«Η Ζυγαριά» του Γ. Θ. Βαφόπουλου

Ο Γ.Θ. Βαφόπουλος (φωτ. αρχείου Κατερίνας Κωστίου)
Ο Γ.Θ. Βαφόπουλος (φωτ. αρχείου Κατερίνας Κωστίου)

Σε άρθρο της, η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, με τίτλο: Το «Κορίτσι με το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι»,[1] εξηγεί τον λόγο που ξεχωρίζει ως μουσείο της καρδιάς της την Πινακοθήκη Μαουριτσχάους (Mauritshuis) της Χάγης. Ο λόγος που το θεωρεί ξεχωριστό είναι, μεταξύ άλλων, και δυο πίνακες του Γιοχάνες Βερμέερ (1632-1675). Ο ένας είναι ο περίφημος «Άποψη του Ντελφ» κι ο άλλος το «Κορίτσι με το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι», που δίνει και τον τίτλο του άρθρου της. Μάλιστα σημειώνει ότι και οι δυο αυτοί πίνακες αποτέλεσαν στοιχείο αναφοράς, ο πρώτος σε βιβλίο λογοτεχνίας από τον Μαρσέλ Προυστ κι ο άλλος, πέρα από βιβλίο της Τρέισι Σεβαλιέ, έδωσε και μια εξαιρετική κινηματογραφική ταινία με κορυφαίους πρωταγωνιστές. Η μικρή αυτή εισαγωγή γίνεται για το γεγονός ότι, με άλλη αφορμή, στο βιβλίο Αμήχανο» Βλέμμα[2] παρατίθεται ακριβώς το ίδιο χωρίο του Προυστ που επικαλείται η αρθρογράφος, για άλλον, όμως, λόγο. Σημειώνεται εκεί η χρήση της έννοιας της ‘‘Ζυγαριάς’’ με αφορμή το ομώνυμο, πονεμένο ως προς την τραγικότητά του ποίημα του Θεσσαλονικιού ποιητή Γ.Θ. Βαφόπουλου (1903-1996). Επισημαίνεται, μάλιστα, στο βιβλίο η τραγικότητα των καταστάσεων που περιγράφει το συγκεκριμένο ποίημα με χαρακτηριστικό τρόπο. Μια τραγικότητα παράλληλη και σύστοιχη σε πολλές πτυχές της με την ένταση και τον πόνο όλων όσων ζούμε στους καιρούς μας, με διάχυτο τον τρόμο της πανδημίας του Covid-19 και τις πρωτόγνωρες συνέπειές της σε όλα τα επίπεδα, όπως σε συστήματα δημόσιας υγείας, σε δομές κοινωνικής συνοχής, στην οικονομία, στη δημιουργία σκηνικού έντονου φόβου με τους πολλούς θανάτους που θυμίζουν περιόδους μεγάλων πολέμων, κλπ. Όλα αυτά επιβάλλουν τον αναστοχασμό όλων μας για ιεράρχηση προτεραιοτήτων της ζωής μας, εν όψει και του επερχόμενου καλοκαιριού και των κρυφών προσδοκιών να υπάρξουν έστω και μερικές βελτιωτικές αλλαγές στην καθημερινότητά μας και στις χαμένες ίσως επαγγελματικές μας ευκαιρίες. Μέσα σ’ αυτό το ομιχλώδες και βαρύ σκηνικό όλοι αναμένουμε να υπάρξουν, δειλά-δειλά, βήματα επιστροφής από την έντονα τραυματισμένη πραγματικότητα, με αβέβαιες τις όποιες εξελίξεις, ώστε να οδηγηθούμε σε ξέφωτα. Έχουμε εναποθέσει τις ελπίδες μας στις μικρές, έστω, επιτυχίες ερευνητών και γιατρών, που όλοι ευχόμαστε να υπάρξουν, μέχρι να βρεθεί κάποια οριστική (ή περίπου οριστική) λύση στο μεγάλο αυτό πρόβλημα που βιώνουμε.

Ας δούμε, με αφορμή όλα όσα προηγήθηκαν, σκέψεις που μας προκαλεί καθώς και ορισμένες από τις πτυχές του ποιήματος «Η Ζυγαριά» του Γ.Θ. Βαφόπουλου, με γωνία θέασης όχι καθαρά φιλολογική, αλλά με τη ματιά ενός μαθηματικού. Δηλαδή, την ίδια ματιά προσέγγισης από την οποία διέπεται και η γραφή στο «Αμήχανο» Βλέμμα. Το βιβλίο αυτό, ‘ειρήσθω εν παρόδω’, προσεγγίζει το έργο τριών ποιητών με σπουδές στα μαθηματικά: του Δ. Γαβαλά, του Γ.Θ. Βαφόπουλου και του Έκτορα Κακναβάτου, σε αντίστοιχα τρία κεφάλαιά του. Στο τέταρτο και τελευταίο του κεφάλαιο προσεγγίζει το έργο του Χ.Λ. Μπόρχες. Από τους τέσσερις αυτούς ποιητές μόνο ο πρώτος είναι στη ζωή. Ας δούμε το ποίημα:


Η ΖΥΓΑΡΙΑ [3]

Στη μια πλάστιγγα βάλε τον ήλιο·
βάλε τη θάλασσα· βάλε το τραγούδι.
Στοίβαξε όλα τα νησιά του Αιγαίου,
με τα κοχύλια των ποιητών.
Τι άλλο μένει; Ο ἔρωτας. Βάλε, λοιπόν,
στην κορφή, πάνω απ’ όλα, και τον έρωτα.
Όμως η πυραμίδα τούτη της χαράς
κατακόρυφα θα μπορούσε να υψωθεί,
αν στην άλλη πλάστιγγα ακουμπούσαν
ένα μικρό αντικείμενο νοσοκομείου.

Βλέπουμε ότι ο ποιητής, ορμώμενος από θλιβερές και πονεμένες προσωπικές του καταστάσεις υγείας, ενώ μιλάει για «ευτυχισμένους ποιητές» –για κάποιους άλλους, όμως, κι όχι για τον εαυτό του– , υποστηρίζει ότι πίσω από κάθε ποίημα πρέπει να υπάρχουν πολλές σταγόνες αίμα. Τέτοια είναι η δική του ποίηση. Ματωμένη. Μια ποίηση βιωμένου πόνου. Και γι’ αυτό καταλήγει ως εύρημα στη «Ζυγαριά», που είναι τίτλος του ποιήματός του. Για να ζυγίσει τα καλά και τα κακά. Κάνει σκέψεις, σε άλλο του κείμενο, σε αντιπαράθεση και σε αντιδιαστολή με αφορμή το γεμάτο ωραιοπάθεια, από τη μια μεριά, Πορτρέτο του Ντόριαν Γκραίυ (The picture of Dorian Grey, 1890) και το γεμάτο πόνο, από την άλλη, Εκ Βαθέων (De Profundis), που γράφτηκε το 1897 στη φυλακή, ως μία επιστολή 80 περίπου πυκνογραμμένων σελίδων, και που εκδόθηκε το 1905. Έργα και τα δυο τού Όσκαρ Ουάιλντ (1854-1900). Γράφει:

[…]. Κι αν βάλουμε στην πλάστιγγα των αισθητικών αξιών, απο τη μια μερια το Πορτραίτο του Ντόριαν Γκραίυ» κι από την άλλη το De profundis, πιστεύω πως το τελευταίο τούτο θα γύρει προς τα κάτω, βαρύ από το φορτίο τού ανθρώπινου πόνου. Κατά τον ίδιο τρόπο, «ένα μικρό αντικείμενο νοσοκομείου», ένα θερμόμετρο φυματικού, όπου έχει συμπυκνωθεί η ανθρώπινη απελπισία, βαραίνει στη ζυγαριά περισσότερο απ’ όλα τα νησιά του Αιγαίου, με τα κοχύλια, τη χαρά τού ήλιου και το φτερούγισμα των γλάρων. Και όμως, ύστερ’ από πολλά χρόνια, τούτη τη φτωχή «Ζυγαριά» μου, οι θεωρητικοί τής χαρούμενης ποίησης τη χαρακτήρισαν σαν ένα ποίημα «άηθες». Παραγνώρισαν την αλήθεια, πως δεν υπάρχουν ποιήματα αήθη. Η αλήθεια είναι ιδιότητα μονάχα των ανθρώπων.[…] [4]

Η ζυγαριά χρησιμοποιείται ως εύρημα να καταδείξει προς τα πού γέρνει το βάρος στη δημιουργία του έργου του, όταν αυτό που τον συνεγείρει είναι ο πόνος ή το ταπεινό θερμόμετρο ενός φυματικού, κλεισμένου σε κάποιο σανατόριο. Θυμίζω ότι από τα νιάτα του ο ποιητής διαγνώστηκε με φυματίωση. Τη φοβερή νόσο που ταλαιπώρησε πολλούς ως μάστιγα εκείνες της εποχές. Με φυματίωση κι αυτός! Αλλά με παράτυφο και πνευμονία η και πρώτη του γυναίκα, η Ανθούλα! Το Στρατιωτικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, αρχικά, το σανατόριο στο Ασβεστοχώρι (εκεί που τώρα λειτουργεί το Γενικό Νοσοκομείο (παλιά Νοσοκομείο Νοσημάτων Θώρακος) Γ. Παπανικολάου) στη Θεσσαλονίκη, στη συνέχεια, και άλλα σανατόρια, όπως το Γενικό Νοσοκομείο Θώρακος «Σωτηρία» της Αθήνας (και όχι μόνον αυτό) στέγασαν και θεράπευσαν πολλούς συνανθρώπους μας και πολλούς ποιητές και άλλους λογοτέχνες κείνα τα δύσκολα χρόνια που η φυματίωση θέριζε τον πληθυσμό. Όλα αυτά τα ιδρύματα έκρυβαν πολύ πόνο και πολλούς θανάτους. Τώρα πάλι τα ανάλογα νοσοκομεία δίνουν τον άλλο δύσκολο αγώνα κατά της πανδημίας του νέου κορωνοϊού, του Covid-19. Με συνεχή κίνδυνο γιατρών και νοσηλευτών που αγωνίζονται νύχτα και μέρα στην πρώτη γραμμή. Μάλιστα, κάπου στο βιβλίο της Αυτοβιογραφίας του ( στον Β΄ τόμο), ο ποιητής αναφέρει ότι φυματικός όντας, το 1927, κόλλησε και γρίπη, στη μεγάλη εκείνη επιδημία της τη συγκεκριμένη χρονιά, που αφάνισε πολύ κόσμο. Σκέψεις θανάτου φτερούγιζαν συνέχεια στο μυαλό του και στα δωμάτια της απομόνωσής του, μη ελπίζοντας σε θεραπεία, αφού οι δομές και τα σανατόρια της Ελβετίας και του Νταβός (όπως συχνά με παράπονο εξομολογείται) ήταν κάτι το απαγορευμένο για τον ίδιο, μια και είχε προηγηθεί, κάποια χρόνια πριν, ο ξεριζωμός της οικογένειάς του από τη Γευγελή, όπου εγκατέλειψαν ό,τι είχαν και δεν είχαν. Γι’ αυτόν «Μαγικό βουνό», αυτό που ο Thomas Mann ωραία περιέγραψε, δεν υπήρχε. Ωστόσο, η θέλησή του, τα βουνά και το κλίμα της Χαλκιδικής σε συνδυασμό με τα φάρμακα και τη φροντίδα που είχε στη διάθεσή του, τον έκαναν να γιατρευτεί και να μακροημερεύσει. Η αγαπημένη του Ανθούλα, όχι. Αυτή έχασε τη μάχη της. Όλο αυτό το θλιβερό σκηνικό, ο αξεπέραστος και μεγάλος πόνος δεν αφήνει τον ποιητή σε απραξία και μοιρολατρία. Τον ωθεί σε δημιουργία· είναι οίστρος. Γράφει πολλά ποιήματα που κρύβουν αγωνία και πίκρα. Γράφει και τη «Ζυγαριά», που ο δίσκος της, όπου θα βάλεις όλα τα καλά και τις χαρές του κόσμου, θα ανυψωθεί κατακόρυφα αν στον άλλο της δίσκο τοποθετήσεις και το ελάχιστο αντικείμενο ενός νοσοκομείου, ένα θερμόμετρο ενός φυματικού ή μια μάσκα αναπνοής! Δηλαδή, ταπεινά υλικά, για τα οποία βλέπουμε τι αγωνία και τι αγώνας γίνεται να βρεθούν ακόμη και τώρα, στη νέα κρίση που βιώνουμε!
Από την άλλη μεριά, ο Μαρσέλ Προυστ, επίσης, εμπνέεται και χρησιμοποιεί κι αυτός τη ζυγαριά ως μια ουράνια εικόνα, όταν ο συγγραφέας ήρωάς του Μπεργκότ ένιωσε ζάλη και έπεσε νεκρός μπροστά στον ζωγραφικό πίνακα του Βερμέερ «Άποψη του Ντελφτ», κάνοντας σκέψεις και για τη δική του γραφή, προσηλωμένος σε ένα μικρό κίτρινο τοίχο στον ζωγραφικό πίνακα. Ο Προυστ θεωρούσε τον συγκεκριμένο πίνακα ως τον ωραιότερο του κόσμου και τον λάτρευε. Μάλιστα κι ο ίδιος ένιωσε έντονη αδιαθεσία, κάποτε, θαυμάζοντάς τον, όπως και ο Μπεργκότ. Το περιστατικό έγινε τον Μάιο του 1921, σε έκθεση στο Παρίσι. Γράφει:

«[ …]. Οι ζαλάδες του [του Μπεργκότ] αυξάνονταν· προσήλωνε τη ματιά του, σαν το παιδί που προσηλώνει τη ματιά του σε μια πεταλούδα που θέλει τόσο να πιάσει, στην πολύτιμη μικρή επιφάνεια του τοίχου. «Έτσι θα έπρεπε να τα είχα γράψει, έλεγε. Τα τελευταία μου βιβλία είναι πολύ στεγνά, θα έπρεπε να έχω περάσει μερικά χέρια μπογιάς, να καταστήσω τη φράση μου από μόνη της πολύτιμη, σαν κι εκείνη τη μικρή επιφάνεια του κίτρινου τοίχου (σημ. δική μου: αναφέρεται σε λεπτομέρεια της “Άποψης του Ντελφτ“)». Η σπουδαιότητα, όμως, της ζαλάδας του καθόλου δεν του διέφυγε. Σαν σε μια ουράνια ζυγαριά εμφανιζόταν μπροστά του, τοποθετημένη στον ένα από τους δίσκους, η ίδια του η ζωή, ενώ στον άλλο η μικρή επιφάνεια του τοίχου που ήταν τόσο όμορφα ζωγραφισμένη με το κίτρινο χρώμα. Αισθανόταν πως είχε απερίσκεπτα προσφέρει την πρώτη για τη δεύτερη». [Η υπογράμμιση δική μου].[5]

Γιοχάνες Βερμέερ, «Άποψη του Ντελφτ» (1660, Χάγη, Mauritshuis)
Γιοχάνες Βερμέερ, «Άποψη του Ντελφτ» (1660, Χάγη, Mauritshuis)

Το Αμήχανο» Βλέμμα (για τα κεφάλαια που το απαρτίζουν έγινε ήδη αναφορά πιο πάνω) έχει ως υπότιτλό του το: Επίσκεψη «μαθηματική» –και όχι μόνο– στο έργο λογοτεχνών. Έχοντας, λοιπόν, ως στόχο του το βιβλίο να υποστηρίξει τον υπότιτλό του, δράττεται της αφορμής να σχολιάσει, με αυτήν, την άλλη οπτική γωνία ότι και στα μαθηματικά, υπάρχουν πολλές περιπτώσεις φιλάσθενων και ταλαιπωρημένων από κακουχίες και φτώχεια ανθρώπων, ερευνητών μαθηματικών και άλλων επιστημόνων γενικά, που δεν επέτρεψαν στον εαυτό τους να δηλώσει παραιτημένος, σε ανάλογες περιπτώσεις ανέχειας και κακουχιών, αλλά αφιέρωσαν κάθε ζωτική σπίθα, κάθε ικμάδα στην έρευνα και στην αναζήτηση της λύσης προβλημάτων της επιστήμης τους. Μια τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση είναι και η ζωή του κορυφαίου Νορβηγού μαθηματικού Abel. [6] Σε «κακουχίες» δημιουργούσε και ο Καρτέσιος και τόσοι άλλοι, ασφαλώς. Δεν έχει νόημα να τους απαριθμήσουμε όλους.
Επίσης το βιβλίο επισημαίνει ότι και για έναν άλλο λόγο αναφέρεται στην έννοια «ζυγαριά». Ο λόγος είναι ότι συχνά χρησιμοποιείται ως εύρημα, ως εποπτικό μέσο και στη διδασκαλία των ιδιοτήτων της ισότητας ή στη διδασκαλία των εξισώσεων και των ανισώσεων σε μικρές τάξεις γυμνασίου και στις μεγάλες τάξεις του δημοτικού σχολείου το μοντέλο της ζυγαριάς. Αρκετά σχολικά μαθηματικά εγχειρίδια, αλλά και αρκετοί ευρηματικοί δάσκαλοι χρησιμοποιούν τη ζυγαριά, για να εισάγουν τις παραπάνω μαθηματικές έννοιες στους μικρούς μαθητές τους, χρησιμοποιώντας την ως εποπτεία. Μπορεί από μια τέτοια αφετηρία να μορφοποίησε το συγκεκριμένο του ποίημα κι ο ποιητής Γ. Θ. Βαφόπουλος, δεδομένου ότι είχε σπουδάσει κι αυτός μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας κι ήταν γνώστης των μεθόδων τους και των τακτικών τους.
Αλλά και στον πρόλογο του καθηγητή Γ. Κεχαγιόγλου, με αφορμή την έκδοση των απάντων του ποιητή (Γ. Θ. Βαφόπουλος, Άπαντα τα ποιητικά) από τις εκδόσεις Παρατηρητής, σχεδόν αμέσως μετά την αναφορά στο συγκεκριμένο ποίημα («Ζυγαριά»), βλέπουμε να διατυπώνονται κάποια ερωτήματα που γεννά το «γόνιμο λυρικό έργο του ποιητή», όπως γράφει. Μπορεί η σύμπτωση αυτής της γειτνίασης της αναφοράς στη ‘‘ζυγαριά’’ και στα ερωτήματα να είναι τυχαία. Και δεν αποκλείεται αυτό. Ωστόσο, αξίζει να τύχει της επισήμανσής μας. Το δεύτερο, λοιπόν, από τα ερωτήματα του καθηγητή Γ. Κεχαγιόγλου είναι το ακόλουθο: [7]

«[…]με ποιο είδος μαθηματικής σοφίας ή σοφιστείας λειαίνονται ή απογυμνώνονται οι έννοιες πρωτοτυπία, πρωτοπορία, αλλαγή και μεταρρύθμιση, για να φτάσουμε στην αυτάρκη ή αυτάρεσκη γεωμετρικότητα μιας φιλοσοφημένης λογικής ‘‘σούμας‘‘»;

Δηλαδή, πάλι για μαθηματική σοφία ή σοφιστεία μιλάει ο Γ. Κεχαγιόγλου, που είναι διαπιστωμένη και ομολογημένη για τον ποιητή, ενισχύοντας τον λόγο ( που δεν είναι και ο μοναδικός) της επιλογής του συγκεκριμένου ποιήματος σε αυτά που σχολιάζει το Αμήχανο» Βλέμμα.
Και κάτι ακόμη (με την ίδια γωνία θέασης) που έχει να κάνει με την παράλληλη αναφορά στην έννοια ‘‘θερμόμετρο’’ τόσο στο ποίημα όσο και σε μια «μαθηματικής» χρήσης προσέγγιση του οργάνου αυτού. Σημειώνεται ότι στη διδασκαλία των ακέραιων αριθμών (των προσημασμένων αριθμών, όπως τους λέμε, που τους παίρνουμε από τους φυσικούς αριθμούς 0, 1, 2, 3, …), δηλαδή αυτών που έχουν μπροστά τους το πρόσημο συν « + », όταν αποτελούνται από θετικές ακέραιες μονάδες, ή αυτών που έχουν το πρόσημο πλην « - », όταν αποτελούνται από αρνητικές ακέραιες μονάδες, καθώς και το μηδέν, οι δάσκαλοι συχνά χρησιμοποιούν ως εποπτικό υλικό το θερμόμετρο, ως σχήμα, με τις ενδείξεις στις αυξομειώσεις του υδραργύρου σε αυτό, ανάλογα με τη θερμοκρασία που μετρά. Στο ‘‘θερμόμετρο’’ αναφέρεται και ο Γ.Θ. Βαφόπουλος. Και όχι σε ένα τυχαίο θερμόμετρο, αλλά σ’ αυτό ενός φυματικού. Μ’ αυτό το μοντέλο, που το σχεδιάζουν εύκολα και στον πίνακα, εισάγουν τις πράξεις της πρόσθεσης και της αφαίρεσης με τους θετικούς και τους αρνητικούς αριθμούς. Να, ακόμη ένας λόγος αξιοποίησης του συγκεκριμένου ποιήματος ή ανάλογων αναφορών από τη λογοτεχνία και σε μια διαθεματική προσέγγιση της ποίησης και των μαθηματικών για όσους θέλουν (ή επιμένουν) να την αξιοποιούν και ως πρακτική τους, με όποια προβλήματα και προβληματισμούς υπάρχουν για το θέμα.

Ως επίλογο, συνδέοντας όσα προανέφερα για τα είδη των ακεραίων αριθμών -–και πιο ειδικά αυτά με τους αρνητικούς αριθμούς και τα θερμόμετρα–, αλλά και με την απέραντη, τη φρικαλέα μοναξιά των ασθενών των θεραπευτηρίων και των πολλών διασωληνωμένων στις σύγχρονες ΜΕΘ (Μονάδες Εντατικής Θεραπείας) των νοσοκομείων αναφοράς Covid-19, που τόσο βάναυσα και τόσο βάρβαρα μπήκαν στην καθημερινότητά μας, με την πανδημία που βιώνουμε, κι όπου γιατροί και νοσηλευτές δίνουν τον έσχατο αγώνα τους ακούραστοι, θέλω να ξαναθυμηθούμε ένα μικρό απόσπασμα που περιγράφει τον βιωμένο πόνο, την πίκρα του Γ.Θ. Βαφόπουλου, στον αγώνα του να βγει από την αρρώστια του, τότε που τον θεωρούσαν κι αυτόν ως «νούμερο μέσα στα νούμερα». [8] Κατάσταση που συχνά βιώνουν οι ξεχασμένοι, για διάφορους λόγους, είτε ζουν σε στρατώνες και σε αντίστοιχα στρατιωτικά αναρρωτήρια και σανατόρια, όπως τότε ο ποιητής, είτε σε γηροκομεία, στους λεγόμενους «Οίκους Ευγηρίας», που είδαμε πώς αντιμετώπισαν τους τροφίμους τους στην τωρινή πανδημία. Γράφει ο ποιητής, θεωρώντας τον εαυτό του ένα τίποτα, έναν αρνητικό αριθμό:

«[…]Και πάλι βρέθηκα ξαπλωμένος στo κρεβάτι μου, με τα μάτια καρ­φω­μένα στον ασβέστη της οροφής. Μέσα μου είχε στερέψει η αγάπη, είχε χαθεί η στοργή, είχε σβήσει η φωνή της ποίησης. Ήμουν μια εξουθενωμένη συνείδηση, ένας άνθρωπος, που τον είχαν ξεντύ­σει από την ανθρωπιά του. Αν μπορούσε τότε να λειτουργήσει η μα­θηματική μου κρίση, θα λεγα πως ήμουν ένας αριθμός αρνητικός. Κάτι λιγότερο από το τίποτε.» [9]

ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Γιώργου Βαφόπουλου ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: