Αντί χαιρετισμού

Αντί  χαιρετισμού

Η αναχώρηση του Μίκη Θεοδωράκη από τη ζωή, έκλεισε οριστικά —για την Ελλάδα τουλάχιστον— το μισάνοιχτο ακόμη πορτάκι του εικοστού αιώνα.
Έχοντας ό ίδιος καταφέρει να συγκεράσει σε μια ανθρώπινη ύπαρξη την ιστορία της εποχής του, τα ιδανικά, τις αξίες, τις αμφισβητήσεις, τις ταραχές, τους αγώνες για ελευθερία, τις ιδεολογικές αντεγκλήσεις, την τόλμη και τις παλινωδίες των καιρών, αλλά και προπάντων την ζωτική καλλιτεχνική έκφραση ενός ταραχώδους αιώνα, πορεύτηκε μες τα πρώτα χρόνια του εικοστού πρώτου σεβάσμιος, βαρύς αλλά και ανυπόταχτος δημιουργός μουσικής, στοχασμού και πράξης.
Δεν φυλακίστηκε ποτέ κι ας φυλακίστηκε συχνά, δεν εντάχτηκε ποτέ πουθενά κι ας εντάχτηκε ένα πολύ μεγάλο μέρος της ζωής του στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Ήξερε παρά όλα αυτά να μένει κατ’ ουσίαν ανεξάρτητος, υπακούοντας πάντα στην χειμαρρώδη ορμή του εαυτού του. Σε αυτήν την ακατάβλητη δύναμη πάθους που τον ωθούσε να μιλά, να παίρνει θέση, να δημιουργεί, όχι κατ’ ανάγκη μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο των καλλιτεχνικών και πολιτικών ρευμάτων της εποχής του, αλλά μέσα στην προσωπική κοίτη του, που ήθελε κάθε φορά να βρίσκει την φόρμα και το περιεχόμενο της δική του αλήθειας. Έγραψε συμφωνικά έργα, σουίτες, μουσική για το θέατρο, έγραψε πολλά κι όμορφα τραγούδια, όπως εκείνα τα τόσο συγκινητικά τραγούδια του Επιτάφιου σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου, αλλά ίσως να βρήκε απολύτως τον εαυτό του στο υβριδικό, όπως το ονομάζει, έργο, το Άξιον Εστί. Αυτό το εξαιρετικά επεξεργασμένο πνευματικά ποιητικό έργο του Οδυσσέα Ελύτη, που ξέρει να συμπυκνώνει την ιστορία του Έλληνα, του ποιητή και του ερωτευμένου, συνάντησε την ευαισθησία του Θεοδωράκη, όταν εκείνος, σχεδόν από ένστικτο, κατάλαβε την μέγιστη σημασία του και αντέδρασε με τον δικό του πρωτότυπο και πρωτεϊκό τρόπο, αφήνοντας τον λόγο να κυλήσει στην κοίτη μιας ψυχής που εκπροσωπούσε, θελητά κι αθέλητα, την ατομική, αλλά και την συλλογική συνείδηση, την απόλυτα πνευματική αλλά και την απόλυτα αθώα υπόσταση του Έλληνα.
Ο Θεοδωράκης ήταν, ναι, μία εξαίρεση. Στο πλαίσιο των ρεαλιστικών νόμων της κανονικότητας, θα’ λεγα πως κατέλυσε κάθε έννοια μονομέρειας, ή αυστηρής εξειδίκευσης και μέτρου. Η εναντίωση υπήρξε πάντα η φυσική του αναπνοή και η μουσική του, καταγραφή αυτής της ανάσας που σχεδόν πάντα δεν ζητούσε παρά να είναι αληθινή, πηγαία, έντονη αποτύπωση της περιπέτειάς του, όχι μόνον της εξωτερικής τεθλασμένης της ζωής του, όχι μόνον της αγωνιστικής παρότρυνσης, μα και της βύθιας αλήθειας του. Εκείνης της μοναχικής ώρας πριν την απόφαση, μέσα στη μεγάλη λύπη, ή στην στιγμή ενός απέλπιδου ονείρου, μιας τολμηρής σύλληψης, ακόμη και μιας υποταγής σ’ αυτό που ο ίδιος συχνά ονόμαζε συμπαντική αρμονία.
Αυτοστρατευμένος σε ιδέες και όνειρα, σ’ έναν ανυπότακτο εαυτό που «δεν κοιμάται ποτέ», ταύτισε τη ζωή με την συνεχή αναμόχλευση, με την διαρκή διεκδίκηση και δράση, με τον πλούσιο ήχο του σύμπαντός του, με την άναρχη κραυγή μιας πάντα επόμενης γέννας. Μουσική, συχνές πολιτικές παρεμβάσεις ως το τέλος, κείμενα, γράμματα, συνεντεύξεις, στίχοι, σιωπές· κάποτε πολύτιμες σιωπές — όπως όταν χάθηκε ο αδελφός του και μαζί ανεπίστρεπτα ένα δικό του αρχέγονο κομμάτι αγάπης κι αυτογνωσίας, αφού η «ψυχή, εἰ μέλλει γνώσεσθαι αὑτήν, εἰς ψυχὴν αὐτῇ βλεπτέον».
Δεν του έφτανε ποτέ το λίγο, θέλησε σ’ αυτό το μικρό καλάθι της ζωής να τα χωρέσει όλα. Κι όταν έβλεπε ότι πηγαίνουν να πέσουν κάποια, νομίζω πως μάτωνε κι ίσως να ματώνει ακόμη με κάποιες ανορθογραφίες που ξεπετάγονται ξαφνικά για να επιβεβαιώσουν την μοναξιά του .
Εμβληματικός αναμφίβολα, επικός ναι, αλλά και βαθιά συναισθηματικός. Τα λυρικά του έργα αιφνιδιάζουν με την τρυφερότητα τους. Η δύναμη της ευαισθησίας είναι ένα παρεξηγημένο «όπλο», που όσοι, σπάνιοι άντρες, έμαθαν απ’ την γέννηση τους να το φέρουν γενναία, στόχευσαν και βρήκαν τα πιο καθαρά χρώματα του ουρανού.

Τα Λυρικά του, η Βεατρίκη στην οδό μηδέν, τα Άσματα, όπως η Εσπέρα, έργα για σόλο τσέλο, μουσική δωματίου, το Adagio για φλάουτο, κλαρινέτο, τρομπέτα και ορχήστρα εγχόρδων — ένας Θεοδωράκης ανοχύρωτος, μόνος με την ισχύ της τρυφερότητας, χωρίς πρόθεση άλλη απ’ την έκφραση της λαμπερής λύπης της καρδιάς του. Ακούστε τον και σ’ αυτά τα πιο άγνωστα έργα του για να τον ξαναδείτε να κλείνει τα μάτια και να τραγουδά τους στίχους του αδελφού του Γιάννη, με μια φωνή χωρίς μέταλλο που έβγαινε απ’ τα βάθη, αχός και άχνα:

Χάθηκα μέσα στους δρόμους που μ’ έδεσαν για πάντα…
χάθηκα γιατί είχα όνειρα πολλά και το λιμάνι είναι μικρό

Καλό ταξίδι Μίκη Θεοδωράκη στο μεγάλο λιμάνι του ουρανού.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: