Βάλε τα κάτω

Βάλε τα κάτω


Κάθεται εκεί κοιτώντας ένα κομμάτι χαρτί που βρίσκεται μπροστά του. Προσπαθεί να το αναλύσει. Λέει:
Τα βάζω κάτω. 600$ το εισιτήριο και έπειτα μετά από αυτό ήταν κι άλλα για το ξενοδοχείο και το φαγητό και λοιπά, μόνο για δέκα μέρες. Πες 80$ τη μέρα, άντε, λίγο πολύ 100$ τη μέρα. Και κάναμε έρωτα, πες, μια φορά τη μέρα περίπου. Αυτό βγαίνει στα 100$ τη φορά. Και κάθε φορά κρατούσε περίπου δυο ίσως τρεις ώρες οπότε αυτό βγαίνει γύρω στα 33$ με 50$ την ώρα, που είν’ ακριβό.
Φυσικά, δεν έγιναν μόνο αυτά, διότι ήμασταν μαζί σχεδόν όλη τη μέρα. Αυτή θα συνέχιζε να με κοιτάει και κάθε φορά που με κοιτούσε άξιζε κάτι, και μου χαμογελούσε και δεν σταματούσε να μιλάει και να τραγουδάει, κάτι που είχα πει, θα με πείραζε για αυτό, ένας εμπαιγμός, για μένα, και θα ξεστράτιζε λιγάκι από μένα χαμογελώντας όμως, και θα μου έλεγε αστεία, και το λάτρεψα αυτό αλλά δεν ήξερα πώς ακριβώς να αντιδράσω οπότε απλά της ανταπέδωσα το χαμόγελο και ένιωσα αργός απέναντί της, απλά όχι αρκετά ξύπνιος. Οπότε αυτή μιλούσε και με ακουμπούσε στον ώμο και στο μπράτσο, συνέχιζε να με ακουμπάει και παρέμεινε πλάι μου. Είστε μαζί ο ένας με την άλλη όλη μέρα συνεχώς και συμβαίνει ασταμάτητα, τα πιασίματα και τα χαμόγελα, και προστίθενται συνεχώς, χτίζεται, και ξέρεις που θα είσαι αυτή τη νύχτα, μιλάς και μια στο τόσο σκέφτεσαι για αυτό, όχι, δεν σκέφτεσαι, απλώς το νοιώθεις σαν να είναι κάποιου είδους προορισμός, το τι έπεται αφότου φύγεις εκεί από όπου είσαι όλο το βράδυ, και είσαι χαρούμενος για αυτό και τα σχεδιάζεις όλα, όχι μέσα στο κεφάλι σου, πράγματι, αλλά κάπου μέσα στο σώμα σου, η όλα μέσα από το σώμα σου, όλα μαζεύονται και συνδέονται έτσι ώστε όταν φτάνετε στο κρεβάτι δεν το ελέγχεις, είναι μια πραγματική παράσταση, όλα ξεχύνονται, όμως αργά, πας ήρεμα μέχρι τη στιγμή που δεν αντέχεις άλλο, η κρατιέσαι συνεχώς, αντιστέκεσαι και φτάνεις στα όρια από τα πάντα, κινείσαι προσεκτικά μέχρι το σημείο που πρέπει να βυθιστείς και να το λήξεις, και όταν τελειώσεις, είσαι υπερβολικά αδύναμος για να σταθείς και όμως μετά από λίγο πρέπει να πας στο μπάνιο και καταφέρνεις να σταθείς, τα πόδια σου τρέμουν, κρατιέσαι από τα κασώματα της πόρτας, υπάρχει λίγο φως που μπαίνει μέσα από το παράθυρο, τον δρόμο σου μέσα και έξω τον βρίσκεις αλλά μάλλον δε βρίσκεις το κρεβάτι.
Οπότε δεν είναι μόνο 100$ η φορά γιατί κρατά όλη τη μέρα, από την στιγμή που ξυπνάς και νιώθεις το σώμα της δίπλα σου, και δεν χάνεις ούτε μια λεπτομέρεια, ούτε ένα μικρό κομμάτι αυτού που βρίσκεται δίπλα σου, το χέρι της, το πόδι της, τον ώμο της, το πρόσωπό της, το όμορφο δέρμα της, έχω νοιώσει άλλα όμορφα δέρματα, αλλά αυτό είναι απλά η αιχμή κάτι εντελώς διαφορετικού, και ετοιμάζεσαι να αρχίσεις, και δίχως να έχει σημασία το πόσο κυλιέστε ο ένας πάνω από την άλλη δεν θα είναι αρκετό, και όταν η επιθυμία σου ατονήσει λιγάκι τότε θα σκεφτείς πόσο πολύ την αγαπάς και αυτό σε βάζει μπρος ξανά, και το πρόσωπό της, ατενίζεις το πρόσωπό της και δεν μπορείς να πιστέψεις πώς έφτασες ως εδώ και πόσο τυχερός είσαι και παραμένει μια έκπληξη όλο αυτό και δεν σταματά ποτέ, και ακόμα και όταν έχει τελειώσει, δεν σταματά ποτέ να σε ξαφνιάζει.
Πιο πολύ είναι σαν να έχεις καλές 16 ή 18 ώρες από αυτό να συμβαίνει, ακόμα και όταν δεν είσαι μαζί της συμβαίνει, είναι καλό να είσαι μακριά γιατί θα είναι τόσο όμορφη η επιστροφή σε αυτήν, οπότε παραμένει εδώ, και δεν μπορείς να φύγεις να κοιτάξεις κάποιον παλιό δρόμο ή κάποιον παλιό πίνακα χωρίς να το νιώθεις ακόμα στο σώμα σου και μερικά πράγματα που συνέβησαν την προηγούμενη μέρα δεν σημαίνουν πολλά από μόνα τους ή δεν θα σήμαιναν πολλά αν δεν είχατε αυτό μεταξύ σας, αλλά δεν μπορείς να ξεχάσεις και είναι μέσα σου συνεχώς, οπότε αυτό είναι λίγο πολύ, πες, δεκαέξι στα εκατό θα ήταν 6$ την ώρα που δεν είναι και πάρα πολλά.
Και τότε πραγματικά συνεχίζεται όσο κοιμάσαι, αν και πιθανότατα ονειρεύεσαι κάτι άλλο, ένα κτήριο, ίσως, συνέχιζα να ονειρεύομαι, κάθε νύχτα, σχεδόν, για αυτό το κτήριο, γιατί θα περνούσα ένα μεγάλο κομμάτι του πρωινού μου σε αυτό το μεγάλο πέτρινο κτήριο και όταν έκλεινα τα μάτια μου θα έβλεπα τους δροσερούς του χώρους και θα είχα αυτήν τη γαλήνη μέσα μου, θα έβλεπα τα τούβλα του δαπέδου και τις πέτρινες καμάρες και τον χώρο, το ενδιάμεσο κενό, σαν κάποιου τύπου σκοτεινό κάδρο, γύρω από αυτά τα οποία μπορούσα να δω μακριά, έναν κήπο, και αυτός ο χώρος ήταν σαν πέτρα επίσης εξαιτίας της δροσιάς του και της γκρίζας σκιάς, αυτού του τύπου η φωτεινή σκιά, που έλαμπε με το φως του ήλιου όπως έπεφτε πέρα από τις καμάρες, και επίσης υπήρχε το μεγάλο ύψος του ταβανιού, όλα αυτά ήταν στο μυαλό μου όλη την ώρα αν και δεν το ήξερα μέχρι τη στιγμή που έκλεινα τα μάτια μου, κοιμάμαι και δεν βλέπω όνειρα για αυτήν αλλά ξαπλώνει δίπλα μου και ξυπνώ αρκετές φορές μέσα στη νύχτα για να θυμηθώ ότι είναι εκεί, και να παρατηρήσω, πες, πριν ξάπλωνε ανάσκελα αλλά τώρα έχει κουλουριαστεί γύρω μου, κοιτώ τα κλειστά της μάτια, θέλω να της φιλήσω τα βλέφαρα, θέλω να νιώσω αυτό το απαλό δέρμα στα χείλη μου, αλλά δεν θέλω να την ενοχλήσω, δεν θέλω να τη δω να συνοφρυώνεται σαν να είχε ξεχάσει ποιος είμαι μέσα στον ύπνο της και νιώθει πως κάτι την ενοχλεί και έτσι παραμένω να την κοιτάω και να κρατιέμαι από όλο αυτό, αυτές τις φορές σαν την προσέχω όταν κοιμάται και βρίσκεται πλάι μου και όχι μακριά μου έτσι όπως θα είναι μετά, θέλω να μείνω ξύπνιος όλη τη νύχτα απλά για να συνεχίσω να νιώθω έτσι αλλά δεν μπορώ, κοιμάμαι ξανά, αν και λαγοκοιμάμαι, προσπαθώντας ακόμα να κρατηθώ από αυτό.
Αλλά δεν έχει λήξει όταν τελειώνει, συνεχίζει αφού έχει τελειώσει, είναι ακόμα μέσα σου σαν γλυκό ποτό, είσαι γεμάτος με αυτήν, τα πάντα σχετικά με αυτήν έχουν κατά κάποιο τρόπο ποτίσει μέσα σου, η μυρωδιά της, η φωνή της, ο τρόπος που το σώμα της κινείται, είναι όλα μέσα σου, τουλάχιστον για λίγες στιγμές μετά, τότε αρχίζεις να το χάνεις, και αρχίζω να το χάνω, και φοβάσαι πόσο αδύναμος είσαι, που δεν μπορείς να την πάρεις πίσω μέσα σου ολάκερη ξανά, και τώρα το όλο πράγμα φεύγει από το σώμα σου και είναι περισσότερο στο νου σου παρά στο σώμα σου, οι εικόνες έρχονται σε σένα μια μια και τις κοιτάς, κάποιες κρατάνε περισσότερο από άλλες, ήσασταν μαζί σε ένα πολύ λευκό καθαρό μέρος, ένα καφέ, μοιραστήκατε πρωινό, και το μέρος είναι τόσο λευκό που βλέπεις σε αντιδιαστολή με αυτό πιο καθαρά, τα γαλανά της μάτια, το χαμόγελό της, τα χρώματα από τα ρούχα της, ακόμα και το εξώφυλλο του βιβλίου που διαβάζει όταν δεν κοιτάει προς το μέρος σου, το ανοιχτό καστανό και κόκκινο και χρυσό των μαλλιών της όταν έχει το κεφάλι σκυμμένο για να διαβάσει, ο καστανός καφές, τα καστανά γλυκά, όλα αυτά σε αντίθεση με το λευκό τραπέζι και τα λευκά πιάτα και τις ασημένιες κανάτες και τα ασημένια μαχαίρια και κουτάλια, και με φόντο την ησυχία ανθρώπων νυσταγμένων στο δωμάτιο αυτό να κάθονται μόνοι στα τραπέζια και να ακούγεται μόνο ο χαμηλός ήχος των κουταλιών καθώς χτυπούν στις κούπες και λίγες αποσιωπημένες φωνές η φωνή της τώρα και τότε να δυναμώνει και να ξεθυμαίνει. Οι εικόνες έρχονται σε σένα και πρέπει να ελπίζεις συνεχώς ότι δεν θα χάσουν τη ζωντάνια τους πολύ γρήγορα και θα σβήσουν γνωρίζοντας ότι αυτό πρόκειται να γίνει και ότι εσύ επίσης θα ξεχάσεις κάποια από αυτά που γίνανε, γιατί ήδη επανέρχονται μικροπράγματα που σχεδόν ξέχασες.

Ήμασταν στο κρεβάτι και με ρώτησε, Σου φαίνομαι χοντρή; και ξαφνιάστηκα γιατί δεν φαινόταν να ανησυχεί καθόλου για τον εαυτό της με αυτόν τον τρόπο και υποθέτω ότι νόμισα ότι όντως ανησυχούσε για τον εαυτό της και της απάντησα αυτό που σκεφτόμουν και είπα βλακωδώς ότι είχε πολύ όμορφο σώμα, πώς το σώμα της ήταν τέλειο, και όντως το εννοούσα σαν απάντηση, αλλά αυτή είπε, Δεν ρώτησα αυτό, οπότε έπρεπε να προσπαθήσω να της απαντήσω ξανά, ακριβώς αυτό στο οποίο είχε ρωτήσει.
Και μόλις ξάπλωσε πάνω μου αργά μέσα στη νύχτα και άρχισε να μιλάει, η ανάσα της στο αυτί μου, και συνέχισε και δεν σταματούσε, και μιλούσε όλο και πιο γρήγορα, δεν μπορούσε να σταματήσει, και το λάτρεψα, ένοιωθα σαν όλη η ζωή μέσα της να ξεχύνεται μέσα μου επίσης, είχα τόσο λίγη ζωή μέσα μου, η ζωή της, η φλόγα της, ερχόντουσαν σε μένα, μέσα σε αυτήν τη καυτή ανάσα στο αυτί μου, και απλά την ήθελα να συνεχίσει να μιλάει για πάντα ακριβώς εκεί δίπλα μου, και θα συνέχιζα να ζω, ακριβώς έτσι, θα μπορούσα να συνεχίσω να ζω, αλλά χωρίς αυτήν δεν ξέρω. Τότε ξεχνάς λίγο από αυτό, ίσως το περισσότερο από όλο αυτό, σχεδόν όλο από αυτό, στο τέλος, και βάζεις τα δυνατά σου να θυμηθείς τα πάντα τώρα έτσι ώστε ποτέ να μην ξεχάσεις, αλλά επίσης μπορεί να το σκοτώσεις με το να το παρασκέφτεσαι, αν και δεν μπορείς παρά να το σκέφτεσαι συνεχώς όλη την ώρα.
Και τότε όταν αρχίζουν να επανέρχονται οι εικόνες αρχίζεις να κάνεις κάποιες ερωτήσεις, απλά μικρές ερωτήσεις, που εδρεύουν στο νου σου δίχως απάντηση, τύπου γιατί είχε ανοιχτό το φως όταν έφτασες στο κρεβάτι ένα βράδυ, αλλά την επόμενη ήταν κλειστό, αλλά το είχε ανοιχτό το βράδυ της επόμενης, και το ’χε κλειστό το τελευταίο βράδυ, γιατί, και άλλες ερωτήσεις, μικρές ερωτήσεις που σε τρώνε κατ’ αυτόν τον τρόπο.
Και εντέλει οι εικόνες φεύγουν και αυτές οι μικρές ξερές εικόνες απλά κάθονται εκεί δίχως απαντήσεις και μένεις με αυτόν τον μεγάλο πόνο στο στήθος που προσπαθείς να αναισθητοποιήσεις διαβάζοντας, ή να απαλύνεις πηγαίνοντας σε δημόσια μέρη όπου θα υπάρχουν άνθρωποι γύρω σου, αλλά όπως και να ’χει, όσο καλός και να είσαι στο να διώχνεις μακριά τον πόνο, ακριβώς τη στιγμή που νομίζεις ότι θα είσαι μια χαρά για λίγο, ότι είσαι ασφαλής, με κάποιο τρόπο το κρατάς μακριά με όλη σου τη δύναμη και μένεις σε κάποιο μικρό και απογυμνωμένο και μουδιασμένο σημείο, τότε ξαφνικά όλο αυτό θα επιστρέψει, θα ακούσεις ένα θόρυβο, ίσως να είναι μια γάτα που κλαίει ή ένα μωρό, ή κάτι άλλο σαν αυτή να κλαίει, το ακούς και κάνεις αυτή τη σύνδεση σε ένα κομμάτι σου όπου δεν έχεις εξουσία και ο πόνος επιστρέφει τόσο σκληρά που φοβάσαι, φοβάσαι πώς θα πέσεις ξανά πίσω σε αυτό και αναρωτιέσαι, όχι, είσαι τρομοκρατημένος στην ιδέα του να ρωτήσεις πώς θα καταφέρεις κάποτε να ξεφύγεις από αυτό.
Και έτσι δεν είναι μόνο κάθε ώρα της μέρας όσο αυτό διαρκεί, αλλά στην πραγματικότητα είναι για ώρες κι ώρες κάθε μέρα μετά από αυτό, για βδομάδες, αν και όλο και λιγότερο, στο βαθμό που θα μπορούσες να κάνεις την αναλογία αν ήθελες, ίσως μετά από έξι βδομάδες να το σκέφτεσαι μονάχα μία ώρα ή τόσο την ημέρα συνολικά, λίγα λεπτά εκεί και εδώ σκορπισμένα, ή λίγα λεπτά εδώ και εκεί και μισή ώρα πριν πέσεις να κοιμηθείς, ή μερικές φορές επανέρχεται ολάκερο και μένεις ξάγρυπνος μαζί του τη μισή νύχτα.
Οπότε όταν τα προσθέτεις όλα αυτά, έχεις ξοδέψει μονάχα ίσως 3$ την ώρα σε αυτό.

Αν θα έπρεπε να συμπεριλάβεις στην εξίσωση και τις κακές στιγμές, τότε αυτό δεν το ξέρω. Δεν υπήρχαν καθόλου κακές στιγμές μαζί της, αν και ίσως υπήρχε μια κακή στιγμή, όταν της είπα ότι την αγαπώ. Δεν μπορούσα να το ελέγξω, ήταν η πρώτη φορά που αυτό είχε συμβεί μαζί της, τώρα σχεδόν την ερωτευόμουν, ίσως και εντελώς αν με είχε αφήσει αλλά δεν μπορούσε ή δεν θα μπορούσα εντελώς καθώς όλο αυτό επρόκειτο να είναι τόσο σύντομο και άλλα πράγματα επίσης, και τελικά της είπα, και δεν ήξερα κάποιον άλλον τρόπο να της πω πρώτα ότι δεν χρειαζόταν να νοιώθει ότι αυτό είναι βάρος, το γεγονός ότι την αγαπούσα, ή ότι δεν χρειαζόταν να νοιώθει το ίδιο για μένα, ή να μου πει το ίδιο σαν απάντηση, ότι ήταν απλά το ότι έπρεπε να της το πω, αυτό ήταν όλο, γιατί ήταν έτοιμο να εκραγεί μέσα μου, και λέγοντάς το δεν θα άρχιζε ούτε καν να καθησυχάζει αυτό που ένοιωθα, πραγματικά δεν μπορούσα να πω τίποτα από αυτά τα οποία ένοιωθα καθώς υπήρχαν τόσο πολλά, λέξεις δεν μπορούσαν να τα αποδώσουν, και το να κάνουμε έρωτα απλά το χειροτέρευε γιατί τότε ήταν που ήθελα ακραία λέξεις αλλά δεν βοηθούσαν καθόλου, πράγματι καθόλου, αλλά της το είπα ούτως ή άλλως, ήμουν πάνω της και τα χέρια της ήταν πλάι στο κεφάλι της και τα δικά μου ήταν στα δικά της και τα δάχτυλά μας ήταν κλειδωμένα και έπεφτε λίγο φως στο πρόσωπό της από το παράθυρο αλλά δεν μπορούσα πραγματικά να τη δω και φοβόμουν να το πω αλλά έπρεπε να το πω γιατί ήθελα να το ξέρει ήταν το τελευταίο βράδυ, έπρεπε να της το πω αλλιώς δεν θα είχα ποτέ άλλη ευκαιρία, απλά είπα, Πριν κοιμηθείς, πρέπει να σου πω πριν πέσεις για ύπνο ότι σε αγαπώ και αμέσως, ακριβώς αμέσως μετά, αυτή είπε και εγώ σε αγαπώ, και μου ακούστηκε σαν να μην το εννοούσε, λίγο ξερό, αλλά από την άλλη συνήθως ακούγεται λίγο ξερό όταν κάποιος λέει και εγώ σε αγαπώ, καθώς το λένε σαν απάντηση ακόμα και όταν δεν το εννοούν και το πρόβλημα είναι ότι ποτέ δεν θα μάθω αν το εννοούσε, ή ίσως κάποια μέρα θα μου πει αν το εννοούσε ή όχι, αλλά δεν υπάρχει τρόπος να το μάθω τώρα, και λυπάμαι που το έκανα, ήταν μια παγίδα στην οποία δεν είχα πρόθεση να τη βάλω, το βλέπω ότι ήταν παγίδα, διότι αν δεν είχε πει τίποτα απολύτως ξέρω ότι και αυτό θα είχε πονέσει, σαν κατά κάποιο τρόπο να έπαιρνε κάτι από μένα και απλά να το αποδεχόταν και να μην έδινε κάτι πίσω, οπότε έπρεπε πραγματικά κάπως να το κάνει, απλά και μόνο για να είναι ευγενική μαζί μου, έπρεπε να το πει, και τώρα δεν ξέρω πραγματικά αν το εννοούσε.

Μια άλλη κακή στιγμή, αν και δεν ήταν ακριβώς κακή, αλλά δεν ήταν και εύκολη από την άλλη, ήταν όταν έπρεπε να φύγω, ερχόταν η στιγμή, και είχα αρχίσει να τρέμω και να νοιώθω κενός, τίποτα στο μέσα μου, τίποτα εσωτερικά, και τίποτα να με κρατά στα πόδια μου, και όταν ήρθε, όλα ήταν έτοιμα, και έπρεπε να φύγω, και έτσι ήταν απλά ένα φιλί, ένα γρήγορο, σαν και οι δυο να φοβόμασταν τι θα μπορούσε να συμβεί μετά από ένα φιλί, και εκείνη τη στιγμή σχεδόν ενθουσιάστηκε, άπλωσε το χέρι της σε μια μικρή κρεμάστρα στην πόρτα και πήρε μια παλιά μπλούζα, μια πράσινη και μπλε μπλούζα από το πιαστράκι, και την έβαλε στα χέρια μου, να την πάρω για μένα, το απαλό ύφασμα είχε ποτίσει από το άρωμά της, και τότε σταθήκαμε εκεί κοντά ο ένας στην άλλη, κοιτώντας ένα κομμάτι χαρτί που είχε στο χέρι της και δεν έχασα στιγμή από αυτό, το κράταγα σφιχτά, αυτό τα τελευταία ένα η δυο λεπτά, γιατί αυτό ήταν πλέον, είχαμε φτάσει στο τέλος, τα πράγματα συνεχώς αλλάζουν, οπότε αυτό ήταν όλο, τέλος.
Ίσως όλα να πάνε καλά, ίσως δεν σου κόστισε το να το κάνεις, δεν ξέρω, όχι, πραγματικά, κάποιες φορές όταν το σκέφτεσαι νιώθεις σαν πρίγκηπας αλήθεια, νιώθεις ακριβώς σαν βασιλιάς, και τότε άλλες φορές φοβάσαι, είσαι φοβισμένος, όχι όλη την ώρα αλλά μια στο τόσο, του τι θα σου κάνει, και είναι δύσκολο να ξέρεις τι να κάνεις τώρα με αυτό.
Φεύγοντας κοίταξα πίσω μια φορά και η πόρτα ήταν ακόμα ανοιχτή, μπορούσα να τη δω να στέκεται μακριά πίσω στη σκιά του δωματίου, μπορούσα να δω πράγματι μοναχά το λευκό πρόσωπό της ακόμα να με κοιτά, και τα λευκά της χέρια.
Φαντάζομαι πως φτάνεις σε ένα σημείο όπου αντικρύζεις αυτόν τον πόνο σαν να ήταν μπροστά σου, τρία πόδια μακριά να βρίσκεται σε ένα κουτί, ένα ανοιχτό κουτί, κάπου σε ένα παράθυρο. Είναι σκληρός και κρύος, σαν μια μεταλλική ράβδος. Το κοιτάς να κάθεται εκεί και λες, Μια χαρά, θα το πάρω, θα το αγοράσω. Έτσι ακριβώς είναι. Γιατί ξέρεις τα πάντα για αυτό ακόμα πριν καν μπεις σε όλη τη διαδικασία. Ξέρεις ότι ο πόνος είναι ένα κομμάτι του όλου πράγματος. Και δεν είναι πώς μπορείς να πεις μετά ότι η ευχαρίστηση ήταν μεγαλύτερη από τον πόνο και ότι για αυτό θα το έκανες ξανά. Αυτό δεν έχει καμία σχέση. Δεν μπορείς να το μετρήσεις, γιατί ο πόνος έρχεται αργότερα και κρατά περισσότερο. Οπότε η ερώτηση ουσιαστικά είναι, Γιατί δεν σε κάνει ο πόνος να λες, δεν θα το ξανακάνω; Όταν ο πόνος είναι τόσο μεγάλος που πρέπει να το πεις, και όμως δεν το λες.

Οπότε κάθομαι εδώ και το σκέφτομαι, πώς μπορείς να μπεις με 600$, πες καλύτερα 1000$, και πώς μπορείς να βγεις έξω με μια παλιά μπλούζα.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: