Μίμης Σουλιώτης, «γαντζωμένος από τα σενάζια του ουρανού»

Lista7  2

Ο Μίμης Σουλιώτης, «Μεσήλικος προς τα τελειώματα(;) με φευγατίσματα προς την αιωνιότητα … μπόρεσε να φύγει μια ηλιόλουστη μέρα» καταπώς το ήθελε. Επιθυμία του ήταν «Να γερνάμε κανονικά, ούτε αργά ούτε γρήγορα», και όπως πολύ καλά το είχε πει το σωστό είναι ότι «Γερνώ, δεν γέρνω… Απόψε» [που] «η πανσέληνος έχει την πιο ακριβή χρώση χρυσαφιού, και μαλακή, ολοστρόγγυλη όπως είναι μου φέρνει την προαιώνια λαχτάρα: Να πεθαίνω αργά, γέρος, όχι γέρικος». Ζητούμενο η «…Αξιοπρεπής περασιά», για όταν «Θα γιαγείρουμε με τη μαύρη πλάβα, μαύρο πανί, τη μονόχειρη μ’ ένα κουπί».

Στον καιρό που οι άνθρωποι ορίζουν τη μέρα τους ήξερε να μιλάει και «Να εκφωνεί τα λόγια του με εμπιστοσύνη, η φωνή του να κυμαίνεται, να» [έχει] «μάθει να κοντοστέκεται γιατί η μιλιά και το άκουσμα είναι το παν: Ξαναπές τον στίχο μέχρι να σ’ επηρεάσει, πιπίλισ’ τον, πρόφερέ τον με όρεξη, αφέσου στο νόημα, μη τον απαγγέλλεις, ανήγγειλέ τον… Το νόημα θα βγαίνει με τις επαναλήψεις, με το πες πες, με την εύσπλαχνη έμπνευση που δεν διονυσιάζεται απόλυτα».

Παρότρυνε τους ανυποψίαστους ναυτιλομένους του ακροατηρίου: «Πρέπει να τα διατυπώσεις σαν να έχουν διατυπωθεί μόνα τους» και επέμενε ότι «Η ποίηση δεν γίνεται με ιδέες, ούτε με σκέτες λέξεις, παρά με λεκτικά βιώματα».
Δεν κουραζόταν να λέει ότι «Ορισμένοι παίρνουν την ποίηση πολύ στα σοβαρά… Αποξεχνιούνται στην πλήξη των καλών και των κακών τους στίχων, και προσπαθούν να σκέφτονται με ποιητικό τρόπο. Τόση εμπαθής σοβαρότητα παράγει ποιητές με ποιητικό ύφος, ποιητικούς στίχους και μπόσικα ποιήματα». Και πρόσθετε «Εκτός από μένα γράφουν κι άλλοι που δεν είν’ εδώ. Ούτε η ποίηση είν’ εδώ αλλά το πνεύμα της πνέει, μνέει κι αγρυπνεί στα δημόσια και φωναχτά ελληνικά…» γιατί
«Τι παραπάνω από φυσαλίδες είναι οι στίχοι που λάμπουν και σκαν μες στη σκέψη;» αφού άλλωστε «…Αυτό είναι η ποίηση… λόγια που τρεμίζουν από ψυχή».

Έζησε στη Φλώρινα όπου «Το σινιάκι αχνίζει σαν σκηνοθεσία» και όπου «Το χώμα είναι φέτος βαρύ, απόβαρο ψυχής σε σκοτεινό καφετί». Εκεί που «Ο καιρός σου βγάζει ένα πάλιωμα στα χείλη» και «μας πονάει όλους μια μεγάλη στεναχώρια»,  μας «Βασανίζει μια γρίππη ολόσωμη που πιάνει και ψυχή… Μα το φθινόπωρο προχώρησε, καιρός για λίμνες».

Και καθώς «Βρέχει τα χλιαρά του Νοεμβρίου και το φως της μέρας ίδρωσε από υγρασία, αυτονομούνται οι στοχασμοί», γιατί «ζούμε για να πίνουμε τον σωστό καφέ και να έχουμε υπερήφανες ιδέες, να μην σερνόμαστε, να μη μας τρώει η γκρίνια», αφού «όταν είμαστε καλοπροαίρετοι, το φως μαλακώνει και μαλακώνει κι εμάς». Κι έτσι όπως «έγινες της ζωής μας χορηγός» και καθώς «δεν έχεις σιγουρέψει ούτε μια ώρα μέλλοντος, γερνούν τα χρόνια που δεν ζεις. Οι μέρες της ευτυχίας πέρασαν και δεν το ξέραμε… Κι όπως ξεμακραίνουμε, μαθαίνουμε να υπάρχουμε χωρίς εσένα».

~

Ο τίτλος όπως και ό,τι σημειώνεται στο κείμενο μέσα σε εισαγωγικά είναι στίχοι του Μίμη Σουλιώτη, που περιλαμβάνονται στις παρακάτω ποιητικές συλλογές: Αθήνηθεν, Ερμής 2014 (Ανεπίγραπτο, Η Αθήνα από τα βορειοδυτικά, Πλατεία ομονοίας), Παλιές ηλικίες, Ερμής 2002 (Προς την αιωνιότητα, Συζυγικοί διάλογοι, Η Στίξη, Η Ειλικρίνεια – Περί ποιητικής, Οι κάλτσες –Περί ποιητικής, Μετά τα Φυσικά, Μερικές είναι όμορφες, Οι καλές μέρες), Ήλιος στη σκοτία, Ερμής 2001 (104, 43) Περί Ποιητικής (127, 114, 119), Βαθιά επιφάνεια, Κέδρος 1992 (Τετράστιχο, Μαύρε μου, Νοξ, νόκτις, Περί ποιητικής), Υγρά, Ερμής 2000 (Λεμβωδία, Τοπίο. Γενική άποψη, Ηλικιωμένη, Ρέκαρτσι, Γριππούλα, Φαντασία, Οδυσσέας Β’), Κύπρον, ιν ντηντ, Μεταίχμιο 2011 (Ποιο είναι το παν), Αβγά μάταια, Ερμής 1998 (33).

Ο Μίμης Σουλιώτης με τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, Φλώρινα 1990
Ο Μίμης Σουλιώτης με τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, Φλώρινα 1990
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: