Επιστροφή στις λέξεις

Επιστροφή στις λέξεις

Γιώργος Βέης, «Καταυλισμός», Ύψιλον 2022

Τώρα που προοδευτικά συμβαίνει οι λέξεις να χάνουν κάτι πολύτιμο από τη σημασία τους —και όχι μόνον στην καθημερινή πρακτική—, να σηματοδοτούνται επικαιρικά από την ανάγκη του ρεύματος ενός όποιου εκσυγχρονισμού, τώρα που η ποίηση στριμώχνεται ανάμεσα στις συμπληγάδες της πεζολογικής υπεραπλούστευσης και της άκρατης σκοτεινής, ως επί το πλείστον, διανοητικότητας, έρχεται ο Γιώργος Βέης σε εμάς‒ τους προσωρινούς κατοίκους της γλώσσας, του χρόνου της σύντομης ατομικής αλλά και της μακράς συλλογικής μνήμης, ενός τόπου αξιών και συμβόλων προς διάσωση‒, έρχεται να θυμίσει το ειδικό βάρος των λέξεων, το βάθος των υπαινιγμών, την καθαρότητα εννοιών «διατηρητέων», την πίστη στο σπίτι που μας στεγάζει, τη Φύση!

Με την γη —μια γη πολύτροπη με πολλές πολύχρωμες ανθρώπινες εκφάνσεις— ως κέντρο της λυρικής του κοσμολογίας, βλέπει το λίγο και το άπειρο, το σαφές και το ιδεατό, το σχήμα και το σήμα, τη μικρή μονάδα και το σύμβολο. Γνωρίζει καλά πως τα όρια που νιώθουμε λίγο πιο πάνω ή κάτω απ’ τα πόδια μας δεν είναι παρά η αρχή ενός απείρου, στην έρευνα του οποίου κινείται ο άνθρωπος από τον Αναξίμανδρο μέχρι σήμερα.

Η αθανασία, η αιωνιότητα, το « ξέφωτο της αφθαρσίας» ο «αυστηρός δεκαπεντασύλλαβος» των δέντρων, ο κορμός που οντοποιεί το μέλλον, διαμορφώνουν και διαμορφώνονται σ’ ένα ποιητικό παρόν που ζητά να αφουγκραστεί και να μετουσιώσει όσα στη φλούδα του δέντρου υπάρχουν για να υποδεικνύουν τη δύναμη της φύσης ως άχρονης μηχανής, αυτής που δίνει στον άνθρωπο «ένα κώδικα δικαίου», έναν δρόμο « άδολο» να περπατήσει. Λέξεις, εικόνες, αλληγορίες ωσάν μυστικά σήματα ενός ανερμήνευτου, πλην έμπλεου νοημάτων κόσμου, εμφιλοχωρούν στις συλλαβές, δίνουν διαφάνεια και βάθος στις λέξεις, στις συμπλέξεις των ήχων, στις σιωπές των διάστιχων του Βέη.

Η φωνή του αηδονιού, ο καρπός του λωτού που γεννιέται, η εξερεύνηση του σαλίγκαρου, που αυτός αναλαμβάνει να διαιωνίσει μέσα απ’ το είδος του τη ρήση του Παρμενίδη: «η μνήμη σημαίνει υπεροχή φωτός», ο κυρίαρχος, μέσα σ’ έναν φθίνοντα κόσμο «κυματισμός της βλάστησης», η υπόμνηση της προαίσθησης του ονείρου, αλλά και της έλλογης γνώσης για την « αλλαγή του αιώνα σε στάχτη»,ο άνθρωπος εντέλει μόνος, κι ας είναι η επίκληση του άλλου σαφής — «πένης κι αρρίζωτος», άστεγος, για μια στιγμή θαλασσοβάτης, μα πάντα δημιουργός λόγου θα ’λεγες, ποιητής σε μια ταγμένη στην ακρίβεια των υπαινιγμών ars poetica , χαράσσει, όχι στην πέτρα αλλά, στο άυλο των στοχασμών του την βιαστική παρουσία του.

Ο Βέης ανοίγει και κλείνει αλληγορίες όπως παράθυρα που βλέπουν πάντα στη θάλασσα. Τη θάλασσα μιας βέβαιης πίστης στα «δενδρόβια μυστικά», στην λεπτή αποκρυπτογράφηση κινήσεων, αλλά και ρυτίδων πάνω στον αέρα της ύπαρξης. Κρατά σημειώσεις θυέλλης, προσευχές ή και υποσχέσεις στο « τετράδιο του Καιρού», καταγράφει αιθρίες και καταιγίδες, απειλές κι ευχές έχοντας όμως μια βεβαιότητα για τη μνήμη, τη μνήμη του φωτός των λέξεων.

Στο πεπρωμένο της ακατάπαυστης ροής του ο κόσμος συντηρείται όχι μόνο από τις ενδογενείς δυνάμεις του, αλλά και από την μέγιστη κατάκτηση-επινόηση του ανθρώπου την ίδια τη γλώσσα: «τα δέντρα τρέφονται από ρήματα ικεσίας», «ζώα κατοικίδια οι ευχές», «συλλαβές του αρχαίου δάσους/ καθαρές πηγές της γνώσης», τα κύματα «ανάπαιστοι γνώσης πολύτιμης», σχηματίζουν μια φυσική παρασημαντική κατά-νόησης όχι των αφηρημένων ιδεών αλλά των ίδιων των όντων. Σε αυτό το πλαίσιο ο Ουρανός μπορεί και να είναι το πλησιέστερο της εν γένει ποιητικής λειτουργίας, όπως την μάθαμε οι άνθρωποι. Ο ένας καθρεφτίζει την άλλη. Καμωμένοι από «βροχή και σκέψεις» εμείς οι ίδιοι, εναλλασσόμενα ψηφία σε μια μεγάλη σκηνή, αυτή της « παραλ-λαγής της αιωνιότητας», αλλιώς ζωής, ωτακουστούμε. Και ο Βέης ξέρει να μεγεθύνει τους ψιθύρους χωρίς διδακτισμό, ξέρει να ταυτίζει την ύπαρξη του με τη λέξη τη μία, αυτή που αναζητά η μέλισσα, αυτή που σωπαίνουν τ’ αστέρια, αυτή που θα πει το πρώτο ποίημα.

Θέματα, ναι περνούν και άλλα στην ποίηση του , όμως στο βάθος είναι σα να μιλά κανείς για μια παραστατική ζωγραφική, όπου το θέμα δεν υπάρχει παρά για να εξυπηρετεί τη δύναμη του χρώματος ,να επιβεβαιώνει μέσα από φόρμες ποικίλες κι εδώ την πίστη στη διάρκεια της φύσης, ίσως και ως τη μόνη απαντοχή. Παίζει με τις λέξεις εύστοχα κι οδυνηρά ενίοτε — Σμύρνη, Ικρίωμα (επιτελώντας μια ξεχωριστή μεταγλωσσική λειτουργία) ανεμότρατα, όπου τα γλωσσικά σημεία παίρνουν το βάρος των φυσικών φαινομένων. Αλλά, ωστόσο, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος απ’ το μισογκρεμισμένο χάνι του ορκίζεται όχι στο θεό, αλλά στα «άσπρα μανουσάκια» .

Η Μάτση των ονείρων, και ο μύστης των λαβυρίνθων, ο Μπόρχες, συνοικούν συμπληρωματικά με τις σημύδες, τους κάκτους, τα κυδώνια, σε μια αρμονική συνύπαρξη σοφίας.

Ο χάρτης του Βέη ανοίγεται στα τέσσερα σημεία της ταξιδιωτικής του εμπειρίας, συμπλέκει το θρόισμα τις φλαμουριάς με την οσμή του σανταλόξυλου της Ιάβας και πάλι αυτήν με τον φλοίσβο της Σάμου, αλλά ακόμη πιο συστηματικά ο χάρτης του ανοίγεται στην μνήμη στιγμών και στοιχείων, σε ένα τόπο ευρύτερο των συντεταγμένων του, που συντηρεί και διαιωνίζει τις λεπτομέρειες κόσμων του και τις εγγράφει πάνω στον ποιητικό ιστό. Όπως η μνήμη το θέλει, πάντα αποσπασματικός, εύθρυπτος, αποκαλυπτικός του ανθρώπινου, του ατομικού, διανύσματος, ο βιωμένος κόσμος ανασυντίθεται μέσα από τις λέξεις και χάριν αυτών.

Συλλέκτης αόρατων σημάτων σε μια υπονομευμένη από σοφία φύση, ξέρει ο Γιώργος Βέης πως είναι «πολίτης μιας σκοτοδίνης», αλλά και «κάτοικος δροσιάς και μηνυμάτων», ξέρει πως όχι μόνο η Τζακάρτα , αλλά και η Αθήνα, η ίδια η πραγματικότητα είναι το προς στιγμήν σπίτι του, το δανεικό, γιατί ο ίδιος δεν είναι παρά ο κάτοικος ενός ιδιαίτερου , πολύτιμου καταυλισμού ιδεών και αλήθειας …

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: