Ο Νιγηριανός Πρίγκηψ

Ο Νιγηριανός Πρίγκηψ

Αγαπητέ κύριε,

Θα διερωτάστε ίσως γιατί, παρά την αφρικανική καταγωγή που προδίδει το ονοματεπώνυμό μου, η ηλεκτρονική αυτή επιστολή είναι γραμμένη στα έστω φτωχά ελληνικά που κατάφερα να αφομοιώσω κατά την πολυετή μου συναναστροφή με επιφανή σας ομοεθνή, για την οποία θα γίνει λόγος εν ευθέτω χρόνω. Προς το παρόν, θα μου επιτρέψετε μια μικρή ανασκόπηση που θα σας δώσει, ελπίζω, μια κάποια ιδέα για το πραγματικό επίδικο της επικοινωνίας αυτής, στην οποία βρήκα το θάρρος να προβώ όχι δίχως ισχυρούς ενδοιασμούς, που κάμφθηκαν μόνο χάρη στην αδήριτη υπενθύμιση ότι ο διατιθέμενος χρόνος ώστε να καταλήξω σε μια λύση του αγωνιώδους προβλήματος για το οποίο πρόκειται να σας ενημερώσω εν συνεχεία, ολοένα περιοριζόταν κι ότι μια άμεση και οριστική επιλογή, οσοδήποτε ριψοκίνδυνη, ήταν, πάντως, επιβεβλημένη.

Θα έχετε υπ’ όψιν ασφαλώς, δεδομένου ότι το επαγγελματικό σας προφίλ προδίδει πνεύμα ευρυμαθές και ανήσυχο, ότι προ δεκαετίας ξέσπασε επανάσταση στο κράτος της δυτικής Αφρικής Πονουκελέ, με αποτέλεσμα την ανατροπή του αυτοκράτορος Ταλού XXIII, φωτισμένου γόνου της παλαιάς και περίλαμπρης δυναστείας των Ταλού, την ιστορία της οποίας δεν περιμένετε βέβαια εμένα για να την μάθετε.

Από όλη αυτήν την αναστάτωση, που έδωσε τόσο άδοξο τέλος σε μια 28ετία χρηστής διακυβέρνησης, ο αυτοκράτωρ Ταλού διέφυγε αλώβητος, παίρνοντας μαζί του μόνο τρεις από τις δεκαοκτώ εν ζωή συζύγους του, καθώς και την ήδη έφηβη κόρη την οποία του είχε χαρίσει η από πολλών ετών νεκρή δεκάτη ενάτη, και στην οποία, λόγω των εξαιρετικών έως τραγικών συμβάντων του πρωίμου βίου της, έτρεφε μιαν αδυναμία που άγγιζε τα όρια της μονομανίας, αποτελώντας ίσως το μοναδικό απτό τεκμήριο της καλά κρυμμένης τρυφερότητας που μόλις διακρινόταν πίσω από το ανέκφραστο προσωπείο της αυστηρής μα δίκαιης εξουσίας.

Η κόρη αυτή, στην οποία ο αυτοκράτωρ είχε χαρίσει το γαλλικό όνομα Ανίκ, υιοθέτησε από την ηλικία των εννέα ετών, λίγο δηλαδή αφότου το πένθος ήρθε να σκιάσει την έως τότε ανέμελη νεαρή ζωή της, το υποκοριστικό της πολυαγαπημένης της μητέρας, που πρόδιδε την ελληνική και δη πελοποννησιακή της καταγωγή. Έτσι, ο αυτοκράτωρ Ταλού την αποκαλούσε συνήθως με το διπλό όνομα Ανίκ-Σία. Επίσης, εν είδει φόρου τιμής στην αείμνηστη μητέρα της, καταπιάστηκε από πολύ μικρή με την εκμάθηση των ελληνικών, που στα δεκαπέντε της πλέον – όταν δηλαδή αναγκάστηκε ν’ ακολουθήσει τον πατέρα της στο Λονδίνο – τα μιλούσε πια σαν μητρική της, στην κυριολεξία, γλώσσα.

Μαζί, όμως, με τις τέσσερις ψυχές που επέλεξε να τον συνοδεύσουν –εγκαταλείποντας τα υπόλοιπα επτά παιδιά του και τις λιγότερο ευνοούμενες συζύγους στη δολοφονική μανία των επαναστατών– ο Ταλού είχε και κάποια άλλα έμψυχα όντα να τον συντροφεύουν: εννοώ, βεβαίως, τα δώδεκα ηλεκτροφόρα χέλια τα οποία διατηρούσε σ’ ένα μικρό ενυδρείο και προς τα οποία επιδείκνυε μια προσήλωση που θα φαινόταν ανεξήγητη στον εξωτερικό παρατηρητή.

Λίγο μετά την εγκατάσταση της αυτοκρατορικής οικογένειας στο Χάμστεντ, δέχτηκα την πρώτη κρούση από τον Ταλού ν’ αναλάβω την εκπροσώπησή του σε τυχόν δικαστικές περιπέτειες στις οποίες θα τον έσυρε το νέο επαναστατικό καθεστώς, παρά την αίτησή του για άσυλο στη φιλόξενη χώρα όπου είχε αποφασίσει να τελειώσει τις ημέρες του. Η επιλογή της ταπεινότητάς μου δεν ήταν διόλου ανεξήγητη, καθότι, αν και Βρετανός υπήκοος, είμαι δεύτερης γενεάς μετανάστης εκ Πονουκελέ και ο πατέρας μου μακρινός εξάδελφος του Ταλού, που εγκατέλειψε τη χώρα όχι εξαιτίας κάποιας διαφωνίας του με την κυβέρνησή της, αλλά προκειμένου να δραστηριοποιηθεί επικερδώς στον τομέα της νυχτερινής ψυχαγωγίας, χάρη στον οποίο κατόρθωσα να ολοκληρώσω τις λαμπρές νομικές σπουδές που αποτέλεσαν και την αιτία για να βρεθώ σε επαφή με τον έκπτωτο ηγεμόνα και την οικογένειά του, επαφή που επουδενί μπορούσα να προβλέψω πόσο βαθιά και ριζικά θα άλλαζε τη ζωή μου.

Από τις πρώτες κιόλας ημέρες μετά την επανάσταση, όταν ακόμη, μη έχοντας έλθει σε καμία επικοινωνία με τον κυνηγημένο αυτοκράτορα, απλώς ενημερωνόμουν από τις εφημερίδες και το διαδίκτυο για όσα αφορούσαν την πατρίδα των γονιών μου, παρατήρησα ότι γινόταν πολύς λόγος για ένα περίφημο διαμάντι που ο Ταλού φερόταν να έχει υφαρπάξει και που η επαναστατική κυβέρνηση το διεκδικούσε ως εθνικό θησαυρό. Επρόκειτο για τον «Νιγηριανό Πρίγκηπα», κόσμημα σε σχήμα αβγού, που θεωρείτο από τα πέντε μεγαλύτερα του κόσμου και χρωστούσε την ονομασία του στο γεγονός ότι, αν το παρατηρούσε κανείς προσεκτικά, διέκρινε ένα σχήμα που παρέπεμπε σε καθισμένη οκλαδόν ανθρώπινη μορφή, κοντόχοντρη, με φορεσιά χρώματος βεραμάν και ομόχρωμο κυλινδρικό καπέλο. Η μάλλον ειρωνική αυτή συσχέτιση προκαλούσε συχνές τριβές με το γειτονικό κράτος, και μία από τις κύριες δεσμεύσεις του επαναστατικού καθεστώτος ήταν η μετονομασία του διαμαντιού, μόλις εκείνο αποκαθίστατο στο Εθνικό Μουσείο του Πονουκελέ.

Ωστόσο, καμία σχετική αναφορά δεν έγινε σ’ εμένα από τον ίδιο τον Ταλού και τα άτομα που τον περιστοίχιζαν, ανάμεσα στα οποία δεν άργησα να ξεχωρίσω, με ενδιαφέρον που ομολογώ ότι ξεπερνούσε τη φιλική προδιάθεση, την τρισχαριτωμένη θυγατέρα του που, εκείνο τον καιρό, στο άνθος της νεότητας και της καλλονής της, προσπαθούσε ν’ αντισταθμίσει τον πόνο από τις διαδοχικές απώλειες που είχαν σημαδέψει τη ζωή της, με την ανακάλυψη της ίσως πρόσκαιρης μα έντονης χαράς που υποσχόταν το νέο της περιβάλλον.

Εν μέρει από ειλικρινές ενδιαφέρον για τη δεύτερη γλώσσα της,και εν μέρει ως πρόσχημα για να περνώ κάποιες αθώες μα οπωσδήποτε ανέμελες ώρες μαζί της, την παρακάλεσα να με διδάξει ελληνικά, πράγμα το οποίο εκείνη έκανε με ιδιαίτερη ευχαρίστηση,και χάρη στο οποίο είμαι σε θέση τώρα να σας κοινοποιώ έστω και αυτές εδώ τις τόσο κακογραμμένες σημειώσεις. Η αλήθεια είναι ότι σύντομα τα μαθήματα ήρθαν να συμπληρωθούν από τις πρώτες νύξεις ενός ειδυλλίου, που η Σία –όπως προτιμούσε να ονομάζεται– έπαιρνε κάθε προφύλαξη ώστε να μην αντιληφθεί ο αυστηρός Ταλού και δώσει οριστικό τέλος σ’ αυτό που μήτε καν είχε ακόμη αρχίσει.

Όλο εκείνο το διάστημα, οι φήμες γύρω από τον Νιγηριανό Πρίγκηπα έδιναν κι έπαιρναν, και η οικογένεια είχε δεχτεί την επίσκεψη ενός στρυφνού αστυνόμου της Σκότλαντ Γιαρντ, του επιθεωρητή Κουίνλαν, ο οποίος ερεύνησε ενδελεχώς το χώρο δίχως να εντοπίσει το ανεκτίμητο κόσμημα. Οι εικασίες που γυρόφερνα στο νου μου κατά τις σπάνιες ώρες της σχόλης μου, ήταν κατά βάση δύο: είτε ο Ταλού είχε καταφέρει να σπάσει το διαμάντι σε πολλά μικρότερα, καθιστώντας το αγνώριστο και διευκολύνοντας έτσι την πώλησή του, είτε αυτό βρισκόταν τοποθετημένο σε κάποιο σημείο τόσο οφθαλμοφανές, ώστε γινόταν αόρατο σε βλέμματα μαθημένα στην αναζήτηση απόκεντρων κι ερημικών κρυψώνων, που αδυνατούσαν ν’ αναγνωρίσουν κάτι που σχεδόν άστραφτε εμπρός τους, όπως κι ο έρωτάς μου με τη Σία παρέμενε επτασφράγιστο μυστικό σε κοινή θέα.

Σ’ αυτή την περίπτωση, είκαζα, μια πιθανή εκδοχή ήταν ότι το διαμάντι κειτόταν στο βυθό του ενυδρείου με τα δώδεκα χέλια, ανάμεσα στα δίχως αξία βότσαλα που κατά τα άλλα τον κοσμούσαν, περιβάλλοντας ένα μικροσκοπικό ομοίωμα πύργου με ακανόνιστες πολεμίστρες και σάμπως ξεχειλωμένα τοιχώματα, σχεδόν σε σχήμα ακέφαλης πυραμίδας. Εκεί μέσα, υπέθετα, βρισκόταν έγκλειστος ο Νιγηριανός Πρίγκηψ, μα δεν μπορούσα να το αποδείξω, μήτε επιθυμούσα να βάλω σε υποψίες τον επιθεωρητή, προδίδοντας την εύνοια του αυτοκράτορα και, προπαντός, της λατρευτής του κόρης.

Πάντως, μία από τις ελάχιστες στιγμές χαλάρωσης που απολάμβανε ο ηγεμόνας μετά τον τόσο αναπάντεχο ξεριζωμό του και την εγκατάστασή του σ’ έναν τόπο που του ήταν ξένος και που ποτέ δεν έδειχνε ότι είχε κατορθώσει να τον νιώθει σαν δικό του, ήταν η μεσημβρινή ιεροτελεστία, η ώρα δηλαδή κατά την οποία παρακολουθούσε την παρέλαση των δώδεκα εκπαιδευμένων χελιών στο ενυδρείο του, καθένα από τα οποία έκανε μια συγκεκριμένη, εξατομικευμένη κίνηση, και κατόπιν όλα μαζί σχημάτιζαν κύκλο, για να διασκορπιστούν και πάλι, άτακτα. Η στιγμή εκείνη φαινόταν να είναι η μοναδική διασκέδαση του Ταλού, αν και κάτι που μου έκανε πάντα εντύπωση τις λίγες φορές που παραβρέθηκα στο θέαμα, ήταν ότι η Σία, πάντα, μόλις σήμαινε 12, αποσυρόταν στο δωμάτιό της, αφήνοντας να εννοηθεί ότι δεν ενέκρινε τις παιδιάστικες ενασχολήσεις του πατέρα της. Υποπτευόμενος ότι η σιωπηρή αυτή αποδοκιμασία έκρυβε μάλλον κάποια άλλου είδους τραύματα στη σχέση της με τον Ταλού, δεν θέλησα ποτέ να της ανοίξω σχετική συζήτηση, περιοριζόμενος στο να θαυμάζω το επίτευγμα που ο άλλοτε αυτοκράτωρ απέδιδε περήφανα στον εαυτό του και στις εκπαιδευτικές του ικανότητες.

Η κατάσταση αυτή συνεχιζόταν, αδιατάρακτη, μέχρι εκείνο το αλησμόνητο πρωινό που το τηλέφωνο χτύπησε απρόσμενα νωρίς κι άκουσα την ξεψυχισμένη φωνή τού Ταλού να με καλεί επειγόντως στο σπίτι του, με ύφος που έδειχνε ότι δεν υπήρχε μήτε δευτερόλεπτο για χάσιμο. Πράγματι, έτρεξα κοντά του δίχως να χάσω λεπτό, και τον βρήκα κλινήρη κι ετοιμοθάνατο: είχε υποστεί το ύστατο, το πλέον μοιραίο από τα εμφράγματα που είχαν τόσο δυσχεράνει τη ζωή του τα τελευταία χρόνια, αλλά δεν είχαν επιτρέψει ν’ αλλάξουν τις νωθρές και τρυφηλές συνήθειές του. Η Σία ακόμη κοιμόταν, και κανείς από την οικογένεια δεν έβρισκε το θάρρος να την ξυπνήσει. Γνωρίζοντας ότι το τέλος επερχόταν με ραγδαίο βηματισμό, αλλά και εξαιρετικά απρόθυμος να μιλήσει τόσο ευθέως μέσα σ’ ένα δωμάτιο που υποπτευόταν ότι ήταν γεμάτο με τους αθέατους κοριούς του επιθεωρητή Κουίνλαν, ο Ταλού αποφάσισε να μου αποκαλύψει το μυστικό του, με τον κρυπτικό τρόπο που του είχε φανεί προτιμότερος. Έτσι, υψώνοντας με πολύ κόπο το χέρι του προς το κομοδίνο, μου έδειξε έναν μάλλον ισχνό τόμο ελληνικής ποίησης –δίχως άλλο ιδιοκτησία, κάποτε, της εκλιπούσας συζύγου– και ψέλλισε, με τα σπαστά του αγγλικά, μόνο δύο λέξεις: Σελίδα 39, πριν ξεψυχήσει.

Περιεργαζόμενος το βιβλίο, αναζήτησα τη σελίδα στην οποία με είχε παραπέμψει ο νεκρός πλέον αυτοκράτωρ και βρήκα, πάνω πάνω, υπογραμμισμένη, την ακόλουθη αράδα:

Ένα το χελιδόνι κι η άνοιξη ακριβή

Ενώ προσπαθούσα να λύσω το αίνιγμα που μου είχε θέσει πεθαίνοντας ο Ταλού, η κόρη του ξύπνησε επιτέλους στην πολύ σκληρή πραγματικότητα και τη συλλυπήθηκα μέσα από τα βάθη της καρδιάς μου, δίχως ωστόσο ν’ αποτολμήσω έναν εναγκαλισμό μπροστά σε όλη την οικογένεια. Όμως, ενώ τα πράγματα εξελίσσονταν όπως συμβαίνει συνήθως σε τέτοιες τραγικές –κι όμως τόσο κοινές σε όλους μας– συνθήκες, αμέσως μόλις από το ρολόι του σαλονιού ήχησε ο πρώτος από τους δώδεκα χτύπους που ανήγγελλαν τη μεσημβρία, η Σία εγκατέλειψε τα πάντα κι έσπευσε να κλειστεί στο υπνοδωμάτιό της.

Συνδυάζοντας το ανεξήγητο αυτό γεγονός με την αγαπημένη μεσημβρινή συνήθεια του Ταλού την οποία για πρώτη φορά δεν θα ήταν σε θέση να απολαύσει, όρμησα στο σαλόνι τη στιγμή ακριβώς που σήμαινε κι ο τελευταίος από τους χτύπους, σύνθημα για να στοιχηθούν τα δώδεκα χέλια –συντονισμένα προφανώς χάρη στους παλμούς που προκαλούσε στο ενυδρείο η αναγγελία της ώρας– και να προβούν ξανά στο καθημερινό τους νούμερο, μακαρίως ξένα κι αδιάφορα προς τη σκληρή πραγματικότητα που εκτυλισσόταν γύρω τους.

Παρατηρώντας προσεκτικά τις κινήσεις των χελιών, αντιλήφθηκα ότι, ενώ το πρώτο επιδόθηκε σε πιρουέτες πολύ κοντά στην επιφάνεια του νερού, το δεύτερο διέγραψε σπειροειδή κίνηση προς τα κάτω, το τρίτο κινήθηκε ακόμη χαμηλότερα, και πάει λέγοντας, μέχρι που, λίγο πριν από το τέλος, το ένατο στη σειρά κατέβηκε ώς κάτω, στον πύργο του βυθού, και χάιδεψε τις πολεμίστρες του, για ν’ ακολουθήσει το δέκατο, που χτύπησε απαλά ένα από τα παράθυρα του πύργου, και η όλη παράσταση να καταλήξει στα δύο τελευταία χέλια που χόρεψαν ένα σύντομο βαλς πάνω στην άμμο. Κατόπιν, όπως κάθε μέρα, όλα μαζί τα χέλια σχημάτισαν τον καθιερωμένο κύκλο και ξανασκόρπισαν, τόσο ασύντακτα και αυθαίρετα, ώστε θα έλεγε κανείς ότι ποτέ τους δεν υπήρξαν ικανά για το άψογα οργανωμένο θέαμα που μόλις πριν από ελάχιστες στιγμές είχα αντικρίσει.

Δεν μου πήρε πάνω από δέκα λεπτά για να ξεκλειδώσω το γρίφο που συνέδεε το υπογραμμισμένο χωρίο του ελληνικού ποιήματος με τη σκηνή που μόλις είχα παρακολουθήσει και την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά της Σίας. Έτσι, όταν εκείνη βγήκε από το δωμάτιό της, με τα μάτια κοκκινισμένα από τα δάκρυα αλλά και μια ορατή αγωνία στο βλέμμα για κάτι που μπορούσα πια, μόνος εγώ, να μαντέψω, την άδραξα από τον καρπό και, δίχως άλλη εξήγηση, πρόφερα αργά τις λέξεις, προσδίδοντάς τους τον τονισμό και χωρισμό που επέβαλλε η αποκάλυψη του μυστηρίου:

Ένατο χέλι δονεί κι η Ανίκ-Σία κρύβει

Στο άκουσμα αυτής της αινιγματικής για κάθε άλλον τυχόν ακροατή πρότασης, η αγαπημένη μου ρίγησε, αντιλαμβανόμενη ότι δεν ωφελούσε να μου κρύβει πια αυτό που ο ίδιος ο πατέρας της είχε θελήσει να μου αποκαλύψει, έστω μ’ αυτόν τον ανορθόδοξο τρόπο.

Φαίνεται ότι ο Ταλού είχε βρει αγοραστή για τον Νιγηριανό Πρίγκηπα και ότι είχε πληρωθεί το αντίτιμο σε μετρητά, τα οποία φύλασσε χωρισμένα σε δεσμίδες μέσα σε κρυψώνα που βρισκόταν κάτω από το ενυδρείο.

Όταν, κατά την καθημερινή ιεροτελεστία, το επίμαχο χέλι θώπευε τον πύργο που βρισκόταν στο βυθό του ενυδρείου, προκαλούσε δόνηση που απελευθέρωνε μια δεσμίδα μετρητά, η οποία, χάρη σε ένα πολύπλοκο σύστημα σωλήνων, έπεφτε από μιαν αθέατη πόρτα που βρισκόταν σε τοίχο του δωματίου της Σίας και προσγειωνόταν πάνω στο γραφείο της, για να την καταχωνιάσει στη συνέχεια η καλή μου μες σε κάποιο συρτάρι. Κάθε μήνα, η Σία επισκεπτόταν την τράπεζα και κατέθετε τις τριάντα δεσμίδες σε λογαριασμό που είχε ανοίξει με το ελληνικό επώνυμο της μητέρας της. Έτσι, δεν είχε προκληθεί καμία υποψία για την προέλευση του ποσού, όπως θα συνέβαινε αν το κατέθετε μια κι έξω. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, διασφαλιζόταν η αποκλειστική ιδιοκτησία του ποσού από την Σία, δίχως να ενημερωθούν οι μητριές της, τις οποίες ο Ταλού είχε αποφασίσει να εγκαταλείψει στην τύχη τους.

Ευάλωτη πλέον, αφού γνώριζα το μυστικό της, αλλά και τόσο ερωτευμένη μαζί μου ώστε δεν έτρεφε καμία αμφιβολία για την αγνότητα των προθέσεών μου, η Σία δέχτηκε αμέσως να με παντρευτεί.

Οι πρώτοι μήνες του γάμου μας πέρασαν σαν μέσα σε όνειρο. Αφού έδιωξε τις τρεις χήρες του Ταλού από το σπίτι, η Σία αφιέρωσε ολόκληρη την ύπαρξή της σε μένα. Όλα αυτά, φευ!, έφτασαν σ’ ένα τραγικό κι οριστικό τέλος την αποφράδα εκείνη μέρα όταν, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού μας στη γαλλική Ριβιέρα, η Σία με άφησε να κοιμάμαι στο ξενοδοχείο μας στο Σεν Ζανέ και πήρε το νέο της σπορ αυτοκίνητο για μια μικρή εξόρμηση στη Νις –ή Νίκαια, όπως την λέτε στη γλώσσα σας– από την οποία δεν έμελλε να επιστρέψει ποτέ, καθώς τα φρένα του αδοκίμαστου οχήματος την πρόδωσαν. Συντετριμμένος και αμήχανος, επέστρεψα στο Λονδίνο για να γλείψω τις πληγές μου, με μόνη την ανάμνηση της φευγαλέας μα αληθούς ευτυχίας που είχα ζήσει, σαν φυλαχτό, σαν δώρο.

Παρέμενε στην τράπεζα ο κοινός πλέον λογαριασμός μας με το πλήρες ποσό από την πώληση του Νιγηριανού Πρίγκηπα. Δεν άργησα, όμως, να αισθανθώ ξανά την ανάσα του τόσο δυσάρεστου επιθεωρητή Κουίνλαν στο σβέρκο μου: ο αγοραστής του διαμαντιού –κάποιος υπερφίαλος Αμερικανός επιχειρηματίας– είχε εντοπιστεί και εκτελεστεί στο Σικάγο από πράκτορες της επαναστατικής κυβέρνησης του Πονουκελέ. Σήμερα, ο Νιγηριανός Πρίγκηψ κοσμεί πράγματι, μετονομασμένος σε «Έκπτωτο Πρίγκιπα», το τοπικό Μουσείο, όπως είχε εξαρχής αναγγελθεί. Το μόνο που εκκρεμεί είναι η εύρεση των χρημάτων με τα οποία είχε πληρωθεί ο Ταλού, και ο εντοπισμός του λογαριασμού είναι θέμα ελάχιστου χρόνου.

Έρχομαι λοιπόν, επιτέλους, αγαπητέ κύριε, στο λόγο που μου υπαγόρευσε αυτήν την ίσως αιφνιδιαστική, ενδεχομένως κουραστική, μα όχι, ελπίζω, και άγονη εντέλει επικοινωνία.

Αναζητώντας στο διαδίκτυο το παρθενικό επώνυμο της μητέρας τής άμοιρης Σίας ανακάλυψα τον δικό σας λογαριασμό, και είχα κάθε λόγο να υποθέσω ότι, παρά τη συνήθη στη χώρα σας κατάληξη -όπουλος, η σπανιότητα του πρώτου συνθετικού υπαινισσόταν την ισχυρή πιθανότητα μακρινής έστω συγγένειας, που θα ενθάρρυνε την ελπίδα μιας κάπως δίκαιης κατακλείδας σε ένα δράμα το οποίο κατά τα λοιπά δεν έχει δυστυχώς μέχρι στιγμής εμπνεύσει τίποτε άλλο από αισθήματα θλίψης, απώλειας και απορίας.

Είμαι, λοιπόν, διατεθειμένος να μεταφέρω στον τραπεζικό λογαριασμό σας το ποσό που τώρα απειλείται με άμεση κατάσχεση, εφόσον βεβαίως κι εσείς το θελήσετε.

Το μόνο που περιμένω και ζητώ ταπεινά από εσάς είναι η έντιμη και ειλικρινής συνεργασία σας, ούτως ώστε να καταλήξουμε σε μιαν αμοιβαίως επικερδή συμφωνία. Είμαι πρόθυμος να σας παραχωρήσω το 40% του συνολικού ποσού, κρατώντας μόλις 50% για τον εαυτό μου και 10% για τυχόν απρόβλεπτα έξοδα που θα προκύψουν. Δεδομένου ότι το ποσό αγγίζει τα 16 εκατομμύρια λίρες (19.000.000 ευρώ), καθώς και του ότι η ίδια η ύπαρξη του ποσού δεν θα σας γινόταν ποτέ γνωστή αν έλειπαν οι συστηματικές προσπάθειες της ταπεινότητάς μου, θεωρώ ότι ο διακανονισμός αυτός είναι αρκούντως δίκαιος.

Αν δεν έχετε αντίρρηση, θα χρειαστώ τα πλήρη στοιχεία ισχύοντος λογαριασμού στο όνομά σας προκειμένου να κατατεθεί εκεί το ποσό. Σε μεταγενέστερο στάδιο, και δεδομένου ότι η κάρτα ανάληψης μετρητών που μοιραζόμασταν με τη φτωχή Σία απανθρακώθηκε μαζί της και δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για να κινηθούν υποψίες, θα ήθελα να μου ταχυδρομήσετε το εισιτήριο μετ’ επιστροφής χάρη στο οποίο θα επισκεφθώ επιτέλους την ωραία σας χώρα –επιθυμία που τρέφω από τότε που έμαθα τη γλώσσα σας, και που αναμφίβολα θα είχα εκπληρώσει στο πλευρό της Σίας αν η μοίρα δεν είχε άλλα σχέδια–, προκειμένου να συναντηθούμε και να οριστικοποιήσουμε τις όποιες εκκρεμείς λεπτομέρειες.

Σας ευχαριστώ εκ των προτέρων για την πρόθυμη και ανέφελη, καθώς θα ήθελα να προεικάσω, συνεργασία σας.

Οι ευλογίες του Θεού μαζί σας,

Τέμερσον Αχμπούλ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: