Τα παπούτσια

Γιάννης Πάνου, Ρούλα Πατεράκη, Τυνησία, Πρωτοχρονιά του 1998
Γιάννης Πάνου, Ρούλα Πατεράκη, Τυνησία, Πρωτοχρονιά του 1998

Μας εί­παν οι άλ­λοι – να φύ­γε­τε όταν νυ­χτώ­σει. Εμείς εί­πα­με – όχι, θα ξε­κι­νή­σου­με ξη­με­ρώ­μα­τα.
Μας έδιω­χναν, αλ­λά θα φεύ­γα­με με τους δι­κούς μας όρους.
Συμ­φω­νή­σα­με να φύ­γου­με με ό,τι φο­ρού­σα­με· ο κα­θέ­νας να πά­ρει μό­νο από ένα κα­θα­ρό εσώ­ρου­χο, ένα ζευ­γά­ρι κάλ­τσες και τις φω­το­γρα­φί­ες του – χω­ρίς σκέ­ψη.
                Για τις φω­το­γρα­φί­ες δεν συμ­φω­νού­σα. Κα­λύ­τε­ρα να τις αφή­να­με πί­σω. Στις τσέ­πες μας, τι νό­η­μα εί­χε; Στη θά­λασ­σα θα βρέ­χο­νταν – κι αν δεν βρέ­χο­νταν, θα χά­νο­νταν.
                Οι δι­κοί μας δεν μας ξε­προ­βό­δι­σαν· σή­κω­σαν απλώς τ’ άδεια φλι­τζά­νια του κα­φέ και μια στά­λα το κε­φά­λι. Χω­ρί­σα­με σα να γυρ­νά­με σπί­τια μας με­ση­μέ­ρι για φαΐ, με τη βε­βαιό­τη­τα ότι θα τα ξα­να­πού­με την επο­μέ­νη – ενώ ξέ­ρα­με.
                Δεν μας κρα­τού­σε άλ­λο αυ­τός ο τό­πος, δεν τις αντέ­χα­με άλ­λες τα­φές. Μα δεν θέ­λα­με και ν’ απο­χαι­ρε­τή­σου­με ορι­στι­κά κα­νέ­ναν.

Μό­λις ξε­μύ­τι­σε ο ήλιος, κα­τε­βή­κα­με στο πο­τά­μι. Με­τά βα­δί­σα­με για ώρες· άλ­λο­τε γορ­γά, άλ­λο­τε ρά­θυ­μα. Βρή­κα­με κά­πο­τε μια σπη­λιά, χω­θή­κα­με μέ­σα να γλι­τώ­σου­με από τον με­ση­με­ριά­τι­κο ήλιο. Τα μαύ­ρα ρού­χα μάς ζέ­σται­ναν πο­λύ. Βγή­καν δυο παι­διά και μά­ζε­ψαν αγριό­χορ­τα· όσοι μπό­ρε­σαν τα έφα­γαν.
                Ο Δη­μή­τριος δεν άντε­ξε. Ποιος ξέ­ρει τι τον πεί­ρα­ξε – τα χόρ­τα, η ανά­μνη­ση, τα πα­πού­τσια που τον χτύ­πα­γαν; Μή­πως η ζέ­στη; Πή­γε πιο πέ­ρα κι έκα­νε εμε­τό δυο φο­ρές. 
                Κά­θι­σε σ’ έναν βρά­χο, ήπιε λί­γο νε­ρό. Έβγα­λε κά­τι απ’ την τσέ­πη του –χάρ­τι­νο έμοια­ζε, ίσως μια φω­το­γρα­φία–, ύστε­ρα έλυ­σε τα κορ­δό­νια κι έβγα­λε τα πα­πού­τσια του.
                Τ’ άφη­σε εκεί, κα­τα­γής· μας εί­πε να μην τ’ αγ­γί­ξει κα­νείς.
                Όλο τον υπό­λοι­πο δρό­μο τον περ­πά­τη­σε έτσι, μό­νο με τις κάλ­τσες.

Με­τά από ώρα φτά­σα­με σ’ ένα ξέ­φω­το. Η Ελέ­νη ζή­τη­σε να στα­μα­τή­σου­με – τα παι­διά δεν έχουν ανά­σα, εί­πε, κι ήταν το βλέμ­μα της δια­πε­ρα­στι­κό σα μα­χαι­ριά. Αλ­λά κα­νείς δεν στα­μά­τη­σε, ού­τε καν τα ίδια τα παι­διά – η επι­θυ­μία ολο­νών να δού­με επι­τέ­λους τη θά­λασ­σα εί­χε πια γι­γα­ντω­θεί.
                Δεν επέ­μει­νε η Ελέ­νη. Σή­κω­σε στην πλά­τη της τον Λούη, ένα υπερ­βο­λι­κά μι­κρο­κα­μω­μέ­νο αγό­ρι, μα­θη­τή του Δη­μή­τριου, και συ­νέ­χι­σε να περ­πα­τά. Εμείς οι υπό­λοι­ποι απλώς την ακο­λου­θή­σα­με.
                Ο Δη­μή­τριος ερ­χό­ταν τε­λευ­ταί­ος, να έχει τον έλεγ­χο.
                Μι­σή ώρα αρ­γό­τε­ρα, πή­ρε τον Λούη στη δι­κή του πλά­τη – να μη λυ­γί­ζει το κυ­πα­ρίσ­σι, εί­πε μο­νο­λο­γώ­ντας.
                Και η Ελέ­νη –το κυ­πα­ρίσ­σι– γέ­λα­σε.

Στη θά­λασ­σα όταν φτά­σα­με, εί­χε πλέ­ον σου­ρου­πώ­σει. Βρή­κα­με ένα έρη­μο καρ­νά­γιο, μπή­κα­με μέ­σα, κα­θί­σα­με όλοι με την πλά­τη στον τοί­χο απέ­να­ντι απ’ την πόρ­τα κι οι πε­ρισ­σό­τε­ροι απο­κοι­μή­θη­καν κα­τευ­θεί­αν.
                Ο Δη­μή­τριος έγει­ρε δί­πλα απ’ την πόρ­τα χω­ρίς να κλεί­σει τα μά­τια.
                Ού­τε κι εμέ­να μου κολ­λού­σε ύπνος. Κα­θό­μουν ακρι­βώς απέ­να­ντί του κι έπε­σε το βλέμ­μα μου στα πό­δια του. Οι κάλ­τσες του δεν υπήρ­χαν πια, εί­χαν κα­τα­τρυ­πή­σει, οι φτέρ­νες του γδαρ­μέ­νες πα­ντού, τα δά­χτυ­λα μα­τω­μέ­να.
                Μ’ εί­δε που τα κοι­τού­σα και προ­σπά­θη­σε να τα κρύ­ψει. Εσύ γράμ­μα­τα ξέ­ρεις; με ρώ­τη­σε ξαφ­νι­κά, ξέ­ρω, απά­ντη­σα εγώ. Και μου ’δω­σε ένα δι­πλω­μέ­νο γράμ­μα, με πα­ρα­κά­λε­σε να του το δια­βά­σω.
                Πα­ρα­ξε­νεύ­τη­κα· δά­σκα­λος να ζη­τά από ’μέ­να να του δια­βά­σω, για­τί;
                Δεν ρώ­τη­σα, απλώς διά­βα­σα σι­γα­νά – να μην ξυ­πνή­σω τους άλ­λους.
                Τ’ άρ­βυ­λά μου, αν για οποιον­δή­πο­τε λό­γο πά­ψω να εί­μαι, να τα πά­ρει ο Δη­μή­τριος. Δη­μή­τριε, φό­ρα τα συ­νέ­χεια. Αν χα­θώ, εσύ να μεί­νεις. Φό­ρα τα πα­πού­τσια μέ­χρι να λιώ­σουν.
                Δί­πλω­σα το γράμ­μα, του το επέ­στρε­ψα. Δεν εί­χα ιδέα τι ήταν αυ­τό που μό­λις εί­χα δια­βά­σει. Το μό­νο που μου ’ρ­θε στο μυα­λό να τον ρω­τή­σω ήταν, για­τί δεν αλ­λά­ζεις κάλ­τσες;
                Δεν μου απά­ντη­σε. Ση­κώ­θη­κε, ήρ­θε κι ακού­μπη­σε μα­λα­κά τον ώμο της Ελέ­νης που κοι­μό­ταν πλάι μου χω­ρίς να την ξυ­πνή­σει. Μου ’κα­νε ένα νό­η­μα να ση­κω­θώ κι εγώ, με πή­γε ώς το κα­τώ­φλι της πόρ­τας κι απλώς με χαι­ρέ­τη­σε.
                Λί­γες ώρες αρ­γό­τε­ρα, όταν ξη­μέ­ρω­σε, η Ελέ­νη με ρώ­τη­σε πού ήταν ο Δη­μή­τριος. Της εί­πα ότι εί­χε φύ­γει. Κι εκεί­νη ξε­ρο­κα­τά­πιε· τα πα­πού­τσια, εί­πε μό­νο και βγή­κε να πά­ρει αέ­ρα.
               

Εί­χα­με μεί­νει εν­νιά χω­ρίς τον Δη­μή­τριο. Τώ­ρα πί­σω πί­σω πή­γαι­νε η Ελέ­νη, αυ­τή εί­χε τον έλεγ­χο. Τον Λούη τον έπαιρ­ναν όλοι οι με­γά­λοι εναλ­λάξ, κά­θε μι­σή ώρα άλ­λα­ζε πλά­τη.
                Φτά­σα­με στο λι­μά­νι κα­τά τις οχτώ και μι­σή. Μπή­κα­με στη βάρ­κα που μας πε­ρί­με­νε και μό­νον αφό­του ξα­νοι­χτή­κα­με αρ­χί­σα­με να μι­λά­με. Ρώ­τη­σα τό­τε την Ελέ­νη για τον Δη­μή­τριο. Δεν μου εξή­γη­σε πολ­λά, μό­νο ότι τα πα­πού­τσια ήταν του αδελ­φού του, του Θε­ό­δω­ρου, και πως μάλ­λον τα ’χε βγά­λει για­τί σε κά­θε βή­μα ένιω­θε πως τον χώ­νει κι άλ­λο βα­θιά στη γη.
                Δεν τον ήξε­ρα τον Θε­ό­δω­ρο, αλ­λά απ’ την κου­βέ­ντα της Ελέ­νης, υπέ­θε­σα πως ήταν κι αυ­τός ένας απ’ τους νε­κρούς.
               

Στε­ριά πα­τή­σα­με δώ­δε­κα ώρες αρ­γό­τε­ρα, ηλιο­κα­μέ­νοι, πει­να­σμέ­νοι, δι­ψα­σμέ­νοι. Η Ελέ­νη με τρά­βη­ξε πα­ρά­με­ρα, με χάι­δε­ψε στο μά­γου­λο και μου ’πε κά­τι πε­ρί­ερ­γο, σαν ποί­η­μα – τα πρά­σι­να φύλ­λα της ζω­ής, τα χρω­μα­τι­στά άν­θη του έρω­τα, να βγού­με να τα με­τρή­σου­με, μή­πως κι ανα­δει­χθού­με κά­που νι­κη­τές.
                Έτσι μου ’πε.       
                Κι όταν έξυ­σα το κε­φά­λι μου απο­ρη­μέ­νη, έσκυ­ψε και μου ψι­θύ­ρι­σε κά­τι ακό­μα – οι γιορ­τές σω­παί­νουν, οι καρ­διές πο­τέ.
                Κα­τά­λα­βα ότι μας άφη­νε κι αυ­τή. Δεν το ’πε, αλ­λά το ’ξε­ρα πως θα πή­γαι­νε να βρει τον Δη­μή­τριο.
                Και, πράγ­μα­τι, η Ελέ­νη ξα­να­μπή­κε στη βάρ­κα – έφυ­γε μό­νη της.

Του Δη­μή­τριου του πέ­φτα­νε μι­κρά τα πα­πού­τσια, τον στέ­νευαν τό­σο που ’νιω­θε το αί­μα στα πέλ­μα­τα να μη φτά­νει. Μα δεν εί­χε σκο­πό να τα ξα­να­βγά­λει. Ανέ­βαι­νε αδιά­κο­πα, λέ­γο­ντας μό­νο με­ρι­κά αχ στον αέ­ρα. Χάρ­τη δεν εί­χε μα­ζί του, μα τα ήξε­ρε κα­λά εκεί­να τα μέ­ρη, τα θυ­μό­ταν απ’ όταν ήταν παι­δί. Κι άλ­λω­στε, δεν πή­γαι­νε προς συ­γκε­κρι­μέ­νη κα­τεύ­θυν­ση.
                Αλ­λά ενώ βά­δι­ζε με κό­πο, αι­σθα­νό­ταν μια κά­ποια εσω­τε­ρι­κή ορ­μή. Και σι­γά σι­γά στα­μά­τη­σε να δί­νει ση­μα­σία στα πα­πού­τσια που τον έσφιγ­γαν, στο δέρ­μα του που και­γό­ταν.
                Στο πο­τά­μι όταν έφτα­σε, δεν βρή­κε κα­νέ­να ίχνος ζω­ής. Κοί­τα­ξε λί­γο γύ­ρω του, δά­κρυ­σε.
                Και ξαφ­νι­κά έχω­σε ολό­κλη­ρο το κε­φά­λι στο νε­ρό. Έμει­νε από κά­τω αρ­κε­τά δευ­τε­ρό­λε­πτα· εί­δε τον Θε­ό­δω­ρο ανά­με­σα σε ψά­ρια και φύ­κια, ακί­νη­το, με τα μά­τια κλει­στά· εί­δε ύστε­ρα και την Ελέ­νη – η Ελέ­νη όμως τον τρά­βη­ξε απ’ το σβέρ­κο, τον έβγα­λε έξω απ’ το νε­ρό με δύ­να­μη. Κι αυ­τός τι­νά­χτη­κε από­το­μα πά­νω, πή­ρε μια βα­θιά ανά­σα, έβγα­λε ξα­νά ένα αχ, πα­ρα­τε­τα­μέ­νο κι ανή­συ­χο αυ­τή τη φο­ρά, σκού­πι­σε με το που­κά­μι­σο το πρό­σω­πό του και ξα­νάρ­χι­σε να περ­πα­τά.
                Τώ­ρα ήξε­ρε πού πά­ει, το ’χε πια σι­γου­ρέ­ψει μέ­σα του – και ήξε­ρε και για­τί.


Τα πα­πού­τσια μας γέ­μι­σαν νε­ρό έτσι όπως περ­πα­τού­σα­με στην ακρο­θα­λασ­σιά· γέ­μι­σαν μι­κρά βό­τσα­λα, φύ­κια, θρύ­ψα­λα κι αγκά­θια αχι­νών. Κι εί­χε βα­ρύ­νει το κε­φά­λι απ’ τον ήλιο, μα δε στα­μα­τή­σα­με ού­τε για νε­ρό – βια­ζό­μα­σταν.
                Τώ­ρα βά­δι­ζα εγώ πί­σω απ’ όλους. Έλε­γα φω­να­χτά αυ­τό που μου ’χε πει η Ελέ­νη –δεν ξέ­ρω για­τί–, το φώ­να­ζα ξα­νά και ξα­νά ώσπου να το μά­θουν κι οι άλ­λοι.
                Προ­χω­ρού­σα­με σα να βλέ­που­με μπρο­στά μας μια όα­ση – κι ας βα­δί­ζα­με σ’ έρη­μο τό­πο. Με το μυα­λό μας βλέ­πα­με το τέ­λος, τον προ­ο­ρι­σμό – ακό­μα και τα πιο μι­κρά παι­διά. Δεν πι­στεύ­α­με σε κα­νέ­ναν θεό, σε κα­μιά ανώ­τε­ρη δύ­να­μη. Μας οδη­γού­σε η επι­θυ­μία μας. Πη­γαί­να­με να βρού­με έναν και­νούρ­γιο τό­πο· έναν τό­πο με αν­θρώ­πους που θα μας δέ­χο­νταν τρα­γου­δώ­ντας, χο­ρεύ­ο­ντας, κά­που που δεν θα μας έδιω­χνε ο θά­να­τος· έναν τό­πο γιορ­τής και ζω­ής.


Το νε­ρό μες στα πα­πού­τσια μας λι­γό­στε­ψε σι­γά σι­γά. Έβγαι­νε και χυ­νό­ταν κα­θώς βυ­θί­ζο­νταν τα πό­δια μας στη γη με κά­θε βή­μα. Τα φύ­κια έλιω­σαν, τα βό­τσα­λα πή­γαν και χώ­θη­καν ανά­με­σα στα δά­χτυ­λα, τρύ­πω­σαν στα μι­κρά κε­νά, στις κούρ­μπες αυ­τής της άκρης σώ­μα­τος, κι έπα­ψαν να υπάρ­χουν – δεν μας ενο­χλού­σαν πια.
                Και τ’ αγκά­θια των αχι­νών, αφού τρύ­πη­σαν ό,τι ήταν να τρυ­πή­σουν, αφού χώ­θη­καν βα­θιά στο δέρ­μα, αφο­μοιώ­θη­καν κι αυ­τά σαν ορ­γα­νι­κή ύλη, στα­μά­τη­σαν να προ­κα­λούν πό­νο.
                Κι εμείς συ­νε­χί­σα­με να προ­χω­ρά­με προς τον τό­πο που φα­ντα­ζό­μα­σταν γιορ­τι­νό, χω­ρίς ν’ ανα­ρω­τιό­μα­στε πλέ­ον ού­τε για τον Δη­μή­τριο ού­τε για την Ελέ­νη.
                Ήμα­σταν σί­γου­ροι πως εί­χαν κα­τα­φέ­ρει κά­που να συ­να­ντη­θούν.


Μή­νες αρ­γό­τε­ρα μά­θα­με πως εί­χαν εγκα­τα­στα­θεί σ’ ένα χω­ριό στα Γρε­βε­νά που το ’λε­γαν Σμί­ξη, και πως κά­θε πρωί οι γεί­το­νες τους έβλε­παν να βγαί­νουν στην αυ­λή του σπι­τιού τους και να με­τρούν τα άν­θη στις γλά­στρες.

Φανταστική ιστορία εμπνευσμένη από τον Δημήτριο και την Ελένη, ήρωες στο μυθιστόρημα του Γιάννη Πάνου
...από το στόμα της παλιάς Remington.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: