωση του διηγήματος «Εκείνα τα χρόνια», δε θα μπορούσε να παραβλέψει κανείς αφενός τη χρονική στιγμή της συγγραφής του (Νοέμβριος 1970) η οποία σαφώς επισημαίνεται από τον Πάνου στο τέλος του κειμένου, αφετέρου το γεγονός ότι μ’ αυτό το κείμενο ο συγγραφέας διαλέγει να συμμετάσχει στην αντιδικτατορικού χαρακτήρα έκδοση των Νέων Κειμένων. Υπενθυμίζει, λογοτεχνικά, μια πικρή ιστορική συγκυρία νεοραγιαδικής συμπεριφοράς όσων ενέδωσαν στις σειρήνες της Δύσης μετεμφυλιακά∙ αυτή είναι η κατάθεσή του, τώρα, σε έναν συλλογικό τόμο η έκδοση του οποίου αποτελεί μια de facto πράξη αντίστασης και αμφισβήτησης από τον προοδευτικό αριστερό και δημοκρατικό κόσμο απέναντι στη Δικτατορία και τους εσωτερικούς και εξωτερικούς υποστηρικτές της που προέρχονται από τον φιλοδυτικό κόσμο της συντήρησης. Εύλογα τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα κατά πόσο αυτή η επιλογή κειμένου πληροί τα χαρακτηριστικά μιας, στρατευμένου χαρακτήρα και υπό την αχλή της λογοτεχνικής συγγραφής, κεκαλυμμένης (λόγω της λογοκρισίας) αντιπαραβολής των δύο ιστορικών συγκυριών μεταξύ τους, ως στιγμών σύγκλισης απέναντι στην παραδοχή της πεποίθησης για αδιάκοπη και διαχρονική σύγκρουση ανάμεσα σε συντήρηση και πρόοδο και τους ένθεν και ένθεν εκφραστές αυτών μέσα στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας.
Τέλος, ενισχυτικά προς την προηγούμενη παρατήρηση και ως προς τη συνεπή παραθεματική τακτική του Γιάννη Πάνου που έχει εκτενώς αναλυθεί διαλογικά στο …λογόδειπνον… (Σμίλη, 1993) από τον Δημήτρη Αγγελάτο, λειτουργεί η παρουσία, μετά το πέρας του διηγήματος και χωρίς καμία αναμενόμενη κειμενική ένδειξη (όπως για παράδειγμα θα ήταν η ένδειξη για υστερόγραφο), του παραθέματος από έργο του σοσιαλιστή και εισηγητή της μαρξιστικής σκέψης στην Ελλάδα των αρχών του 20ου αιώνα, Γεώργιου Σκληρού, περί της απελευθερωτικής φύσεως της επανάστασης του 1821 και της αδιαπραγμάτευτης αξίας της ελευθερίας ως αναγκαίας συνθήκης για την πρόοδο των κοινωνιών, έστω και αν η κακοδιαχείρισή της κάποτε επιφέρει και δεινά.

Εν τέλει, η Ιστορία, που ορίζεται από το παρελθόν της αλλά και το επαναπροσδιορίζει, γίνεται εδώ λογοτεχνία ιστορικού βιώματος που παρότι, μικρής φόρμας, συμπορεύεται ικανά και επαρκώς με το ιστορικό παρόν του συγγραφέα υπηρετώντας, έτσι, τον σκοπό τής αντιδικτατορικής έκφρασης στο πλαίσιο της οποίας δημοσιεύεται. Η διαίρεση των αντίθετων φωνών του κειμένου σε κοινωνικές τάξεις (συντηρητικοί/προοδευτικοί, όσοι ξεχνούν και όσοι δεν ξεχνούν), η σαφής ιδεολογική ματιά του αφηγητή (συγγραφέα) καθώς και η συμπερίληψη αυτού του διηγήματος σε ένα αντιστασιακού χαρακτήρα εκδοτικό εγχείρημα, προτείνουν την ανάγνωση του διηγήματος «Εκείνα τα χρόνια» του Γιάννη Πάνου μέσα από ένα κοινωνιοκριτικό πρίσμα που θα μπορούσε ίσως να αποτελέσει αφορμή για μια καινούρια ανάγνωση του συνόλου του έργου του ιδιαίτερου, αυτού, συγγραφέα.
Άλλωστε, η επαναλαμβανόμενη διαλεκτική διαδικασία θέσεων και αντιθέσεων τόσο μέσα στο ίδιο το διήγημα, όσο και μέσα στον διάλογο που δημιουργεί κρυπτικά η στιγμή της έκδοσής του με την ταραγμένη ιστορικά συγκυρία του δικτατορικού καθεστώτος, προδίδουν ίσως και την ελλοχεύουσα σκιά της μαρξιστικής σκέψης πίσω από τη λογοτεχνική δραστηριότητα του συγγραφέα, αφού φέρνουν στο νου τα χαρακτηριστικά μιας επίμονης διαλεκτικής διαδικασίας, εάν αυτή φυσικά την προσεγγίσει κανείς προσαρμοσμένη στους όρους της λογοτεχνικής κριτικής και των σκοπών που αυτή κάθε φορά καλείται να υπηρετήσει.



Βιβλιογραφία

Αγγελάτος Δ., …λογόδειπνον… Παραθεματικές πρακτικές στο μυθιστόρημα, Σμίλη 1993
Αργυρίου Αλ. (επιμ.), Νέα Κείμενα, Κέδρος 1970
Πάνου Γ., …από το στόμα της παλιάς Remington…, Ύψιλον 21983
Πάνου Γ., Ιστορία των Μεταμορφώσεων, Καστανιώτης, 31998
Χατζηβασιλείου Β., Η κίνηση του εκκρεμούς. Άτομο και κοινωνία στη νεότερη ελληνική πεζογραφία 1974-2017, Πόλις 2018,
Callinicos A., “Μαρξισμός και λογοτεχνική κριτική”, θεώρηση μτφρ: Σ. Παράσχας, Μ. Πεχλιβάνος, Ε. Σηφάκη στο C. Knellwolf C. Και C. Norris , Ιστορικές, φιλοσοφικές και ψυχολογικές όψεις της λογοτεχνίας στον 20ό αιώνα, Θεσσαλονίκη: ΙΝΣ, 2010, σσ. 139-154

Delcroix M.-Hallyn F., μτφρ. Ι. Ν. Βασιλαράκης, Εισαγωγή στις σπουδές της λογοτεχνίας, Gutenberg 2000
Hamilton P., «Ιστορισμός και ιστορική κριτική», θεώρηση μτφρ: Σ. Παράσχας, Μ. Πεχλιβάνος, Ε. Σηφάκη Ε., στο C. Knellwolf C. και C. Norris, Ιστορικές, φιλοσοφικές και ψυχολογικές όψεις της λογοτεχνίας στον 20ό αιώνα, Θεσσαλονίκη: ΙΝΣ, 2010, σσ. 41-60
http://avgi-anagnoseis.blogspot.com/2018/04/blog-post_74.html
http://giannis-panou.blogspot.com/
http://avgi-anagnoseis.blogspot.com/2008/05/blog-post_7452.html

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: