To συγγραφικό έργο

«Συ­χνά με ανα­ζη­τώ σ’ εκεί­νο το αρι­στούρ­γη­μα που χά­θη­κε αύ­ταν­δρο στ΄ ανοι­χτά μιας πο­λύ­κρο­της ελ­λη­νι­κής δε­κα­ε­τί­ας: …από το στό­μα της πα­λιάς Remington…»
(Αχιλ­λέ­ας Κυ­ρια­κί­δης, Ση­μειώ­σεις για μια ιδιω­τι­κή θε­ω­ρία της λο­γο­τε­χνί­ας, Κί­χλη 2015)

Ι. «Τα κατά Δημήτριον και Ελένη» ή Η αληθινή ζωή του Δημήτριου και η μάσκα του αφηγητή


——— ≈ ———


Υπάρ­χουν κεί­με­να που δεν κραυ­γά­ζουν τη νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τά τους αλ­λά ερ­γά­ζο­νται υπο­νο­μευ­τι­κά: σι­γο­τρώ­γουν τις πα­ρα­δε­δο­μέ­νες συμ­βά­σεις, δια­σχί­ζουν τα μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κά εί­δη, δο­κι­μά­ζουν τα όρια αντο­χή τους. Τέ­τοια εί­ναι και η πε­ρί­πτω­ση του πρώ­του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος του Γιάν­νη Πά­νου.

Κε­ντρι­κό θε­μα­τι­κό άξο­να στο ...από το στό­μα της πα­λιάς Remington... (11981, Κα­στα­νιώ­της 31998) απο­τε­λεί η από­πει­ρα σκια­γρά­φη­σης της ζω­ής του Δη­μή­τριου, ενός δα­σκά­λου και πα­ρα­γνω­ρι­σμέ­νου συγ­γρα­φέα του με­σο­πο­λέ­μου από τα Δο­λια­νά Αρ­κα­δί­ας. Πα­ρα­κο­λου­θού­με την πο­ρεία του στον χώ­ρο και τον χρό­νο και τη δια­σταύ­ρω­ση της προ­σω­πι­κής του πε­ρι­πέ­τειας με τα ιστο­ρι­κά γε­γο­νό­τα που ση­μά­δε­ψαν την επο­χή του. Την αφή­γη­ση ανα­λαμ­βά­νει ένας ανώ­νυ­μος αφη­γη­τής, ανι­ψιός του Δη­μή­τριου, στη διά­θε­ση του οποί­ου βρί­σκε­ται πλού­σιο αρ­χεια­κό υλι­κό. Η βιο­γρα­φι­κή πρό­θε­ση που προ­βάλ­λε­ται στην αρ­χή, με­τα­σχη­μα­τί­ζε­ται σχε­δόν αμέ­σως. Η αντι­κει­με­νι­κή μα­τιά ενός «ερευ­νη­τή», που ανα­λαμ­βά­νει να εξε­τά­σει «επο­πτι­κά το φαι­νό­με­νο Δη­μή­τριος», ακο­λου­θώ­ντας «πι­στά τα γρα­πτά τεκ­μή­ρια», συμ­φύ­ρε­ται με την οπτι­κή ενός αυ­τό­πτη μάρ­τυ­ρα, που με την προ­σω­πι­κή του εμπλο­κή δια­κιν­δυ­νεύ­ει προ­σω­πι­κές κρί­σεις για πρό­σω­πα και πε­ρι­στα­τι­κά, «στον κύ­κλο των οποί­ων» κι­νή­θη­κε «κά­πο­τε με άλ­λη ιδιό­τη­τα». Η ιστο­ρία του Δη­μή­τριου με­τα­τρέ­πε­ται σχε­δόν εξαρ­χής και απο­δει­κνύ­ε­ται εν προ­ό­δω ως η απο­κλει­στι­κή αφορ­μή για συ­νε­χείς επι­στρο­φές στο τώ­ρα της αφή­γη­σης και στο ερ­γα­στή­ριο ενός αφη­γη­τή-συγ­γρα­φέα, ο οποί­ος σχο­λιά­ζει ανα­λυ­τι­κά τη δια­δι­κα­σία συγ­γρα­φής του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Επι­πλέ­ον, το αυ­το­βιο­γρα­φι­κό συμ­βό­λαιο, κρύ­βε­ται ή απο­κα­λύ­πτε­ται με­ρι­κώς με διά­σπαρ­τες εν­δεί­ξεις. Η εκ νέ­ου ανά­συρ­ση και επι­κύ­ρω­σή του από εκεί­νον τον ανα­γνώ­στη, που θα ταυ­τί­σει βιο­γρά­φο-αφη­γη­τή (με το μα­κρό­συρ­το επί­θε­το, που κα­τά­γε­ται από την Τρί­πο­λη, με­γά­λω­σε στα πρώ­τα με­τα­πο­λε­μι­κά χρό­νια, και στο τώ­ρα της αφή­γη­σης εί­ναι τρια­ντά­ρης) με το όνο­μα του συγ­γρα­φέα στο εξώ­φυλ­λο του βι­βλί­ου, πε­ρι­πλέ­κει ακό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο την ει­δο­λο­γι­κή αστά­θεια του κει­μέ­νου κα­θι­στώ­ντας το ένα ιδιόρ­ρυθ­μό αυ­το­βιο­γρα­φι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα συγ­γρα­φι­κής συ­νει­δη­το­ποί­η­σης.

H Λί­ζυ Τσι­ρι­μώ­κου, πε­ρι­γρά­φο­ντας με οξυ­δέρ­κεια την ει­δο­λο­γι­κή αστά­θεια του κει­μέ­νου, συ­νο­ψί­ζει:

«Ο αφηγητής άλλωστε της Remington, αναλαμβάνοντας σαν άλλος Μαρσέλ, να γράψει το “μυθιστόρημά του” μπαινοβγαίνοντας στη διαδρομή του βίου του Δημήτριου, του μεγάλου, μακρινού και λατρευτού θείου, που αποτελεί το πρόσχημα, το άλλοθι της γραφής, καταλήγει σε μια ευρηματική… αυτοβιογραφία σε τρίτο πρόσωπο, βρίσκοντας κομμάτια από την παιδική ηλικία “τυλιγμένα στις γάζες του καιρού”, όπως και ο προυστικός αφηγητής, όμως, φιλοτεχνεί συνάμα και μια πολύχρωμη οικογενειακή τοιχογραφία (saga) καθώς και μια ευρηματική ανασκόπηση του αιώνα, εφόσον ανοίγεται συνεχώς από το κρίσιμο, πυρηνικό κέντρο του σε κύκλους πολύχρονους και πολύτοπους» («Το Τραγούδι της απέθαντης Ρέμινγκτον», περ. Αντί, τεύχ. 671, Οκτώβριος 1998, σσ. 46-47)

Rem 3H

Δεν έχει άδι­κο. Το κεί­με­νο προ­βάλ­λε­ται ως απο­τέ­λε­σμα νό­μι­μων φυ­σι­κά αλ­λά αντι­κρουό­με­νων προ­θέ­σε­ων, οι οποί­ες ανα­δει­κνύ­ουν τις εγ­γε­νείς αδυ­να­μί­ες κά­θε αυ­το­συ­νεί­δη­της αφή­γη­σης που προ­σπα­θεί να συ­ντο­νι­στεί προς την κα­τεύ­θυν­ση του συν­δυα­σμού Μύ­θου («το πε­ρί­τε­χνο κέ­ντη­μα της δα­ντέ­λας») και Ιστο­ρί­ας («η συ­νέ­πεια απέ­να­ντι στο υλι­κό και ο σε­βα­σμός της πε­ριρ­ρέ­ου­σας ατμό­σφαι­ρας»). Το πλού­σιο πα­ρα­θε­μα­τι­κό υλι­κό από τον χώ­ρο της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας και της Ιστο­ρί­ας αντι­πα­ρα­τί­θε­ται συ­νε­χώς στα πα­ρα­θέ­μα­τα από τον χώ­ρο της λο­γο­τε­χνί­ας και η ανα­πό­φευ­κτη κα­τά­λη­ξη του ει­ρω­νι­κού χει­ρι­σμού από τον αφη­γη­τή εί­ναι ένα μυ­θι­στό­ρη­μα χω­ρίς τέ­λος. Το κεί­με­νο δεν τε­λειώ­νει απλώς με τον θά­να­το του βιο­γρα­φού­με­νου (τυ­πι­κό για μια βιο­γρα­φία) αλ­λά με την οδυ­νη­ρή συ­νει­δη­το­ποί­η­ση από τον αφη­γη­τή της αδυ­να­μί­ας ενός ορι­στι­κού τέ­λους. Η οποια­δή­πο­τε επι­λο­γή (και προ­βάλ­λο­νται τέσ­σε­ρις) θα οδη­γού­σε σε μια μά­ταιη, ελι­κοει­δή ανα­δί­πλω­ση του ίδιου σχή­μα­τος: «Τι απο­μέ­νει λοι­πόν: Μια ιστο­ρία χω­ρίς τέ­λος. Μια πα­λιά αμα­ξο­στοι­χία χω­ρίς μη­χα­νές. Ένας ατέρ­μων κο­χλί­ας» (σ. 337)

Προ­φα­νώς πρό­κει­ται κα­ταρ­χάς για ένα αν­θρω­πο­λο­γι­κά πο­λι­τι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα που δια­γρά­φει κύ­κλους στα ερεί­πια της με­σο­πο­λε­μι­κής και με­τα­πο­λε­μι­κής Ελ­λά­δας, στα συ­ντρίμ­μια της Ιστο­ρί­ας, όχι με /ι/ μι­κρό, αλ­λά της Ιστο­ρί­ας «με το με­γά­λο της τσε­κού­ρι», όπως λέ­ει ο Πε­ρέκ. «Τα πραγ­μα­το­λο­γι­κά στοι­χεία-γε­γο­νό­τα, κα­τα­στά­σεις –εί­τε ανα­φέ­ρο­νται ρη­τά εί­τε δια­τρέ­χουν υπαι­νι­κτι­κά το κεί­με­νο, ελέγ­χο­νται απο­λύ­τως ακρι­βή και προ­ϋ­πο­θέ­τουν μια τεκ­μη­ρί­ω­ση που προ­κα­λεί ίλιγ­γο» επι­ση­μαί­νει η Χρ. Προ­κο­πά­κη υπο­μνη­μα­τί­ζο­ντας την Τρι­λο­γία του Τσίρ­κα. Ισχύ­ει ακρι­βώς το ίδιο.

Δεν θυ­μή­θη­κα τυ­χαία τις Ακυ­βέρ­νη­τες Πο­λι­τεί­ες. Ο Τσίρ­κας εί­ναι πα­ντα­χού πα­ρών, ιδιαί­τε­ρα στις σύ­ντο­μες δια­φυ­γές στην πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κή Αί­γυ­πτο (αλ­λά και στα ημε­ρο­λό­για ερ­γα­σί­ας του αφη­γη­τή) την επο­χή του πο­λέ­μου. Το βα­σα­νι­στι­κό δί­λημ­μα, γρα­φή ή δρά­ση, που ο Μά­νος Σι­μω­νί­δης συ­νο­ψί­ζει στο ερώ­τη­μα «Ρέ­μινγ­κτον ή μέ­τω­πο;» και αντι­με­τω­πί­ζει ου­σια­στι­κά και ο Δη­μή­τριος, δεν ηχεί ανα­δια­τυ­πω­μέ­νο συ­νε­χώς για κά­θε προ­ο­δευ­τι­κό συγ­γρα­φέα με κοι­νω­νι­κές ευαι­σθη­σί­ες, ακό­μα και για κά­ποιον, όπως ο αφη­γη­τής της Remington, που ανα­γνω­ρί­ζει «ότι το προ­ο­δευ­τι­κό στρα­τό­πε­δο εί­ναι από και­ρό ξέ­φρα­γο αμπέ­λι»;

Επί­σης, ως «μυ­θι­στό­ρη­μα αξιώ­σε­ων», όπως γρά­φει ο ίδιος της ο αφη­γη­τής, η Remington συν­θέ­τει έναν «πί­να­κα της ζω­ής», απο­τε­λεί μια συσ­σω­μά­τω­ση από ατο­μι­κές προ­σω­πι­κές ιστο­ρί­ες και «φλού­δες ζω­ής» που προ­στί­θε­νται αθροι­στι­κά γύ­ρω από την πυ­ρη­νι­κή του αφορ­μή: «Τα κα­τά Δη­μή­τριον και Ελέ­νη», δη­λα­δή, την ιστο­ρία ενός έρω­τα.

Προ­φα­νώς, επί­σης, η Remington εί­ναι ένα αυ­το­α­να­φο­ρι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα με έμ­φα­ση στην έν­νοια και τις δυ­να­τό­τη­τες της ανα­πα­ρά­στα­σης αλ­λά και στη σχέ­ση της με το ατο­μι­κό βί­ω­μα ή τη συλ­λο­γι­κή εμπει­ρία· επι­φυ­λα­κτι­κό σε κά­θε εί­δους αντι­κει­με­νι­σμό, πα­ρα­κο­λου­θεί την αδιά­κο­πη κί­νη­ση του ιστο­ρι­κού εκ­κρε­μούς ανά­με­σα στους πό­λους του γε­γο­νό­τος και της διά της αφή­γη­σης ερ­μη­νεί­ας, και δε χά­νει ευ­και­ρία να σχο­λιά­σει την ίδια την κα­τα­σκευα­στι­κή του λο­γι­κή, επι­λέ­γο­ντας μά­λι­στα (ει­ρω­νι­κά) να αυ­το­τι­τλο­φο­ρη­θεί με από­σπα­σμα από κα­τηρ­γη­μέ­νη εκ­δο­χή του τέ­λους του.

Με την ίδια απο­δο­μη­τι­κή λο­γι­κή, τέ­λος, ατε­νί­ζει και το λο­γο­τε­χνι­κό πε­δίο, και την αέ­ναη μά­χη των άση­μων, ελασ­σό­νων και πα­ρα­γνω­ρι­σμέ­νων στον λο­γο­τε­χνι­κό Κα­νό­να. Για­τί στο βά­θος των συγ­γρα­φι­κών αντι­κα­το­πτρι­σμών της η Remington εί­ναι επί­σης ένα ατέ­λειω­το πε­δίο, όχι απλώς συγ­γρα­φι­κού δια­λό­γου αλ­λά και έντο­νων συγ­γρα­φι­κών αντα­γω­νι­σμών: η Ελέ­νη με τον Δη­μή­τριο δια­γκω­νί­ζο­νται σε «ασκή­σεις ύφους», ο θεί­ος υψώ­νε­ται πά­νω από τη λο­γο­τε­χνι­κή μας πα­ρά­δο­ση (Καρ­κα­βί­τσας, Πα­πα­δια­μά­ντης), συ­να­γω­νί­ζε­ται τον Τσίρ­κα και τολ­μά να κοι­τά­ξει κα­τά­μα­τα τον Σε­φέ­ρη, ο ανι­ψιός οι­κειο­ποιεί­ται ανε­ρυ­θρί­α­στα κεί­με­να του θεί­ου ανα­σύ­ρο­ντας διαρ­κώς νέα κεί­με­να από τα τέσ­σε­ρα μπα­ού­λα με το υλι­κό, και πά­ει λέ­γο­ντας…

Όσο για τον συγ­γρα­φέα, ο Δ. Ν. Μα­ρω­νί­της διά­βα­σε ήδη από το 1981 το βι­βλίο ως «απο­λο­γι­σμό» της ελ­λη­νι­κής πε­ζο­γρα­φι­κής πα­ρά­δο­σης και ση­μεί­ω­νε:

«Το μυθιστόρημα του Γιάννη Πάνου φαίνεται να αποδέχεται την ηθογραφική κατά βάση πορεία της νεοελληνικής πεζογραφίας: αγροτική (Καρκαβίτσας, Παπαδιαμάντης), υπαρξιακή (Βιζυηνός), κοσμοπολίτικα επαρχιακή (Πεντζίκης Καχτίτσης), πολιτική (Τσίρκας), ερωτική (Ταχτσής), δεν αποκρούει αυτόν τον σύνθετο ηθογραφικό κλήρο, αλλά τον αποδέχεται με σεβασμό και τον μεταμορφώνει προσωπικά από τη μία στην άλλη φράση του, από το ένα στο άλλο κεφάλαιό του, κοιτάζοντας λοξά (όχι ειρωνικά) και τις λίγες μοντέρνες διαφυγές από τον νεοελληνικό κανόνα: του Χειμωνά, της Δεληγιώργη, του Βαγενά, του Νόλλα κ.α. Το αποτέλεσμα πάντως του διακριτικού αυτού, ερωτικού σχεδόν διαλόγου, είναι ένας νέος λόγος σύγχρονος, που ρωτά τον εαυτό του για τα σημερινά πραγματικά του όρια και μόλις για το αυριανό του μέλλον: τον επιούσιον υπόσχεται ο Πάνου, δίχως ωστόσο καμία πατρική προστασία και αξίωση επαγγελίας» («Δελτίο ειδήσεων», εφ. Βήμα, 21-11-1981)

Η Remington, επί­σης, δεν εί­ναι κο­σμο­πο­λί­τι­κη μό­νο στη θε­μα­τι­κή της και τη γε­ω­γρα­φι­κή της εξα­κτί­νω­ση αλ­λά με εντυ­πω­σια­κό και ασυ­νή­θι­στο -για την κλει­στο­φο­βι­κή ελ­λη­νι­κή πε­ζο­γρα­φία- τρό­πο και στις λο­γο­τε­χνι­κές πη­γές της ή τη συ­νο­μι­λία της με την ευ­ρω­παϊ­κή και πα­γκό­σμια λο­γο­τε­χνία. Ο αφη­γη­τής στα σχό­λιά του δια­σχί­ζει, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, την ιστο­ρία του μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κού εί­δους, από τα αρ­χαία ελ­λη­νι­κά ερω­τι­κά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα στη χρυ­σή επο­χή των Μπαλ­ζάκ και Ζο­λά, του Στα­ντάλ ή του Φλω­μπέρ και από κει στις μο­ντέρ­νες εκ­δο­χές: από τον Ζιντ στο μυ­θι­στό­ρη­μα ντο­κου­μέ­ντων και στον Μπόρ­χες. Τα ζι­ντι­κά ημε­ρο­λό­για ερ­γα­σί­ας των Κι­βδη­λο­ποιών πι­στεύω ότι βρί­σκο­νται πί­σω από το συγ­γρα­φι­κό ημε­ρο­λό­γιο του αφη­γη­τή/ερευ­νη­τή στη Remington. Μπορ­χε­σια­νό ψευ­δο­δο­κί­μιο εί­ναι ου­σια­στι­κά το κε­ντρι­κό, δέ­κα­το κε­φά­λαιο ποι­η­τι­κής με τί­τλο «Η χα­μέ­νη Βι­κτό­ρια». Ενώ, το εξαι­ρε­τι­κό μο­ντάζ από εφη­με­ρί­δες της επο­χής στο κε­φά­λαιο δε­κα­τρία («Η Δο­λο­φο­νία») με θέ­μα τον θά­να­το του Θε­ό­δω­ρου Φού­φα (1904-1932), αδελ­φού του Δη­μή­τριου, επα­να­λαμ­βά­νει, με­τα­ξύ άλ­λων, τα δι­δάγ­μα­τα της τεκ­μη­ριω­τι­κής λο­γο­τε­χνί­ας που γνω­ρί­σα­με και με το Ζ του Β. Βα­σι­λι­κού: η αλή­θεια συ­χνά εδρά­ζε­ται στη μυ­θο­πλα­σία και σπα­νιό­τε­ρα στο ντο­κου­μέ­ντο.

Όσο για τον ανα­γνώ­στη αυ­τού του πο­λύ­τρο­που βι­βλί­ου, αυ­τός πρέ­πει να κι­νη­θεί υπο­μο­νε­τι­κά και επι­δέ­ξια ανά­με­σα στα δι­η­γη­τι­κά επί­πε­δα, προ­σέ­χο­ντας προ­φα­νή άλ­μα­τα και κρυ­φές επι­κα­λύ­ψεις, ανα­ζη­τώ­ντας κά­τω από τις αλ­λε­πάλ­λη­λες δια­στρω­μα­τώ­σεις και τους αντι­κα­το­πτρι­σμούς της ιστο­ρί­ας «το αρ­χι­κό σχέ­διο» ή και την ίδια την κλω­στή «που έχει γύ­ρω της πε­ρα­σμέ­να τα μαρ­γα­ρι­τά­ρια» της γρα­φής, όπως θα έλε­γε ο Χιου Βέρ­κερ στο Η ει­κό­να στο χα­λί (1896) του Χέν­ρι Τζέιμς. Κα­θώς, επί­σης, η αλη­θι­νή ζωή του Δη­μή­τριου δια­πλέ­κε­ται με την κρυ­φή ζωή του αφη­γη­τή/συγ­γρα­φέα, ο ανα­γνώ­στης πρέ­πει να προ­σέ­χει και «τον τε­λευ­ταίο τί­μιο δια­με­σο­λα­βη­τή», ρω­τώ­ντας διαρ­κώς «Ποιος μι­λά­ει πε­ρί Δη­μή­τριου;», για να θυ­μί­σω, πα­ραλ­λάσ­σο­ντας, το ερώ­τη­μα που ακού­γε­ται από το που­θε­νά στο Η αλη­θι­νή ζωή του Σε­μπά­στιαν Νάιτ (1941) του Βλα­ντι­μίρ Να­μπό­κοφ. Και να δύο μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, ομό­τρο­πα με τη θαυ­μα­στή ελ­λη­νι­κή Remington που μας χά­ρι­σε η συγ­γρα­φι­κή οξύ­νοια και η ασκη­τι­κή υπο­μο­νή του Γιάν­νη Πά­νου.

II. Υπομονετικός σαν αλχημιστής

Istoriametamorfoseonrecto

——— ≈ ———

«Όταν το τέ­λος πλη­σιά­ζει, δεν μέ­νουν πια ανα­μνή­σεις ει­κό­νων. Μέ­νουν μό­νο μό­νο λέ­ξεις. Δεν εί­ναι διό­λου πα­ρά­ξε­νο ότι ο χρό­νος έχει συγ­χύ­σει αυ­τές που κά­πο­τε με αντι­προ­σώ­πευαν με εκεί­νες που υπήρ­ξαν σύμ­βο­λα της μοί­ρας του αν­θρώ­που που με συ­νό­δευ­σε τό­σους αιώ­νες. Ήμουν ο Όμη­ρος. σύ­ντο­μα, θα ’μαι ο Κα­νέ­νας, όπως ο Οδυσ­σέ­ας. σύ­ντο­μα, θα εί­μαι όλοι. θα εί­μαι νε­κρός.»
Χόρ­χε Λουίς ΜΠΟΡ­ΧΕΣ, «Ο Αθά­να­τος», μτ­φρ. Αχιλ­λέ­ας Κυ­ρια­κί­δης


Αν το εξώ­φυλ­λο της Remington, με την κε­ντη­τή μπά­ντα μπρο­στά και την φω­το­γρα­φία από τον Εμ­φύ­λιο στα βου­νά της Πε­λο­πον­νή­σου στο οπι­σθό­φυλ­λο, «γε­ω­γρα­φού­σε» ακρι­βώς αυ­τό το «τέ­ντω­μα των νη­μά­των» της αφή­γη­σης ανά­με­σα στους πό­λους του Μύ­θου και της Ιστο­ρί­ας (όπως έχει ήδη δεί­ξει ο Δη­μή­τρης Αγ­γε­λά­τος στο …λο­γό­δει­πνον…, Σμί­λη, 1993), τό­τε το εξώ­φυλ­λο [ο Ευαγ­γε­λι­στής Ιω­άν­νης του Jakobo da Pontormo (1494-1557)] στο επό­με­νο και τε­λευ­ταίο βι­βλίο του Γιάν­νη Πά­νου, «ει­κο­νο­γρα­φεί» το πέ­ρα­σμα στην ανα­στο­χα­στι­κό­τη­τα του Μα­νιε­ρι­σμού και σε μια μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή ποι­η­τι­κή που βα­σί­ζε­ται εξο­λο­κλή­ρου πλέ­ον στην επα­νεγ­γρα­φή της πα­ρά­δο­σης.

Η Ιστο­ρία των Με­τα­μορ­φώ­σε­ων (Κα­στα­νιώ­της, 1998) εί­ναι μια μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή κα­τα­σκευή, απο­τέ­λε­σμα ακρι­βώς της ου­σια­στι­κής και συ­στα­τι­κής της σχέ­σης με άλ­λα βι­βλία, και γι’ αυ­τό εί­ναι δύ­σκο­λη στην προ­σπέ­λα­σή της. Όπως στο μυ­θο­πλα­στι­κό σύ­μπαν του Μπόρ­χες, η “λο­γο­κλο­πή” δεν υφί­στα­ται ως έν­νοια και «όλα τα έρ­γα εί­ναι έρ­γα ενός και μό­νο συγ­γρα­φέα, που εί­ναι άχρο­νος και ανώ­νυ­μος», έτσι και στην Ιστο­ρία των Με­τα­μορ­φώ­σε­ων ο Γιάν­νης Πά­νου στρά­φη­κε σε μια λο­γο­τε­χνία που ταυ­τί­ζε­ται με την άχρο­νη μνή­μη. Μια λο­γο­τε­χνία που αρ­νεί­ται την «πρω­το­τυ­πία» της, κρα­τώ­ντας για τον συγ­γρα­φέα τον ρό­λο του «κα­τα­σκευα­στή», ο οποί­ος δια­χει­ρί­ζε­ται την πα­ρα­κα­τα­θή­κη της αν­θρώ­πι­νης γνώ­σης, τα λο­γο­τε­χνι­κά έρ­γα όλων των επο­χών. Όπως ισχυ­ρί­ζε­ται ένας ήρω­ας στο δεύ­τε­ρο κε­φά­λαιο του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος:

«Χρησιμοποιούμε τον όρο πρωτοτυπία αρκετά επιφανειακά, περιορίζοντάς τον σ’ αυτό που θα ονομάζαμε πατρότητα μιας ιστορίας, απορρίπτοντας έτσι μια σειρά μεταθέσεων και μεταφορών, σε τελική ανάλυση μεταμορφώσεων, η πολυπλοκότητα των οποίων συνιστά ακριβώς την ουσία της γοητείας σε μια αφήγηση» (σ. 43).

Πρό­κει­ται για ένα ιδιό­τυ­πο σπον­δυ­λω­τό μυ­θι­στό­ρη­μα αρ­θρω­μέ­νο σε πέ­ντε κε­φά­λαια, με αδιό­ρα­τες συν­δέ­σεις, και πρω­τα­γω­νι­στές που δρα­πε­τεύ­ουν από σε­λί­δες άλ­λων βι­βλί­ων [όπως ο Κα­πε­λάς από την Αλί­κη στη χώ­ρα των Θαυ­μά­των που πα­ρί­στα­ται στο θαυ­μα­στό τε­κτο­νι­κό συ­μπό­σιο του δευ­τέ­ρου κε­φα­λαί­ου που διορ­γα­νώ­νει ο Κό­μης Σαιντ Ζερ­μαίν (1691;/1712; -1784)], και τα­ξι­δεύ­ουν στον χρό­νο υιο­θε­τώ­ντας διαρ­κώς νέα πρό­σω­πα και προ­σω­πεία. Στο πρώ­το κε­φά­λαιο ακού­με τον μο­νό­λο­γο ενός μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κού χα­ρα­κτή­ρα που έχει πολ­λά κοι­νά με τον βυ­ζα­ντι­νό γε­ω­γρά­φο Κο­σμά τον Ιν­δι­κο­πλεύ­στη (6ος αιώ­νας), στο δεύ­τε­ρο πα­ρα­κο­λου­θού­με τον Ιτα­λό ανα­γεν­νη­σια­κό αν­θρω­πι­στή Λο­ρέν­τζο Βάλ­λα (1407-1457), στο τρί­το ξε­κά­θα­ρα φτά­νει στα αυ­τιά μας η φω­νή του Μι­χα­ήλ Ψελ­λού (1018-1078), στο τέ­ταρ­το ακού­με το Σκάλ­δο Χιό­ντουλβ Άρ­νο­σον και στο τε­λευ­ταίο κυ­ριαρ­χεί η προ­σω­πι­κό­τη­τα του Εβραί­ου ψευ­δο­μεσ­σία Σα­μπα­τάι Σέ­βι (1626-1676). Η ιστο­ρία και η φι­λο­σο­φία, η λο­γο­τε­χνία και ο μύ­θος συ­νει­σφέ­ρουν στην κα­τα­σκευή του κει­μέ­νου, και το κέ­ντρο βά­ρους με­τα­το­πί­ζε­ται στην ιδιό­τυ­πη συ­νο­μι­λία που ανα­πτύσ­σε­ται ανά­με­σα σε κει­με­νι­κά απο­σπά­σμα­τα που έχουν ανα­συρ­θεί από το αρ­χι­κό τους πε­ρι­βάλ­λον, για να εντα­χθούν στον αφη­γη­μα­τι­κό ιστό ενός τε­ρά­στιου σύγ­χρο­νου «αλη­θούς κέ­ντρω­να». Πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο από ό,τι η Ρέ­μινγ­κτον η Ιστο­ρία των Με­τα­μορ­φώ­σε­ων απο­τε­λεί «έν­δυ­μα συρ­ρα­μέ­νον από διά­φο­ρα κομ­μά­τια, συρ­ρα­μέ­νον όμως τό­σον επι­δέ­ξια, ώστε εις ολί­γα μέ­ρη βλέ­πει τις τα ράμ­μα­τα και τους κλω­στή­ρας, αλ­λά φαί­νε­ται μο­νο­σώ­μα­τον υφα­ντόν άνω­θεν έως κά­τω λα­μπρόν έν­δυ­μα», όπως ση­μεί­ω­νε ο Κο­ρα­ής, το 1804, στα «Προ­λε­γό­με­να» της έκ­δο­σης του Ηλιό­δω­ρου. Όσο για τον μπορ­χε­σια­νό «Αθά­να­το», η λο­γο­τε­χνι­κή πα­ρά­δο­ση του οποί­ου πε­ρι­λαμ­βά­νει, εκτός από το ψευ­δώ­νυ­μο βι­βλίο του Να­ούμ Κορ­δο­βέ­ρο («Α coat of many colors»), κέ­ντρω­νες της αρ­χαιό­τη­τας, αλ­λά και βι­βλία του Μπεν Τζόν­σον, του Αλε­ξά­ντερ Ρος, του Τζορτζ Μουρ και την «Έρη­μη χώ­ρα» του Έλιοτ, νο­μί­ζω ότι θα μπο­ρού­σε να θε­ω­ρη­θεί (βλ. και «Ο “μο­γι­λά­λος” Γιάν­νης Πά­νου (ΙΙ): Η αυ­το­βιο­γρα­φία ενός αθά­να­του», ηλε­κτρο­νι­κό πε­ριο­δι­κό Ο ανα­γνώ­στης www.​oan​agno​stis.​gr) ένα μα­κρι­νό υπο­κεί­με­νο ενός μυ­θι­στο­ρή­μα­τος όπως η Ιστο­ρία των Με­τα­μορ­φώ­σε­ων, διά­σπαρ­του με πα­ρα­θέ­μα­τα ή ει­ρω­νι­κές πα­ρα­φρά­σεις άλ­λων βι­βλί­ων και κει­μέ­νων κά­θε επο­χής, γραμ­μέ­νου εξο­λο­κλή­ρου πά­νω «σε δα­νει­σμέ­νες το­νι­κό­τη­τες», όπως θα έλε­γε και ο συγ­γρα­φέ­ας του Ονό­μα­τος του Ρό­δου.

Ο κέ­ντρω­νας (λατ. cento), δη­λα­δή η οι­κειο­ποί­η­ση διά της λε­η­λα­σί­ας (δη­λω­μέ­νη, συ­νή­θως, λο­γο­κλο­πή) του ποι­η­τι­κού corpus γνω­στών ποι­η­τών (όπως ο Όμη­ρος στην ελ­λη­νι­κή γραμ­μα­τεία ή ο Βιρ­γί­λιος στη λα­τι­νι­κή) με σκο­πό τη δη­μιουρ­γία –πα­ρω­δια­κών ή σα­τι­ρι­κών στις προ­θέ­σεις τους– συν­θε­μά­των από με­μο­νω­μέ­νους στί­χους, εί­ναι γνω­στή παι­γνιώ­δης πρα­κτι­κή της αρ­χαιό­τη­τας, η οποία σε μο­ντερ­νι­στι­κά ή με­τα­μο­ντερ­νι­στι­κά συμ­φρα­ζό­με­να ανα­ξιο­λο­γή­θη­κε και ανέ­κτη­σε τη χα­μέ­νη του υπό­λη­ψη ως «παί­γνιο» ή «ρη­το­ρι­κή άσκη­ση». Σή­με­ρα ταυ­τί­ζε­ται με το πα­στίς ή θε­ω­ρεί­ται μια μορ­φή του. Δί­πλα στη μί­μη­ση του ύφους ενός προ­γό­νου ή προ­γό­νων μέ­σω της «επα­νά­λη­ψης» με κρι­τι­κή από­στα­ση (πα­ρω­δία) ή χω­ρίς, το σύγ­χρο­νο λο­γο­τε­χνι­κό cento pastiche ξα­να­πιά­νει το νή­μα ανά­λο­γων πρα­κτι­κών της αρ­χαιό­τη­τας, αλ­λά και της ιτα­λι­κής τέ­χνης του 16ου αιώ­να, και γί­νε­ται το αγα­πη­μέ­νο εί­δος αρ­κε­τών συγ­γρα­φέ­ων, από τον Μπόρ­χες ώς τη θαυ­μα­στή ομά­δα του OuLiPo και τον Έκο.

Γι’ αυ­τό και η Ιστο­ρία των Με­τα­μορ­φώ­σε­ων αρ­χί­ζει ως «από­κρυ­φο» κεί­με­νο ξα­να­πιά­νο­ντας το νή­μα από την απο­κά­λυ­ψη του τε­χνά­σμα­τος και το κα­τα­λη­κτι­κό «Από­κρυ­φον» της Remington, προει­δο­ποιώ­ντας μά­λι­στα τον ανα­γνώ­στη:

«Ανοίγω τα μογιλάλα και βραδύγλωσσα χείλη και πριν απ’ όλα παρακαλώ τους μέλλοντες εντυγχάνειν τήδε τη βίβλω να μη διατρέξουν αυτήν επιπόλαια αλλά να σκύψουν πάνω της με προσοχή και επιμέλεια [...] Γιατί ακόμη κι αν μαζευτεί ένα πλήθος ανθρώπων τόσο πολυάριθμο όσο οι κόκκοι της άμμου κι ακόμη περισσότερο, ακόμη κι αν προσπαθήσουν να βοηθήσουν ο ένας τον άλλο και πάλι δεν θα μπορέσουν να καταλάβουν αυτά που θέλησα να πω μήτε να αντιληφθούν το πιο μικρό σκύβαλο από τα πράγματα του κόσμου» (σ. 11).

Κι αν στο πα­ρά­θε­μα που προη­γεί­ται ανα­γνω­ρί­ζει κά­ποιος σε κα­τά λέ­ξη με­τα­φο­ρά το προ­οί­μιο από τη Χρι­στια­νι­κή Το­πο­γρα­φία του Κο­σμά του Ιν­δι­κο­πλεύ­στη να συ­μπλέ­κε­ται με τα λό­για ενός άρα­βα αλ­χη­μι­στή (Για­μπίρ ιμπν Χα­γιάν) τό­τε λί­γο με­τά θα ακού­σει την φω­νή ενός Κι­νέ­ζου φι­λο­σό­φου (Τσουάνγκ Τσου) και θα δια­κρί­νει τον Απολ­λώ­νιο τον Τυα­νέα. Στη συ­νέ­χεια, θα δια­βά­σει απο­σπά­σμα­τα από τις Εξο­μο­λο­γή­σεις του Αυ­γου­στί­νου, το Πε­ρί Μυ­στι­κής θε­ο­λο­γί­ας του Διο­νυ­σί­ου Αε­ρο­πα­γί­τη, τα Φυ­σι­κά του Αρι­στο­τέ­λη, τη Θεία Κω­μω­δία του Δά­ντη, και θα δια­σταυ­ρω­θεί με κει­με­νι­κές νη­σί­δες από την ιν­δι­κή Μπα­γκα­βάτ Γκί­τα, τις επι­στο­λές του Μι­χα­ήλ Ψελ­λού και από το έρ­γο του Άρ­θουρ Καί­σλερ. Τέ­λος, θα βρει σε κά­θε σε­λί­δα σχε­δόν ίχνη της γρα­φής του Μπόρ­χες και κά­ποια στιγ­μή -για­τί όχι;- και την ίδια τη Remington. Και η πα­ρά­θε­ση θα μπο­ρού­σε να συ­νε­χι­στεί...

Όλα αυ­τά δεν εί­ναι πα­ρά μό­νο με­ρι­κά, ανα­γκα­στι­κά δια­κεί­με­να ενός μό­νο κε­φα­λαί­ου, από ένα μυ­θι­στό­ρη­μα που έθε­σε ως στό­χο του, μέ­σα από ένα πε­ρί­τε­χνο τα­ξί­δι στο συ­νε­χές της πα­γκό­σμιας βι­βλιο­θή­κης, να αλ­λη­γο­ρή­σει την ίδια τη λει­τουρ­γία της λο­γο­τε­χνί­ας. Το κεί­με­νο συ­νι­στά έτσι έναν τε­ρά­στιο δια­κει­με­νι­κό λα­βύ­ριν­θο, στους δια­δρό­μους του οποί­ου εμπλέ­κε­ται ο ανα­γνώ­στης. Κά­θε προ­σπά­θεια της ανά­γνω­σης να ανα­χθεί στον εκτός κει­μέ­νου χώ­ρο, ανα­ζη­τώ­ντας ένα αντι­κει­με­νι­κό έρει­σμα, την επα­να­φέ­ρει ανα­πό­φευ­κτα πί­σω στη Βι­βλιο­θή­κη της Βα­βέλ του Μπόρ­χες, στο Αρ­χείο του Μ. Φου­κώ και στην Εγκυ­κλο­παί­δεια του Έκο, δη­λα­δή σε έναν ατέρ­μο­να διά­λο­γο ανά­με­σα σε βι­βλία και στην πα­λίμ­ψη­στη φύ­ση όλης της λο­γο­τε­χνί­ας. Όπως μο­νο­λο­γεί εξάλ­λου ο Φι­λό­σο­φος του τρί­του κε­φα­λαί­ου, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας βέ­βαια κα­τά λέ­ξη λό­για του Μι­χα­ήλ Ψελ­λού:

«Το λόγο μου κοσμούν οι αρετές όλων. Αν διαβάσει κανείς προσεκτικά τα έργα μου θα αναγνωρίσει πολλούς να ξεπηδούν από την ίδια ρίζα. Υπήρξα ένας, συνθεμένος από πολλά σπαράγματα.» (σ. 78)

Κα­θό­λου τυ­χαία, αν στη Remington εί­ναι διά­σπαρ­τες οι με­τα­φο­ρές ύφαν­σης, στην Ιστο­ρία των Με­τα­μορ­φώ­σε­ων κυ­ριαρ­χούν αυ­τές της κα­τά­πο­σης. Γνω­ρί­ζου­με κα­λά ήδη από τον Αρ­τε­μί­δω­ρο τον Δαλ­δια­νό και μας το θυ­μί­ζει κά­που και ο συγ­γρα­φέ­ας ότι: «εσθί­ειν δε βι­βλία και σο­φι­σταίς και πά­σι τοις από λό­γων ή βι­βλί­ων πο­ρι­ζο­μέ­νοις συμ­φέ­ρει»!

Πώς το έλε­γε ο Φράν­σις Μπέι­κον; «Κά­ποια βι­βλία εί­ναι να τα γεύ­ε­σαι, κά­ποια να τα κα­τα­πί­νεις και κά­ποια άλ­λα, ελά­χι­στα, να τα μα­σάς και να τα χω­νεύ­εις». Αλ­λά, κά­πως έτσι αρ­χί­ζουν τα προ­βλή­μα­τα, για­τί ακό­μα και αν ξέ­ρου­με πώς αντι­με­τώ­πι­σε ένα πα­ρό­μοιο πρό­βλη­μα δυ­σπε­ψί­ας ο Ιω­άν­νης της Πά­τμου, το δι­κό μας ερώ­τη­μα εί­ναι πώς αντι­με­τώ­πι­σε το ίδιο ακρι­βώς πρό­βλη­μα ο δι­κός μας Ιω­άν­νης. Για­τί ο Γιάν­νης Πά­νου πο­λύ συ­χνά, έχο­ντας πριν, κυ­ριο­λε­κτι­κά αφο­μοιώ­σει ένα κεί­με­νο, εκ­χω­ρεί εξ ολο­κλή­ρου το συγ­γρα­φι­κό κο­πι­ράιτ του, και πα­ρω­δι­κά απο­στα­σιο­ποι­η­μέ­νος στο πα­ρα­σκή­νιο, απο­λαμ­βά­νει τα ακρι­βή πα­ρα­θέ­μα­τα και τους υπαι­νι­κτι­κά πο­νη­ρούς υπαι­νιγ­μούς.

Αδυ­να­τώ να συ­νε­χί­σω. Από τη μια για­τί, όπως γρά­φει ο ίδιος στη Remington, δεν θέ­λω «να προ­βώ σε κρί­σεις και συ­μπε­ρά­σμα­τα πε­ρί συγ­γρα­φι­κής δε­ο­ντο­λο­γί­ας για πε­θα­μέ­νους συγ­γρα­φείς», από την άλ­λη, για­τί, όπως γρά­φει και πά­λι ο ίδιος στην Ιστο­ρία των Με­τα­μορ­φώ­σε­ων, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας λό­για του Μι­χα­ήλ Ψελ­λού, για να μη συ­μπε­ρι­λη­φθώ αδί­κως στη χο­ρεία των στε­νό­μυα­λων και ανο­ή­των:

«Με αποκάλεσαν κιβδηλοποιό και παραχαράκτη. Οι ανόητοι, δεν μπόρεσαν να αντιληφθούν ότι ο μεγαλύτερος κιβδηλοποιός και παραχαράκτης, ο πιο επιδέξιος είναι εκείνος που γνωρίζει άριστα και σε βάθος το αυθεντικό και το γνήσιο στις παραμικρές του λεπτομέρειες, είναι ο γνώστης». (σελ. 83)

Αρ­κού­μαι, ωστό­σο, να ση­μειώ­σω εδώ την πρω­το­φα­νή απο­φα­σι­στι­κό­τη­τα του συγ­γρα­φέα που προ­σπέ­ρα­σε με­μιάς «τη μα­ταιο­δο­ξία που στε­φα­νώ­νει όλους τους μό­χθους των αν­θρώ­πων», όπως λέ­ει ο Μπόρ­χες, και αφιέ­ρω­σε «τις τύ­ψεις και τις αγρυ­πνί­ες του» στο να επα­να­λαμ­βά­νει προ­ϋ­πάρ­χο­ντα βι­βλία σε άπει­ρους συν­δυα­σμούς, δη­μιουρ­γώ­ντας πλα­νό­διες βι­βλιο­θή­κες και αρ­χεία βι­βλί­ων. Προ­φα­νώς, όπως γρά­φει πά­λι ο Μπόρ­χες, «πολ­λα­πλα­σί­α­σε τα σχε­διά­σμα­τα, διόρ­θω­νε με επι­μο­νή και έσκι­σε χι­λιά­δες χει­ρό­γρα­φες σε­λί­δες», δεν άφη­σε πο­τέ να τις δει κα­νέ­νας και φρό­ντι­σε να μην αφή­σει πί­σω του ού­τε ΜΙΑ. Το συ­μπέ­ρα­σμα προ­κύ­πτει αβί­α­στα, όπως στην κα­τά­λη­ξη του μπορ­χε­σια­νού Πιερ Με­νάρ — που πα­ρα­φρά­ζω: Πράγ­μα­τι δεν εί­ναι αθέ­μι­το να δού­με την «τε­λι­κή» Ιστο­ρία των Με­τα­μορ­φώ­σε­ων ως ένα εί­δος πα­λίμ­ψη­στου πά­νω στο οποίο πρέ­πει κά­πο­τε να δια­φα­νούν τα (αχνά αλ­λά όχι δυ­σα­νά­γνω­στα) ίχνη της «προ­τέ­ρας γρα­φής». Μό­νο, όμως, ένας δεύ­τε­ρος Πά­νου, δου­λεύ­ο­ντας αντί­στρο­φα από τον πρώ­το, θα μπο­ρού­σε να ξε­θά­ψει και να ανα­στή­σει αυ­τές τις χα­μέ­νες Τροί­ες.

Αυ­τός εί­ναι ο ρό­λος που προ­βλέ­πε­ται για μας, τους ανα­γνώ­στες του βι­βλί­ου; Αστειεύ­ο­μαι προ­φα­νώς αλ­λά η αλή­θεια δεν απέ­χει πο­λύ! Ακό­μα και αν το κεί­με­νο εί­ναι, μάλ­λον ή ήτ­τον, δι­πλά κω­δι­κο­ποι­η­μέ­νο, όπως θα έλε­γαν οι Έκο-Τζενκς (φι­λι­κή κει­με­νι­κή επι­φά­νεια, πο­λύ­ση­μο, δυ­σερ­μή­νευ­το βά­θος), ο ανα­γνώ­στης που θα αντι­λη­φθεί την υπερ­κει­με­νι­κή υπό­στα­ση, όπως θα έλε­γε ο Ζε­νέτ των Πα­λιμ­ψή­στων, και θα θυ­μη­θεί, θα δια­βά­σει ή θα ψά­ξει τις ανα­φο­ρές στα κει­με­νι­κά υπο­κεί­με­να και θα πε­ρι­πλα­νη­θεί στο λα­βυ­ριν­θώ­δες δια­κει­με­νι­κό δί­κτυο, θα δια­βά­σει κα­λύ­τε­ρα και απο­λαυ­στι­κό­τε­ρα.

Πρό­κει­ται για δύο δύ­σπε­πτα, λοι­πόν, βι­βλία, με πλή­θος ανα­φο­ρι­κών δει­κτών, γε­μά­τα εγκυ­κλο­παι­δι­κές γνώ­σεις και ιστο­ρι­κές πλη­ρο­φο­ρί­ες, τα οποία εκ­βιά­ζουν την ανα­γνω­στι­κή συμ­με­το­χή και κα­τα­σκευά­ζουν τον δι­κό τους πρό­τυ­πο ανα­γνώ­στη που μπο­ρεί να μη χρειά­ζε­ται να πά­σχει από αϋ­πνία, όπως ο τζο­ϋ­σι­κός αδελ­φός του, οφεί­λει όμως να επα­γρυ­πνά στις επάλ­ξεις της ανά­γνω­σης, ευαί­σθη­τος στις αδιό­ρα­τες αλ­λα­γές ύφους και τους κρα­δα­σμούς της αφή­γη­σης σε κά­θε στρο­φή και αντι­στρο­φή του κει­μέ­νου, τις οποί­ες οφεί­λει να ακο­λου­θή­σει η μη­ρυ­κα­στι­κή ανά­γνω­ση, αν θέ­λει πράγ­μα­τι να βρει κά­τι, κα­τά το αλ­χη­μι­στι­κό ρη­τό: «Κοί­τα, διά­βα­σε, διά­βα­σε, ξα­να­διά­βα­σε, ερ­γά­σου και θα ανα­κα­λύ­ψεις» («Ora, Lege, Lege, Lege, Relege, Labora et Invenies»: Mutus Liber, 1677)

Από αυ­τήν την άπο­ψη η ψευ­δο­δο­κι­μια­κή ανα­ζή­τη­ση του αφη­γη­τή στο δέ­κα­το κε­φά­λαιο της Remington («Η χα­μέ­νη Βι­κτό­ρια»), όπου ει­κο­νο­γρα­φεί­ται -εσω­τε­ρι­κά ανα­δι­πλα­σια­σμέ­νος- ο τρό­πος έρευ­νας του αφη­γη­τή-ερευ­νη­τή, κα­θώς και το δεύ­τε­ρο κε­φά­λαιο («Don Lorenzo») της Ιστο­ρί­ας των Με­τα­μορ­φώ­σε­ων, όπου και το δια­μυ­θο­πλα­σια­κό συ­μπό­σιο (ανά­λο­γο του συ­μπο­σί­ου στο Terra Nostra του Φου­έ­ντες) με βα­σι­κό θέ­μα της συ­ζή­τη­σης των εκλε­κτών συν­δαι­τυ­μό­νων, οι οποί­οι ανή­κουν εμ­φα­νώς σε δια­φο­ρε­τι­κές επο­χές, την πρω­το­τυ­πία στη λο­γο­τε­χνία, απο­τε­λούν οιο­νεί κεί­με­να ποι­η­τι­κής, που ει­κο­νο­γρα­φούν τον τρό­πο που πρέ­πει να κι­νη­θεί κά­θε ανα­γνώ­στης.

Κα­θό­λου τυ­χαία, τέ­λος, στις αρ­χές της Ιστο­ρί­ας των Με­τα­μορ­φώ­σε­ων (σ. 13) ακού­γε­ται, δυ­σοί­ω­να το­νι­σμέ­νη, η ίδια αφη­γη­μα­τι­κή φω­νή που ση­μα­δεύ­ει την πραγ­μα­τι­κή αρ­χή της Remington (σ. 39). Η Remington, όπως κά­θε με­γά­λη αφή­γη­ση, από την ομη­ρι­κή Οδύσ­σεια στον τζο­ϋ­σι­κό Οδυσ­σέα, αρ­χί­ζει στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δί­πλα στο κύ­μα, στην άκρη της θά­λασ­σας, «πα­ρά θι­ν’ αλ­λός», με θαυ­μα­στή υπό­κρου­ση τον κυ­μα­τι­σμό της θά­λασ­σας και τον αφη­γη­τή να πα­ρα­τη­ρεί ήρε­μος την «πα­λιά κί­νη­ση του νε­ρού», το «θαυ­μά­σιο πη­γαι­νέ­λα»· βγά­ζο­ντας «ήσυ­χος» από την τσέ­πη του ένα κόκ­κι­νο μή­λο και απο­μυ­ζώ­ντας τους πλού­σιους χυ­μούς, του «επι­τρε­πό­με­νου στις μέ­ρες μας καρ­πού», αφή­νε­ται με τις αι­σθή­σεις του μα­γε­μέ­νες να πε­ρι­πλα­νη­θεί στη ζωή του Δη­μη­τρί­ου…

Τώ­ρα, στην Ιστο­ρία των Με­τα­μορ­φώ­σε­ων, η ίδια ασώ­μα­τη φω­νή ακού­γε­ται εγκι­βω­τι­σμέ­νη μέ­σα από την Κι­βω­τό της Δια­θή­κης, πί­σω από «αδια­πέ­ρα­στα κα­τα­πε­τά­σμα­τα από υά­κιν­θο, βύσ­σο, πορ­φύ­ρα και κόκ­κι­νο» που την χώ­ρι­σαν μεν «από τους αν­θρώ­πους», την προί­κι­σαν δε με τη γνώ­ση των δύο κα­τα­στά­σε­ων, τη διά­κρι­ση «της σκιάς από την ει­κό­να των πραγ­μά­των»:

«Άλλοτε μπορούσα να περπατώ δίπλα στη θάλασσα μ’ ένα κόκκινο μήλο στην τσέπη που κάποια στιγμή θα το ’φερνα στο στόμα με τα πόδια να χώνονται στην άμμο, το βλέμμα στο γαλάζιο και τα κοχύλια των αυτιών να αντιβουίζουν. Τώρα φοβάμαι» (σ. 13)

Όπως στην πε­ρί­πτω­ση του ζω­γρά­φου, στον «Επί­λο­γο» της συλ­λο­γής ο Δη­μιουρ­γός του Μπόρ­χες, ίσως ο υπο­μο­νε­τι­κός ανα­γνώ­στης που θα ακο­λου­θή­σει τον λα­βύ­ριν­θο των γραμ­μών του βι­βλί­ου να ανα­κα­λύ­ψει τε­λι­κά ότι σχη­μα­τί­ζε­ται η αυ­το­προ­σω­πο­γρα­φία του συγ­γρα­φέα. Κα­λύ­τε­ρα το έχει δια­τυ­πώ­σει, ήδη, η Τζί­να Πο­λί­τη στο τέ­λος της δι­κής της προ­σε­κτι­κής πε­ρι­πλά­νη­σης στην αχα­νή επι­κρά­τεια της Ιστο­ρί­ας των Με­τα­μορ­φώ­σε­ων:

«Τολμώ λοιπόν να υποθέσω πως η Ιστορία των Μεταμορφώσεων διαγράφει την Αρχή και το Τέλος του κύκλου των μεταμορφώσεων ενός μυστικού Λόγου και μιας Ψυχής, και πως πίσω από τα ποικίλα θεοσοφικά συστήματα, τα πρόσωπα, τα ονόματα, τις φωνές και τις εποχές πού στοιχειώνουν τις πέντε ιστορίες, αχνοφαίνεται το πραγματικό σπίτι της περιπλανώμενης, εξόριστης ψυχής, ένα σπίτι-κείμενο πού χτίζεται από το σχηματισμό λέξεων χάρη στα γράμματα της Αλφαβήτου, τα οποία αποτέλεσαν την πρώτη θεϊκή εκπόρευση και από το συνδυασμό των οποίων ο Θεός έχτισε το Σύμπαν. («Σε αναζήτηση του χαμένου κλειδιού», περ. Νέα Εστία, τεύχ. 1714, Ιούλιος-Αύγουστος 1999, σσ. 8-32)

Αρ­κούν, προς ώρας, αυ­τά για τα δύο πο­λύ­τρο­πα χει­ρο­ποί­η­τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα του Γιάν­νη Πά­νου, ώρι­μη κα­τά­κτη­ση το πρώ­το, πρώ­ι­μη δια­θή­κη το δεύ­τε­ρο, από την πέ­να ενός αθό­ρυ­βου, σε­μνού συγ­γρα­φέα που κι­νή­θη­κε πά­ντα μα­κριά από τα φώ­τα της δη­μο­σιό­τη­τας προ­βάλ­λο­ντας την ηθι­κή της ει­κό­νας ενός καλ­λι­τέ­χνη που σπά­νια γνω­ρί­ζου­με πλέ­ον στις μέ­ρες μας.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: