Μνήμη Μίμη

Με τη Σοφία Νικολαΐδου και τον Θανάση Βαλτινό
Με τη Σοφία Νικολαΐδου και τον Θανάση Βαλτινό

Ο Μίμης Σουλιώτης ήταν φίλος μου.
Ήταν και πολλά άλλα πράγματα μαζί: δάσκαλος (εκπόνησα διδακτορική διατριβή υπό την επίβλεψή του), συνεργάτης (δίδαξα δημιουργική γραφή πρώτη φορά στο πλάι του το 2002 και ανήκα στους βασικούς συνεργάτες του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Δημιουργικής Γραφής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, από την ίδρυσή του το 2008 ως το 2013), αγαπημένος ποιητής.
Πρώτα απ’ όλα αυτό.
Τον διάβαζα και τον υποληπτόμουν βαθιά, πολύ πριν τον γνωρίσω. Τα υπόλοιπα (τη γνωριμία και τη στενή συνεργασία μαζί του) δε μου τα χρωστούσε η ζωή. Ήταν δώρο. Άλλωστε, πολύ σπανίως –που θα έλεγε και ο αγαπημένος του ποιητής– οι συγγραφείς που αγαπούμε είναι καλοί ή, έστω, κανονικοί άνθρωποι. Και φυσικά καθόλου δε μας νοιάζει αυτό.
Όμως ο Μίμης Σουλιώτης ήταν όλα αυτά μαζί. Ένας ακομπλεξάριστος δάσκαλος που δεν είχε ανάγκη να ασκεί ακαδημαϊκή εξουσία. Ένας χορτάτος από ζωή και αναγνώριση συγγραφέας, που δεν είχε ανάγκη μικροπρέπειες, γιατί η δουλειά τού έφερε φωτοστέφανο – δεν είχε να αποδείξει τίποτε σε κανέναν. Ένας εμμονοληπτικός ποιητής που αναγνώριζε την ποίηση στα συνθήματα, στα τραγούδια, στις ατάκες στον δρόμο. Που έγραφε σε χαρτοπετσέτες ή τσιγαρόχαρτα, αλλά και στον υπολογιστή. Που είχε σπουδάσει και κυρίως καταπιεί τόνους λογοτεχνίας: κινούνταν με άνεση σε ένα διαχρονικό και διατοπικό συγγραφικό σύμπαν, όπου ο Κάτουλλος συνομιλούσε με τον Καβάφη και ο Βιζυηνός με τον Γκρεϊμάς. Ένας διαρκής διακειμενικός διάλογος στην πράξη, χωρίς τη σκωρία και τις αγκυλώσεις κακοχωνεμένης θεωρίας που ταλανίζει πολλούς.
Ο Μίμης Σουλιώτης αγαπούσε τις λέξεις. Τις κάρφωνε στους στίχους με περίσκεψη. Ήξερε πώς ένα κόμμα μπορεί να διαλύσει ή να απογειώσει μια φράση.
Θα παρακάμψω το πιο τίμιο και ακριβό: την παρουσία του. Τον λόγο που έρρεε με υπόκαυστη θέρμη ή ελαφρό κυμάτισμα ειρωνείας στις προφορικές συζητήσεις. Τις ακέραιες ιδέες, τα καθαρά λόγια, τη γενναιότητα – όπου χρειαζόταν λόγος και πράξη. Θα εστιάσω σε αυτό που άφησε πίσω του, σε μας, τους αναγνώστες. Στους φοιτητές που δε θα τον ακούσουν στα αμφιθέατρα, να πετά μια φράση και να τους αναποδογυρίζει τον εγκέφαλο, στους μαθητές που δε θα έχουν την τύχη να ζήσουν στη σχολική αίθουσα τι σημαίνει διδασκαλία λογοτεχνίας και πώς αυτό μπορεί να σου αλλάξει τη ζωή, στους ανθρώπους που δε θα τον ακούσουν ποτέ να μιλά για όλα τα ασήμαντα που είναι σημαντικά.
Ο Μίμης Σουλιώτης είναι ανεξίτηλος ποιητής. Σε μια εποχή που η ποίηση φλυαρεί, ακκίζεται, ψεύδεται ασύστολα και ποζάρει, ο Σουλιώτης κολλάει τις λέξεις στα πράγματα, μνημειώνει το μικρό, το κάνει μεγάλο. Η ανθρωπογνωσία του είναι βαθιά και γεμάτη κατανόηση. Σκάβει βαθιά, αποκαλύπτει τον ορυκτό, τον κρυμμένο κάτω από τις επιχωματώσεις της καθημερινότητας εαυτό.
Ο Σουλιώτης ξέρει ότι η ποίηση είναι ηλεκτροπληξία. Κεραυνός. Αλλάζει το μυαλό. Εγείρει πάθη. Επιδρά στο σώμα.
Τα ποιήματα του Σουλιώτη δεν είναι λόγια στο χαρτί (ακόμα κι αυτό θα ήταν αρκετό, γιατί ξέρει να χτίζει τον στίχο του με αντισεισμικές λέξεις). Είναι αναβράζουσα ζωή.
Ο Σουλιώτης μαστορεύει το ποίημα του με απλά υλικά. Του αρέσουν οι απρόοπτες συναντήσεις των ήχων και των λέξεων. Η εικόνα της καθημερινότητας που απογειώνεται και καθαρίζει το βλέμμα. Τα ταπεινά πράγματα (ένα φαΐ, ένα τσίπουρο, μια εικόνα που αρπάζει η περιφερειακή όραση στη βόλτα) γίνονται τα δομικά υλικά της ποιητικής ιστορίας.
Ο Σουλιώτης είναι ποιητής όχι επειδή γράφει ποιήματα (πολλοί το κάνουν και βρίσκονται μακριά νυχτωμένοι), αλλά επειδή η όρασή του για τον κόσμο είναι ποιητική. Γιατί αυτή είναι η γλώσσα του: η γλώσσα της πρόσληψης και της ερμηνείας της ζωής που έζησε και της ζωής που είδε να συμβαίνει γύρω του.
Ευελπιστώ ότι στο εγγύς και όχι στο απώτερο μέλλον θα βρεθούν ένας δυο εμπαθείς φιλόλογοι που θα αναδείξουν με εκδόσεις, μελέτες και υπομνήματα τον θησαυρό της φωνής του.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: