Συζητώντας με μαθητές για την ποίηση

Συζητώντας με μαθητές για την ποίηση



Οι εξ αποστάσεως συζητήσεις, που καθιερώθηκαν την περίοδο του εγκλεισμού, δημιουργούν ένα νέο εικονικό περιβάλλον. Τα λόγια τεμαχίζονται σε απεικονίσεις προσώπων, που ανοίγουν το μικρόφωνό τους και μιλούν, όταν δεν αποσύρονται, κάποτε κλείνοντας το βίντεο του υπολογιστή που τους μαγνητοσκοπεί στον χώρο από όπου απευθύνονται στην κοινωνία των πολιτών (και αγοραστών) της οθόνης. Πώς θα επηρεάσει η εμπειρία αυτή τις συζητήσεις, όταν και αν ποτέ συναντηθούμε, εμβολιασμένοι και εμβολισμένοι από όσα προηγήθηκαν; Πώς επηρεάζει το νέο περιβάλλον όσα συγκρατούμε από ερωτήσεις και απαντήσεις, με τον τρόπο που τις θυμόμαστε, ακόμη και αν δεν ανακαλούμε τα ονόματα όλων όσοι έχουν μιλήσει;

Προσπαθώ να θυμηθώ κάποια σημεία και σήματα στα οποία αναφέρθηκα ή υπαινίχθηκα συζητώντας με μαθητές από διαφορετικά σχολεία στην Ελλάδα και ελληνικά σχολεία στο εξωτερικό, καθηγητές τους και άλλους συνδαιτημόνες στο τραπέζι της ποίησης. Ας υπογραμμιστεί ότι πρόκειται κυρίως για μαθήτριες, που αφιερώνουν περισσότερο μυαλό και χρόνο στη λογοτεχνία. Χωρίς γυναίκες συγγραφείς, χωρίς αναγνώστριες, χωρίς γυναίκες κριτικούς, ίσως να μην υπήρχε λογοτεχνία. Αυτό ας μην αποκρύπτεται.

Διδάσκεται η ποίηση;

Διδάσκεται όμως η ποίηση; Αν σε μία φράση έπρεπε να συνοψίσω την απάντηση, θα έλεγα ότι, ενώ η ποίηση –ή οτιδήποτε προϋποθέτει ταλέντο– θεωρείται ασύμβατη με τη διδασκαλία, εντούτοις, όπως όλες οι πρακτικές, μπορεί να διδαχθεί. Ένα πλέγμα νεο-ρομαντικών αντιλήψεων για την ποίηση παραμένει κυρίαρχο, αγιοποιώντας τη συγγραφή και την πρόσληψή της, έστω και αν αντιμετωπίζονται με την αμφιθυμία που περιβάλλει την καλλιτεχνική δημιουργία, όχι μόνο στην Ελλάδα. Ταλέντο και τελετουργία βεβαίως εμπλέκονται. Αλλά, όπως κάθε τέχνη, έτσι και η ποίηση, αποτελεί συνάρτηση των διαδρομών και τρόπων με τους οποίους υλοποιείται. Αλλιώς δεν θα υπήρχαν σχολές καλών τεχνών ούτε περίοδοι μαθητείας για όσους γράφουν ή ασκούν οποιαδήποτε τεχνική, που είναι αναγκαία, αν και όχι επαρκής προϋπόθεση δημιουργίας.

Πρόκειται για μια διπλή σχέση άρνησης και κατάφασης, με τρόπο αντίστοιχο προς όσα ισχύουν για τη μετάφραση της ποίησης. Ασφαλώς ποίημα είναι αυτό που δεν μεταφράζεται, όπως έλεγε ο Ρόμπερτ Φροστ. Ασφαλώς όμως επίσης η ποίηση μεταφράζεται, στον βαθμό που η γλώσσα συνιστά υπόθεση μιας κοινότητας και όχι μόνον ενός ατόμου, όσο και αν θέλει να την κάνει αποκλειστικά δική του. Στη γλώσσα αναδεικνύεται το δημοκρατικό αίτημα της κατανόησης και ανάγνωσής της, που υλοποιούν ιστορικά εξελισσόμενες τεχνολογίες αναπαραγωγής κειμένων, όπως τα βιβλία, και ο αλφαβητισμός, που επιτρέπει την ανάγνωση και όχι απλώς ακρόασή τους. Ξεφεύγοντας από την κοινότητα των ακροατών, με τη μοναδικότητα του αναγνώστη εξισορροπείται η μοναδικότητα του συγγραφέα.
Θεωρώ εύλογη την επιθυμία όσων θέλουν να γίνουν συγγραφείς να διδαχθούν. Θεωρώ εύλογη την επιθυμία όσων γράφουν να στηρίξουν την παρουσία και το εισόδημά τους σε έναν χώρο χωρίς επαρκή αποζημίωση για τη ζημία της γραφής. Οι επιθυμίες αυτές από μόνες τους δεν αναβαθμίζουν μαθήματα σε πρότυπες διδασκαλίες. Ας μην εκληφθεί, επομένως, η στήριξη της δυνατότητας διδασκαλίας ως ανεπιφύλακτη υποστήριξη κάθε είδους προγραμμάτων δημιουργικής γραφής, όπως ονομάζονται, όταν μάλιστα γνωρίζω πώς ετερογενώς αναπτύχθηκαν δεκαετίες νωρίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, όταν σπούδαζα και δίδασκα εκεί, πριν ανθίσουν και σε άλλες χώρες.

Ανάγνωση & γραφή

Σημείο αναφοράς ας αποτελεί ο δάσκαλος του αλφαβητισμού, επιδίωξη του οποίου είναι να μην τον χρειάζονται οι μαθητές του, αφού πια μάθουν να διαβάζουν. Σημείο αναφοράς ας είναι ότι ανάγνωση και γραφή, που συνιστούν δύο πλευρές μιας κοινής διαδικασίας, δεν προκύπτουν με τρόπο «φυσικό», όπως αντιθέτως φαίνεται να συμβαίνει όταν τα μωρά μαθαίνουν να περπατούν με τρόπους που αποκρύπτουν ότι εκπαιδεύονται.

Σκοπός της παιδείας και της άσκησης σε ανάγνωση και γραφή είναι να καταστούν αυτόματες προεκτάσεις και μέσα κάθε ανθρώπου, σε βαθμό που να νομίζει ότι πρόκειται για φυσικές δεξιότητες, με τον ίδιο τρόπο που ξεχνά, όταν πια έχουν γίνει δεύτερη φύση, πόσο αφύσικο είναι να κινείται πάνω σε ένα τροχήλατο ή να οδηγεί αυτοκίνητο, που ετεροκίνητο παραμένει πριν από την έλευση οχημάτων χωρίς οδηγό, πριν η εξέλιξη της τεχνητής νοημοσύνης επιτρέψει την τελειο-ποίηση υπολογιστών που θα γράφουν τα δικά τους ποιήματα.
Μια εξαιρετικά χειρωνακτική εργασία, η ποίηση είναι εξίσου αφύσικη και φυσική. Γι’ αυτό άλλωστε συνδέεται με τη νεότητα, όπως επέμενε ο Αναγνωστάκης την τελευταία περίοδο της ζωής του, όταν από καιρό είχε σταματήσει να γράφει. Ωστόσο, υπάρχουν δύο ειδών ποιητές. Από τη μία πλευρά, οι «μαθηματικοί», όπως ο Ρεμπώ, που ό,τι είναι να πουν το λένε πριν πλησιάσουν τα τριάντα και μετά ασχοληθούν με ταξίδια στην Αφρική ή το εμπόριο όπλων. Από την άλλη πλευρά, οι «ιστορικοί», όπως χαρακτηριστικά ο Καβάφης, που συνδέουν και συνδυάζουν στο στυπόχαρτο του μυαλού τους όσα έχουν συγκεντρώσει τα χρόνια που πέρασαν.



Τεχνολογία της λογοτεχνίας

Για ένα όν που μιλά, όπως ο άνθρωπος, φυσική είναι η ανάπτυξη μιας τέχνης του λόγου ή λογοτεχνίας, όπως σχετικά πρόσφατα ονομάστηκε. Στον τίτλο ενός βιβλίου δοκιμίων, που εκκρεμεί, αν και ανακοινώθηκε πριν από δεκαετίες, αντιστρέφοντας τα συνθετικά αυτής της λέξης, αναφέρομαι στην «τεχνολογία της λογοτεχνίας». Η δυνατότητα της αντιστροφής αυτής, που προσφέρει η ελληνική γλώσσα, θυμίζει ότι η τέχνη του λόγου και της ποίησης υλοποιεί τεχνολογίες της ρητορικής, δηλαδή τρόπους με τους οποίους μιλάμε και γράφουμε, όπως ιδίως η μεταφορά και η μετωνυμία, που πυκνώνουν τον λόγο. Αυτό διαπιστώνεται και εκτός του αναγνωρισμένου χώρου της λογοτεχνίας, φερ’ ειπείν εξετάζοντας τις συγχορδίες μεταφορών στον επιστημονικό λόγο, όταν οι φυσικοί μιλούν για χορδές και μαύρες οπές, η βαρύτητα των οποίων καταβροχθίζει το φως.
Όσο πλαδαρά και αν είναι πολλά ποιήματα, η ποίηση επιμένει να υπόσχεται πυκνότητα. Εξάλλου η ποίηση αποτελεί μήτρα της λογοτεχνίας. Ως «ποίηση εν κινήσει» αρχίζει το θέατρο στην ελληνική και δυτική παράδοση. Γι’ αυτό αναφερόμαστε σε αρχαίους τραγικούς ποιητές. Από το έπος εκλύονται οι πρώτες εκδοχές μυθιστορηματικής γραφής την αλεξανδρινή ή ελληνιστική εποχή, πριν κορυφωθούν ως μυθοπλασία και μετα-μυθοπλασία σε πεζό λόγο, πριν αναδειχθούν με το δεξί του χέρι από τον Θερβάντες, που έχασε το αριστερό στη ναυμαχία του Λεπάντο, στη Ναύπακτο το 1571.

Στην ιστορικότητα της γέννησής της η ποίηση αντιπαραθέτει το ανιστορικό στοιχείο της δημιουργίας, που δηλώνει το όνομά της (στα ελληνικά και έπειτα σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες ως poésie, poetry κ.λπ.), το οποίο προέρχεται από το ρήμα «ποιώ», δηλαδή δημιουργώ, συνθέτω, κατασκευάζω κάτι που φιλοδοξεί να σταθεί εκτός ιστορίας. Οι συγγραφείς δεν προηγούνται της εποχής τους. Η εποχή όμως καθυστερεί, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται πιο μπροστά. Απλουστεύοντας, ποίηση είναι οι σωστές λέξεις στη σωστή σειρά, ένα κάθε άλλο παρά εύκολο στοίχημα.

Το υπόδειγμα της γευσιγνωσίας

Σε συνδυασμό με αυτοδιδακτικές στιγμές και άσκηση, μέσω πολυ-εστιακής, αλλά και αναλυτικής ανάγνωσης πρωτότυπων και μεταφρασμένων κειμένων –γιατί όχι του Ζμπίγκνιου Χέρμπερτ;– η διδασκαλία της ποίησης προσομοιάζει με την εκμάθηση της γευσιγνωσίας, που παρομοίως προϋποθέτει ταλέντο. Δεν συνιστά μόνον παρηγορία, όπως τόνιζε ο Εγγονόπουλος, πρόκληση, έκφραση ή έρευνα η ποίηση. Είναι επίσης απόλαυση. Καμία απόλαυση όμως δεν αναπτύσσεται χωρίς άσκηση. Δεν μπορείς να απολαύσεις μια κουζίνα που δεν γνωρίζεις.

Μήπως όμως υπάρχει κίνδυνος να εξαντληθούν τα θέματα με τα οποία ασχολείται η ποίηση; Ο έρωτας, η σύγκρουση, το ταξίδι και η επιστροφή, οι κάθε είδους αλλαγές και η θέση του ατόμου σε όσα συμβαίνουν: τα μεγάλα αυτά θέματα νομίζω είχαν ήδη εξαντληθεί πριν ο Όμηρος αρχίσει να συνθέτει τα έργα του. Εκείνο που μοιάζει ανεξάντλητο είναι ο άνθρωπος που διαρκώς αντλεί.

Κάνει η ποίηση τους ανθρώπους καλύτερους; Θεωρώ αδύνατον γενικά να υποστηριχθούν βελτιωτικές ιδιότητες της τέχνης, όταν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης έπαιζαν κομμάτια κλασικής μουσικής. Μια ηθικιστική αντίληψη, όπως αυτή, περισσότερο αποκαλύπτει την επιθυμία να επιστρατευτούν ωφελιμιστικά επιχειρήματα υπέρ της καλλιτεχνικής απασχόλησης, που εκλαμβάνεται ως εξίσου άχρηστη όσο όλα εκείνα που έχουν σημασία στη ζωή. Ταυτόχρονα, απόψεις, όπως του Αντόρνο, ότι είναι αδύνατον μετά το Ολοκαύτωμα να γραφούν ποιήματα, ισοδυναμούν με εκλογίκευση μιας εύλογης συναισθηματικής διαμαρτυρίας.

Αλλάζουν τα ποιήματα τον κόσμο; Πιθανότερο είναι να αλλάξουν τα ποιήματα. Ωστόσο, η λογοτεχνία πρακτικά αναδεικνύει μια ουτοπία, που συνιστά κριτική του τόπου. Και αυτό έχει επιπτώσεις. Αν ιστορικά τίποτε δεν είχε αλλάξει, θα βρισκόμασταν ακόμη σε μια προγονική εποχή. Λίγο πριν εκδηλωθούν ριζικές αλλαγές, κοινό στοιχείο σε καθιερωμένες απόψεις – που διατυπώνονται σχετικά με ενδεχόμενες εξελίξεις σε καλλιτεχνικούς, επιστημονικούς, πολιτικούς και άλλους τομείς – αποτελεί ότι όλα είναι γνωστά και τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει.

Ας μην εκβιάζεται μια αντιπαράθεση αισθήματος και γνώσης στην ποίηση. Ας μην είμαστε τόσο Καρτεσιανοί. Το συναίσθημα συνιστά μια μορφή σκέψης. Η σκέψη είναι ένας τρόπος να συναισθανθούμε. Δεν κόβονται τα καλώδια που συνδέουν εγκέφαλο και καρδιά, σώμα και ψυχή.

Γλωσσικοί εμφύλιοι πόλεμοι

Σε όσους έχουν την τύχη να μιλούν ελληνικά προσφέρεται βάθος χρόνου, αποκλίσεων και συγκλίσεων, από τη Σαπφώ έως την Κασσιανή και τη Δημουλά. Δεν μεσολάβησε αιώνας, στον οποίο να μην έχει γραφεί ποίηση στα ελληνικά, θύμισε ο Ελύτης στους Σουηδούς στην απονομή του Βραβείου Νομπέλ. Με τον Σολωμό και τον Μπάιρον επικεφαλής, η σύγχρονη Ελλάδα προέκυψε από την ποίηση, έχω παλαιότερα πει, ενώ οι αρχαίες κοινότητες των Ελλήνων στοιχήθηκαν γύρω από τον Όμηρο, που μαζί του κουβαλούσε ο Αλέξανδρος, μαθητής του κατ’ εξοχήν συντάκτη ποιητικής Αριστοτέλη.

Έστω και αν τώρα δεν διαβάζουν αρκετά, άνθρωποι του βιβλίου υπήρξαν οι Έλληνες. Η κοινή ελληνική, η lingua franca της εποχής της, έγινε γλώσσα των Ευαγγελίων. Στα ελληνικά έθρεψε ιδέες του διαφωτισμού, αλλά και το «Σχολείο των ντελικάτων εραστών», ο εραστής της ελευθερίας και της ισότητας Ρήγας. Παίρνει πολλές μορφές αυτή η λαλιά. Στον Καβάφη, λόγου χάριν, αναγνωρίζεται ένα πολίτικο ιδίωμα. Όσο και αν δυσκόλεψαν τον στρωτό λόγο της επικοινωνίας, οι γλωσσικοί εμφύλιοι πόλεμοι για τα ελληνικά υπήρξαν δώρο για όσους γράφουν και μπορούν να διαβάσουν, από τα δημοτικά τραγούδια έως την καθαρεύουσα του Ροΐδη και των υπερρεαλιστών.

Υπάρχουν μέρη στα οποία συναντώνται ποιητές, όπως συνέβαινε με τη «γενιά του ’30»; Εκλεκτικές συγγένειες και δεσμοί υπάρχουν, αλλά οι περιστάσεις έχουν αλλάξει από την εποχή της «γενιάς του Λουμίδη», όπως την ονομάζω, λόγω του τόπου συναντήσεων της, και όσων ακολούθησαν. Άλλαξαν χαρακτήρα και τα μέρη όπου συνέβαινε αυτό, όχι μόνο στην Αθήνα, αλλά επίσης στο Παρίσι και στη Νέα Υόρκη. Οι ποιητές τώρα συναντώνται στα κεφάλια όσων τους διαβάζουν.

Νοσταλγία & οικαλγία

Νοσταλγία για ένα λογοτεχνικό παρελθόν που δεν υπήρξε, όπου έχουν μετατεθεί μεταγενέστερες αντιλήψεις, περιβάλλει άτομα και καταστάσεις. Σύγχρονοί τους κριτικοί, που περίμεναν ένα θαύμα από την πεζογραφία, δεν είχαν σε ιδιαίτερη υπόληψη ποιητές της «γενιάς του ‘30» όταν έγραφαν τα καλύτερά τους ποιήματα. Αυτό επίσης ίσχυε για τον Εμπειρίκο ή τον Ρίτσο, που δεν ανήκουν σε αυτή τη λογοτεχνική συντροφιά, παρά μόνο για παιδαγωγικά συνοπτικούς λόγους. Ο Καβάφης σήμερα αποτελεί τον διεθνώς πιο αναγνωρισμένο εκπρόσωπο της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Στην εποχή του όμως είχε λίγους υποστηρικτές. Έναν αντικατοπτρισμό του πώς θεωρούσε ότι τον έβλεπαν στην Αθήνα διακρίνω στο ποίημά του «Βυζαντινός άρχων, εξόριστος, στιχουργών».

Προς εξισορρόπηση της νοσταλγίας, της ελβετικής αυτής νόσου, όπως τη χαρακτηρίζω, καθώς πρόκειται για ιστορικά πρόσφατη σύνθετη λέξη που επινόησε Ελβετός γιατρός, έχω προτείνει τον νεολογισμό οικαλγία, δηλαδή τον πόνο που προκαλεί το σπίτι σου. Η ιστορία ως συνέχεια ασυνεχειών παραμένει ένας πανούργος θρίαμβος της αθωότητας των νεκρών.

Σε συνθήκες εγκλεισμού στο σπίτι η επιθετικότητα αυξάνεται. Συρρικνώνεται το χιούμορ, όπου το μακάβριο ταχυφαγικά θα μπορούσε να γράφεται MacΑύριο, όπως το MacDonald’s. Εν πάση περιπτώσει, το σημαντικό είναι ότι χωρίς μελέτη της παράδοσης δεν υπάρχει τρόπος να συνεχιστεί ούτε να ανατραπεί. Το πρόβλημα δεν συνίσταται σε κάποια αντίθεση εργασίας και έμπνευσης. Το πρόβλημα είναι η σύνδεσή τους, την οποία γονιμοποιεί η ανάγνωση, που είναι καθοριστική σε νεότερες ηλικίες. «Οι συγγραφείς δεν χρειάζονται έμπνευση. Η έμπνευση όμως χρειάζεται συγγραφείς», επιμένω στο Λεξικό αναμνήσεων.

Υπαγόρευση & απαγόρευση

Αντί για μαθήματα δημιουργικής γραφής, θα προτιμούσα μαθήματα δημιουργικής ανάγνωσης. Αντί για στερεότυπες αναγνώσεις, θα προτιμούσα να μην υπάρχει διδασκαλία της λογοτεχνίας, απαγόρευση που ίσως επικέντρωνε το ενδιαφέρον, που τρέφεται από εκτός κειμένου ή εξω-λογοτεχνικά και βιογραφικά παραπτώματα. Δεν έχουν την ευχέρεια όλοι οι συγγραφείς να εμπλέκονται σε σκάνδαλα και κακουργίες, που θα πολλαπλασίαζαν τους αναγνώστες των βιβλίων τους. Όπως και αν έχουν τα πράγματα, ακόμη και όταν τίποτε δεν μπορεί να διδαχθεί, όποιος επιθυμεί να μάθει θα αναζητήσει δασκάλους και θα ασκηθεί.



(Το εκ των υστέρων αυτό κείμενο παραπέμπει σε δύο συζητήσεις: σε εκδήλωση για την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης με τον υπογράφοντα, που διοργάνωσαν τα εκπαιδευτήρια «Νέα Πορεία» στις 31 Μαρτίου, και σε συμμετοχή στη Διεθνή Μαθητική Συνάντηση Λογοτεχνίας, που διοργάνωσαν το Ζωγράφειο Λύκειο και τα Εκπαιδευτήρια Μαντουλίδη στις 15 και 16 Απριλίου 2021.)



Σχετικά κείμενα

Γιατί ο Καβάφης; / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)
Η ελληνική λογοτεχνία στο εξωτερικό, του Γιώργου Χουλιάρα - Νέα - ΟΣΔΕΛ (osdel.gr)
Η σύγχρονη Ελλάδα προέκυψε από την ποίηση [αναδημοσίευση συνέντευξης 2009]
cantus firmus (cantfus.blogspot.com)

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: