Τότε στου Τόττη (Κάβα Σουλιώτη)

«ΕΜΠΝΕΥ­ΣΗ: Οι συγ­γρα­φείς δεν χρειά­ζο­νται έμπνευ­ση.
Η έμπνευ­ση όμως χρειά­ζε­ται συγ­γρα­φείς.» (Λε­ξι­κό ανα­μνή­σε­ων)

Σε μια «αρ­χαιο­λο­γι­κή και όλη κόκ­κα­λα πα­τρί­δα» (Εντό­πιο το­πίο) δια­πί­στω­σε νω­ρίς ότι «πά­ντα στου ίδιου εστιά­το­ρα θα τρως» (Ο εστιά­τωρ), κα­θώς «δε μπο­ρείς να τη­γα­νί­σεις δύο φο­ρές το ίδιο αβγό» (Αβγά μά­ταια). Εν πα­ρό­δω, από το 1972 σβού­ρι­ζε σε βα­θιά επι­φά­νεια, ποι­η­τι­κής υγρά εκλύ­ο­ντας στον ήλιο στην Σκο­τία και προ­βλέ­πο­ντας πα­λιές ηλι­κί­ες στην Κύ­προ, όπως και στην Αθή­να, πα­λαιό­τε­ρα υπο­κα­τά­στη­μα ενός δια­σπο­ρι­κού ελ­λη­νι­σμού, όπου το 1949 γεν­νή­θη­κε πριν, Φλω­ρι­νιώ­της κα­θη­γού­με­νος πλέ­ον, ανα­χω­ρή­σει το 2012 από τη Θεσ­σα­λο­νί­κη, στην οποία εί­χε φι­λο­σο­φή­σει. Εντύ­πω­ση προ­κα­λεί, έχει γρά­ψει ο Πά­νος Θε­ο­δω­ρί­δης, η έκρη­ξη εκ­δό­σε­ων ποι­η­τι­κών βι­βλί­ων του, από τον Ερ­μή, την πε­ντα­ε­τία 1998-2002.

«Ξη­με­ρώ­σα­με κά­τα­σπρα και συ­νέ­χι­ζε να το ρί­χνει» (Χιό­νι­σε).

«Ένας μα­νιω­δώς υπο­λο­γι­στής ποι­η­τής που θα ήθε­λε να εί­ναι συ­νε­πής με τον εαυ­τό του… προ­σχε­διά­ζει», ση­μειώ­νει ο Μί­μης Σου­λιώ­της, το 2000 στο Βή­μα, γρά­φο­ντας για τις θε­ρι­νές δια­κο­πές του Κα­βά­φη στην Αθή­να από 12 Ιου­νί­ου έως 5 Αυ­γού­στου 1901, σύμ­φω­να με ημε­ρο­λο­για­κές εγ­γρα­φές του.
Έχο­ντας δια­τε­λέ­σει ανα­πλη­ρω­τής κα­θη­γη­τής του Τμή­μα­τος Νη­πια­γω­γών της Παι­δα­γω­γι­κής Σχο­λής Φλώ­ρι­νας του Πα­νε­πι­στη­μί­ου Δυ­τι­κής Μα­κε­δο­νί­ας –πριν δη­μιουρ­γη­θεί Δη­μιουρ­γι­κή Γρα­φή ως πρώ­το εν Ελ­λά­δι πα­νε­πι­στη­μια­κό τμή­μα– υπήρ­ξε νη­πια­γω­γός όσων αγνο­ούν «ότι ακό­μη και τα ολι­γό­στι­χα ποι­ή­μα­τα του Κ.Π. Κα­βά­φη εί­ναι προ­ϊ­ό­ντα κο­πια­στι­κής» ερ­γα­σί­ας, όπως το­νί­ζει σε ολι­γο­πα­ρά­γρα­φο κεί­με­νό του για το τα­λέ­ντο και την έμπνευ­ση, η οποία «εί­ναι μια φάρ­σα που έχουν επι­νο­ή­σει οι ποι­η­τές για να φαί­νο­νται σπου­δαί­οι», κα­τά τη δια­τύ­πω­ση του Ζαν Ανού­ιγ. «Όπως συμ­βαί­νει με την όρε­ξη για φα­γη­τό», λέ­ει ο Σου­λιώ­της, «έτσι και στο γρά­ψι­μο η έμπνευ­ση πό­τε προ­ϋ­πάρ­χει και άλ­λο­τε έρ­χε­ται “τρώ­γο­ντας”».
Με το κρύο «ψη­λα­φη­τό» και εύ­λο­γη την κα­χυ­πο­ψία που προ­κα­λούν και­ρός και τό­πος στη Μα­κε­δο­νία, «η Φλώ­ρι­να δεν εί­ναι η πιο φι­λό­ξε­νη πό­λη των Βαλ­κα­νί­ων», θυ­μί­ζει ο Μα­νό­λης Σαβ­βί­δης σε νε­κρο­λο­γία του για τον Μί­μη, η δη­μιουρ­γι­κό­τη­τα του οποί­ου χρειά­στη­κε να υπερ­κε­ρά­σει την υπο­δο­χή της στο όχι πά­ντο­τε φι­λό­ξε­νο πε­δίο των ελ­λη­νι­κών γραμ­μά­των. Ας μην ξε­χα­στεί ωστό­σο, όπως ο ίδιος έχει πα­ρα­τη­ρή­σει σε σχέ­ση με τον Κα­βά­φη, ότι, αφού πα­ρέλ­θει η επο­χή που ο ποι­η­τής κιν­δυ­νεύ­ει από επι­κρι­τές του, έρ­χε­ται η επο­χή που ο ποι­η­τής κιν­δυ­νεύ­ει από θαυ­μα­στές του.

Πολ­λά έχει πει αντι­μι­λώ­ντας στον Χά­ρο: «Για την ώρα νι­κά­ει αυ­τός / αλ­λά θα τον ισο­φα­ρί­σω / όταν θα έχω πε­θά­νει».

Με τον Μί­μη Σου­λιώ­τη βρι­σκό­μα­σταν συ­χνά και από μα­κριά, κα­θώς έφυ­γα αμέ­σως με­τά το γυ­μνά­σιο για σπου­δές στην Αμε­ρι­κή. Ήταν συμ­φοι­τη­τές με τον Δη­μή­τρη Κα­λο­κύ­ρη, στο σπί­τι του οποί­ου, σε με­τα­ξύ μας ανα­γνώ­σεις όσων γρά­φα­με και πο­λε­μι­κές, εί­χε ήδη συ­γκρο­τη­θεί πυ­ρή­νας με πρό­θε­ση να ξε­κι­νή­σει λο­γο­τε­χνι­κό πε­ριο­δι­κό, όπως και άλ­λο­τε έχου­με πει.
Ένα κα­λο­καί­ρι που εί­χα γυ­ρί­σει στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, με τον Δη­μή­τρη ανη­λε­ώς στο­κά­ρα­με δω­μά­τιο σε γκαρ­σο­νιέ­ρα στη Δα­γκλή, που έγι­νε διεύ­θυν­ση γρα­φεί­ων του πε­ριο­δι­κού Τραμ. Έναν χρό­νο αρ­γό­τε­ρα, μια ημέ­ρα πριν επι­στρέ­ψω πά­λι στο Όρε­γκον, βρε­θή­κα­με οι τρεις μας στου Τότ­τη, όπως τό­τε ονο­μα­ζό­ταν το ζα­χα­ρο­πλα­στείο στη γω­νία Αγί­ας Σο­φί­ας και πα­ρα­λια­κής. Βά­λα­με από 300 δραχ­μές. Ήταν το αρ­χι­κό κε­φά­λαιο για το ανώ­νυ­μο ακό­μη πε­ριο­δι­κό.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: