Τα κόκκινα πουλιά

Τα κόκκινα πουλιά

Πασχάλης Κατσίκας, «Τα κόκκινα πουλιά», εκδ. Δρόμων 2022


Λευκές φάλαινες και τυφλοί καρχαρίες που …ίπτανται, παραδείσια πουλιά και νυχτερίδες, ουροβόρα ερπετά, λύκοι και φτερωτοί άγγελοι είναι οι ένοικοι στο παράδοξο, γοητευτικό σύμπαν της τελευταίας ποιητικής συλλογής του Πασχάλη Κατσίκα, Τα Κόκκινα Πουλιά. Τις νύχτες- κυρίαρχος σκηνικός χρόνος στον οποίο διαδραματίζονται τα περισσότερα ποιητικά γεγονότα- τα ετερόκλητα αυτά όντα συναντιούνται για να κατοικήσουν το υπερβατικό ποιητικό περιβάλλον.
Η πολύσημη ποιητική …πανίδα της συλλογής συνθέτει ένα σκηνικό εκρηκτικής πανδαισίας χρωμάτων και συμβόλων, που άλλοτε ανακαλεί τις ονειρικές αιωρήσεις του Marc Chagall, άλλοτε παραπέμπει σε πίνακες του Ιερώνυμου Μπος, σε μια προσπάθεια να συγχωνευτούν και να «χωρέσουν» όλες οι οικείες, φιλικές, αγγελικές αλλά και οι εχθρικές, δαιμονικές δυνάμεις που φωλιάζουν κι αντιπαλεύουν μέσα μας, στον εαυτό μας, κι έξω, στον άλλον, στην ίδια τη ζωή. Κι ο ευαίσθητος ποιητικός στοχασμός, περιηγητής στο περιβόλι του Καλού και του Κακού, αναλαμβάνει με τόλμη να αναμετρηθεί με τα μείζονα, συλλογικά και διαχρονικά υπαρξιακά ζητήματα του κόσμου τούτου, τον έρωτα, τη μοναξιά, τον θάνατο.
Ο έρωτας είτε ως παρουσία είτε ως απουσία έχει δεσπόζουσα θέση στη συλλογή. Κάποιες φορές παίρνει τη μορφή άγριων ενστίκτων, που όσο κι αν ο ανθρώπινος πολιτισμός πάλεψε να τιθασεύσει, να ημερώσει και να εξευγενίσει κάτω από «σατέν βλέμματα», αυτά έχουν χαραχτεί με ανεξίτηλη σινική μελάνη στο γενετικό φορτίο του ανθρώπινου είδους. Δεν φαίνονται, αλλά παραμονεύουν και σαν «τυφλοί καρχαρίες» ξεχύνονται, απαιτώντας να χορτάσουν την ακόρεστη πείνα τους με σαρκοβόρους έρωτες:

Μια εξήγηση δεν μας δόθηκε
για τούτη την ακόρεστη πείνα
Πώς να χορτάσουμε τον τυφλό καρχαρία
με αρώματα λουλουδιών;
[…]
Με δόντια λαμπρά και κατακόκκινα
αφήνει αποτυπώματα στα μαξιλάρια
ξελογιάζοντας τον ύπνο μας
Δεν μας συμπονά, αν δεν σμίξουμε να γίνουμε ένα
Αν δεν φυτρώσουν στη ράχη μας τα φτερά του …
(«Τα σ’ αγαπώ»)

Άλλοτε, ο ζωοδότης αυτός θεός, σαν Ρωμαίος Ιανός στρέφει το πρόσωπο και παίρνει τη μορφή της απουσίας, της σιωπής, του κενού. Ενός μικρού θανάτου. Η ζωή με τη απαρέγκλιτη Ηρακλείτεια νομοτέλεια υπενθυμίζει ότι τίποτα δεν μένει σταθερό, τίποτα δεν διαρκεί για πάντα, όλα αλλάζουν, όπως οι εποχές. Έχει κι ο έρωτας τις εποχές του και οι πιο σκληρές είναι εκείνοι οι «Θλιβεροί χειμώνες» που …

Δεν τριγυρνούν πια στο κρεβάτι τα φιλιά
Κ’ οι πεταλούδες που έσπρωχναν
τα σώματα στον έρωτα
γίνονται νυχτερίδες να σκεπάσουν το φεγγάρι
(«Αδιαφορώ»)

Ο ποιητής ενδοσκοπείται κι επιδίδεται σε έναν επίμονο λόγο εις εαυτόν, προσπαθώντας να ταξινομήσει μέσα του την αταξία του κόσμου τούτου. Είναι φορές που οδηγείται στην οδυνηρή επίγνωση πως «ο καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα, μοναχός στη δόξα και στο θάνατο». Στο παρακάτω ποίημα που είναι αφιερωμένο στον Ντίνο Χριστιανόπουλο, λυρικά θρηνεί ο ποιητής τη μοναξιά. Τη μοναξιά τη δική του, την ατομική και τη συλλογική…

Δεν βρήκα ένα κρεβάτι την έξαψη να κατευνάσω…
ολομόναχος μέσα σε ξύλινους τοίχους
χαράσσω το αιώνιο παράπονο ...
όλοι εσείς που ξημεροβραδιάζεστε
στα δρομολόγια του πάθους
αφήστε τουλάχιστον ένα στεφάνι
στον τύμβο της δυστυχίας μου
(«Άνθρωποι και ποντίκια»)

Ο θάνατος συνεχώς παρών, δεν παύει να υπενθυμίζει την παρουσία του: Τις νύχτες με ξεκουφαίνουν φτερά αγγέλων («Οι Αράχνες»).

Περιπλανιέμαι τα μεσάνυχτα
στον κήπο του Καλού και του Κακού,
Σκοντάφτω στις ταφόπλακες
Τ’ όνομα μόνο κ’ η ηλικία μας
θα ζήσουν για πάντα στον Παράδεισο
(«Ο κήπος του Καλού και του Κακού»)

Το ποιητικό υποκείμενο, όμως, φαίνεται να αποδέχεται ψύχραιμα και νηφάλια αυτή την συνθήκη …ζωής. Η επίγνωση του αναπόδραστου δεν αποστραγγίζει την επιθυμία της ζωής, δεν τον οδηγεί στον μηδενισμό, στον άγονο πεσιμισμό. Αντίθετα η προοπτική του θανάτου καταυγάζει την ζωή, την ανάγει σε αξία ανεκτίμητη μέσα από την εφήμερη ύλη της:

Απροειδοποίητα φάνηκε η ομορφιά του κόσμου / Μόλις γεννήθηκε ο θάνατος («Ο κλέφτης»).

Το ένστικτο και η επιθυμία για ζωή τον ωθούν να αναζητήσει άγκυρες, που υπενθυμίζουν κι επιβεβαιώνουν την έστω εφήμερη ομορφιά της. Στη σύντομη ζωή του ο άνθρωπος παλεύει, πολεμάει να γευτεί μια μικρή δόση αθανασίας, μια αστραπή αιωνιότητας. Η ικανοποίηση αυτής της αίσθησης έρχεται μέσα από την ύπαρξη και τη συνάντηση με τον Άλλο, με το Εσύ. Άλλωστε η εφήμερη, θνητή μας ύπαρξη αποτελεί ένα γεγονός, ένα γίγνεσθαι που είναι πάντα συν-ύπαρξη και μόνο στην αμοιβαιότητά του βιώνεται και αποκτά νόημα. Ο άνθρωπος ούτε θηρίο, ούτε Θεός.
Η στροφή και η απεύθυνση στο Εσύ, δεσπόζει σε αρκετά ποιήματα, αισθητοποιώντας την παρήγορη απαντοχή και τη δύναμη που παίρνει, για να αντέξει τις οδύνες που επιφυλάσσει το πεπρωμένο σε κάθε άνθρωπο. Το ποιητικό υποκείμενο, ευγνώμον για την αστραπιαία ευδαιμονία που γεύτηκε στη σπάνια συνθήκη της συναισθηματικής αμοιβαιότητας, σε αυθεντικές και ειλικρινείς ανθρώπινες αγκαλιές, διατηρεί μια γενναία ποσότητα πίστης που ανακουφίζει και θεραπεύει τον υπαρξιακό φόβο της ανυπαρξίας, της ανούσιας ζωής, δικαιώνοντας και καταξιώνοντάς την:

Χαίρομαι στον κόσμο τούτο
που’ χω μιαν άγκυρα
Αν δεν υπήρχες,
[…]
ίσως απλώς να ήμουν πνεύμα
που πέρασε στην ανυπαρξία
[…]
Μένω υπόχρεος που σ’ αγαπώ

Αν η ανοικείωση είναι θεμελιώδες ζητούμενο για την ποιητική γλώσσα, όπως υποστηρίζουν οι Ρώσοι φορμαλιστές, αν «το υλικό της Τέχνης πρέπει να είναι εξεζητημένο», ώστε να ακυρώνει τις αυτοματοποιημένες αντιδράσεις του αναγνώστη και να του δημιουργεί νέες εντυπώσεις και αντιλήψεις, να ανανεώνει τη ματιά του για τον κόσμο, αυτό είναι σίγουρα μια αρετή της συλλογής, καθώς πράγματι συνιστά ένα ανοίκειο, παράδοξο και δυσπρόσιτο τοπίο, που προκαλεί τον αναγνώστη να το χαρτογραφήσει αναγνωστικά και ερμηνευτικά.
Τα πλούσια σύμβολα και τα διακείμενα που αναδύονται μέσα από πολλά ποιήματα, προκαλούν αβίαστα τη συναισθητική ενεργοποίηση και μέθεξη του αναγνώστη στο ποιητικό σύμπαν, ενώ ταυτόχρονα τού δίνουν έναν ενεργό ρόλο, εφόσον τον ωθούν σε μια σύνθετη νοητική διεργασία νοηματοδότησης, που προαπαιτεί να ανασύρει από μέσα του προηγούμενες αναγνωστικές εμπειρίες σχετικά με το μυθολογικό και συμβολικό ή ψυχαναλυτικό φορτίο που κουβαλούν οι έμβιοι κάτοικοι του ποιητικού αυτού περιβάλλοντος, επιτρέποντας ταυτόχρονα την ερμηνευτική ελευθερία για ποικίλες προσλήψεις.
Οι ήχοι, οι τόνοι, η υφή των λέξεων, όλα επιμελώς επιλεγμένα, ώστε να διατηρούν έναν εσωτερικό ρυθμό, που άλλοτε βηματίζει, κουβαλώντας το άχθος και το βάρος του σημαινόμενου, άλλοτε …ίπταται πανάλαφρος παρασυρμένος απ’ την αιθέρια ύλη του. Τα ποιήματα της συλλογής ολιγόστιχα και σύντομα, ο λόγος λιτός, αφαιρετικός, εύστοχα οικονομημένος αλλά όχι οικονομικός, δεν στερεί τίποτα, δεν επιφέρει την παραμικρή έκπτωση στο επίπεδο του βάθους και της ουσίας των μεγάλων υπαρξιακών ζητημάτων με τα οποία αναμετράται.
Επίμονος εργάτης του λόγου, αναζητά με υπομονή και βάσανο την κάθε λέξη, γιατί ξέρει πως «για μια και μόνο λέξη, πρέπει να λιώσει χιλιάδες τόνους γλωσσικό μετάλλευμα» (Μαγιακόφσκι), προκειμένου να μεταδώσει το βάθος, την ένταση του συναισθήματος στον αναγνώστη. Η σχολαστική αυτή αναζήτηση απορρέει από μια βαθιά ανάγκη επικοινωνίας, πλησιάσματος, παρηγορίας, καθώς ξέρει πως η υπαρξιακή μοναξιά μόνο με την κατάφαση του άλλου ανακουφίζεται.
Αν τελικά ποίηση είναι «μια ανθρώπινη καρδιά φορτωμένη όλο τον κόσμο» κατά τη γνωστή έκφραση του Ν. Βρεττάκου, τέτοια είναι και τα ποιήματα του Π. Κατσίκα, που φέρουν πάνω τους τραύματα και πληγές, τις δικές του και όλης της ανθρωπότητας:

Κι εγώ τα περιθάλπω με στοργή
Πρωί και βράδυ από μια δυνατή εκφώνηση
Μού έχουν συστήσει οι γιατροί
Τις λέξεις τους αλλάζω τακτικά
Προτού κακοφορμίσουν
Κι όταν πια είναι ικανά να εργαστούν
Λιγάκι πριν γεράσουν, σ’ εσάς τα παραδίδω
(«Τα αδιήγητα ποιήματα»)

Η ποίηση των Κόκκινων πουλιών είναι ένα γοητευτικό ταξίδι στα σκοτάδια και στις ξαστεριές της ανθρώπινης ψυχής, στις μεγάλες αλήθειες της ζωής. Μια ποίηση υπαρξιακή που ψηλαφεί με θάρρος τα σοβαρά ανθρώπινα ζητήματα, χωρίς, όμως, να απαισιοδοξεί, να μηδενίζει ή να απελπίζει, διατηρώντας σαν επωδό την παραμυθία που τόσο σοφά και μετρημένα κλείνει μέσα της σαν φάρμακο για τις πληγές που προκαλεί, η ίδια, η έστω εφήμερη, ζωή μας.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: