Το φλερτ του Βασίλη Αλεξάκη με το Εργαστήρι Δυνητικής Λογοτεχνίας

Ο Βασίλης Αλεξάκης
Ο Βασίλης Αλεξάκης

«Η δημιουργική γραφή είναι ακριβώς αυτό: μια επιδρομή στον χώρο της λογοτεχνίας από την πόρτα υπηρεσίας»: με αυτά τα λόγια ολοκληρώνει τον πρόλογο της έκδοσης των έργων από τα μαθήματα δημιουργικής γραφής που παρέδωσε στο Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων στην Κυψέλη, το 2013, ο Βασίλης Αλεξάκης (Τηρουμένων των αναλογιών, Σεμινάριο Δημιουργικής Γραφής, Πλέθρον/Κ.Ε.Τ.).

Υλικό για τα μαθήματα αυτά αποτέλεσαν οι ασκήσεις που επινοήθηκαν από την ομάδα OuLiPo (Εργαστήρι Δυνητικής Λογοτεχνίας) στο Παρίσι, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, και χρησιμοποιήθηκαν στη συνέχεια στο πλαίσιο της σχετικής εκπομπής του Τρίτου Προγράμματος της γαλλικής ραδιοφωνίας στην οποία συμμετείχε και ο ίδιος ο Αλεξάκης επί δεκαπέντε χρόνια.

Βλέπουμε, λοιπόν, πως ο Βασίλης Αλεξάκης, στην κορύφωση της συγγραφικής του πορείας και έχοντας πια επιστρέψει στον γενέθλιο τόπο, αποφασίζει να παραδώσει μαθήματα δημιουργικής γραφής στα ελληνικά πια, υιοθετώντας ως εκπαιδευτικό υλικό του και ως βάση τις «καταστατικές» ασκήσεις του Εργαστηρίου Δυνητικής Λογοτεχνίας (OuLiPo), προτείνοντας έντεκα ασκήσεις γραφής υπό… όρους.

Συγκεκριμένα, η πρώτη άσκηση απαιτούσε ένα κείμενο που να ξεκινούσε με τη φράση: «Ήταν τόσο (κοντός, φτωχός κ.λπ.) που…». Στη δεύτερη άσκηση, οι συμμετέχοντες στα σεμινάρια καλούνταν να γράψουν μια νουβέλα «βασισμένη στη σελίδα 55 του τηλεφωνικού καταλόγου Νήσων Αιγαίου (Νήσος Θήρα)», ενώ, στην τρίτη, να συντάξουν ένα κείμενο όπου να περιλαμβάνονταν δέκα τυχαία επιλεγμένες λέξεις από το Λεξικό του Μπαμπινιώτη. Τα ουλιπιανά γυμνάσματα συνεχίστηκαν με ακόμη περισσότερη φαντασία: για την τέταρτη άσκηση του σεμιναρίου, οι συμμετέχοντες έπρεπε να γράψουν ένα κείμενο με θέμα: «“Του είχε ψήσει το ψάρι στα χείλη”, κοινοτοπιών το ανάγνωσμα» και ,στην πέμπτη, την αρχή οκτώ διαφορετικών μυθιστορημάτων (ρεαλιστικό, επιστημονικής φαντασίας, αστυνομικό κ.λπ). Η έκτη άσκηση είχε ως θέμα: «Τα πρώτα μου βήματα», ενώ η έβδομη απαιτούσε τη συνεργασία δύο συντακτών, στο πλαίσιο της οποίας ο πρώτος θα άκουγε τι λέει στο κινητό του ο διπλανός του και ο δεύτερος συντάκτης θα συμπλήρωνε τα κενά της συνομιλίας. Μια νουβέλα εμπνευσμένη από το βαλς Νο. 3 του Ντμίτρι Σοστακόβιτς ήταν η πρόκληση της όγδοης άσκησης, ενώ η ένατη υποδείκνυε τη συγγραφή μιας ιστορίας «κλιμακούμενης απόγνωσης: “Εγώ να δεις τι έπαθα”». Η δέκατη άσκηση ζητούσε το πιθανό τέλος πέντε διαφορετικών μυθιστορημάτων, και η ενδέκατη, την ταυτόχρονη παρακολούθηση δύο σκηνών που εκτυλίσσονται παράλληλα και έχουν ή δεν έχουν σχέση μεταξύ τους.

Το αξιοπρόσεκτο στοιχείο, όπως παρατηρείται στην έκδοση του βιβλίου με το υλικό που προέκυψε από τα σεμινάρια αυτά, είναι ότι στις δοκιμασίες που τέθηκαν στους συμμετέχοντες κατά τη διάρκεια των μαθημάτων λαμβάνει μέρος και ο ίδιος ο Αλεξάκης, γράφοντας κάθε φορά ένα κείμενο που να υπακούει στα ζητούμενα κάθε άσκησης. Είναι αυτή, όμως, η πρώτη φορά που ο Βασίλης Αλεξάκης έρχεται σε επαφή με τον κόσμο του OuLiPo; Θα μπορούσε να εντοπιστεί, έστω και σε ίχνη, μέσα στο πλούσιο συγγραφικό του έργο −αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης πορείας πειραματισμών ανάμεσα σε δύο γλώσσες, δύο κόσμους, μύθο και πραγματικότητα (autofiction) και μιας γενναιόδωρης κάθε φορά δόσης φανταστικού, χιούμορ, παιγνίου και ειρωνείας– κάποιο πρώιμο φλερτ μαζί του, έστω και σε επίπεδο μικρών επιδράσεων;

Η απάντηση είναι ναι υπό όρους, καθώς η σχέση που φαίνεται να προκύπτει βασίζεται περισσότερο σε κάποιες αποχρώσες ενδείξεις επιδράσεων και λιγότερο σε κάποια αδιάψευστη βεβαιότητα που θα προέκυπτε, λόγου χάρη, από τη δημιουργία ενός λιπογράμματος[1] ή ενός κειμένου βασισμένου στη μέθοδο S+7[2] από τον Αλεξάκη.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ο Αλεξάκης, έχοντας ολοκληρώσει σπουδές δημοσιογραφίας στη Λιλ, στα μέσα της δεκαετίας του ’60, επιστρέφει στην Ελλάδα για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία. Το 1969, έχοντας ολοκληρώσει το στρατιωτικό του και ερχόμενος αντιμέτωπος με την πραγματικότητα του δικτατορικού καθεστώτος, αποφασίζει να επιστρέψει, μόνιμα πια, στο Παρίσι και να διεκδικήσει εκεί ένα καλύτερο παρόν και μέλλον. Η ζωή πλέον του Αλεξάκη σημαδεύεται από ένα νέο ξεκίνημα σε όλα τα επίπεδα: συνεργάζεται ως δημοσιογράφος, κριτικός λογοτεχνίας και σκιτσογράφος με την Monde, ενώ γράφει χρονογραφήματα και κείμενα και για άλλες γαλλικές εφημερίδες. Παράλληλα, αποφασίζει να διεκδικήσει το μερίδιό του στο χώρο της λογοτεχνίας, γράφοντας το πρώτο του μυθιστόρημα [Le Sandwich (Julliard, 1974)] απευθείας στα γαλλικά.

Πλέον προσπαθεί και ο ίδιος να διαμορφώσει και ν’ αποδεχθεί την καινούργια του ταυτότητα ως μετανάστη που θέλει να ενσωματωθεί (σε συμφωνία, άλλωστε, και με τη μεταναστευτική πολιτική στη Γαλλία της εποχής εκείνης, που υιοθετούσε τη λογική της ενσωμάτωσης). Εκτός, όμως, από αυτό, είναι σκόπιμο να τονιστεί και η επιλογή του Αλεξάκη να βιοποριστεί ως δημοσιογράφος, επάγγελμα το οποίο ασφαλώς προϋποθέτει ένα υψηλό επίπεδο γλωσσικής κατάκτησης, ιδιαίτερα στον γραπτό λόγο. Φαίνεται ότι αυτή η πρόκληση της καινούργιας γλώσσας αποτέλεσε και το μεγάλο στοίχημα που έβαλε με τον εαυτό του, αν αναλογιστεί κανείς ότι δεν αρκέστηκε στην αναζήτηση μιας δημοσιογραφικής καριέρας, αλλά διεκδίκησε την τύχη του και στο τερέν της γαλλικής λογοτεχνίας και του εκδοτικού τοπίου της εποχής. Στις εξομολογήσεις του στα πιο αυτοβιογραφικά του έργα (όπως, για παράδειγμα, το Παρίσι-Αθήνα και το Θα σε ξεχνάω κάθε μέρα) επανέρχεται συχνά στην περιγραφή του πρώτου καιρού της ζωής του στη Γαλλία και αναφέρεται στα διαβάσματά του, στην αγάπη του −που ήρθε σταδιακά− για τον γαλλικό κινηματογράφο και για ολόκληρο αυτόν τον καινούργιο και εκρηκτικό κόσμο των πρωτοποριών, των ιδεών και των ιδεολογιών που άφησε πίσω του ο Μάης του ’68. Η υπόθεση, λοιπόν, ότι μάλλον ήρθε από νωρίς σε επαφή με τα ανατρεπτικά θεωρήματα περί δυνητικής λογοτεχνίας του Εργαστηρίου μοιάζει κάτι περισσότερο από βάσιμη, αν αναλογιστεί κανείς ότι, πρώτον, η δημιουργία του Εργαστηρίου συμπίπτει χρονικά[3] με την περίοδο των πρώτων χρόνων του Αλεξάκη στη Γαλλία, αρχικά ως φοιτητή και έπειτα ως μετανάστη, και, δεύτερον, ότι ο Αλεξάκης κατέβαλε συστηματική προσπάθεια να υιοθετήσει τη γαλλική ταυτότητα μέσα από τη βαθιά μελέτη της γλώσσας και της λογοτεχνίας της, ώστε να καταφέρει να είναι ισότιμος τόσο ως πολίτης όσο και ως συγγραφέας.

Η πρώτη του συγγραφική απόπειρα γίνεται με το μυθιστόρημα Le Sandwich (ό.π.), για τον παράδοξο τίτλο του οποίου ο ίδιος ο Αλεξάκης ομολογεί σε άλλα βιβλία του ότι τον διάλεξε καθώς, τη στιγμή που ξεκινούσε να το γράφει καθισμένος σε κάποιο café του Παρισιού, ο σερβιτόρος τού έφερε το σάντουιτς που ο ίδιος είχε νωρίτερα παραγγείλει. Το Sandwich είναι το μόνο που δεν έχει μεταφραστεί στην ελληνική γλώσσα, ενώ συχνά ο Αλεξάκης αναφέρεται σ’ αυτό στις διηγήσεις του, εκφράζοντας ανοιχτά το παράπονό του για το γεγονός ότι το εν λόγω έργο δεν έλαβε αρκετή αναγνώριση από το κοινό.

Εύλογα αναρωτιέται κανείς πώς ο Αλεξάκης κατόρθωσε να… σπάσει τον πάγο της καινούργιας γλώσσας και να χαράξει έναν καινούργιο τρόπο σκέψης και έκφρασης που να του επιτρέπει όχι απλώς να επικοινωνεί, αλλά και να γράφει λογοτεχνία σ’ αυτήν, χτίζοντας παράλληλα το δικό του, διακριτό ύφος. Ακόμη κι αν θεωρήσουμε βέβαιο ότι το επίπεδο των γαλλικών του ήταν ήδη αρκετά καλό δεδομένων των σπουδών που είχαν προηγηθεί στη Λιλ, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε πως αυτό επαρκεί, καθώς η γραφή που εγκολπώνεται λογοτεχνικά χαρακτηριστικά και προσωπικό ύφος δεν είναι αποτέλεσμα πιστοποιημένης γλωσσομάθειας, αλλά, αντίθετα, μια σύνθετη δημιουργική διαδικασία. Σε μεταγενέστερο έργο του, το Παρίσι-Αθήνα (Εξάντας, 1993), αναφέρει, δίνοντάς μας μιαν απάντηση πέρα για πέρα ουλιπιανού σκεπτικού:

Τον πρώτο καιρό στο Παρίσι μαγνητοφωνούσα κρυφά τις συζητήσεις που άκουγα στα καφενεία, στο ταχυδρομείο, στη λαϊκή. Κράταγα ό,τι φυλλάδιο μου έπεφτε στα χέρια, καταλόγους μεγάλων καταστημάτων, σεξουαλικών βιβλίων, μπροσούρες που εκθείαζαν τις μαγικές ιδιότητες ενός φυλαχτού, τις ικανότητες ενός μέντιουμ. Τα χρησιμοποίησα όλ’ αυτά για να γράψω το πρώτο μου μυθιστόρημα, Το σάντουιτς, που ήταν μια παρωδία διάφορων τρόπων γραφής. Για να διηγηθώ μια σκηνή φόνου, δανείστηκα το ύφος της λαϊκής εφημερίδας Φρανς-Σουάρ.[4]

Οι μεθοδολογικοί περιορισμοί που μοιραία προκύπτουν από τη συρραφή διαφορετικών τρόπων γραφής ετερόκλητων κειμένων, η τυχαιότητα των δειγμάτων, η ευρηματικότητα, καθώς και η προσπάθεια παρώδησης διαφορετικών τρόπων γραφής και, συνεπώς, ύφους, εν κατακλείδι όλος αυτός ο πειραματισμός που γίνεται βιβλίο, μοιραία φέρνει στο μυαλό μας τόσο τις Ασκήσεις ύφους[5] του, ιδρυτικού μέλους του OuLiPo, Raymond Queneau. Καθίσταται, λοιπόν, σαφές, ότι το πρώτο μυθιστόρημα του Αλεξάκη κρατάει κάτι από τον κόσμο του ουλιπιανού οράματος, έστω κι αν δεν είναι πιστό δείγμα μαθητείας σ’ αυτό: η «δυνητική λογοτεχνία» των τυχαίων διαφημιστικών φυλλαδίων και κατασκοπευτικών ηχογραφήσεων στο δρόμο έγινε πράξη στο Sandwich.

Έπειτα, δεν μπορεί να παραβλεφθεί η ομολογημένη αγάπη του Αλεξάκη για τα λεξικά: επανειλημμένα αναφέρει στα έργα του ότι στην πορεία του ως συγγραφέα είχε μόνιμο συνοδοιπόρο το Λεξικό Robert, όχι απλώς για την απαραίτητη υποβοήθηση ως προς την εύρεση κάποιας λέξης στα γαλλικά, αλλά και για να εμπνέεται ή ακόμη και να συνθέτει ιστορίες βασισμένες στη μυστική του σχέση με τις λέξεις, η οποία, ως μια αιρετική αποκωδικοποίηση της πραγματικότητας, αυθόρμητα γονιμοποιούσε τα λογοτεχνικά του αντανακλαστικά, δίχως να έχει προηγηθεί κάποιο σχεδίασμα του τι ήθελε να γράψει.

Αυτή η συστηματική προτίμηση του Αλεξάκη στο σημαίνον και όχι το σημαινόμενο των λέξεων, καθώς και η παιγνιώδης διάθεσή του απέναντι στα γράμματα της (ελληνικής) αλφαβήτου, αποτελεί και τον συνεκτικό ιστό ενός από τα ωριμότερα έργα του, το Μητρική γλώσσα (Εξάντας, 1995), το οποίο έλαβε, την ίδια χρόνια, το Prix Médicis. Ο Παύλος, μόνιμος κάτοικος Γαλλίας, ενώ βρίσκεται σε ταξίδι στην Ελλάδα αρχίζει ν’ αναρωτιέται για το τι μπορεί να σημαίνει το γράμμα Έψιλον που αναγράφεται έξω από το ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς. Στην προσπάθειά του, λοιπόν, να μαντέψει την κρυφή σημασία αυτού του μυστηριώδους Ε, διαβάζει αρχαίους κλασικούς, έρχεται σε επαφή με αρχαιολόγους, ταξιδεύει ο ίδιος για αυτοψία στους Δελφούς, ενώ, παράλληλα, καταγράφει στο τετράδιό του διάφορες λέξεις που αρχίζουν από έψιλον και, πιθανώς, αποτελούν τη λύση του αινίγματος (ελευθερία, ειρωνεία, έρωτας, Ελένη και άλλες). Αφού καμία δε μοιάζει να επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία, κάποια στιγμή ο ήρωάς μας αποφασίζει να επενδύσει στην τυχαία δημιουργία μιας λέξης από έψιλον, ευελπιστώντας έτσι, αν όχι να λύσει το μυστήριο, τουλάχιστον να το διαιωνίσει:

Μου ήρθε η ιδέα να σημειώσω στο τετράδιό μου μια λέξη χωρίς νόημα, να χαρίσω κατά κάποιον τρόπο στο ανεξιχνίαστο Ε, που με συνοδεύει εδώ και τόσον καιρό, ένα δικό μου μικρό μυστήριο. Δημιούργησα έτσι τη λέξη «εκελές». Βεβαιώθηκα ότι δεν υπάρχει σε κανένα λεξικό. Μοιάζει με τις λέξεις που φτιάχναμε με τη Βαγγελιώ στην αρχή της σχέσης μας. Έγραψα «ενθουσιασμός» στη σελίδα 37 και «εκελές» στη σελίδα 38.»[6]

Η παιγνιώδης αντίληψή του για τα γράμματα της αλφαβήτου καταδεικνύεται και σε άλλο σημείο του έργου, όπου ο ήρωας, συζητώντας μ’ έναν άγνωστό του ώς τότε κύριο, πληροφορείται ότι ο τελευταίος γράφει μια μελέτη για τα ομηρικά έπη, καθώς θεωρεί ότι «κάθε ραψωδία της Οδύσσειας και της Ιλιάδας αποτίει φόρο τιμής σ’ ένα γράμμα της αλφαβήτου, η πρώτη στο άλφα, η δεύτερη στο βήτα και ούτω καθεξής»:

[…] Τα ομηρικά έπη εγκαινιάζουν το αλφάβητο, γιορτάζουν τη γέννησή του. Στο π της Οδύσσειας κυριαρχεί η λέξη πατήρ: η ραψωδία περιγράφει τη συνάντηση του Οδυσσέα με τον γιο του τον Τηλέμαχο. Η αντίστοιχη ραψωδία της Ιλιάδας αφηγείται τα κατορθώματα και τον θάνατο του Πάτροκλου. Τα δύο έργα ακολουθούν κοινούς κανόνες, πράγμα που αποδεικνύει ότι είναι γραμμένα από τον ίδιο ποιητή.»[7]

Στην πραγματικότητα, στη Μητρική γλώσσα ο Αλεξάκης κατασκευάζει αυτόν τον προσχηματικό μύθο της αναζήτησης της ερμηνείας του μυστηριώδους έψιλον, με στόχο να επιτρέψει να διεισδύσουν στο γαλλικό κείμενο πλήθος ελληνικές λέξεις. Αναφέροντας και αναλύοντάς τες, βρίσκει και ο ίδιος ο ήρωας την ευκαιρία ν’ αναστοχαστεί γύρω από την προσωπική αναζήτηση της ταυτότητας, της πατρίδας και της γλώσσας που άφησε πίσω του εγκαταλείποντας την Ελλάδα.

Δεν θα πρέπει να ξεχνά κανείς ότι ο Αλεξάκης γράφει τα βιβλία του πρώτα στη γαλλική γλώσσα, απευθυνόμενος στο γαλλικό κοινό. Στο πλαίσιο αυτό, ο Bernard Alavoine, καθηγητής στο Université de Picardie Jules Verne CERR/CERCLL, υποστηρίζει ότι η Μητρική γλώσσα χαρακτηρίζεται από έναν παιγνιώδη πειραματισμό που προσιδιάζει στα χαρακτηριστικά του OuLiPo, καθώς επιβάλλει την ελληνική γλώσσα μέσα σ’ ένα αμιγώς γαλλικό κείμενο.[8] Έτσι, δημιουργείται ένα υβρίδιο μεταγλωσσικής λογοτεχνίας, όπου η γλώσσα μιλάει για τον εαυτό της μέσα από μια ξένη γλώσσα, ανοίγοντας νέους δρόμους αντίληψης των λεκτικών σημασιών, αλλά και πρόσληψης του λογοτεχνικού κειμένου ως κειμένου που η λογοτεχνία του προκύπτει μέσα από τα δια-γλωσσικά τερτίπια.

Ίχνη αυτής της φιλοουλιπιανής πειραματικής, ερευνητικής και παιγνιώδους διάθεσης απέναντι στη λειτουργία της γλώσσας, του αλφαβήτου και τη διαδικασία της γραφής, εντοπίζονται και στην Πρώτη λέξη (Εξάντας, 2011) του Αλεξάκη, όπου η κεντρική ηρωίδα εξιστορεί την πορεία προς το τέλος του αγαπημένου της αδελφού Μιλτιάδη, καθηγητή γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού. Ο Μιλτιάδης είχε αφιερώσει ολόκληρη τη ζωή του στο πάθος του για τη γλώσσα, τους μηχανισμούς και την ιστορία της, προσπαθώντας ν’ ανακαλύψει ποια μπορεί να είναι η πρώτη λέξη που ειπώθηκε ποτέ από το ανθρώπινο είδος. Μετά το θάνατό του, η αδελφή του αναλαμβάνει να φέρει εις πέρας την αποστολή του πραγματοποιώντας τη δική της έρευνα για να τιμήσει τη μνήμη του. Στο πλαίσιο αυτής της αναζήτησης, συναντιέται και συζητά με επιστήμονες και άτομα από τον κύκλο του Μιλτιάδη, ώστε να μπορέσει να οδηγηθεί στην πρώτη λέξη του ανθρώπου. Και εδώ, σε εκτενή αποσπάσματα του βιβλίου παρατηρούμε μιαν (αντίστοιχη αυτής στη Μητρική γλώσσα) ενδελεχή παρουσίαση της συμπεριφοράς και της προφοράς διαφόρων λέξεων και γλωσσών, οι οποίες συγκρίνονται μεταξύ τους σχεδόν με… γλωσσολογική επιστημοσύνη και ακρίβεια, «εισβάλλοντας» ποιοτικά και ποσοτικά στο γαλλικό λογοτεχνικό κείμενο.

Από την ερευνητική και όχι μυθοπλαστική προσέγγιση του θέματος, φαίνεται ξεκάθαρα ότι το αδιάκοπο ενδιαφέρον του Αλεξάκη για το ζήτημα της γλώσσας, της καταγωγής των γλωσσών και της ειδικής σημασίας των λέξεων ανάλογα με το πολιτισμικό τους περιβάλλον (θέμα στο οποίο επιστρέφει σχεδόν εξ ολοκλήρου και σε τρίτο βιβλίο του, το Ξένες λέξεις),[9] έχει στηριχτεί σε γερά θεμέλια γνώσης και πληροφορίας, πράγμα που καθιστά αυταπόδεικτη την αξία που έχει για εκείνον η διερεύνηση των ορίων της γλώσσας, άρα και της λογοτεχνίας. Τέλος, αξίζει να προστεθεί και μια λεπτομέρεια του κειμένου που μαρτυρά ξεκάθαρα αφενός ότι ο Αλεξάκης γνώριζε πολύ καλά τα… έργα και ημέρες των ουλιπιανών ομοτέχνων του, και αφετέρου την ευφάνταστη σύνδεση που πραγματοποιεί, με κοινή βάση των γλωσσικό αυτοπεριορισμό των δύο περιπτώσεων, ανάμεσα σ’ έναν προσεγμένο ρητορικά λόγο ενός θεολόγου που αδυνατεί να προφέρει το “r” και στο πειραματικό λογοτεχνικό παιχνίδι του Ζορζ Περέκ: πιο συγκεκριμένα, σε μια συζήτηση περί της δύσκολης εκφοράς του γράμματος “r” (για το οποίο η ηρωίδα έχει εκφράσει νωρίτερα κάποια αντιπάθεια), ο καθηγητής Μπουβιέ αναφέρεται στο παράδειγμα του άραβα θεολόγου Βαζίλ Ιμπν Ατά, ο οποίος απέφευγε συστηματικά στις ομιλίες του τις λέξεις που περιλάμβαναν αυτό το γράμμα, παραλληλίζοντάς τον με τον Ζορζ Περέκ και το μυθιστόρημα που συνέγραψε με τον όρο της πλήρους απουσίας του γράμματος “e”.[10] H αναλογία αυτή δεν αποτελεί ταυτόχρονα και μια νέα δυνητική ανάγνωση αυτών των γραμμένων για εντελώς διαφορετικούς λόγους κειμένων μέσα από τη διασταύρωσή τους στην κοινή βάση του γλωσσικού αυτοπεριορισμού τους;

Tι συμβαίνει, όμως, όταν το ουλιπιανό παιχνίδι συναντά τον (κωμικό) κόσμο του φανταστικού και του παραλόγου των δύο θεατρικών έργων που συνέγραψε ο Βασίλης Αλεξάκης; Με ποιους τρόπους απέδωσε το λεκτικό παιχνίδι σκηνικά; Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Αντιπροσωπευτικό δείγμα του διαλόγου που αναπτύσσουν πολλά από τα έργα του Αλεξάκη με το φανταστικό και το παράλογο, είναι και το μικρό θεατρικό του Μη με λες Φωφώ, νησιώτικο δράμα (Εξάντας, 2008): ο αφηγητής της παράστασης μας ξεκαθαρίζει στην αρχή ότι το έργο που πρόκειται να παρακολουθήσουμε αποτελεί μια συνέχεια της Φαίδρας του Ευριπίδη, όπου βλέπουμε τη Φαίδρα και την Οινώνη να βρίσκονται μόνες σ’ ένα νησί για χρόνια, έχοντας αποκλειστική συντροφιά η μία την άλλη, να συζητούν, να τσακώνονται, να θυμούνται το παρελθόν και ν’ αγναντεύουν τη στεριά που αχνοφαίνεται κάπου μακριά. Ο ευτράπελος χαρακτήρας του Αφηγητή, οι άστοχες σκηνοθετικές οδηγίες και η ελαφρότητα της συζήτησης ανάμεσα στις δύο πρωταγωνίστριες συναντούν τον κόσμο του φανταστικού και του παραλόγου, παραδίδοντας εν τέλει ένα θεατρικό έργο με μπόλικα στοιχεία χιούμορ, παρωδίας και κωμικότητας, ικανά να μας αποφορτίσουν από την ανάμνηση της τραγικότητας της Φαίδρας του Ευριπίδη, η οποία, άλλωστε, εδώ αποκαλείται υποτιμητικά από τη φίλη της «Φωφώ». Ανάμεσα σ’ αυτά, σε μια στιγμή βλέπουμε τον Αφηγητή να προσπαθεί να διαβάσει το μισοσβησμένο χειρόγραφο του έργου, καταλήγοντας σ’ ένα παραλήρημα ακατάληπτων λέξεων που, όπως επισημαίνεται, γεμίζουν δύο ολόκληρες σελίδες:

«Διελκυστίνδα»… «Κουραμάνα»… «Όχι»… «Ίσως»… Ξανά «ίσως»…
«Πετονιά»… «Απρόοπτα»… «Περιφρονώ»… (
Γυρίζει σελίδα.) «Σατακρούτα. (Εξηγεί.) Είναι ένα είδος υφάσματος. «Και»… «Σαρδέλα»… «Ταξίδι»… «Βρομοκοπάς»… «Έλα»… (Άλλη σελίδα.) «Πριτς»… (Χαμογελάει. Σηκώνει το βλέμμα από το χειρόγραφο.) Αναρωτιέμαι αν είναι ελληνική αυτή η λέξη… Ίσως προέρχεται από το ρήμα «πριτέω» ή «πριστέω» που σημαίνει «ανεβάζω τον κουβά στην ταράτσα»… (Νέα σύντομη παύση.) Στις δύο σελίδες που ακολουθούν δεν υπάρχουν παρά τμήματα λέξεων, όπως… (τις διαβάζει ανά τρεις, σαν ποιηματάκι, τονίζοντας την κάθε μία) «Στρα…αρ…μότσα» − «Νώνω…ασιάρ…ακό» − «Κονά…ολήπ…ρέθι» − «Ήνυχ…ρεπ…αστού…» (Παίρνει κάποια φόρα.) «Μπαρού, ξέβα, σαρ» − «Ρηθ, ασχ, τσικάρ» −«Τρο, ουγκ, ουλ»… (πιο γρήγορα.) «Ηξ, ταχ, αχ» − «Ρβι, ερά, έρνα» − «Υγκ, ωίκ, ποχ» − «Υρμ, άνσα, τσι» − «Αλ, αντ, αλ»… (Στέκεται στο συνδυασμό αυτόν, τον επαναλαμβάνει με ύφος βαθυστόχαστο.) «Αλ, αντ, αλ»… (Γρήγορα και πάλι.) «Φουρ, λαλ, ετίζ» − «Λαρώ, ουλίγκ, τοπ» − «Τοσού, ημάτ, αχού»… (Ξαναλέει σκεφτικός την τελευταία λέξη.) «Αχού»…[11]

Για ακόμη μία φορά, ο Αλεξάκης παίζει με φαντασία στον κήπο της γλώσσας, φτιάχνοντας ρυθμό μέσα από ακρωτηριασμένες λέξεις-φράσεις που παρατίθενται πάντα σε τριάδες, υπονοώντας πως η συντακτική σχέση τους κρύβει κάποιο ολοκληρωμένο νόημα, ενώ αντιμεταθέτει φθόγγους και «φτιάχνει μουσική» με παρηχήσεις και επαναλήψεις φωνηέντων. Η λογοτεχνία είναι ένα παιχνίδι των λέξεων και των φωνημάτων τελικά, έστω και αν αυτές-ά είναι ακατάληπτα. Κι εκεί που οι λέξεις συναντούν το φανταστικό και το παράλογο, έρχεται το χιούμορ, η αποδόμηση της σοβαροφάνειας.

Τέλος, η δεύτερη πράξη-μέρος του δεύτερου θεατρικού του έργου με τίτλο Εγώ δεν (Εξάντας, 2004) είναι ολόκληρη αφιερωμένη στο ελληνικό αλφάβητο από μια… εικαστική σκοπιά: ο Ηθοποιός, αφού γράψει σ’ έναν μαυροπίνακα ένα ένα τα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου, ασχολείται με το τι του θυμίζει η όψη τους (το Άλφα, π.χ., του θυμίζει μια σκάλα), πλάθοντας εικονοποιημένες ιστορίες που να δικαιολογούν ευφάνταστα την περίεργη ορθογραφία κάποιων λέξεων, και αναπτύσσοντας διάλογο με την Κοπέλα που βρίσκεται μαζί του πάνω στη σκηνή, σαν να ’ταν δάσκαλος με μαθήτρια.[12]

Ολοκληρώνοντας αυτή την περιπετειώδη ιχνηλάτηση, αισθάνομαι ότι το πιο σωστό θα ήταν να πούμε ότι ο Αλεξάκης ήταν πιστός στο πνεύμα, αλλά όχι και στο γράμμα των νόμων του OuLiPo. Αν, ωστόσο, θα έπρεπε να παραθέσουμε με ακρίβεια τα σημεία συνάντησής του με το OuLiPo, αυτά θα ήταν: α) η αντιμετώπιση της λογοτεχνίας ως παιχνιδιού της γλώσσας, β) η αξιοποίηση τυχαίου υλικού (π.χ. διαφημιστικά φυλλάδια, αποκόμματα από εφημερίδες, λήμματα λεξικών κ.λπ.) ως πρώτης ύλης με βάση την οποία θα φτιαχτεί ένα λογοτεχνικό κείμενο, και γ) η συχνή (συχνότατη) ενασχόληση του Αλεξάκη με τα γράμματα της αλφαβήτου ως αφορμή-αφετηρία για γράψιμο ή λεξιλογικές αναζητήσεις (που, πάλι, θα οδηγήσουν στο γράψιμο). Υπερθεματίζοντας, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι ακόμη και η γενναία απόφασή του να γράφει λογοτεχνία σε μια ξένη γλώσσα κι έπειτα να μεταφράζει ο ίδιος τον εαυτό του, αποτελούν κι αυτά δύο ακόμη τεκμήρια της αδιάρρηκτης, πλην υπόγειας, σχέσης του με τα ουλιπιανά κελεύσματα.

Παιγνιώδης, με ευφάνταστο σκεπτικό γύρω από την κρυφή ζωή των λέξεων και των γραμμάτων, αξιοποίησε το τυχαίο στο συγγραφικό του ταξίδι ανάμεσα σε δύο γλώσσες και άπειρες σημασίες, ώστε να επιτύχει αυτό που ομολογεί και ο ίδιος στον πρόλογο του Τηρουμένων των αναλογιών: τη «χρήση της απεριόριστης ελευθερίας που προσφέρει η λευκή κόλλα, δηλαδή τη χρήση της φαντασίας». Και τα κατάφερε.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Alavoine B., “Vassilis Alexakis ou le choix impossible entre le grec et le français”, Intercâmbio 4, 2011. Ανακτήθηκε 21/6/2022 από το https://ojs.letras.up.pt/index...
Atlas de littérature potentielle
, Collection Folio/essais, v.109, Παρίσι: Gallimard, 1988.

Duncan D., The Oulipo and Modern Thought, Οξφόρδη: Oxford University Press, 2019.
Queneau R., Ασκήσεις ύφους, μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, Ύψιλον 1984.

La bibliothèque oulipienne, v. 1, Παρίσι: Ramsay 1987.
La bibliothèque oulipienne
, v. 2, Παρίσι: Ramsay 1987.

La bibliothèque oulipienne, v. 3, Παρίσι: Seghers 1990.
La bibliothèque oulipienne
, v. 4, Παρίσι: Le Castor Astral 1997.

Αλεξάκης Β., Οι ξένες λέξεις, Εξάντας 2003.
Αλεξάκης Β., Εγώ δεν, Εξάντας 2004.

Αλεξάκης Β., Η μητρική γλώσσα, Εξάντας 1995.
Αλεξάκης Β., Η πρώτη λέξη, Εξάντας 2011.

Αλεξάκης Β., Μη με λες Φωφώ, Εξάντας 2008.
Αλεξάκης Β., Παρίσι-Αθήνα, Εξάντας 1993.

Αλεξάκης Β., Τηρουμένων των αναλογιών – Σεμινάριο Δημιουργικής Γραφής, Πλέθρον/Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων (Κ.Ε.Τ), 2017.
Κυριακίδης Α., Το ΟuLiPo και η ευφορία της μετάφρασης, Ύψιλον 2021.

Κυριακίδης Α. (επιμ.), Παίζουμε λογοτεχνία; Το OuLiPo και η σοβαρότητα του παιχνιδιού, Opera, 2016.


 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: