«…από το στόμα της παλιάς Remington…»: μαθήματα δημιουργικής γραφής σ’ έναν νεοφώτιστο διηγηματογράφο

Χαλάνδρι, Σεπτέμβριος 1998. Φωτ. Ράνια Καραμούζη
Χαλάνδρι, Σεπτέμβριος 1998. Φωτ. Ράνια Καραμούζη

Τον Γιάννη Πάνου τον πρωτοδιάβασα στα φοιτητικά μου χρόνια. Θυμάμαι ότι φωνασκούσαμε στο κυλικείο της σχολής, μια χούφτα φοιτητές φανατικοί για γράμματα, θέτοντας ερωτήματα αναφορικά με το πρώτο έργο του. Προτείνει μια εναλλακτική μυθοπλασία το μυθιστόρημα …από το στόμα της παλιάς Remingtonκαι αν ναι, ποια είναι τα χαρακτηριστικά της; Πρόκειται για ένα μοντέρνο ή για ένα μεταμοντέρνο μυθιστόρημα; Είναι ο τίτλος του «αντι-μυθιστορηματικός»; Φυσικά ποτέ δεν καταλήγαμε σε οριστικές απαντήσεις, αφού η γραφή του Πάνου δεν επιδέχεται μονοσήμαντες ερμηνείες.

Το μυθιστόρημα …από το στόμα της παλιάς Remington το ξαναδιάβασα επίμονα και δημιουργικά ως επίδοξη διηγηματογράφος πολλά χρόνια αργότερα. Τα ερωτήματα δεν θα έθετα πια εγώ, αλλά ο Πάνου. Αν, όπως έχει επισημανθεί από τον Παν. Μουλλά, διαβάζοντας τη Remington ο «υποψιασμένος αναγνώστης, βρίσκεται κι αυτός, όπως όλοι οι υποψιασμένοι αναγνώστες, μπροστά σε ακανθώδη προβλήματα ερμηνείας»,[i] ο νεοφώτιστος συγγραφέας βρίσκεται αντιμέτωπος με θεμελιώδη ερωτήματα συγγραφικής αυτογνωσίας. Ο μυθιστοριογράφος σίγουρα με πολύ περισσότερα από έναν διηγηματογράφο. Παρόλα αυτά και ο συγγραφέας της μικρής φόρμας μπορεί να επωφεληθεί πολλαπλώς από τον τρόπο που ο Πάνου χειρίζεται ζητήματα μικροδομής ή να προβληματιστεί πάνω σε γενικότερα ερωτήματα που αφορούν την τέχνη της γραφής εν γένει. Ενδεικτικά θα σταθώ σε κάποια από αυτά.

Δεν μπορώ να ξεχάσω την πρώτη μου αντίδραση στο ερώτημα που θέτει έμμεσα ο Πάνου στην αρχή του έργου του: «τα μυθιστορήματα δεν γράφονται με τη φαντασία, όπως νομίζει ο πολύς κόσμος, αλλά βγαίνουν μέσα από μια πολύπαθη και ταραχώδη ζωή, φορτωμένη αντιξοότητες και συγκρούσεις, φτώχειες και σκληρές ερωτικές ή πολιτικές δοκιμασίες…».[ii] Αν και δεν σκόπευα να γράψω μυθιστόρημα, ένιωσα κυριολεκτικά να φεύγει η γη κάτω από τα πόδια μου. Πώς θα μπορούσα να γράψω έστω και ένα διήγημα, όταν δεν ζούσα μια πλούσια, περιπετειώδη ζωή; Μήπως αυτός ήταν ο λόγος που ο Δημήτριος μπορούσε, κατά τα λεγόμενα του ανιψιού του, να καλλιεργεί τόσα λογοτεχνικά είδη; Να γράφει διηγήματα στα οποία μπορούσε να ξεπερνά ακόμη και τον Παπαδιαμάντη, ποιήματα ή και προσωπικά ημερολόγια; Πώς θα έγραφα κείμενα που να παγιδεύουν έστω κάτι από την ανθρώπινη ουσία, όταν δεν ζούσα έναν βίο με «επάλληλα στρώματα ζώσας εμπειρίας» σαν αυτό του Δημητρίου, όταν η ζωή μου ήταν τακτοποιημένη και καθόλα προβλέψιμη; Ένιωσα ξαφνικά σαν τον ήρωα-αφηγητή του Πάνου, να «φτεροκοπάει μέσα στο στήθος μου» ένα μαυροπούλι «χτυπώντας αλύπητα τα φτερά του σ’ ένα χώρο δίχως ήχο».[iii] Αμέσως προέκυψαν τα εύλογα ερωτηματικά. Πρέπει να γράφω μόνο για κάτι που το γνωρίζω καλά; Και αν η δική μου ιστορία είναι μικρή και ασήμαντη, δεν μπορώ τάχα να σκαρφιστώ γεγονότα που δεν συνέβησαν, να επινοήσω ανθρώπους που δεν γνώρισα ποτέ; Δεν μπορώ να αντλώ υλικό από τις ζωές φίλων και συγγενών, να αλιεύω ιστορίες από το διαδίκτυο, να κρυφακούω τους συνταξιδιώτες μου στα μέσα μαζικής μεταφοράς, να στήνω αυτί στους καβγάδες των γειτόνων ή να υιοθετήσω τον τρόπο του Μπόρχες, να γράφω δηλαδή «τροποποιώντας ή παραποιώντας (καμιά φορά, χωρίς αισθητική δικαιολογία) τις ιστορίες των άλλων»;[iv] Ήταν η πρώτη φορά που αίφνης συνειδητοποίησα ότι όταν ξεκινάς να γράφεις, βρίσκεσαι να παίζεις μονίμως το παιχνίδι των ερωτήσεων. Ακόμα και αν κατέληξα να διαφωνώ με αυτή την τοποθέτηση, ο Πάνου κατόρθωσε να άρει με μιας τις βεβαιότητές μου, να με βγάλει έξω από τα περιχαρακωμένα, ίσως και ναρκισσιστικά όρια του ανώριμου συγγραφικού μου εγώ.

Όταν βυθίστηκα για τα καλά στη δημιουργική ανάγνωση της Remington άρχισα να διερευνώ αμέσως τον τρόπο με τον οποίο ο Πάνου πλάθει τους χαρακτήρες του. Αν και όπως διαπιστώνει ο Κ. Βούλγαρης «πρόσωπα δεν υπάρχουν, με την έννοια των μυθιστορηματικών χαρακτήρων, έστω κι αν κυριαρχεί η φιγούρα του δασκάλου Δημητρίου»,[v] διαπίστωσα μια επιμονή στην ανάδειξη της λεπτομέρειας αναφορικά με τη δράση και τις κινήσεις τους, αλλά και στη δομική σχέση που η λεπτομέρεια αυτή αναπτύσσει με τον μυθοπλαστικό κόσμο του κειμένου. Ο τρόπος για παράδειγμα που οι ήρωες χτυπούν το μπρούτζινο ρόπτρο της τεράστιας δίφυλλης πόρτας, με ένα «μοναδικό δυνατό χτύπημα» ο πατέρας, με «δύο κοφτά, μαλακά χτυπήματα» ο Δημήτριος, με «τρία παρατεταμένα και ανέμελα» ο Γεώργιος, μπορεί να αποκαλύψει στοιχεία της ταυτότητάς τους.[vi] Σε ένα σύντομο μάλιστα σχόλιο συγγραφικής αυτοσυνειδησίας αναφορικά με τη χρήση της λεπτομέρειας στο κεφάλαιο «Το ρόπτρο», ο Πάνου προβαίνει στην εξήγηση μιας τέτοιας επιλογής: «Παράθεσα την πιο πάνω ανάλυση όχι από διάθεση φλυαρίας ή εμμονής στην ασήμαντη λεπτομέρεια προς καλλιέργεια ύφους, μα για να αναπαραστήσω έναν κόσμο όπου τα πάντα είχαν τη θέση τους και κάθε εκτροπή από τα καθιερωμένα, δεν μπορούσε παρά να αποτελέσει προάγγελο κάποιου κακού».[vii] Εάν σε μια αφήγηση με έναν τόσο «ανοικτό χαρακτήρα»[viii] η λεπτομέρεια στην καταγραφή κάποιων κινήσεων των ηρώων ή στην περιγραφή ενός αντικειμένου, εν προκειμένω ενός ρόπτρου που ανάγεται σε σύμβολο της ψυχικής κατάστασης του ήρωα-αφηγητή που αισθάνεται ασφάλεια ή ανασφάλεια ανάλογα με «το ευχάριστο ή ενοχλητικό του χτυπήματος», οφείλει να βρίσκει πάντα τη θέση της, τι περιθώριο υπάρχει σε ένα διήγημα να γράψεις κάτι περιττό, μια λέξη ή μια φράση που δεν θα αναπτύσσει σχέση αιτιολογικής συνάφειας με τα προηγούμενα και τα επόμενα; Το αυτοαναφορικό αυτό σχόλιο του Πάνου παραμένει έκτοτε αλάνθαστος οδηγός για τη μινιμαλιστική αφήγηση που θέλω να καλλιεργώ, μια αφήγηση στην οποία τα πάντα οφείλουν να βρίσκουν τη θέση τους.

Την εποχή που ξαναδιάβασα την Remington, είχα αρχίσει να καταπιάνομαι με τη συγγραφή ενός διηγήματος, στο οποίο η κόρη μιας οικογένειας Τσάμηδων από τη Θεσπρωτία θα αφηγείτο σε πρώτο πρόσωπο τις εμπειρίες της κατά την ταραγμένη δεκαετία του 1940. Με απασχολούσε πολύ η μικροϊστορία του τόπου μου, αλλά την ίδια στιγμή ήξερα ότι το διήγημά μου όφειλε να ακολουθήσει την κλασική σύμβαση του είδους: να είναι μια «φέτα ζωής», στην οποία είναι αδύνατον να αναπαρασταθεί μια ολόκληρη ιστορικά εποχή και να αποτυπωθούν οι συνέπειές της στις ζωές των ανθρώπων. Πώς θα μπορούσα όμως να ζυγιάσω την ιστορική πραγματικότητα με τη μυθοπλασία ώστε το τάσι να μην γύρει από την πλευρά της πρώτης; Ποιες ιστορικές στιγμές θα συγκρατούσα; Αν αποσιωπούσα κάποια γεγονότα σε μια τόσο ευαίσθητη για την τοπική ιστορία περίοδο, δεν θα κινδύνευα να υποπέσω σε ένα άνευ προηγουμένου ολίσθημα; Η συνάντηση με την Remington υπήρξε στην περίπτωση αυτή σωτήρια. Στο τέταρτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος με τίτλο «Μερικά ασήμαντα περιστατικά» ο συγγραφέας-αφηγητής διαπιστώνει αναφερόμενος στην εποχή του Εμφυλίου ότι δεν έχει σημασία τόσο η «ροή των γεγονότων που χαρακτηρίζονται σαν αντικειμενικά» όσο οι αναμνήσεις, «μια σειρά σπασμένες εικόνες από κυνηγημένα πρόσωπα, ανατιναγμένα υδραγωγεία, στερεμένα πηγάδια και βαριά νυχτερινά βήματα», γιατί αν και δεν αποτελούν «και τα σημαντικότερα γεγονότα της εποχής εκείνης, είναι όμως ό,τι πιο εντυπωσιακό κατόρθωσε να διαπεράσει το μικροαστικό κέλυφος της οικογένειάς μου και ν΄ αγγίξει τον τρυφερό μου κόσμο»[ix]. Θεματοποιώντας μια σύμβαση της γραφής, ο Πάνου μου υπέδειξε σε εκείνη την κρίσιμη στιγμή πως αυτό που έπρεπε να κάνω, ήταν να κατασκευάσω μια ηρωίδα που δεν θα ζει απλώς μέσα στην ιστορία, αλλά θα ιδιοποιείται τον λόγο της. Και ότι ο καλύτερος τρόπος για να το πετύχω ήταν οι ιστορικές αναφορές να βρίσκονται «διάσπαρτες, […], διαλυμένες μες το σώμα του κειμένου, […] όχι ιστορικά βαρίδια αλλά εγκοπές ιστορικότητας….».[x]

Αποκαλύπτοντας τις επινοήσεις του και θεματοποιώντας τις συγγραφικές συμβάσεις ο Γιάννης Πάνου κατασκευάζει στη Remington μια θεωρία της αφήγησης, που την παρακολουθείς να γίνεται πράξη μέσα στην ίδια τη μυθιστορηματική γραφή. Το …από το στόμα της παλιάς Remingtonείναι για εμένα ένα ανοιχτό εργαστήρι λογοτεχνικής γραφής στο οποίο κάθε επίδοξος συγγραφέας θα άξιζε να μαθητεύσει.

[i] Παν. Μουλλάς, «Αντί προλόγου» στο Κώστας Βούλγαρης, Θωμάς Σκάσσης, Μισέλ Φάις, Τάσος Χατζητάτσης, 25 Χρόνια Μετά, Γιάννης Πάνου, …από το στόμα της παλιάς Remington…, Καστανιώτης 2006, σ. 14.

[ii] Γιάννης Πάνου, …από το στόμα της παλιάς Remington…, Καστανιώτης 2018, σ. 48.

[iii] Αυτόθι, σ. 36.

[iv] Χόρχε Λουίς Μπόρχες, «Πρόλογος στην έκδοση του 1954» στο Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Άπαντα τα πεζά [Ι], Εισαγωγή-Μετάφραση-Σημειώσεις Αχιλλέας Κυριακίδης, Πατάκης 2017, σ. 25.

[v] Κώστας Βούλγαρης, «Οφειλές και παρεπόμενα», στο Κώστας Βούλγαρης, Θωμάς Σκάσσης, Μισέλ Φάις, Τάσος Χατζητάτσης, ό.π., σσ. 17-34: 21.

[vi] Γιάννης Πάνου, ό.π., σ. 74.

[vii] Αυτόθι, σ. 75.

[viii] Κώστας Βούλγαρης, ό.π., σ. 23.

[ix] Γιάννης Πάνου, ό.π., σ. 58.

[x] Γιάννης Δάλλας, «Επαναξίωση ενός έργου» στο

http://avgi-anagnoseis.blogspot.com/2008/05/blog-post_7452.html?m=1 (ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης 12/07/2021)

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: