Όψεις της Μεταμυθοπλασίας στη νεοελληνική πεζογραφία: «…από το στόμα της παλιάς Remington…»

Φωτογραφία στο οπισθόφυλλο της 4ης έκδοσης της «Remington» (Καστανιώτης 2018)
Φωτογραφία στο οπισθόφυλλο της 4ης έκδοσης της «Remington» (Καστανιώτης 2018)

Η κριτική[1] έχει ήδη αποφανθεί γενικά για τον μεταμοντέρνο χαρακτήρα του μυθιστορήματος του Γ. Πάνου, …από το στόμα της παλιάς Remington. Κατά τον Δημήτρη Τζιόβα, μια από τις εκφάνσεις του Μεταμοντερνισμού είναι και η Μεταμυθοπλασία. «Η ποιητική της μεταμοντερνιστικής μυθοπλασίας», αναφέρει, «διίσταται ριζικά από το Ρομαντισμό, που αποθέωσε τον δημιουργό, απορρίπτει την επιμονή του ρεαλισμού στις κοινωνικές και ιστορικές αναφορές και υπερβαίνει το μοντερνισμό και τη φορμαλιστική του έμφαση στο κλειστό κείμενο και τις περιπλοκές του» (Τζιόβας 1987: 289-290). Εδώ γίνεται μια προσπάθεια να σκιαγραφηθεί ο μεταμυθοπλαστικός χαρακτήρας της Remington.
Ο όρος Μεταμυθοπλασία αφορά στη μυθοπλασία για τη μυθοπλασία (fiction about fiction). Πρόκειται για ένα μυθοπλαστικό έργο, το οποίο χαρακτηρίζεται από αυτοαναφορικότητα, και κειμενική αυτεπίγνωση, περιέχει, δηλαδή, μέσα του ένα σχόλιο για την ίδια του την αφηγηματική και/ή τη γλωσσολογική ταυτότητα (Hutcheon 1980: 1-2).
Έτσι και το μυθιστόρημα του Γιάννη Πάνου, …από το στόμα της παλιάς Remington, αναλαμβάνει συνειδητά να διαλογιστεί και να μιλήσει για τον εαυτό του, τη διαδικασία κατασκευής του. Χρησιμοποιώντας διάφορες αυτοανακλαστικές στρατηγικές ο συγγραφέας είναι σαν να παίρνει από το χέρι τον αναγνώστη και να τον «εισάγει στο εργαστήρι ενός συγγραφέα», όπως σχηματικά αναφέρει η Μικέ (2001: 133), για να του δείξει τον τρόπο με τον οποίον οικοδομείται και κατασκευάζεται ο μυθοπλαστικός κόσμος των μυθιστορημάτων.
Ένα τέχνασμα σύνηθες στα μεταμυθοπλαστικά κείμενα, που επιβάλλει στον αναγνώστη έναν πιο υποψιασμένο και ενεργό ρόλο, είναι η εμφατική παρουσία του αφηγητή μέσα στο κείμενο και οι συχνές αφηγηματικές μεταλήψεις, το παιχνίδι, δηλαδή, της συνεχούς παραβίασης των ορίων ανάμεσα στα αφηγηματικά επίπεδα[2] από τον αφηγητή (Τζιόβας 1987: 290), προκειμένου να αποκαλυφθεί το τέχνασμα και ο κατασκευασμένος, πλαστός χαρακτήρας του κειμενικού κόσμου (artifact).
Ομοίως και στη Remington, o αφηγητής με τον ρόλο του ερευνητή ενός αρχειακού υλικού, αλλά και του επίδοξου συγγραφέα, κινείται σε ένα εξωδιηγητικό επίπεδο, από όπου και εκθέτει τη μέθοδο που ακολουθεί, για να διαχειριστεί το υλικό του, τις δυσκολίες και τα εμπόδια που συναντά κατά τη διαδικασία συγγραφής του μυθιστορήματός του κι αυτό του δίνει την ευκαιρία να προβάλλει διάφορα μετακειμενικά, μεταλογοτεχνικά ζητήματα θεωρίας που τον απασχολούν:

«Εδώ και κάμποσο καιρό […] από τότε που αποφάσισα να καταπιαστώ μ’ αυτή τη δουλειά, η ζωή μου έχει καταντήσει αβάσταχτο μαρτύριο. Επειδή […] χρειάζεται μια σίγουρη και δοκιμασμένη μέθοδος εργασίας […] συγκέντρωσα ένα πλήθος τετράδια και χαρτικά, τακτοποίησα με χρονολογική σειρά όλες μου τις πηγές […] και άρχισα να καταχωρώ […] ό, τι φανταζόμουν πως θ’ αποτελέσει […] ένα ντοκουμέντο χρήσιμο, πειστικό και αδιάσειστο» (Remington, σ. 35).

Ωστόσο, με τον ρόλο και του ήρωα που διατηρεί παράλληλα –καθώς αποτελεί και ο ίδιος πρόσωπο του μυθοπλαστικού σύμπαντος (ανιψιός του κεντρικού ήρωα Δημητρίου)– κινείται ταυτόχρονα και στο ενδοδιηγητικό επίπεδο, συμμετέχοντας στα γεγονότα που αφηγείται. Βέβαια, στη διάρκεια της αφήγησης τα επίπεδα αυτά δεν είναι πάντα διακριτά, αλλά συμφύρονται, και ο αφηγητής παραβιάζει τα όριά τους, μεταπηδώντας με ευκολία από το ένα στο άλλο κι αλλάζοντας ρόλους.
Με άλλα λόγια μια συνεχής διαπίδυση σημειώνεται σε εντελώς διαφορετικά οντολογικά επίπεδα. Από το εξωδιηγητικό επίπεδο του ερευνητή/συγγραφέα, ο αφηγητής βρίσκει την ευκαιρία να διασπείρει κατά τη διάρκεια του ενδοδιηγητικού επιπέδου της κύριας αφήγησης ποικίλα αυτοαναφορικά σχόλια και ζητήματα, που απασχολούν κάθε συγγραφέα κατά τη διαδικασία σύνθεσης του έργου του.
Από τους τίτλους ακόμη των κεφαλαίων παρακολουθούμε μια αδρή περιγραφή της περιπέτειας και της πορείας-διαδικασίας που ακολουθείται, για τη σύνθεση του μυθιστορήματος: η αναζήτηση της πρώτης ύλης για ένα μυθιστόρημα, η συγκέντρωση υλικού, η επεξεργασία και η οργάνωση του υλικού αυτού και τελικά η μετουσίωσή του σε αφήγηση: «Το συγγραφικό έργο», «Η αναζήτηση της αλήθειας», «Ο καμβάς». Στα αντίστοιχα κεφάλαια ο ανιψιός-αφηγητής ως ερευνητής και στη συνέχεια συγγραφέας, θέτει προοδευτικά τα διάφορα ζητήματα μεθόδου και τεχνικής που συναντά: Τι είναι μυθιστόρημα; Ποια είναι η πρώτη ύλη για ένα μυθιστόρημα; Τι αφηγείται; Με ποιες τεχνικές και μέσα; Αναρωτιέται, λοιπόν, ο αφηγητής:

«Είναι δυνατό, μια ερωτική ιστορία δύο ανθρώπων, όσο παράφορη κι αν εμφανίζεται […] ν’ αποτελέσει τη ραχοκοκαλιά, τον καμβά, για ένα μυθιστόρημα αξιώσεων; Το μυθιστόρημα συνθέτει ένα πίνακα της ζωής. Μα όπως σ’ ένα ζωγραφικό πίνακα […] έτσι και στο μυθιστόρημα είμαστε αναγκασμένοι να δημιουργήσουμε το κατάλληλο υπόβαθρο […] που θα δεχτεί πάνω του το κυρίως εποικοδόμημα του μύθου όσο και κάθε ευχάριστο πέταγμα της φαντασίας ή μικροπαιχνιδίσματα της ζωής […]» (Remington, σσ. 44-45).

Το παραπάνω απόσπασμα περιέχει ξεκάθαρα αυτοαναφορικά-μεταμυθοπλαστικά σχόλια που αφορούν τους προβληματισμούς ενός συγγραφέα σχετικά με τη διαδικασία της γραφής. Μάλιστα, ο αφηγητής παρομοιάζει το μυθιστόρημα με έναν πίνακα ζωγραφικής, ένα άλλο είδος τέχνης, τονίζοντας εμφατικά την πλαστική-τεχνητή φύση τους. Η τέχνη δεν είναι μίμηση ή καθρέφτης της πραγματικότητας, όπως επίμονα διακηρύσσει η Μεταμυθοπλασία. Μπορεί να αφορμάται από την ζωή, να δανείζεται την πρώτη ύλη από την πραγματικότητα, αλλά κυρίως κατασκευάζεται από το «ευχάριστο πέταγμα της φαντασίας». Κατά τη Hutcheon (1980: 27-29), το μεταμυθοπλαστικό κείμενο έχει πλήρη επίγνωση του κατασκευασμένου χαρακτήρα του (the text as an artifact) και το επιδεικνύει.
Ακολουθούν κι άλλα αυτοαναφορικά ερωτηματικά: Ποιες πηγές πρέπει να αξιοποιήσει ο συγγραφέας; Πώς πρέπει να τις επεξεργαστεί, για να ικανοποιήσει «το κύριο μέλημά του, που είναι η αναζήτηση της βαθύτερης ουσίας των πραγμάτων» (Remington 45);

«Ο αφηγητής, σκέφτομαι, είναι ένας άνθρωπος χαμένος μέσα στο χρόνο. Αμέτρητα κομμένα καλώδια ξεχύνουν στα πόδια του το καθένα και από μιαν ασύνδετη πληροφορία για ό, τι κάποτε υπήρξε. Καθώς πλανιέται μέσα στα γεγονότα, διαγράφει μια τροχιά κυκλική, πάντα την ίδια, συναντά τα ίδια τοπία και πρόσωπα, μα απέχει τόσο πολύ από το κέντρο που έχει την ψευδαίσθηση του ταξιδιού σε ευθεία» (Remington, σ. 55).

Στο κεφάλαιο με τίτλο «Βικτόρια», που είναι ένα κεφάλαιο καθαρά αυτοαναφορικό, ο αφηγητής εκθέτει ακριβώς τη μέθοδο που ακολουθεί κατά τη συγγραφική του προσπάθεια:

«Είμαι υποχρεωμένος από τα πράγματα πλέον, να ξεκινήσω μια μακρά κι επίπονη έρευνα χωρίς να ξέρω πού θα με οδηγήσει τελικά. Είναι φορές που η αφήγηση κυλάει μόνη της, η ιστορία χτίζεται αρμονικά, τα πρόσωπα, οι χαρακτήρες, τα γεγονότα ολοκληρώνονται μέσα στο γενικό πλαίσιο της εποχής τους, χωρίς ασάφειες και κενά. Είναι πάλι φορές που ένα σωρό εμπόδια εμφανίζονται και που με πρώτη ματιά φαίνονται αξεπέραστα. Σε λίγο όμως, με την παρατήρηση και τη σχετική συγκέντρωση, αίρεται ο ανασταλτικός χαρακτήρας των δυσκολιών και […]. Υπάρχουν, όμως, περιπτώσεις στις οποίες οι προσπάθειες που έγιναν κατ’ ιδίαν δεν οδήγησαν σε συγκεκριμένο αποτέλεσμα, οπότε νομίζω ότι είναι πιο τίμιο να εκθέσει κανείς αναλυτικά τις προσπάθειές του αυτές […]» (Remington, σσ. 143-144).

Τα αυτοαναφορικά/μεταμυθοπλαστικά μυθιστορήματα, αποκαλύπτοντας παράλληλα με τον μύθο τους και τον τρόπο κατασκευής τους, έχουν σκοπό να επι-κοινωνήσουν, να μοιραστούν τη διαδικασία του «ποιεῖν», ώστε να μπορεί να την παρακολουθήσει και ο αναγνώστης μέσω της ανάγνωσης. Αξιώνουν έτσι από αυτόν έναν πιο απαιτητικό, αλλά όχι λιγότερο διασκεδαστικό, ρόλο.
Ο νέος ρόλος του αναγνώστη γίνεται πιο απαιτητικός, πιο ενεργός, καθώς πρέπει να μεταφέρει τις δικές του εμπειρίες και προσδοκίες στο έργο, πρέπει να ελέγχει, να οργανώνει, να ερμηνεύει. Ενώ ο συγγραφέας πραγματώνει τον φανταστικό του κόσμο μέσα από τις λέξεις, τους λόγους των άλλων και μέσω της γλώσσας, ο αναγνώστης οφείλει να στρέψει την προσοχή του στο γραπτό κείμενο ως τέτοιο και από αυτά τα ίδια υλικά να κατασκευάσει, σε μια αντίστροφη, ανάποδη πορεία, ένα λογοτεχνικό σύμπαν, το οποίο είναι τόσο δική του δημιουργία, όσο και του συγγραφέα.
Αυτή ακριβώς την αντίστροφη-ανάποδη αναγνωστική διαδικασία, την οποία οφείλει να ενεργοποιήσει ο αναγνώστης, εκθέτει ξεκάθαρα ο συγγραφέας στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου μας, που φέρει τον τίτλο «Απόκρυφον»:

«Αν γελάσεις μ’ αυτή τη σκέψη και αδιαφορώντας για τις συνέπειες σηκώσεις πιο πολύ το ύφασμα τότε θα δεις την πίσω όψη του παραμυθιού, χαμένη τη μαγεία των χρωμάτων, την τεχνική ξεμπροστιασμένη, όλο κόμπους και στηρίγματα και μεγάλες βελονιές» (Remington, σ. 341).

Η Remington, λοιπόν, έχει δύο όψεις. Σαν τα παλιά ανδρικά πανωφόρια που φοριούνται από την καλή και από την ανάποδη, έτσι και η Remington διαβάζεται και από την καλή και από την ανάποδη. Από την καλή διαβάζοντάς την, παρακολουθεί κανείς την αφήγηση μιας περιπέτειας. την περιπέτεια της ζωής του θείου Δημητρίου και συγχρόνως την κοινωνικοπολιτική περιπέτεια μιας οικογένειας, ενός τόπου αλλά και μιας ολόκληρης χώρας μέσα στον χρόνο.
Από την ανάποδη, όμως, το μυθιστόρημα παρουσιάζει την περιπέτεια μιας αφήγησης, ή με άλλα λόγια την περιπέτεια της κατασκευής του. Εκθέτει την επίπονη διαδικασία της ίδιας της κατασκευής του, την αγωνία της γραφής του, «ξεμπροστιάζει» την τεχνική του. Ο ίδιος ο αφηγητής, κλείνοντάς μας πονηρά το μάτι, μας προτρέπει σε μια τέτοια διπλή ανάγνωση, χωρίς βέβαια να την επιβάλλει τυραννικά. Αρχικά μας αφήνει να απολαύσουμε τον μύθο, διαβάζοντάς τον ορθόδοξα, στο τελευταίο, όμως, κεφάλαιο χαμογελά υπονομευτικά στην αφηγηματική μαγεία, στέλνοντάς μας πάλι πίσω στην αρχή, για να ξαναδιαβάσουμε το έργο πιο υποψιασμένα αυτήν τη φορά και από την ανάποδη.
Την ελκυστική παραδοξότητα του μυθιστορήματος επεσήμανε και ο Δ. Μαρωνίτης, λέγοντας ότι «το τελικό εκφραστικό αποτέλεσμα λειτουργεί όπως το δέρμα στο ανθρώπινο σώμα: κρύβει τα κόκαλα, ενώνει τα μέλη, δείχνει τα σχήματα» (Μαρωνίτης 1998-99: 89), κι έτσι ο αναγνώστης απολαμβάνει τον μύθο, την κύρια αφήγηση, χωρίς να ενοχλείται από τις συνεχείς μετατοπίσεις από τον μυθοπλαστικό ετερόκοσμο στον μετακειμενικό κόσμο της γραφής.
Το κείμενο, ενώ απορροφά τον αναγνώστη στον μύθο του, ταυτόχρονα τον κρατά ενήμερο για τον κατασκευασμένο χαρακτήρα του, ξεσκεπάζοντας τα υλικά και τη διαδικασία κατασκευής του. Πρόκειται, όπως αναφέρει η Hutcheon (1980: 4-5), για το γνωστό «metafictional paradox» ή το παράδοξο της μεταμυθοπλασίας για τον αναγνώστη. Ο αναγνώστης βρίσκεται στην παράδοξη θέση να αναγνωρίσει ότι ο μυθιστορηματικός ετερόκοσμος είναι φανταστικός και κατασκευασμένος, ότι το κείμενο που διαβάζει είναι τέχνημα/τέχνασμα, ενώ την ίδια στιγμή το κείμενο απαιτεί από αυτόν να συμμετάσχει φανταστικά, διανοητικά και θυμικά στη συν-δημιουργία του και την απόλαυσή του.
Τέτοια μοντέρνα αυτοσυνείδητα μυθιστορήματα ο Kellman τα ονομάζει «αυτογέννητα» (self-begetting) (Kellman 1976: 1243-1256). Πρόκειται για μυθιστορήματα που αφηγούνται μια ιστορία (story), αλλά παράλληλα και την ιστορία/διαδικασία κατασκευής τους: «The self-begetting novel deliberately lays bare all of its working parts» (Kellman 1976: 1253). Σε αυτά ο αφηγητής/ ήρωας είναι συνήθως ένας συγγραφέας που προσπαθεί να γράψει ένα μυθιστόρημα, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τον αφηγητή της Remington. Αν λάβουμε υπόψη, μάλιστα, ότι ο αφηγητής/ήρωας είναι ένα προσωπείο του πραγματικού συγγραφέα, Γιάννη Πάνου,[3] μπορούμε να πούμε ότι στο μυθιστόρημα αυτό παρακολουθούμε και τη δική του πραγματική περιπέτεια για την κατασκευή της Remington.
Τα έργα αυτά ξεσκεπάζοντας τον πλαστό χαρακτήρα τους και τα υλικά κατασκευής τους καταργούν τη ρεαλιστική ψευδαίσθηση (referential fallacy) της λογοτεχνίας ως κατόπτρου της πραγματικότητας και αναδεικνύουν τελικά τον τεχνηματικό χαρακτήρα της αφήγησης και κάθε αφήγησης. Προβάλλουν έτσι την καταστατική αρχή της Μεταμυθοπλασίας, ότι η τέχνη, άρα και η μυθοπλασία δεν είναι η συνέχεια της πραγματικότητας παρά μια γλωσσική κατασκευή, που δεν διεκδικεί άμεση αναφορά στον πραγματικό κόσμο: «Fiction is fiction. Fiction is never real things» (Hutcheon 1980: 17-19).

Βιβλιογραφία

Αγγελάτος Δημήτρης, (2006). «“Ο ατέρμων κοχλίας” και η ποιητική του μυθιστορήματος», εφημερίδα Αυγή, ένθετο «Αναγνώσεις, Κριτική βιβλίου, τεχνών και επιστημών» [Αφιέρωμα «Γιάννης Πάνου», επιμ. Κώστας Βούλγαρης], τχ. 195, 17/9/2006 - τχ. 196, 24/9/2006 http://avgi-anagnoseis.blogspot.gr/2008/05/blog-post_7452.html (ημερομηνία προσπέλασης 29-5-2020).
Βούλγαρης Κ., Σκάσης Θ., Φάις Μ., Χατζητάτσης Τ., (2006). 25 Χρόνια μετά, Γιάννης Πάνου, …από το στόμα της παλιάς Remington…, Καστανιώτης.

Δάλλας Γιάννης, (2006). «Επαναξίωση ενός έργου», στο: εφημερίδα Αυγή, ένθετο «Αναγνώσεις, Κριτική βιβλίου, τεχνών και επιστημών» [Αφιέρωμα «Γιάννης Πάνου», επιμ. Κώστας Βούλγαρης], τχ. 195, 17/9/2006 - τχ. 196, 24/9/2006, http://avgi-anagnoseis.blogspot.gr/2008/05/blog-post_7452.html (ημερομηνία ανάκτησης 29-5-2020).

Μαρωνίτης Δημήτρης, (1998-99). «Τρία κείμενα για τον Γιάννη Πάνου, Δελτίο ειδήσεων», στήλη Απουσιολόγιο στο περ. Εντευκτήριο, 45/3 Χειμώνας 1998-99, σσ. 89-93.

Μικέ Μαίρη, (2001). Μεταμφιέσεις στη νεοελληνική πεζογραφία 19ος-20ός αιώνας, Κέδρος.
Νάτσινα Αναστασία, (2012). «Για τα όρια του μεταμοντερνισμού στην ελληνική πεζογραφία κατά το τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα», Α. Καστρινάκη, Α. Πολίτης, Δ. Τζιόβας (επιμ.), Για μια ιστορία της λογοτεχνίας του 20ού αιώνα. Προτάσεις ανασυγκρότησης: Θέματα και ρεύματα, Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης / Μουσείο Μπενάκη, σσ. 387-401.
Πάνου Γιάννης, (1998). … από το στόμα της παλιάς Remington, Καστανιώτης3.

Τζιόβας Δημήτρης, (1987). Μετά την αισθητική. Θεωρητικές δοκιμές και ερμηνευτικές αναγνώσεις της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Γνώση.
Τζιόβας Δημήτρης, (2002). Το παλίμψηστο της ελληνικής αφήγησης, Από την αφηγηματολογία στη διαλογικότητα, Οδυσσέας.
Hutcheon Linda, (1980). Narcissistic Narrative: The Metafictional Paradox, Waterloo, Ontario Canada: Wilfrid Laurier University Press.
Hutcheon Linda, (2004). A Poetics of Postmodernism: History, Theory, Fiction, Taylor & Francis e-Library (πρώτη έκδοση 1988).
Kellman G. Steven (1976). «The fiction of Self-begetting», Comparative Literature, (Δεκ. 1976), τόμ. 91, τχ. 6, Johns Hopkins University Press, 1243-1256. https://www.jstor.org/stable/2907134?read-now=1&seq=1#page_scan_tab_contents (ημ.ανάκτησης 24/3/2020).
Waugh Patricia, (1984). Metafiction, The theory and practice of self-concious fiction, London-New York Routledge.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: