Η νεοελληνική πεζογραφία σε … «χίλιες γλώσσες κρένει»

Η νεοελληνική πεζογραφία σε … «χίλιες γλώσσες κρένει»



Τις τελευταίες δεκαετίες παρακολουθούμε πως ένα μεγάλο μέρος της νεοελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής, της πεζογραφίας συγκεκριμένα, μιλάει …χωριάτικα, κινείται με άλλα λόγια σε ένα ρεύμα γλωσσικής και θεματικής αποκέντρωσης και αποαστικοποίησης. Ο Σωτήρης Δημητρίου με τα έργα του «Ντιάλιθ’ ιμ’ Χριστάκη» (Ύψιλον 1987), Ν’ ακούω καλά τ’ όνομά σου (Κέδρος 1993), αλλά και το πρόσφατα βραβευμένο του ίδιου, Ουρανός απ’ άλλους τόπους, ο Θανάσης Βαλτινός, ο Γιάννης Μακριδάκης και σε πιο πρόσφατα χρόνια ο Δημοσθένης Παπαμάρκου με το Γκιακ (Αντίποδες 2014) αποτυπώνουν τις ντοπιολαλιές της γενέτειράς τους Ήπειρο, Πελοπόννησο, Χίο, Μαλεσίνα αντίστοιχα. Τελευταία, Το τρίτο πόδι, της Εύας Κουτρουμπάκη (Ενύπνιο 2021), Το Αδερφομοίρι, του Αντώνη Πάσχου (Στερέωμα), η συλλογή σπονδυλωτών αφηγήσεων του Μιχάλη Αλμπάτη Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους (Νήσος 2022), η Λυκοχαβιά και άλλες ιστορίες του Κώστα Μπαρμπάτση (Κέδρος 2022), η Ομηρία της Φανής Κεχαγιά (Έξη 2023) και πολλά ακόμη που λόγω οικονομίας χώρου δεν αναφέρονται εδώ, γίνονται αφορμή για να αναδυθούν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό τα τοπικά ιδιώματα των Παγγαιορείτικων χωριών, της Κρήτης, των Βλάχων της Τζουμαγιάς Σερρών κ.ά.
Οι συγγραφείς αυτών των βιβλίων επιλέγουν να απομακρυνθούν από τη δόκιμη αστική εκδοχή της νεοελληνικής γλώσσας κι επιλέγουν φυγόκεντρα γλωσσικά ιδιώματα της περιφέρειας. Τα κείμενα αυτά αρνούνται σθεναρά να εξυπηρετήσουν τη γλωσσική μαζοποίηση και ομοιομορφία, καθώς με την ποικιλομορφία των γεωγραφικών ποικιλιών (Χιώτικα, Βλάχικα, Κρητικά, Παγγαιορείτικα, Ηπειρώτικα …) φιλοτεχνούν ένα πολυγλωσσικό υφαντό που παραπέμπει, βέβαια, και στην αντίστοιχη εθνικοφυλετική καταγωγή, σύσταση και σύνθεση του πληθυσμού αυτών των περιοχών.
Η καθόλου ευκαταφρόνητη ποσοτικά παραγωγή τέτοιων έργων μας οδηγεί αβίαστα στο ερώτημα τί ωθεί τους νεότερους συγγραφείς σε αυτή τη στροφή; Ακολουθούν μια μανιέρα, μια μόδα, έρχονται αντιμέτωποι με ένα γλωσσικό αδιέξοδο ή μήπως η χρήση των τοπικών διαλέκτων σε νεότερα λογοτεχνικά κείμενα εξυπηρετεί και κάποιες άλλες εσωτερικές, ψυχολογικές, ιδεολογικές ανάγκες από την πλευρά των συγγραφέων;
Θεωρώ πως ένα κίνητρο αποτελεί, ασφαλώς, η αληθοφανής αναπαράσταση των χαρακτήρων/ηρώων κατά το πρότυπο των Παπαδιαμάντη, Θεοτόκη, Βιζυηνού, που τόλμησαν, μέσα στην αυστηρή και κανονιστική γλωσσική σιδηροκατασκευή της καθαρεύουσας και στην εθνοκεντρική στόχευση του μεγαλύτερου μέρους της λογοτεχνικής παραγωγής που εκπροσωπούνταν τότε από την Αθηναϊκή Σχολή, να επιτρέψουν στους ήρωές τους να μιλούν τη φυσική τους γλώσσα αναδεικνύοντας τις ντοπιολαλιές της πατρίδας τους. Άλλωστε η προφορικότητα, την οποία τα περισσότερα από αυτά έργα επιδιώκουν να μιμηθούν εξυπηρετείται πολύ καλύτερα και αποβαίνει πειστικότερη, όταν ο ήρωας εκφράζεται αυθόρμητα και φυσικά με αφομοιωμένους ιδιωματισμούς στη γλώσσα του τόπου καταγωγής του.
Ταυτόχρονα η όλο και συχνότερη λογοτεχνική τους αξιοποίηση αποκαλύπτει την επιθυμία των συγγραφέων να διασώσουν αρχειακά ένα μέρος αυτών των προς εξαφάνιση γλωσσικών ιδιωμάτων που ξεχνιούνται καθώς οι φυσικοί φορείς και ομιλητές της είναι γενιές ηλικιωμένες πια και περιθωριοποιούνται από την κυριαρχία της επίσημης αστικής νεοελληνικής αλλά και των διεθνών γλωσσών και των μηχανισμών επιβολής τους.
Η διάσωση, διατήρηση και ανάδειξη των γλωσσικών αυτών μορφωμάτων -που κινδυνεύουν από την ομογενοποιητική τάση γλωσσικής όσμωσης και πολιτισμικής ομοιομορφίας που επιβάλλει ο λόγος-χωνευτήρι των ΜΜΕ, της εκπαίδευσης, των ΜΚΔ και της δημόσιας διοίκησης ―αλλά και των αντίστοιχων ταυτοτήτων-ξενιστών των ιδιωμάτων αυτών και του συνολικού πολιτισμικού φορτίου που εμπεριέχεται σε κάθε ιδιόλεκτο συναντά την μετανεωτερική μεταμοντέρνα φιλοδοξία να διασωθεί, να αναδειχτεί, να γίνει σεβαστό το διαφορετικό μέσα στο πλαίσιο αποδοχής της ποικιλότητας και της πολυπολιτισμικής σύνθεσης ευρύτερων εθνικών συνόλων. Η επαναφορά της ντοπιολαλιάς δεν έχει στόχο μόνο τη αναβίωσή της ως φολκλόρ αλλά αποτελεί και μια πράξη αντίστασης των φορέων/δημιουργών της …«ήσσονος» λογοτεχνίας των μικρών περιφερειακών χωρών, όπως η Ελλάδα, στην παγκοσμιοποιημένη κοινωνία του δυτικού πολιτισμικού και συγγραφικού ιμπεριαλισμού.
Από την άλλη, αυτές οι γεωγραφικές ιδιόλεκτοι έχουν μια εκφραστική δύναμη κι έναν σημασιακό πλούτο συμπυκνωμένο με σύντομη λακωνικότερη κι ευθύβολη διατύπωση. Πολλές λέξεις ηχοποιητικά φτιαγμένες αποκαλύπτουν τη στενή βιωμένη σχέση του ανθρώπου με τη φύση, με τα έμβια αλλά και άψυχα στοιχεία της, δίνουν ακριβείς γλωσσικές αναπαραστάσεις και σημασιακούς χυμούς που δεν μπορεί να αποτυπώσει η επίσημη εκδοχή της τυποποιημένης γλώσσας. Άλλοτε τα ιδιώματα αυτά περιέχουν πολλές λέξεις πλασμένες από ..σωματικό υλικό (τζιέρι μ’, σπλάχνο μ’…) που μεταφέρουν με μοναδικό τρόπο τη σωματοποιημένη εμπειρία και το βίωμα, εφόσον οι άνθρωποι της υπαίθρου, δεμένοι με τη φύση, έχουν έναν άλλον διαφορετικό τρόπο να …«αισθάνονται την πραγματικότητα» σχεδόν «με σωματικό πόνο» και τρόπο, όπως πολύ εύστοχα σημειώνει σε ένα στίχο του ο Κ. Καρυωτάκης.
Η αναγέννηση των γλωσσικών αυτών ιδιωμάτων επιχειρείται πάνω σε ένα (νέο)ηθογραφικό υπόστρωμα, ενώ ταυτόχρονα συντελείται και μια …θεματική αποκέντρωση. Οι συγγραφείς επιλέγουν να δέσουν τα νήματα της πλοκής των έργων τους μακριά από το αστικό κέντρο στην περιφέρεια, στην επαρχία, που επανέρχονται στο προσκήνιο. Η επανεπίσκεψη αυτή στο ύπαιθρο δεν διατηρεί τίποτα από το Ρουσσωικό, ειδυλλιακό και αρκαδικό εγχείρημα ταύτισης της φυσικής ζωής με τον χαμένο Παράδεισο που απωλέσθη για όσους διέπραξαν το προπατορικό αμάρτημα της βίαιης αποκοπής του ομφάλιου λώρου και πήραν το δρόμο της εκμαυλιστικής αστικοποίησης.
Αντίθετα, αναδεικνύει και δεν συγκαλύπτει τις παθογένειες, δίνει αυθεντική φωνή στο ιστορικό τραύμα, ατομικό ή συλλογικό, φέρνει στην επιφάνεια τις κοινωνικές πληγές, που συχνά τρέφονται και συντηρούνται στις κλειστές συντηρητικές κοινωνίες από την ισχυρή επιβίωση κι επίδραση των στερεοτύπων, των ταμπού και του καταπιεστικού ελέγχου της κοινής γνώμης. Οι γυναικοκτονίες, η υποτιμημένη και βασανισμένη ζωή και θέση της γυναίκας, η ρατσιστική αντιμετώπιση του ξένου ή του ανθρώπου με εκ γενετής σωματικές ή διανοητικές αναπηρίες είναι θέματα που συναντούμε συχνά κι επαναληπτικά στα έργα αυτά με διάθεση, ασφαλώς, καταγγελτική από τους συγγραφείς.
Στα περισσότερα από αυτά τα έργα μαζί με τις τοπικές γλωσσικές ποικιλίες παρεισφρέει και όλο το συλλογικό φαντασιακό, η μυθολογία, οι τοπικοί θρύλοι, οι δοξασίες και οι δεισιδαιμονίες. Κι εφόσον η γλώσσα είναι φορέας σκέψης και αξιών, ταυτόχρονα, αντανακλά και το αντίστοιχο πολιτισμικό μοντέλο των ανθρώπων και των τοπικών κοινωνιών, όπου το άλογο και το υπερφυσικό προσλαμβάνονται φυσικά, συνυπάρχουν με το λογικό και συνδιαμορφώνουν, συνειδητά ή ασυνείδητα, τον τρόπο σκέψης, θέασης κι ερμηνείας του κόσμου και της πραγματικότητας.
Πρόκειται για τη διείσδυση ενός άλλου προνεωτερικού, αλλά και μετανεωτερικού τρόπου πρόσληψης, βίωσης, συνείδησης κι ερμηνείας του κόσμου, εφόσον στην αποτύπωσή του από τους συγγραφείς εμφωλεύει το μεταμοντέρνο αξίωμα πως ο κόσμος γύρω μας δεν μπορεί να βιωθεί και να ερμηνευτεί μόνο με όχημα την ορθολογική και θετικιστική του προσέγγιση, που αφήνει ανενεργές και ανάπηρες τις άλλες ζωτικές λειτουργίες της ανθρώπινης φύσης, της ψυχής και της νόησης, όπως το συναίσθημα, η φαντασία, το υποσυνείδητο, το ανεξήγητο… περιοχές που βρίσκονται πέρα από το επιστητό και παραμένουν σε ένα βαθμό άβατο για τα αυστηρά ορθολογικά εργαλεία του Διαφωτισμού.
Αυτό το άγνωστο και αχαρτογράφητο κομμάτι της πραγματικότητας – το «άσκεπτο» του Φουκό, το «μη-ταυτόν» του Αντόρνο ή το «μη αναπαραστάσιμο» του Λυοτάρ,1 που καταδικάστηκε σε ανυπαρξία από την επιβολή του Λόγου»,2 ίσως, γίνει εφικτό να κατανοηθεί σε ένα μέρος του με τη δικαίωση του συγκεκριμένου «ερμηνευτικού εγχειρήματος» που διασώζουν τα έργα αυτά.
Ο Ντοστογιέφσκι αποδίδει πολύ εύστοχα αυτή τη μεροληψία και την αδυναμία του θετικισμού να ερμηνεύσει ολιστικά την πραγματικότητα και τον άνθρωπο στους Αδελφούς Καραμάζοβ: «[…] Κοιτάξτε τους κοσμικούς, όλον αυτόν τον κόσμο που υψώνεται αλαζονικά πάνω από τον λαό του Θεού. Δε διαστρέβλωσαν τάχα τη μορφή του Θεού και την αλήθεια Του; Έχουν την επιστήμη τους. Μα η επιστήμη μπορεί να εξετάσει μονάχα εκείνα που γίνονται αντιληπτά με τις αισθήσεις. Ο ψυχικός κόσμος, δηλαδή το ανώτερο μισό της ανθρώπινης ύπαρξης, έχει τέλεια εξοστρακιστεί, αποδιώχτηκε με αλαλαγμούς θριάμβου, ακόμα και με μίσος».
Αναγνωρίζοντας δικαίωμα στο μερίδιο αλήθειας που μπορεί να κομίζουν άλλες, μη ορθολογικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις ―παράλογο, ψυχοπαθολογικό, μυθικό, μαγικό, υπερφυσικό― επιδιώκεται μια πολυπρισματικότερη θεώρηση κι ερμηνεία του κόσμου, των γεγονότων, της πραγματικότητας.
Αν συνυπολογίσουμε ότι τα λογοτεχνικά έργα που αξιοποιούν τις γεωγραφικές ιδιολέκτους συνήθως είναι συλλογές διηγημάτων με μια σταθερή σχεδόν προτίμηση στη σύντομη φόρμα των μικρο-αφηγήσεων και της μικροαφηγηματικής δομής, και πολλά από αυτά στηρίζονται πραγματολογικά σε πραγματικές μαρτυρίες, θησαυρισμένες από τους συγγραφείς τους, τις οποίες μεταπλάθουν λογοτεχνικά, τότε αναδύεται και μια επιπλέον φιλοδοξία τους: να απομακρυνθούν από τις μείζονες αφηγηματικές συνθέσεις και τα αντίστοιχα ολιστικά ερμηνευτικά σχήματα περί πραγματικότητας και ιστορικού παρελθόντος και να αναδείξουν την, σκοπίμως ή ακουσίως, υποτιμημένη μικροϊστορία. Φιλοδοξία που φέρνει στην επιφάνεια μια ευρύτερη ιδεολογική στόχευση των συγγραφέων τους: να συμπληρώσουν τα κενά της μακροϊστορίας και της επίσημης Ιστοριογραφίας, φωτίζοντας και άλλες παραμελημένες ερμηνείες, οπτικές ή εκδοχές του ιστορικού παρελθόντος και της τοπικής ιστορίας, καθώς ακόμη και η λογοτεχνική αναπαράσταση του παρελθόντος συμμετέχει και αυτή, mutatis mutandis, στην ιστορική μας εγκυκλοπαίδεια και στη Δημόσια Ιστορία.
Χαρακτηριστική ως προς την ανάδειξη της «μικρής», ασήμαντης ιστορίας των αφανών και ανώνυμων συλλογικοτήτων είναι η θέση της Ιστορικού-αρχαιολόγου, Σοφίας, Αυγέρη, που διατυπώνεται σαν μότο στη αρχή του βιβλίου του Αντώνη Πάσχου, Το Αδελφομοίρι: «Για δεκαετίες η περίοδος της βουλγαρικής κατοχής και τα όσα διαδραματίστηκαν κατά τη διάρκειά της δεν είχαν τύχει σημαντικού επιστημονικού ενδιαφέροντος», που υπογραμμίζει ακριβώς την πρόθεση της συγκεκριμένης λογοτεχνικής αφήγησης, να αποκαταστήσει την ιστορική αδικία και να φέρει στο φως γεγονότα που έμειναν στην αφάνεια ή στο ημίφως.
Η συνειδητή μεταμοντέρνα δυσπιστία ή και ασυνείδητη αμφιβολία στην απόλυτη και καθολική γνωσιακή δυνατότητα του υποκειμένου κατά την Καντιανή πεποίθηση «ότι δεν αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο όπως είναι καθεαυτός, αλλά όπως παρουσιάζεται μέσω ενός πνεύματος που τον παρατηρεί» οδηγεί στην αμφισβήτηση της δυνατότητας ολιστικής αναπαράστασης της πραγματικότητας που ευαγγελίζονται οι μείζονες αφηγήσεις. Έτσι, οι συγγραφείς αυτών των βιβλίων πριμοδοτούν και προσπαθούν να διασώσουν τις πιο αδύναμες φωνές, όψεις, εκδοχές κι ερμηνείες, καθώς η πραγματικότητα, είτε πρόκειται για το παρελθόν είτε για το παρόν, είναι κατηγορία σύνθετη και μόνο με μια τέτοια πολυφωνία και πολυεστιακή θεώρηση μπορεί να κατανοηθεί και να απεικονιστεί..
Την υπόθεσή μας αυτή εγκυροποιεί και η αφηγηματική αρχιτεκτονική αυτών των κειμένων. Οι ήρωές τους είναι συνήθως οι ίδιοι και αφηγητές, πρωτοπρόσωποι, ομοδιηγητικοί ή και αυτοδιηγητικοί, που καταθέτουν είτε ως πρωταγωνιστές είτε ως παρατηρητές/μάρτυρες προσωπικές ή συλλογικές εμπειρίες και βιώματα με την επιδιωκόμενη, βέβαια, υποκειμενικότητα που χαρακτηρίζει τον συγκεκριμένο τύπο αφήγησης και διασώζει την περιορισμένη γνώση, την οπτική και το βίωμα του υποκειμένου, για να αποτελέσει μια ακόμη ψηφίδα στο σύνθετο, πολυφωνικό ιστορικό γίγνεσθαι.
Μιλήσαμε παραπάνω για μια νέα ηθογραφία που δεν κουκουλώνει, δεν εξωραΐζει, δεν κρύβει, δεν διστάζει να αποκαλύψει παθογένειες. Ωστόσο, θεωρώ πως αυτή η επιστροφή στην μικροκλίμακα της υπαίθρου, της περιφέρειας, της επαρχίας εκφράζει και μια κόπωση του ανθρώπου από την ξενότητα, τον αυτισμό και την επιδερμική διανθρώπινη επικοινωνία που επικρατεί στο άξενο και αφιλόξενο αστικό περιβάλλον και την επιθυμία αναβίωσης της θαλπωρής, της συμπαράστασης και της αλληλεγγύης που επιβιώνει ακόμη μέσα στις μικρές συλλογικότητες της επαρχίας, του χωριού, της κοινότητας, της γειτονιάς, της διευρυμένης οικογένειας. Ο Γιάννης Μακριδάκης σε μια συνέντευξή του αναφέρεται σε αυτή ακριβώς την αναμορφωτική δύναμη που ασκούν ψυχολογικά και κοινωνικά οι μικροσυλλογικοτητες: «Ο πυρήνας για να αλλάξει ο κόσμος είναι οι μικροκοινωνίες. Και στη λογοτεχνία εκεί το έριξα το βάρος μου, περιγράφοντας μικροκοινότητες που μπορούσαν να έχουν παγκόσμιο ενδιαφέρον».3
Πέρα και πάνω, όμως, από τις εκάστοτε συγγραφικές προθέσεις και στοχεύσεις αυτό που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι τα έργα αυτά με τις πλούσιες γλωσσικές τους …ιδιοτροπίες καλλιεργούν έναν πολύχρωμο γλωσσικό μπαξέ, με πολλών λογιών γεωγραφικά γλωσσικά εδώδιμα και προ(σ)καλούν τον αναγνώστη σε μια κοπιώδη κάποτε, αλλά οπωσδήποτε γοητευτική κι ενδιαφέρουσα αναγνωστική εξάσκηση κι εμπειρία, μια απολαυστική γλωσσική γευσιγνωσία.



1. Θεόδωρος Γεωργίου (1988). «Η συζήτηση για τη μεταμοντέρνα κατάσταση: Προλεγόμενα», στο: Ζ.Φ. Λυοτάρ, H μεταμοντέρνα κατάσταση, πρόλ. Θ. Γεωργίου, μτφρ. Κ. Παπαγιώργης, Γνώση, 15-16.
2. Λυοτάρ, ό.π., σ. 16.
3. https://www.lifo.gr/culture/vivlio/giannis-makridakis-omotehnos-niotho-mono-me-toys-anthropoys-toy-horafioy

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: