Ψ΄ (ο δίδυμος)

Ψ΄ (ο δίδυμος)




Είχα τελειώσει την αναζήτηση της λύσης των αινιγμάτων και των γρίφων του Έλγκαρ. Ήδη είχα στείλει και σχετικό κείμενο για δημοσίευση.[1] Αυτός ήταν κι ένας λόγος να είμαι πια χαρούμενος. Ομολογώ ότι με παίδεψε κάπως το ψάξιμο μέχρι να βρω τα κατάλληλα κομμάτια για τη συμπλήρωση των παζλ, μ’ όλες τις παραλλαγές τους. Ήταν, όμως, ένας ευχάριστος παιδεμός, από την όμορφη γραφή των είκοσι τεσσάρων μικρών αφηγημάτων του. Κι αφού το κατάφερα, όπως νόμιζα, δικαιούμουν ξεκούραση. Ε, ναι! Σχεδόν έτσι δεν κάνουν όλοι όταν τελειώνουν κάποια δουλειά που τους απασχόλησε κι ίσως τους παίδεψε λίγο; Κι όχι επειδή θέλησα να επικαλεστώ το δικαίωμά μου στην τεμπελιά. Όχι! Τον Πολ Λαφάργκ[2] τον είχα καταχωνιασμένο, καιρό τώρα, και ξεχασμένο σε κάποιο ράφι της βιβλιοθήκης μου· κι ούτε θυμάμαι πόσα χρόνια πέρασαν από την τελευταία φορά που τον άνοιξα. Βλέπεις, κύλησε πολύ νερό στο ποτάμι από τα χρόνια της εφηβείας μου, τότε που ανάλογα κείμενα και αναγνώσματα τα είχα πρόχειρα για κάθε ζήτηση. Ας κοιμάται, λοιπόν, ο γαμπρός του Μαρξ εκεί, εν ειρήνη, όπως εν ειρήνη κοιμήθηκε με τη Λάουρά του κι ο ίδιος, οικειοθελώς και… αυτοβούλως, που λένε. Έλα, όμως, που λάθος εκτίμησα την κατάσταση! Το μυαλό μου, χωρίς να θέλω και χωρίς να το επιζητώ, γυρόφερνε στον Ψ. Τι χαρακτήρας κι αυτός! Τον φανταζόμουν να τον τρώει από μέσα του, να τον τυραννάει η συνέχεια του δικού του εγχειρήματος. Τον έβλεπα σκυμμένο, λέει, στο γραφείο του. Ν’ αγωνίζεται! Να δίνει συνέχεια στο αφήγημά του! Να προσθέτει κι άλλες, νέες παραγράφους σ’ αυτό ή σε άλλο, παραπλήσιο αφήγημα, υπακούοντας σταθερά στο μοτίβο που είχε επιλέξει. Βλέπεις, οι αριθμοί στην ακολουθία Φιμπονάτσι, αν δεν το πάρεις απόφαση κάπου να τους σταματήσεις μόνος σου, δεν τελειώνουν ποτέ. Είναι άπειροι. Είναι αυτός ο απλός, μα τόσο αποτελεσματικός αναδρομικός μαθηματικός τύπος της ακολουθίας που, όρεξη να ’χεις, όσο θέλεις προχωράς, σε όσους επόμενους όρους της. Κι είναι τόσο απλός να τον καταλάβει όποιος το θέλει![3] Ναι, ακριβώς: η διαδικασία εφαρμογής του συγκεκριμένου τύπου μπορεί να συνεχιστεί χωρίς τελειωμό! Στο άπειρο! Στο άπειρο των αριθμών και όχι στο αξεπέραστο συμβολικό φράγμα που θέτει ως ένα –ενδεχομένως αξεπέραστο–εεμπόδιο εκείνο το όρθιο άπειρο του οκτώ, όπως εύστοχα το ονόμασε ο Αχιλλέας Κυριακίδης σε άλλο του πεζό,[4] προσδίδοντας και αυτή τη «σχεδιαστική» ιδιότητα στο 8, βαπτίζοντάς το «όρθιο άπειρο».

Να θυμηθούμε ότι το 8 ο Οδυσσέας Ελύτης[5] το είδε για την ομορφιά του, με άλλη εξαίσια δική του αφορμή. Με τέτοια και μ’ αλλιώτικα στο νου, με πήρε τελικά κι ο ύπνος. Το μυαλό δούλευε, ωστόσο. Και στον ύπνο, φαίνεται, έκανε τη δουλειά του. Έπλαθε ιστορίες σαν αυτές που τα όνειρα πλάθουν. Κι εκεί που μόλις έφυγε από το ονειρικό πλάνο η έντονη φιγούρα του Ψ κι είπα καιρός να ησυχάσω λίγο, να σου ξαφνικά μπαίνει απρόσκλητος ένας άλλος χαρακτήρας, μια άλλη φιγούρα! Φτυστή με τον Ψ στη μορφή. Λίγο πιο κοντός έδειχνε ο άνθρωπος. Αν και δύσκολα μπορούσες να το διακρίνεις αυτό, είν’ η αλήθεια. Έτσι μου φάνηκε, πάντως. Χωρίς πολλά πολλά, αυτοσυστήθηκε. Πρότεινε το δεξί του χέρι για χειραψία. Εγώ, λέει, ήμουν στο γραφείο μου. Κάτι προσπαθούσα να λύσω σε μια κόλλα χαρτί. Είχα ανοιχτό κι έναν τόμο από τη Γεωμετρία των Ιησουιτών. Το θυμάμαι καλά αυτό. Τώρα που το σκέφτομαι, αναλογίζομαι πόσο παράξενα δουλεύουν το μυαλό και το υποσυνείδητό μας, ακόμα και στον ύπνο μας. Πού θυμήθηκα στον ύπνο μου –άκου να δεις!– πάλι τους Ιησουίτες και τους έφερα στην επιφάνεια; Οι τέσσερις τόμοι της ελληνικής τους έκδοσης που παλιά χρησιμοποιούσα, είναι κι αυτοί για χρόνια παρατημένοι στα αζήτητα, αφού η Ευκλείδεια Γεωμετρία με την οποία μεγαλώσαμε, γενιές και γενιές, παλιότερα, έπεσε σχεδόν σε δυσμένεια, εξοβελίστηκε από το εκπαιδευτικό μας σύστημα. Ύστερα, είναι και που χρόνια πια είμαι σε αποστρατεία· συνταξιούχος εκπαιδευτικός, που τα μαθηματικά ήταν το αντικείμενο της δουλειάς μου!..

Μου αυτοσυστήθηκε, λοιπόν: Είμαι ο Ψ΄. Ψ΄ (τόνος) ή Ψ΄ (τονούμενο), όπως οι μαθηματικοί, ξέρω ότι συχνά μας λέτε. Ψ΄ είπες; Ναι, Ψ΄. Βλέπεις, οι γονείς μας δε μας αγόραζαν μόνο ίδια ρούχα κι ίδια παπούτσια με τον αδελφό μου, μας έδωσαν και παραπλήσια ονόματα. Είπαν Ψ τον αδελφό μου; Χωρίς κανένα δισταγμό είπαν Ψ΄ εμένα! Και γιατί έτσι; Δίδυμοι είστε; Ακριβώς! Και δεν ήθελαν να βγουν απ’ τα καθιερωμένα, ίδιοι σ’ όλα να είμαστε. Σαν δυο σταγόνες νερό. Ας είμαι κατά δυο λεπτά της ώρας μικρότερος και γύρω στους δύο πόντους πιο κοντός από τον Ψ…

Aπορούσα. Σε τι μπορούσα τάχα να του φανώ χρήσιμος κι είχε έρθει στ’ όνειρό μου; Του το είπα, μάλιστα. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβεις τον λόγο. Συγγνώμη…; Λέω: δεν είναι δύσκολο να καταλάβεις γιατί σου εμφανίστηκα. Σου ζητώ κι εγώ συγγνώμη… για τον ενικό. Το κάνω για να σπάσει απ’ την αρχή ο πάγος μεταξύ μας. Θα σ’ το εξηγήσω, αμέσως… Νά, βλέπω τον αδελφό μου ν’ ασχολείται μ’ ένα πεζό του κείμενο ακολουθώντας τους αριθμούς Φιμπονάτσι, και ζήλεψα! Ε, ναι, λοιπόν! Ζήλεψα που το πάλεψε μέχρις ενός σημείου και δε λέει να το αφήσει. Συνεχίζει, ακάθεκτος! Για να επιμένει τόσο, κάποια ομορφιά βρίσκει σ’ αυτό, σκέφτηκα. Θέλω κι εγώ κάτι ανάλογο να κάνω. Πες το παραξενιά, πες το όχι, δίδυμοι είμαστε! Έχουμε τα ίδια χούγια, βλέπεις, από κούνια. Ειλικρινά, εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω πού εμπλέκομαι εγώ σ’ αυτό. Κι όμως, εσύ έγραψες ένα κείμενο για τον Ψ. Το είδα, το διάβασα και μου άρεσε.[6] Ρώτησα κι έμαθα ότι είσαι και μαθηματικός. Άρα, SOS! Ζητώ τη βοήθειά σου να κάνω κι εγώ μιαν ανάλογη προσπάθεια. Αλήθεια είναι, είπα, εγώ το έγραψα, αλλά και πάλι δεν κατάλαβα πώς μπορώ να σου φανώ χρήσιμος. Θα βρεις και για μένα έναν αναγωγικό μαθηματικό τύπο που να είναι εύκολα κατανοητός για όλους, μια και είσαι μαθηματικός, και μετά, αν έχεις και κάποιες άλλες σκέψεις ή και το κατάλληλο υλικό, αφού κι εσύ γράφεις διάφορα, σε παρακαλώ να μου το δώσεις, για να προσπαθήσω κι εγώ. Θέλω να κάνω ένα κείμενο ανάλογο μ’ αυτό του αδελφού μου, Ψ. Θέλω κι εγώ να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου σε κάτι σχετικό. Όλο και θα υπάρχουν κάποιοι τέτοιοι αναγωγικοί τύποι! Δεν είναι έτσι; Αναγωγικοί τύποι στα μαθηματικά υπάρχουν ένα σωρό, απάντησα. Νά, τώρα μου ’ρχεται στο μυαλό κάτι, που δεν είναι μεν αναγωγικός τύπος, αλλά που μπορεί και να τον καταλάβουν όλοι. Δεν είναι πολύ δύσκολο αυτό, πιστεύω. Και μάλιστα, έχει να κάνει κι αυτός με τη δική σας σχέση. Τη σχέση σου με τον Ψ εννοώ. Όπως είστε εσείς δίδυμοι, ξέρεις, υπάρχουν και δίδυμοι αριθμοί. Δίδυμοι αριθμοί, ε; Ενδιαφέρον ακούγεται! Δεν ακούγεται μόνο, είναι, συμπλήρωσα. Δηλαδή; ρώτησε με φανερή απορία. Στο σύνολο των φυσικών αριθμών – ξέρεις ποιοι είναι, ε; Ε, ναι: τους θυμάμαι. Είναι όλοι οι αριθμοί από το μηδέν μέχρι το άπειρο που χρησιμοποιούμε όταν μετρούμε ένα πλήθος πράγματα, ιδέες, κάθε λογής πρόσωπα και αντικείμενα κ.λπ. Είναι, δηλαδή, οι αριθμοί 0, 1, 2, 3, 4… κ.λπ. Σωστά. Αυτοί είναι. Λοιπόν, οι μαθηματικοί έχουν χωρίσει τους αριθμούς αυτούς σε διάφορες ομάδες, συμπλήρωσα. Κι αυτό το ξέρω! Το θυμάμαι απ’ το δημοτικό και το γυμνάσιο. Εντάξει… μαθηματικό μυαλό δεν ήμουν –το λέω–, αλλά ούτε εντελώς σκράπας! Θυμάμαι ότι τους χωρίζουν σε μονούς και σε ζυγούς ή, το ίδιο είναι, σε περιττούς και σε άρτιους. Μπράβο! Σωστό αυτό. Αλλά τους χωρίζουν και σ’ άλλες ομάδες. Μία απ’ αυτές τις ομάδες είναι και οι δίδυμοι πρώτοι! Πρόκειται για τα ζευγάρια των πρώτων αριθμών που διαφέρουν μεταξύ τους κατά δύο μονάδες μεταξύ τους· δηλαδή τα ζευγάρια (3, 5), (5,7), (11, 13), (17, 19), (29, 31), (41, 43), (59, 61), (71, 73), (101, 103), (107, 109), (137, 139)… κοκ. Ούτε αυτά τα ζευγάρια τελειώνουν. Είναι μάλλον άπειρα κι αυτά. «Μάλλον» άπειρα; Τι θες να πεις; Θέλω να πω ότι όλοι οι μαθηματικοί πιστεύουν πως τα ζευγάρια των διδύμων πρώτων αριθμών δεν τελειώνουν ποτέ! Αλλά, δυστυχώς, κανένας ακόμη δεν το έχει αποδείξει ώστε να κλείσει το θέμα! Οι μαθηματικοί, από τα χρόνια του Ευκλείδη, έχουμε την απαίτηση να δεχόμαστε ότι κάτι ισχύει τελεσίδικα, μόνον αν το έχουμε αποδείξει. Αν δεν το έχουμε αποδείξει, τότε μιλάμε για απλή εικασία. Ακόμη κι αν έχουμε απόλυτα τη διαίσθηση κι είμαστε εντελώς σίγουροι ότι αυτό ισχύει! Ξέρω, ξέρω! Έχετε τέτοιες παραξενιές και παραδοχές στη δουλειά σας οι μαθηματικοί! Απ’ ό,τι κατάλαβα, κι αυτό με τους διδύμους, ότι είναι άπειροι σε πλήθος, είναι μια μαθηματική εικασία για την ώρα! Έτσι δεν είναι; Ναι! Μέχρι να βρεθεί ότι αληθεύει ή όχι! Αν ποτέ βρεθεί κάποιος να το αποδείξει. Οπότε, τότε, δε θα είναι εικασία, αλλά θεώρημα. Δηλαδή, όσο και να προχωράμε, με όσα παραδείγματα θέλουμε, δε βρίσκουμε ένα αντιπαράδειγμα. Δε βρίσκουμε δηλαδή κάτι που να καταρρίπτει την αρχική μας εικασία. Σωστά; Έτσι ακριβώς. Ψ΄. Το κατάλαβες. Ναι, αλλά εγώ θέλω να γράψω κάτι σαν τον αδελφό μου, που να υπακούει στη νόρμα αυτή. Πώς θα το πετύχω με ζευγάρια αριθμών που είναι άπειρα σε πλήθος; Θα κάνεις ό,τι έκανε κι ο Ψ. Θα γράψεις κείμενο με ορισμένα απ’ τα ζευγάρια των διδύμων. Αλλιώς, μάλλον θα έχεις πρόβλημα. Λέω να δοκιμάσεις με τους δίδυμους μέχρι το εκατό, στην αρχή. Τι λες; Κι αν θέλω, μπορώ να το πάω παρακάτω; Αν θέλεις, ναι! Και μπορείς και επιβάλλεται. Προτείνεις κάτι; Θα σου δώσω το ελεύθερο σε δικά μου γραπτά να κάνεις εξάσκηση στη μέθοδο, του είπα, εφόσον μου ζήτησες και υλικό για να δουλέψεις. Νά, πάρε απ’ αυτά τα τετράδιά μου στίχους, παραγράφους, ό,τι θέλεις, και μετρώντας λέξεις να βγάλεις μια δική σου σύνθεση που ν’ ακολουθεί τη νόρμα των δίδυμων πρώτων, μέχρι το εκατό αρχικά, και βλέπουμε.

Ο Ψ΄ συμφώνησε, με χαρά. Πήρε ένα τετράδιο με δικά μου κείμενα και ποιήματα, με το ελεύθερο να δουλέψει πάνω σ’ αυτά, διαλέγοντας στίχους και τροποποιώντας τους, κατά βούληση, ώστε να προκύψει ένα ποιητικό κολάζ. Βρήκα ότι αυτό το πείραμα μπορεί να είχε ενδιαφέρον· όχι μόνον γι’ αυτόν, αλλά και για μένα. Θα κρινόταν η επιτυχία του εγχειρήματος από το τελικό αποτέλεσμα. Αγωνιούσα και λίγο.

Τάχα, λέει, πως είχε περάσει μια βδομάδα, ίσως και περισσότερο, και ξαναφάνηκε στο όνειρό μου ο Ψ΄, χαρούμενος. Ήθελε να μου διαβάσει το πόνημά του, αυτό το ποιητικό κολάζ που είχε αναλάβει με ενθουσιασμό να δημιουργήσει από άλλα μου ποιήματα. Ενθουσιάστηκα από τη δουλειά του – το ομολογώ. Η σύνθεσή του υπάκουε τέλεια ως προς το πλήθος των λέξεων στους δίδυμους πρώτους μέχρι το εκατό. Οι γάλλοι πρωτοπόροι του είδους θα του έδιναν πολλά μπράβο. Είχε προσθέσει και δικούς του ενδιάμεσους τίτλους – στα γαλλικά, παρακαλώ! Για να τιμήσω και έτσι τους Γάλλους, με πληροφόρησε. Με αριθμούς κατέγραφε στην αρχή και στο τέλος των στίχων ή των αποσπασμάτων τα ζευγάρια των διδύμων που δήλωναν το πλήθος των λέξεων. Χαίρομαι που σου άρεσε, είπε ο Ψ΄, και συνέχισε κάνοντας λεκτικό παιχνίδι: Σ’ ευχαριστώ που με βοήθησες να νιώσω κι εγώ, ως άλλος δίδυμος, ισάξιος κατά κάποιο τρόπο με τον Ψ. Ένιωσα πως μάλλον «ου λείπω» από τη συνεχή του προσπάθεια κι αγωνία να τελειώσει αυτό που με επιτυχία άρχισε με τους αριθμούς Φιμπονάτσι. Απλώς θα πρέπει να βρω ή να γράψω τα κατάλληλα κείμενα για να συνεχίσω!

Την επόμενη νύχτα που μ’ επισκέφθηκε, στ’ όνειρό μου πάλι, του έδωσα, για να τον ευχαριστήσω για το πετυχημένο του πείραμα γραφής, ένα άλλο δικό μου, με μορφή ενός μπουκέτου σ’ ανθογυάλι. Έτσι είναι γραμμένοι οι στίχοι του. Τη μορφή αυτή σε ποιήματα μας την έδωσε, για πρώτη φορά, άλλος ένας Γάλλος, ο Απολινέρ, με τα calligrammes του.

Είδα τη λάμψη της χαράς στα μάτια του. Κοίτα να δεις που βάλαμε νέο ευχάριστο μπελά στο κεφάλι μας! μουρμούρισε κουνώντας το πάνω-κάτω, αλλά μ’ ένα κρυφό χαμόγελο χαράς, ο Ψ΄, ο δίδυμος, όπως ήθελε να το τονίζει αυτό ιδιαίτερα.

Μετά, χάθηκε. Χάθηκε για πολύ. Έχω καιρό να τον δω. Ποιος ξέρει τι καινούργιο θα μου φέρει σε μια μελλοντική επίσκεψη! Ωστόσο, τον περιμένω και το περιμένω…. Μάλιστα, έχω κάποιες νέες σκέψεις που θα του αρέσουν, ελπίζω.

Στ’ αυτιά μου ακούω εκείνο το δικό του «ΟΥ ΛΕΙΠΩ» που μου είχε πει, αλλά αισθάνομαι εμένα να μου λείπει… Σκέφτομαι πως το Λουλούδι της ελπίδας που του χάρισα ως ένα δικό μου calligramme, θα το ποτίζει μέχρι να τον ξαναδώ.

Και το δικό του Du matin au minuit και το δικό μου δώρο ακολουθούν. Στο δικό μου, που σαν εικόνα του το έδωσα, κάπου εντοπίζεται και μερικώς η έννοια της μετάθεσης,[7] όπως οι μαθηματικοί τη χρησιμοποιούμε.


 

Du matin au minuit

a. De bon matin (Πολύ πρωί)

3    Νωθρό το άγημα
5    Τιμητικά θαλασσοπούλια γκρι και άσπρα
7        στις άβολες σφιγμένα φτερωτές στολές τους
           πούπουλα

11.     Δεμένες σκούνες εφ’ ενός ζυγού στο μόλο
           λικνίζονται μόνες τους στοιχισμένες

13      Γλάροι σαν βάρκες έρημες και σιωπηλές στο
           όμορφο, υγρό χαλί, μ’ αφρούς στολίδια

17      Στρωμένος ουρανός το υφάδι, ένα γαλάζιο πάνω
           κάτω, και το λιμάνι με της αύρας χάδια αργά
           ξυπνάει

19      Χρυσός ο ήλιος βγαίνει στην ανατολή, να φέξει
           αδημονεί η νέα μέρα, τρελά πετούν ψηλά
           χελιδονόψαρα και πίσω χάνονται

29       Άλλα τρελά ψαράκια πού και πού τολμούν πετάγματα,
            βουτιές, για λίγο στον αέρα βγαίνουν και πέφτουν
            πάλι στο νερό, παίζουν, μικρούς αφήνουν κύκλους,
            που σβήνουν γρήγορα και άλλοι γίνονται.

31      Για ύπνο πήγαν σπίτι οι βαρκάρηδες, νυχτιάτικο το           
          παραγάδι, μόχθος. Η ανατολή τούς βρήκε ξεψαρίζοντας
          της θάλασσας ασήμι. Θαλασσοπούλια, τα περήφανα,
          στοιχισμένα στη σιωπή παρουσιάζουν όπλα. Ξεκίνημα
          της μέρας. Κεφαλή δεξιά.


b. À midi (στο Μεσημέρι)

41         Το παλιό φράγκικο κάστρο κορόνα στο κεφάλι πέτρινη
               πράσινου λόφου. Πεύκα και πουρναρόριζες κεντίδια
               στην πλαγιά καθώς το κύμα ασταμάτητα τα πόδια
               τρύπιων βράχων γλείφει, μέρα και νύχτα, και φέρνει
               τα κρυφά της θάλασσας μηνύματα χαράζοντας στην
               πέτρα ηλικία του κόσμου.

43         Γεύση αλμύρας, νοτισμένος αέρας φουσκώνει τα στήθη,
              χείλια τρέμουν, λαίμαργα ρουθούνια ρουφούν της φύσης
              μυρωδιές, μέντα, ρίγανη και μελισσόχορτο. Πανσπερμία
              ανθρώπων κουρσεύει χαρές της θάλασσας, κορμιά
              ψημένα γεμίζουν χρυσές αμμουδιές, αλάτι στεγνώνει σε
               βλέφαρα, κι ο ήλιος, ο ήλιος πύρινο μάτι του ουρανού.


c. À huit heures du soir (στις 8.00΄μμ.)

59         Μαζεύτηκαν στην αποβάθρα σούρουπο, η ώρα οκτώ, κι η
               θάλασσα τώρα μουντή, με γλάρους πεινασμένους μονότονα         
               να κρώζουν, ανήσυχοι, γύρω σε μόνη στη σιωπή γυναίκα
               πάνω σε ξύλινο παγκάκι ξεχασμένη, στο γκρίζο σύθαμπο και
               γύρω ο έρωτας γελάει σ’ άλλες παρέες. Τα χέρια της σφιχτά
               στη μέση άβολα και ένας ζεστός αέρας, ώρα οκτώ. Άδειες οι
               παλάμες δίχως τίποτα.

61         ξόδεψε την αγάπη στις ικεσίες των πουλιών, βουβή με
              δάκρυ αγναντεύει. Φύγανε όλοι πια αλλού, κι έμεινε
              ξεχασμένη εκεί, την πρώτης της να περιμένει τη δική της
              νύχτα μ’ αγωνία. Οι γλάροι κρώζουν και κρώζουν
              πεινασμένοι, μα πώς απ’ τα δικά της άδεια χέρια, ψίχουλα
              να δώσει, άδειο πανέρι η καρδιά της, πονεμένο, κι ούτε
              καράβι να την πάρει στον ορίζοντα.


d. À minuit (Στα μεσάνυχτα)

71         Θάλασσα η πόλη, νωχελικά κύματα φώτα και μεσάνυχτα.
              Δεμένα καράβια κτήρια, ναύτες και καπετάνιοι οι επιβάτες
              μέσα κι έξω γυροφέρνουν, άλλοτε βιαστικοί κι άλλοτε λάσκα.
              Πλάνα κάνουν κι όνειρα, άλλοι μπροστά στην τηλεόραση
              το πέρασμα σκέφτονται της μέρας, άλλοι πάλι παίζουν
              πρέφα με εξάρσεις. Μικρά παιδιά σκυμμένα στο βιβλίο
              το άλλο πρωί να τους βρει πανέτοιμους. Να χαρεί η δασκάλα.
              Μα το περήφανο αυτό σκαρί, μπροστά να διαφεντεύει
              τούτη τη στιγμή.

73         Με το κατάρτι δρόμο δείχνει, λες, Σταυρό του Νότου.
               Ασάλευτη η κουπαστή στην πλώρη, καθίσματα κερκίδες
               αδειανές αρχαίου θεάτρου μαγικού.
               Παλαμάρια, βαρούλκα, εργάτης σε τάξη, μαζεμένα όλα.
               Σκηνή και προσκήνιο ξεκουράζονται.
               Μεγάλα βαγόνια πίσω σε σειρά περιμένουν επόμενο
               μπάρκο
               Σταθμευμένα διανυκτερεύοντα φορτηγά. Λαμπρό και κείνο
               το κάθετο κατάρτι, δρόμος κι αυτός, να κουβαλάει έρωτες
               κι ανέμελους περιπατητές, καθώς σιγά σιγά στα μάρμαρα
               βαδίζει η νύχτα ελκυστική γυναίκα, με κείνο το γαζί των
               τακουνιών.



Λουλούδι της Ελπίδας


Κάτεργο μαύρο,
από ζωή λουλούδι,
πώς την καταντήσαμε;
Ν
Α
Ι

Πώς τη ζωή μας
έτσι την αλλάξαμε
να μας πικραίνει;
Π
Ώ
Σ;

Τέτοια για τη ζωή ρωτάς κι απάντηση καμιά
δεν παίρνεις. Κι απ’ αύριο πάλι στα βήματα
τα γνώριμα, στους ίδιους δρόμους θα πορεύεσαι,
στα ίδια χνάρια θα πατάς, και πάντοτε με τα
γνωστά, τα καθημερινά θα καταγίνεσαι.
Κι οι μέρες θα περνούν ολόιδιες
σαν με καρμπόν γραμμένες·
με την ελπίδα, ενδόμυχα,
τον πόθο να φουντώνει
για την εξαίσια αλλαγή
στα όσα ζεις κι όσα
σε θλίβουν!
ΕΛΠΙΔΑ,
στα πόδια φόρεσε χρυσά σου
ΠΕΔΙΛΑ
και κόψε το κακό με μια
ΛΕΠΙΔΑ!
Ξανά η ζωή βαθιές να κάνει ρίζες,
χαράς λουλούδια.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: