Εις μάτιν

Περέκ
Περέκ / Σχέδιο Πάβλος Χαμπίδης




Ο νεαρός υπάλληλος του βενζινάδικου, ενώ του γέμιζε το ντεπόζιτο του αυτοκινήτου με καύσιμα, του έκλεισε το μάτι. Εκείνος παραξενεύτηκε, αλλά αποφάσισε να μη δώσει σημασία, σκεπτόμενος ότι μάλλον είχε επιλέξει το σωστό είδος βενζίνης, εκείνο δηλαδή που βρισκόταν σε προσφορά. 
Η μελαχρινή κοπέλα με τις μακριές βλεφαρίδες τού έκλεισε το μάτι καθώς του περνούσε τα τσιγάρα και τα ρέστα του μέσα απ’ το παραθυράκι του περιπτέρου που κορνιζάριζε τη μορφή της. Εκείνος, γοητευμένος, σκέφτηκε ότι, αν δεν είχε καθυστερήσει τόσο πολύ να ξεκινήσει το πρωί από το σπίτι, θα έβρισκε κάποια αφορμή για να της πιάσει κουβέντα και, με τους κατάλληλους ελιγμούς, θα μάθαινε αν την είχε συγκινήσει κάτι στη μορφή του, στον τρόπο με τον οποίο είχε ζητήσει αυτό που ήθελε, στη χροιά της φωνής του ή αν –όπως συνήθως μόνο στις διαφημίσεις συμβαίνει– απλώς έφταιγε η μάρκα των τσιγάρων που προτιμούσε. Δυστυχώς, ωστόσο, βιαζόταν.
Στο φούρνο όπου μπήκε ν’ αγοράσει μια τυρόπιτα, η ηλικιωμένη κυρία πίσω από τον πάγκο τού έκλεισε το μάτι όταν του έδωσε με τα τρεμάμενα χέρια της την τυρόπιτα που της είχε πει ότι επιθυμούσε. Εκείνος δεν ήταν σίγουρος αν έφταιγε το γεγονός ότι είχε επιλέξει την πιο φρέσκια ή την πιο τραγανή –με αποτέλεσμα η επιλογή του αυτή να τον είχε κατατάξει για την ηλικιωμένη πωλήτρια σ’ «εκείνους που γνώριζαν»–, αλλά δεν ήξερε αν μια τέτοια επιβράβευση, προερχόμενη μάλιστα από μια κυρία της ηλικίας της, είχε τόσο μεγάλη σημασία ώστε να τον απασχολήσει.
Μασουλώντας την τυρόπιτά του, έκανε μια στάση για να πάρει έναν καφέ σε πλαστικό ποτήρι. Ενώ ο ίδιος προσπαθούσε να ξεκολλήσει με τη γλώσσα του ένα σφηνωμένο ανάμεσα στα δόντια του κομμάτι σφολιάτας, ο άνδρας με τα περιποιημένα, μακριά και πιασμένα σε αλογοουρά ξανθά μαλλιά που ετοίμαζε την παραγγελία του, τον ρώτησε αν ήταν περαστικός από την πόλη, κι όταν αυτός έγνεψε καταφατικά, του έκλεισε το μάτι και του υπέδειξε το σημείο του πάγκου απ’ όπου μπορούσε να πάρει καλαμάκι. Εκείνος σκέφτηκε πως είτε ο μπαρίστας είχε παρατηρήσει τις κινήσεις που έκανε με τη γλώσσα μέσα στο στόμα του και τις είχε ερμηνεύσει μ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο, είτε ήθελε να τονίσει το γεγονός ότι, αν ήθελε καλαμάκι, έπρεπε να πάρει μόνος του. Προβληματισμένος, απαλλάχθηκε από το τρίμμα του σφολιατοειδούς που τον βασάνιζε, επέλεξε ένα ξεκάθαρα γαλάζιο πλαστικό καλαμάκι και αποχώρησε.
Κατευθυνόμενος προς το πάρκινγκ, σταμάτησε έναν ηλικιωμένο περαστικό που έβγαζε βόλτα ένα μικρόσωμο σκυλάκι, και τον ρώτησε ποιο δρόμο έπρεπε ν’ ακολουθήσει ώστε να βγει από την πόλη και να επιστρέψει στην εθνική οδό. Εκείνος, με σταθερή φωνή, αρκετά αναλυτικά και χωρίς ν’ ανοιγοκλείσει καθόλου κάποιο από τα μάτια του όση ώρα του μιλούσε, του έδωσε τις οδηγίες που είχε ζητήσει, και του ευχήθηκε καλό δρόμο. Ευχαρίστησε τον περαστικό για την πληροφορία, κι όταν έσκυψε να χαϊδέψει το κεφάλι του σκύλου του, σαν να ήθελε με αυτόν τον τρόπο να ευχαριστήσει ακόμη περισσότερο το αφεντικό του, του φάνηκε ότι το χαριτωμένο κατοικίδιο τού ’χε κλείσει το δεξί μάτι.
Προβληματισμένος, πήγε στο αυτοκίνητο, έβαλε μπρος και έφυγε, νιώθοντας ελαφρώς περίεργα έπειτα και από την τελευταία του συνάντηση, καθώς δεν μπορούσε να πάψει να σκέφτεται το βλέμμα του άνδρα και την αγωνία που πλημμύριζε εκείνον τον ίδιο όση ώρα μιλούσαν, αφενός για το πότε ο άλλος θα του έκανε κάποιο νόημα με τα μάτια, και αφετέρου για το τι θα μπορούσε να σήμαινε αυτό. Από τη στιγμή που κατάλαβε ότι ο άλλος δεν θα του έκλεινε το μάτι –όπως ακριβώς είχαν κάνει όλοι οι προηγούμενοι άνθρωποι που συνάντησε στην πόλη την οποία είχε μόλις ξεκινήσει να εγκαταλείπει–, αισθάνθηκε μιαν ανεξήγητη ταραχή. Έπειτα από λίγο, ακολουθώντας κατά γράμμα τις οδηγίες που είχε λάβει κι ενώ απομακρυνόταν από την πόλη μέσω μιας περιφερειακής οδού, συνάντησε με ανακούφιση μια πινακίδα που υποδείκνυε την κατεύθυνση προς τον αυτοκινητόδρομο. Ανακουφισμένος, πάτησε γκάζι, αύξησε ταχύτητα και εισήλθε με φόρα σε μιαν αρκετά ανοικτή στροφή, στο τελείωμα της οποίας, στη μέση ακριβώς του δρόμου, τον περίμενε μια αγελάδα. Χωρίς να προλάβει ν’ αντιδράσει και να την αποφύγει, έπεσε πάνω της.

Όταν συνήλθε, βρισκόταν ξαπλωμένος σε μια νοσοκομειακή κλίνη. Άρχισε να φέρνει ξανά και ξανά στο μυαλό του τη σκηνή της σύγκρουσης και όσα είχαν προηγηθεί αυτής. Έπειτα από πολλές επαναλήψεις, ήταν πλέον σίγουρος: το τελευταίο πράγμα που είχε δει πριν από την πρόσκρουση, μερικά μόλις δευτερόλεπτα πριν χάσει τις αισθήσεις του, ήταν το τεράστιο σε μέγεθος θηλαστικό να του κλείνει το μάτι. Απροειδοποίητα, χωρίς χτύπημα, η πόρτα του θαλάμου άνοιξε, κι εμφανίστηκε μια νεαρή νοσοκόμα μ’ ένα δίσκο στα χέρια. Το πρόσωπό της ήταν στρόγγυλο με λεπτά χαρακτηριστικά, το μαλλί της κοντό και ξανθό, ενώ στο δεξί της μάτι είχε ένα προστατευτικό κάλυμμα. Αποκαμωμένος, όταν την είδε να πλησιάζει έκλεισε τα μάτια του και βυθίστηκε στο λευκό του μαξιλάρι.

«Αισθάνεστε κουρασμένος;» τον ρώτησε.
«Όσο δεν φαντάζεστε» της απάντησε.

Ξαφνικά, μέσα στο αυτοδημιούργητο σκοτάδι του, ο τραυματίας ένιωσε ένα απαλό χέρι να του χαϊδεύει το μέτωπο, με σχεδόν μητρική τρυφερότητα. Η επαφή τον ηρέμησε λίγο. Χαμογελώντας, άνοιξε τα βλέφαρά του και αντίκρισε έναν τεράστιο γυμνό οφθαλμό κοντά στο πρόσωπό του· έναν οφθαλμό σε μέγεθος ανθρώπινου κεφαλιού, στερεωμένο στους ώμους του γυναικείου σώματος που καθόταν δίπλα του. Ένα υπερμέγεθες μάτι με λευκή στολή και απαλά δάχτυλα, τα οποία τώρα άγγιζαν τα μάγουλά του και –χωρίς ν’ ασκούν πίεση– κρατούσαν το κεφάλι του σταθερό, εμποδίζοντάς το να στραφεί αριστερά ή δεξιά. Ο άνδρας δεν φώναξε, ούτε τινάχτηκε από το κρεβάτι, παρά εστίασε το βλέμμα του στο βάθος της τεράστιας γαλάζιας ίριδας που βρισκόταν τόσο κοντά στα μάτια του. Τα μέλη του χαλάρωσαν εντελώς, και στη συνέχεια ένιωσε το σώμα του να μικραίνει, να μικραίνει και να μικραίνει κι άλλο, ώσπου ξεκίνησε να εισχωρεί στο γαλάζιο του υπερφυσικού ματιού. Μέσα εκεί βρέθηκε να πετάει, σ’ έναν ουρανό χωρίς σύννεφα, ελεύθερος από κάθε βάρος, σαν ένα σκουπιδάκι που το παράσερνε χωρίς βία ο άνεμος. Ρίχνοντας μια ματιά κάτω, είδε την πόλη από την οποία είχε νωρίτερα προσπαθήσει να φύγει. Από ψηλά έμοιαζε μ’ έναν στρόγγυλο γκρίζο λαβύρινθο, στο κέντρο του οποίου υπήρχε μια επίσης στρόγγυλη πλατεία με γυαλιστερές μαύρες πλάκες που αντανακλούσαν το φως του ήλιου. Στη θέα του επίπεδου γκρίζου οφθαλμού, ζαλίστηκε κι άρχισε να πέφτει με ταχύτητα. Ξανάκλεισε τα μάτια του.

«Μην ανησυχείτε» ακούστηκε η φωνή της νοσοκόμας. «Το χτύπημα στο κεφάλι σας ήταν αρκετά ισχυρό. Θα χρειαστείτε λίγο χρόνο, αλλά σύντομα θα μπορέσετε να επιστρέψετε στο σπίτι.»

Ο ξαπλωμένος άνδρας άνοιξε τα μάτια του. Η νοσοκόμα με τα ξανθά μαλλιά και το προστατευτικό κάλυμμα που την έκανε να μοιάζει λίγο με πειρατή, καθόταν δίπλα του και του χαμογελούσε. Ο υπερφυσικός οφθαλμός είχε εξαφανιστεί. Εκείνη ήταν όμορφη και τον κοιτούσε γλυκά με το μοναδικό μάτι που διέθετε. Τα χέρια της –την απαλότητα των οποίων ο τραυματισμένος άνδρας αισθανόταν ακόμη πάνω στο πρόσωπό του– ήταν τώρα ακουμπισμένα το ένα πάνω στ’ άλλο, και τα δύο μαζί πάνω στα λευκοντυμένα γόνατά της. Προσπάθησε να της χαμογελάσει και, μόλις τα κατάφερε, αισθάνθηκε έντονη την επιθυμία να της κλείσει το μάτι. Έσκυψε, λοιπόν, μπροστά, άπλωσε το δεξί του χέρι και σκέπασε μ’ αυτό το αριστερό μάτι της νοσοκόμας, βυθίζοντάς την με αυτόν τον τρόπο στο σκοτάδι. Εκείνη δεν διαμαρτυρήθηκε, ούτε έκανε κάποια κίνηση για ν’ απαλλαγεί από το χέρι του. Έμειναν και οι δύο σιωπηλοί για τρία δευτερόλεπτα, κι έπειτα ο ασθενής απέσυρε το άκρο του από το πρόσωπό της και το επανέφερε δίπλα του, παράλληλα στο σώμα του και πάνω στα λευκά σεντόνια. Η γυναίκα σηκώθηκε, ίσιωσε λίγο τα μαξιλάρια πίσω από την πλάτη του και περπάτησε προς την έξοδο του θαλάμου. Λίγο πριν φτάσει το πόμολο, σταμάτησε, γύρισε προς το μέρος του και τον κοίταξε για μια στιγμή χωρίς να πει τίποτα. Αμέσως μετά, άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω, αφήνοντάς τον μόνο, ν’ αναρωτιέται πώς να κάνουν άραγε νόημα με το μάτι εκείνοι οι άνθρωποι που ένα μόνο τέτοιο διαθέτουν, καθώς ήταν σχεδόν σίγουρος ότι η μονόφθαλμη νοσοκόμα, πριν τον αφήσει μόνο, αυτό ακριβώς είχε κάνει.

Eρωτήσεις κατανόησης

Τι σχέση μπορεί να έχει αυτό το (ο Θεός να το κάνει) διήγημα με τον Ζορζ Περέκ και το OuLiPo, ή το OuLiPo και ο Ζορζ Περέκ μ’ αυτό το (ο Θεός να το κάνει) διήγημα;

Τα μάτια αποτελούσαν το βασικό εργαλείο συλλογής στοιχείων του Περέκ, αυτού του αγαπημένου εξωφρενικού παρατηρητή και καταγραφέα, που ώρες ώρες μοιάζει μ’ έναν τεράστιο ακόρεστο οφθαλμό και ο ίδιος.

Τι ρόλο παίζει η πόλη σ’ αυτό το (ο Θεός να το κάνει) διήγημα;

Κάθε πόλη είναι ένας λαβύρινθος όπου μπορεί είτε να παγιδευτεί κανείς για πάντα, είτε να βρει την ευτυχία που προσφέρουν οι άπειροι συνδυασμοί, οι –τρανταχτές και ανεπαίσθητες– μετατοπίσεις της θέσης των στοιχείων και οι λεπτομέρειες που προσφέρονται προς παρατήρηση για εκείνον που έχει τα μάτια του ανοιχτά και αρέσκεται στο να τα χρησιμοποιεί.


Τι συμβολίζει το κλείσιμο του ματιού στον σύγχρονο κόσμο;

Πίσω από κάθε κλείσιμο του ματιού υπονοείται η συνενοχή, στοιχείο δομικό της σκανδαλιάς που απολαμβάνω διαβάζοντας κείμενα τα οποία ή έχουν βγει από το εργαστήρι του ΟuLiPo ή θα μπορούσε να έχουν βγει από εκεί.


Ποιο είναι το ηθικό δίδαγμα αυτού του (ο Θεός να το κάνει) διηγήματος;

Στους τυφλούς νοσηλεύει ο μονόφθαλμος.


ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: