Σημείωμα

S3

Παρότι κινούμασταν κείνα τα χρόνια (1968-1973) στην ίδια γειτονιά, μια και όλα τα χρόνια της φοιτητικής μου ζωής στη Θεσσαλονίκη έτρωγα ως μη έχων δικαίωμα σίτισης στη φοιτητική λέσχη –μην το ψάχνετε γιατί– σχεδόν καθημερινά στην φοιτητική ταβέρνα «Η φωληά», στη Δαγκλή αρχικά και στη Δεσπεραί στη συνέχεια, του Άρη από την Μυτιλήνη και του Παντελή από τα δικά μας μέρη (Καρδιτσιώτης ο Παντελής, Λαρισαίος εγώ), μπατζανάκηδες αν θυμάμαι ήταν οι δυο τους, δεν έτυχε να έρθουμε κοντά με τον Μίμη Σουλιώτη ούτε με τον Δημήτρη Καλοκύρη. Τους παρακολουθούσα, ωστόσο από τα τεύχη του Τραμ (ένα όχημα). Έχω ακόμη κάποια από εκείνα τα τεύχη στη βιβλιοθήκη μου, που εξέδιδαν τότε στη Θεσσαλονίκη και από άλλες τους δραστηριότητες με κορυφαία τη σχετική τότε δίωξη από τους χουντικούς. Για να είμαι ειλικρινής κάποιες φορές η Καίτη, η μετέπειτα σύζυγός μου, που είχα σχέση μαζί της μου μιλούσε και για τον Δημήτρη Καλοκύρη και για την Έλλη Σκοπετέα (μου τους είχε δείξει κιόλας στη φιλοσοφική που σύχναζα, εγώ του μαθηματικού). Ήταν συμφοιτητές της τότε. Η Καίτη (Παπαχρήστου) ήταν βέβαια στο κλασικό τμήμα της Φιλοσοφικής με τον Μιχάλη Κοπιδάκη, τον Χρηστίδη και ένα σωρό άλλους μετέπειτα καθηγητές στο ΑΠΘ και σε άλλα πανεπιστήμια και άλλους σπουδαίους φίλους και συναδέλφους που άφησαν το στίγμα τους στην εκπαίδευση και στα γράμματα από διάφορες θέσεις, αλλά τότε όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους. Ένας εξ αυτών και ο Θανάσης Μουσόπουλος, που ζει και δημιουργεί στην Ξάνθη και έγραψε το επίμετρο στο τελευταίο μου βιβλίο «Αμήχανο» βλέμμα (εκδ. Επίκεντρο 2019).


Έκανα αυτή την εισαγωγή για να πω ότι η τύχη το έφερε να γνωριστώ προσωπικά με τον Μίμη Σουλιώτη όταν τον έφερε ο Θόδωρος Νημάς στο κοινό μας Γραφείο Σχολικών Συμβούλων στα Τρίκαλα, όπου ο Μίμης ήλθε για κάποια διάλεξή του με θέμα την ποίηση και τη γλώσσα, προσκαλεσμένος από τον Φ.Ι.ΛΟ.Σ. (Φιλολογικός Ιστορικός Λογοτεχνικός Σύνδεσμος) Τρικάλων. Εκεί μιλήσαμε, είπαμε διάφορα τόσο για το θέμα της διάλεξης, για παλιές καταστάσεις και τόσα άλλα. Ήταν μια ευχάριστη συνάντηση ανθρώπων με κοινά θέλω να πιστεύω ενδιαφέροντα. Ο Μίμης γοητευτικός με το μουστάκι του και τα λίγα γκρίζα μαλλιά στους κροτάφους. Αλλά κυρίως γοητευτικός στον λόγο. Τον θυμάμαι ολοζώντανα και με χαρά που η τύχη το έφερε να βρεθούμε μαζί στον ίδιο χώρο, να πιούμε καφέ και να συζητήσουμε. Μετά ένα κοινό video από το Επίξεντρο διαφήμιζε τη μέρα της ποίησης με κάποια βιβλία όπως: Μ. Σουλιώτης, Αλφαβητάρι για την Ποίηση (νέα έκδοση), ένα δικό μου για τους Αριθμούς στο έργο του Οδυσσέα Ελύτη κ.ά. Πάλι ξαναήρθαμε κοντά και με αυτόν τον έμμεσο τρόπο. Όταν έμαθα τον θάνατό του, η στενοχώρια μου μεγάλη. Είχε πολλά να δώσει ακόμη. Πάρα πολλά!

Είδα ως αφορμή για ένα ελάχιστο αφιέρωμα στη μνήμη του ένα αδημοσίευτο τότε ποίημά του, το:

Lista7  3

ΤAΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ

Κατεβαίνω για την Αθήνα και του λόγου μου
σαν προσωρινή επιστροφή από το προάστιο
μέσω όμως άλλων ηπείρων,
της υψιπέτιδος Ελασσόνας, της χθαμαλής Λάρισας
κι από την δεξιά παράκαμψη προς Μπράλο
τραβώ νικητής προς Λαμία ξανά,
ή έχω ροβολήσει το Σαραντάπορο
και μετά από τη δεύτερη πρόχειρη καφε-στάση
παρκάρω κανονικά για ζουμερό σουβλάκι
μπροστά από το μικρούτσικο μπεζεστένι της Στυλίδας
όπου μασουλώντας μες στην ήσυχη χειμωνιάτικη λιακάδα
χωρίς περιττά πλαταγίσματα, πίνοντας δήθεν μια δήθεν μπίρα
και ατενίζοντας μακριά, ψηλά πάνω απ’ τη μπίρα, στο μέλλον
αυτοϋπενθυμίζομαι ότι ένας πρόπαππος και μία προμάμμη
τους θάψαν εδώ γύρω:
«’α μου φτιάξεις κι ένα δεύτερο, μάστορα, χωρίς τις πατάτες;»,
σε τέως νεκροταφείο και νυν οικοδομικό τετράγωνο,
τελείως νεκροί.
Τα λάδια θά ’χουν κατέβει, συνεχίζω
και είμαι στον χρόνο μου
αφού η Αθήνα πιάνει και τη Φθία
που ζούσε κάποτε σαν άλλη ήπειρος·
σκοπεύω να έχω περάσει τη Λυκόβρυση
εξακολουθώντας αυτεξούσιος Αθηναίος
προτού αρχίσουν να επιστρέφουν για τη Νίκαια
οι φαγωμένοι των Θηβών με τα υποκοριστικά μωρά
και με τα υπεράριθμα πεθερικά ποικίλα.


(από τη συλλογή Αθήνηθεν)

Μπήκα σε έναν νοερό, έστω μετά από κάποια χρόνια από τον θάνατό του διάλογο, αγχωμένος να προλάβω να συναντήσω τον Μίμη, σε αντίθετη διαδρομή. Αυτός από Φλώρινα σε Αθήνα, εγώ από Μαρούσι σε Λάρισα.

Το αποτέλεσμα το λέει το «Επιστρέφοντας» μου.

ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ

Τι ’ταν να διαβάσω το «Ταξιδεύοντας» του Μίμη
καθώς επιχειρούσε το δικό του ταξίδι από Φλώρινα για Αθήνα
πρώτα σε Κοζάνη πήγε
στο δρόμο το Βελβεντό με τα ροδάκινα
μετά η γέφυρα στο φράγμα με τους μεγάλους γουλιανούς
που τυραννούν ντόπιους ψαράδες
το Σαραντάπορο με το χάνι και μπροστά του τα παλιά κανόνια
να σου η Ελασσόνα αριστερά του Όλυμπου
λίγες στροφές ακόμη και περνάει ξώφαλτσα από Τσαριτσάνη
με το παλιό πέτρινο σχολείο,
τα βουνά της Μελούνας που το χειμώνα πιάνουν πάγο
εκεί που κάποτε ήταν τα σύνορα
πριν το κράτος γίνει ένα όπως είναι τώρα
ο Τύρναβος με τα καζάνια τσίπουρου να βράζουν στη συνέχεια
με τις σκέψεις στον Πέζαρο και τα σταμπωτά
ξαφνικά η γέφυρα του Πηνειού
αυτόν που Αργυροδίνη τον έλεγαν οι παλιοί
Σαλαμπριά οι Τούρκοι
τηγάνι η Λάρισα σύγχρονη πια πόλη
ξαπλωμένη σε γόνιμο χώμα
με τα ρευματικά στα κόκαλά της
και τα δάχτυλά της παραμορφωμένα
χωρίς να σταματήσει ούτε για πατσά στο Τσούγκαρη
το αυτοκίνητο περνάει να βγει προς Αλμυρό και Σούρπη
και από Στυλίδα δίπλα στο λιμάνι
με τα ξεχασμένα καΐκια δίχρωμα
για να φάει δυο βρόμικα με όλα το ένα
χωρίς πατάτες το άλλο
αλλά πάντα με καθαρές σκέψεις και μνήμες
για παλιούς και νέους,
λέω αν φύγω από Αθήνα να πάω προς Λάρισα την πόλη μου
με λίγη τύχη και κάποιους καλούς υπολογισμούς της ώρας
με την ταχύτητα που τρέχει το εικοσάχρονο
Laguna μου θα πει λαγήνι
βγάλε και την καθυστέρηση σε διόδια
που σαν μανιτάρια φύτρωσαν στο δρόμο
και χωρίς ούτε κι εγώ σταθμό για καφέ έξω από Λαμία
λέω θα έχω την τύχη να τον βρω τον Μίμη να τρώει τα δυο του βρόμικα
να τον σκουντήσω στην πλάτη
να του θυμίσω τότε που ήρθε στο γραφείο μου στα Τρίκαλα
και ήπιαμε καφέ
τη μέρα που θα μιλούσε εκεί για τη γλώσσα
να του πω τι νέα από τη Φλώρινα
τι νέα γενικώς ,
και πήγα ακριβώς στην κατάλληλη ώρα
όπως τα είχα υπολογίσει κι είμαι καλός στους υπολογισμούς
την ώρα που θα έπρεπε να είναι εκεί
αλλά δεν τον βρήκα
κι όταν ρώτησα τον μάστορα με τα βρόμικα
αν πέρασε ένας περίπου εξηνταπεντάρης λίγο μελαψός
με γκρίζες τρίχες στα μαύρα του μαλλιά και με μουστάκι παχύ
με βλέμμα καθαρό και γερακίσια λάμψη
με κοίταξε παράξενα και κουνώντας το κεφάλι
σχεδόν σα να με κοροϊδεύει είπε


«Αυτός που λες πέρασε τέσσερα χρόνια πιο πριν και τον θυμάμαι καλά
το δικό σου ρολόι πάει τέσσερα χρόνια μπροστά φίλε να το φτιάξεις»

απόρησα και ντροπιασμένος έφυγα από Στυλίδα για Λάρισα
κάνοντας το δρόμο ανάποδα
και πήρε σούρουπο
κι ο κάμπος πράσινος
και ζούλαγα το μυαλό μου πού θα βρω ρολογά καλό τεχνίτη
να διορθώσει ένα ρολόι που πάει τόσα χρόνια μπροστά
και σε κάποια στιγμή που είχε κιόλας βραδιάσει
έμπαινα στην πόλη
με τα φώτα να καλωσορίζουν την επιστροφή μου
χωρίς να συναντήσω τον Μίμη.


(27-11-2016)

Υ.Γ. Ο Μίμης Σουλιώτης πέθανε το 2012 κι ήταν 27 Νοεμβρίου.


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: