Οι αγρυπνίες των αηδονιών

Στην Τυνησία, Πρωτοχρονιά του 1998
Στην Τυνησία, Πρωτοχρονιά του 1998


Φτά­νει στα νη­σί ξη­με­ρώ­μα­τα και ανα­ζη­τεί αμέ­σως τα­ξί για τις Πλά­τρες. Ο οδη­γός, ένας νε­α­ρός με­λα­χρι­νός Κύ­πριος με δα­σιά φρύ­δια, φου­ντω­τά μαλ­λιά και μου­στά­κι του συ­στή­νε­ται ως Φύ­τος, από το Νε­ό­φυ­τος. Αμέ­σως τον κυ­ριεύ­ει χα­ρά για το όνο­μα, που το παίρ­νει ως ση­μά­δι που του έστει­λε ο ίδιος ο Έγκλει­στος, για να τον κα­λω­σο­ρί­σει σε αυ­τό το τα­ξί­δι του μι­σε­ρού γυ­ρι­σμού. Ο Νε­ό­φυ­τος σε όλη σχε­δόν τη δια­δρο­μή από τη Λε­με­σό μέ­χρι τις Πλά­τρες δεί­χνει βα­ρύ­θυ­μος και δεν θέ­λει να μι­λά, γε­γο­νός που του αφή­νει χρό­νο να απο­λαύ­σει το το­πίο γύ­ρω του, τους αν­θρώ­πους στις αγρο­τι­κές δου­λειές του κα­λο­και­ριού, τα χω­ρά­φια που αλω­νί­ζο­νται, τις κο­πέ­λες με τις στά­μνες να δρο­σί­ζουν με κρύο νε­ρό τους ερ­γά­τες. Αν και το νη­σί δεν κα­τα­χτή­θη­κε από τους Γερ­μα­νούς, εί­ναι κι εδώ νω­πά ακό­μα τα ση­μά­δια που άφη­σε ο πό­λε­μος. Κοι­τά­ζει τα χω­ρά­φια και τους πρά­σι­νους λό­φους και μουρ­μου­ρί­ζει απο­λαυ­στι­κά, αφή­νο­ντας τα μά­τια του να γε­μί­σουν με αυ­τές τις ει­κό­νες που θε­ω­ρεί ελ­λη­νι­κές, αυ­τούς τους απλούς αν­θρώ­πους και τη ζωή που του θυ­μί­ζει τη νε­ό­τη­τα του, κα­μία σχέ­ση με την Αί­γυ­πτο και το Κάι­ρο, σκέ­φτε­ται. Το μυα­λό του πλημ­μυ­ρί­ζει με τα χρώ­μα­τα και στρέ­φο­ντας τα μά­τια του για πρώ­τη φο­ρά στο αυ­το­κί­νη­το αντι­κρί­ζει από το μι­κρό κα­θρε­φτά­κι τα δα­σιά φρύ­δια του Νε­ό­φυ­του. Η μα­τιά του πη­γαί­νει ασυ­ναί­σθη­τα στο χέ­ρι του νε­α­ρού οδη­γού από το οποίο προ­σέ­χει για πρώ­τη φο­ρά πως λεί­πουν τα τρία τε­λευ­ταία δά­χτυ­λα. Οδη­γεί με τον πή­χη και τον δεί­κτη χα­λα­ρώ­νο­ντας τoν αγκώ­να του στο ανοι­κτό πα­ρά­θυ­ρο. «Άφη­σα τα κομ­μά­τια μου στην Αί­γυ­πτό σου, του λέ­ει. Θά­φτη­καν. Στον πό­λε­μο». Δεν μοιά­ζει τε­λι­κά και τό­σο νέ­ος όπως τον κοι­τά­ζει από το κα­θρε­φτά­κι προ­σε­κτι­κά.

«Με έπνι­γε το χω­ριό και τα χω­ρά­φια, ήμα­σταν έξι αδέλ­φια, όλα αγό­ρια, η μά­να μου αμί­λη­τη, δεν έκα­νε κό­ρη. Δεν με άφη­σαν να τε­λειώ­σω ού­τε το σχο­λείο. Από το πρωί αξη­μέ­ρω­τα δου­λειά, να πο­τί­σεις, να σκά­ψεις, να αλω­νί­σεις, στις ελιές, στα σι­τά­ρια, στον τρύ­γο. Το σκά­σα­με ένα πρωί με τον με­γά­λο μου αδελ­φό, το προη­γού­με­νο βρά­δυ ο κύ­ρης μου μας εί­χε σπά­σει στο ξύ­λο. Θέ­λα­με να πά­με στον πό­λε­μο. Οι Εγ­γλέ­ζοι μας έστει­λαν στην Αί­γυ­πτο, πο­λε­μή­σα­με, πιά­σα­με λί­ρες στα χέ­ρια μας, εί­δα­με τον κό­σμο, έγι­να άν­θρω­πος. Έσκα­σαν οι χει­ρο­βομ­βί­δες στα χέ­ρια μου λί­γο πριν φύ­γου­με. Ατύ­χη­μα. Ο Άντρος πέ­θα­νε. Σκο­τώ­θη­κε επι­τό­που. Τρία χρό­νια πό­λε­μος δεν πά­θα­με τί­πο­τα, τη βδο­μά­δα πριν φύ­γου­με σκο­τώ­θη­κε, κι εγώ να». Και μου δεί­χνει τα χέ­ρια του. Επέ­στρε­ψε στον τό­πο του σα­κά­της με σύ­ντα­ξη και ανί­κα­νος να πιά­σει την τσά­πα να δου­λέ­ψει τα χω­ρά­φια. Ο κύ­ρης δεν του ξα­να­μί­λη­σε όταν τον εί­δε να μπαί­νει στο σπί­τι χω­ρίς τον αδελ­φό του, τον έδιω­ξε και ανα­γκά­στη­κε να φύ­γει από το χω­ριό. Η μά­να του στο με­τα­ξύ εί­χε κά­νει μια κό­ρη στα χρό­νια του πο­λέ­μου και γλύ­κα­νε, ερ­χό­ταν κρυ­φά και τον έβλε­πε, του έβα­ζε μαν­τζού­νια στα χέ­ρια του να γί­νουν κα­λά, ήξε­ρε απ’ αυ­τά, ο πα­τέ­ρας της ήταν θε­ρα­πευ­τής στο χω­ριό, μά­γος. Του λέ­ει πως του έτρι­βε τα χέ­ρια με ζου­μί που έφτια­χνε τις νύ­χτες με ευ­κά­λυ­πτο, κου­κου­νά­ρια, κα­νέ­λα και τρέ­μι­θο, δάφ­νη, λε­μο­ναν­θούς και λε­βά­ντα, έπρε­πε να βά­λεις εφτά υλι­κά να γί­νει το ζου­μί μα­γι­κό και να το ψή­σεις και να ‘ναι νύ­χτα φω­τει­νή, με παν­σέ­λη­νο. Ό,τι και να έκα­νε όμως η μά­να του δεν τα κα­τά­φε­ρε να του φυ­τρώ­σουν τα δά­χτυ­λα.

Αλή­θεια αυ­τό πε­ρί­με­νε, τον ρω­τά; Δεν ξέ­ρει αν πρέ­πει να κλά­ψει ή να γε­λά­σει, δεν ξέ­ρει τι θρη­νεί πε­ρισ­σό­τε­ρος ο Νε­ό­φυ­τος, τον αδελ­φό του ή τα χα­μέ­να του δά­χτυ­λα. «Η μά­να μου με πό­τι­ζε το ζου­μί και μου έτρι­βε τα δά­χτυ­λα για να ξε­χά­σω». Όταν ήρ­θε από την Αί­γυ­πτο δεν μπο­ρού­σε να ησυ­χά­σει, ού­τε να κοι­μη­θεί, δεν μπο­ρού­σε να πά­ρει στα χέ­ρια του την τσά­πα να δου­λέ­ψει, δεν έκα­νε τί­πο­τε, θυ­μό­τα­νε συ­νέ­χεια τον πό­λε­μο και την έκρη­ξη, του το θύ­μι­ζαν τα χέ­ρια του, που δεν τον ήθε­λε ο πα­τέ­ρας του να πά­ει πί­σω χω­ρίς τον αδελ­φό του στο χω­ριό. «Ακό­μα και να πε­θά­νω σκέ­φτη­κα», τον κοί­τα­ξε. Στις Πλά­τρες που με­τα­κό­μι­σε, δύο βή­μα­τα έξω από το χω­ριό υπάρ­χει ένας τε­ρά­στιος γκρε­μός. «Ένα βρά­δυ», μου λέ­ει. «Το σκέ­φτη­κα. Θα έπε­φτα κά­τω από εκεί, θα ήταν τό­σο εύ­κο­λο, ένα βή­μα, μια βου­τιά και θα τέ­λειω­ναν όλα, οι σκέ­ψεις, τα χα­μέ­να δά­χτυ­λα, ο πό­λε­μος και θα το έκα­να αν δεν σκε­φτό­μουν τη μά­να μου και πως τους αυ­τό­χει­ρες δεν τους έθα­βαν. Πώς να έχει και δεύ­τε­ρο παι­δί που να μην μπο­ρεί να του ανά­ψει το κα­ντή­λι; Και πά­λι, σκε­φτό­μουν, θα μπο­ρού­σα και να έπε­φτα, του­λά­χι­στον κά­τι από μέ­να θά­φτη­κε, μου έθα­ψαν στην Αί­γυ­πτο ξέ­ρεις κά­που τα δά­χτυ­λα. Όταν λι­βα­νί­ζουν τον τά­φο του Άντρου, λι­βα­νί­ζουν και ένα κομ­μά­τι μου. Τα θά­ψα­νε μα­ζί».

Τον κοι­τά­ζω και σκέ­φτο­μαι, τι τρα­γω­δί­ες κρύ­βει ο άν­θρω­πος. Θέ­λω να τον ρω­τή­σω τι τον έσω­σε και δεν πέ­θα­νε, ακό­μα και πού ακρι­βώς θά­φτη­καν τα δά­χτυ­λα. Μου λέ­ει πως εί­ναι στον τά­φο που έβα­λαν τον αδελ­φό του, δεν θυ­μά­ται πού και σιω­πά, δεν θέ­λει να μου πει τι τον έσω­σε. Στο υπό­λοι­πο της δια­δρο­μής πα­ρα­μέ­νει σιω­πη­λός. Κα­νο­νί­ζου­με την επο­μέ­νη να βρε­θού­με ξα­νά, του λέω να εί­ναι ο οδη­γός μου σ’ όλη τη διάρ­κεια της ανά­παυ­λας αυ­τής, χρειά­ζο­μαι κά­ποιον να ξέ­ρει τον τό­πο, να οδη­γή­σει όπου ζη­τή­σω, να εί­ναι έμπι­στος. Βά­ζου­με τα λε­φτά κά­τω, θέ­λει να πλη­ρω­θεί τα μι­σά μπρο­στά σε λί­ρες, στο τέ­λος δί­νου­με τα χέ­ρια, τα αρι­στε­ρά χε­ριά και μου λέ­ει ότι θα βρε­θού­με το πρωί.

Ψη­λο­δέ­ντρι, Πλά­τρες, Με­σο­πό­τα­μος και Χά­νι του Σαϊ­τά, ο Νε­ό­φυ­τος ξέ­ρει τα πά­ντα, με οδη­γεί στα χω­ριά και με συ­ντρο­φεύ­ει με­ρό­νυ­χτα, μοι­ρά­ζε­ται μα­ζί μου το γλυ­κό κρα­σί και τις γλυ­κές μα­τιές των κο­ρι­τσιών, το καϊ­σί και τα μέ­σπι­λα και με οδη­γεί στις εκ­κλη­σί­ες και στα ψη­λά μο­να­στή­ρια, πη­γαί­νου­με στην Πά­φο και στην κρύ­πτη του Αγί­ου του. Προ­σκυ­νά το λεί­ψα­νο, κά­νει το σταυ­ρό με δύο δά­χτυ­λα, κά­θε χρό­νο μου λέ­ει, έρ­χο­μαι και προ­σκυ­νώ. Δεν ξέ­ρει πολ­λά για τον Έγκλει­στο, τον τι­μά μο­νά­χα σαν άγιο. Εγώ κοι­τά­ζω γύ­ρω τα ψη­λά βου­νά και την κοι­λά­δα που ανοί­γει κά­τω από το μο­να­στή­ρι και η ψυ­χή μου ευ­φραί­νε­ται. Ποιος άν­θρω­πος μπο­ρεί να βρει και να πει τι εί­ναι Θε­ός;

Το τα­ξί­δι τε­λειώ­νει, κα­τα­λή­γουν στον Άγιο Ιλα­ρί­ω­να, από εκεί θα δουν το τε­λευ­ταίο ηλιο­βα­σί­λε­μα, θα απο­χαι­ρε­τή­σουν τον ήλιο, κοί­τα, του λέ­ει, όταν βυ­θι­στεί ο ήλιος πώς κά­νει το βου­νό μο­νό­χρω­μο κι ει­ρη­νι­κό, αύ­ριο θα τον πά­ρει στο λι­μά­νι, δεν θα σε ξε­χά­σω του λέ­ει, με βο­ή­θη­σε και εμέ­να αυ­τό το τα­ξί­δι σου, να δώ­σεις τα χαι­ρε­τί­σμα­τά μου στην Αί­γυ­πτο. Ανταλ­λάσ­σουν διευ­θύν­σεις. Να μου γρά­ψεις, να ξα­νάρ­θεις, και δεν θα χα­θού­με.

Φεύ­γω κοι­τά­ζο­ντας με λύ­πη το νη­σί που αφή­νω πί­σω, τα χρώ­μα­τα, τις μυ­ρω­διές, το γλυ­κό κρα­σί και τα βλέμ­μα­τα των γυ­ναι­κών, τους φί­λους. Ακό­μα και τώ­ρα, ετού­το το βρά­δυ της μα­γεί­ας που φέρ­νει κο­ντά τους αν­θρώ­πους δεν τολ­μώ να ρω­τή­σω τον Φύ­το, τι τον έχει σώ­σει, ένα βρά­δυ.

Μέ­ρες πολ­λές αρ­γό­τε­ρα, λαμ­βά­νω το γράμ­μα.

«Νιώ­θω να σου χρω­στώ μιαν εξή­γη­σην, μου γρά­φει, «για εκεί­νο το βρά­δυ».

Ήταν νύ­χτα κα­λο­καί­ρι και δεν μπο­ρού­σε πά­λι να κοι­μη­θεί, από τα μά­τια του περ­νού­σαν ει­κό­νες δύ­σκο­λες, του πο­λέ­μου και των όπλων και των χα­μέ­νων, αδελ­φού και δα­χτύ­λων. Τα μαν­τζού­νια της μά­νας του δεν έκα­ναν τί­πο­τε κα­λό πια, ού­τε για το χέ­ρι, ού­τε για τον ύπνο. Βγή­κε από το σπί­τι και πή­ρε τον δρό­μο, σκέ­φτη­κε πως αν κου­ρα­ζό­ταν πο­λύ θα μπο­ρού­σε επι­τέ­λους να κοι­μη­θεί. Έφτα­σε στον γκρε­μό και στά­θη­κε εκεί, το φεγ­γά­ρι ήταν φω­τει­νό και τον έκα­νε να βλέ­πει ώς πέ­ρα μα­κριά στον κά­μπο, πέ­ρα­σαν από το μυα­λό του όλες οι σκέ­ψεις του κό­σμου και τό­τε το εί­δε.

«Τ’ αη­δό­νια στο χω­ριό, τα ακού­με τις νύ­χτες, τι­τι­βί­ζουν από την δύ­ση του ήλιου, μέ­χρι το χά­ρα­μα, κε­λαη­δούν αστα­μά­τη­τα, τό­σα πολ­λά που με­ρι­κές φο­ρές νευ­ριά­ζεις. Εκεί­νον το βρά­δυ στον γκρε­μό, που σου έλε­γα, το εί­δα κιό­λας, όχι μό­νον το άκου­σα. Έναν μι­κρόν που­λά­κι, κα­φε­τί, που εί­χε μπλε­χτεί σε κά­τι χα­μό­κλα­δα και δεν ημπο­ρού­σεν να βγει, του κό­ντε­ψα, το απε­λευ­θέ­ρω­σα και το άφη­κα να φύ­γει. Το εί­δα που πέ­τα­σεν και με­τά δεν μπο­ρού­σα να πε­θά­νω». Στη συ­νέ­χεια του έγρα­φε ότι περ­νού­σε κα­λά στο χω­ριό και πή­ρε και νέ­ον υπάλ­λη­λο. «Αρ­χί­ζω σι­γά σι­γά την επι­χεί­ρη­ση, Γρα­φείο Τα­ξί “Ο Από­στρα­τος”, στις Πλά­τρες.»

Δεν του έγρα­ψε ξα­νά, ού­τε κι αυ­τός του απά­ντη­σε. Κρά­τη­σε μο­νά­χα τη συ­ντα­γή για το ζου­μί της μά­νας του Νε­ό­φυ­του, ευ­κά­λυ­πτος, κου­κου­νά­ρια, κα­νέ­λα και τρέ­μι­θος, δάφ­νη, λε­μο­ναν­θούς και λε­βά­ντα, πρέ­πει να βά­λεις εφτά υλι­κά να γί­νει το ζου­μί μα­γι­κό και να το ψή­σεις νύ­χτα φω­τει­νή, με παν­σέ­λη­νο για να μπο­ρείς να κοι­μά­σαι. Μό­νο έτσι δεν σε ξυ­πνούν τ’ αη­δό­νια.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: