Υπόθεσες ψυχικές, εκδόσες ιδιωτικές

Ένα βρά­δυ του πε­ρα­σμέ­νου αιώ­να, μι­λού­σα­με (ως συ­νή­θως) με τον Μί­μη Σου­λιώ­τη στο τη­λέ­φω­νο. Δεν θυ­μά­μαι ποια ήταν η αφορ­μή, αλ­λά του εί­πα με στόμ­φο, «εί­ναι παι­διά πολ­λών αν­θρώ­πων τα λό­για μας». «Τι άθλιος στί­χος», απά­ντη­σε. Κι αρ­χί­σα­με τις πα­ραλ­λα­γές πά­νω σ’ έναν ξέ­νο στί­χο. Δια­σκε­δά­σα­με, και με­τά κλεί­σα­με το τη­λέ­φω­νο. Την άλ­λη μέ­ρα, δια­πι­στώ­σα­με πως δεν εί­χα­με εξα­ντλή­σει ού­τε το στί­χο ού­τε εαυ­τούς, και συ­νε­χί­σα­με. Κι απο­φα­σί­σα­με να κά­νου­με μια επι­λο­γή των πε­ρι­παι­κτι­κών πα­ραλ­λα­γών μας και να την τυ­πώ­σου­με, κα­θώς πλη­σί­α­ζε το μι­λέ­νιουμ: αυ­τή θα ήταν η δι­κή μας συ­νει­σφο­ρά, έστω και ανώ­νυ­μη και πε­ρι­θω­ρια­κή, στο επα­πει­λού­με­νο Έτος Σε­φέ­ρη.
Το απο­τέ­λε­σμα ήταν ένα οκτα­σέ­λι­δο με­τά εξω­φύλ­λων, με τί­τλο «Ει­ναι­παι­δία», και τη γορ­γό­να-σή­μα του Σε­φέ­ρη σε αρ­νη­τι­κή εκ­δο­χή. Όπως αρέ­ζα­με το μυ­στή­ριο, δεν δώ­σα­με πλη­ρο­φο­ρί­ες για τους συγ­γρα­φείς, πα­ρά ως εκ­δό­της εμ­φα­νί­στη­κε ο φα­ντα­στι­κός «Σύλ­λο­γος Φί­λων Έτους Σε­φέ­ρη & Σια», και στο οπι­σθό­φυλ­λο εί­χα­με κά­ποιες σύ­ντο­μες ση­μειώ­σεις για το Σύλ­λο­γο και τα δή­θεν υπο­κα­τα­στή­μα­τά του. Το φυλ­λά­διο δεν που­λιό­ταν, αλ­λά το δί­να­με σε όσους μπο­ρού­σαν να το εκτι­μή­σουν.
Τον επό­με­νο χρό­νο, εί­πα­με να τι­μή­σου­με με κά­ποιον τρό­πο το Έτος Εμπει­ρί­κου, αλ­λά ο Μί­μης εί­χε αφό­ρη­τη δου­λειά κι ελά­χι­στο χρό­νο, και άφη­σε το δη­μιουρ­γι­κό κομ­μά­τι σε εμέ­να. Εγώ ξα­να­διά­βα­σα με χα­ρά ποι­ή­μα­τα και πε­ζά του Εμπει­ρί­κου, απο­μό­νω­σα όσους δε­κα­πε­ντα­σύλ­λα­βους μπό­ρε­σα (και έναν δε­κα­τρι­σύλ­λα­βο), και τους ανα­διά­τα­ξα σε μια νέα σύν­θε­ση, με τί­τλο «Ως Έρ­γον Τε­λευ­τη­μέ­νον». Τυ­πώ­θη­κε σε τε­τρα­σέ­λι­δο με­τά εξω­φύλ­λων και σή­μα έναν αί­γα­γρο.
Φυ­σι­κά και υπέ­βα­λα προη­γου­μέ­νως τη σύν­θε­ση στον Μί­μη προς έγκρι­ση του ετέ­ρου μέ­λους του «Συλ­λό­γου Φί­λων Έτους Σε­φέ­ρη & Σια», και κά­να­με μα­ζί το οπι­σθό­φυλ­λο: αφού το σώ­μα το εί­χα κά­νει μό­νος, ο Μί­μης επέ­μει­νε να γρά­ψου­με πως «μό­νον οι συλ­λο­γι­κές προ­σπά­θειες απο­δί­δουν». Όσο για τις ομά­δες το­πω­νυ­μί­ων όπου ο σύλ­λο­γος εί­χε υπο­κα­τα­στή­μα­τα, αυ­τά ήσαν: 1. Ποι­κί­λες ονο­μα­σί­ες της Μα­κε­δο­νί­ας, 2. Ζα­γο­ρο­χώ­ρια, 3. Μα­στι­χο­χώ­ρια, 4. Η πα­ρα­δο­σια­κή δια­δρο­μή Αμ­μό­χω­στος-Λευ­κω­σία, όπως την θυ­μό­ταν ο Ευάγ­γε­λος Λουί­ζος και την εί­χε κα­τα­γρά­ψει η Νί­κη Μα­ρα­γκού. Το φυλ­λά­διο δεν που­λιό­ταν, αλ­λά το δί­να­με σε όσους μπο­ρού­σαν να το εκτι­μή­σουν.
Το 2007, ο «Σύλ­λο­γος Φί­λων Έτους Σε­φέ­ρη & Σια» δεν θα μπο­ρού­σε να μην τι­μή­σει το Έτος Εγ­γο­νό­που­λου. Δου­λέ­ψα­με μα­ζί με τον Μί­μη, σκα­ρώ­νο­ντας πα­ραλ­λα­γές πά­νω σε ποι­κί­λους στί­χους, τι­μώ­ντας ταυ­τό­χρο­να και τη μνή­μη του φί­λου μας Ηλία Λά­γιου, που ήταν και ο μό­νος που εί­χε επαι­νέ­σει δη­μο­σί­ως το αρ­χι­κό «Ει­ναι­παι­δία». Αυ­τή τη φο­ρά, που θα ήταν η τε­λευ­ταία, τυ­πώ­σα­με μο­νό­φυλ­λο με δι­χρω­μία και τί­τλο ‘‘D’ailleurs, je suis poete’’, το οποίο δεν που­λιό­ταν, αλ­λά το δί­να­με σε όσους μπο­ρού­σαν να το εκτι­μή­σουν.
Την επό­με­νη χρο­νιά, ο Μί­μης άρ­χι­σε να δο­κι­μά­ζει πα­ραλ­λα­γές στο στί­χο του Ελύ­τη «Με την πρώ­τη στα­γό­να της βρο­χής σκο­τώ­θη­κε το κα­λο­καί­ρι», και το παι­δέ­ψα­με για λί­γο τη­λε­φω­νι­κά, αλ­λά το έτε­ρο μέ­λος του «Συλ­λό­γου Φί­λων Έτους Σε­φέ­ρη & Σια» δεν εν­θου­σιά­στη­κε από την επα­νά­λη­ψη του ευ­ρή­μα­τος, και ο Σύλ­λο­γος έκλει­σε την εκ­δο­τι­κή του πο­ρεία. Ο εν­θου­σιώ­δης νέ­ος Μί­μης Σου­λιώ­της συ­νέ­χι­σε κα­τά μό­νας, και δη­μο­σί­ευ­σε το πό­νη­μά του με τί­τλο «Με την 1η στα­γό­να της βρο­χής. Από την ανέκ­δο­τη συλ­λο­γή: Τα ερω­τύ­λα (δεύ­τε­ρο μέ­ρος)» στο πε­ριο­δι­κό Ποι­η­τι­κή, τχ. 2 (φθι­νό­πω­ρο-χει­μώ­νας 2008): 97-106. Από­ρη­σα για­τί βιά­στη­κε, αφού το Έτος Ελύ­τη θα ήταν το 2011, αλ­λά δεν τον ρώ­τη­σα, και με­τά από λί­γο άρ­χι­σαν οι σο­βα­ρές πε­ρι­πέ­τειες της υγεί­ας του, και το 2012 πέ­θα­νε. 
Το 2013, ο ενα­πο­μεί­νας τί­μη­σε το ετή­σιο μνη­μό­συ­νο του φί­λου του, τυ­πώ­νο­ντας ένα παι­γνιώ­δες ποί­η­μα που εί­χε εμπνευ­στεί ο ποι­η­τής Μί­μης Σου­λιώ­της από μια κου­βέ­ντα μας. Ο τί­τλος ήταν «Το χιό­νι στον Κα­βά­φη» και τυ­πώ­θη­κε με δι­χρω­μία σε τε­τρα­σέ­λι­δο με­τά εξω­φύλ­λων και σή­μα μια νι­φά­δα. Και αυ­τό το φυλ­λά­διο ήταν εκτός εμπο­ρί­ου, και δό­θη­κε αντί συγ­χω­ρί­ου στους πα­ρό­ντες του μνη­μο­σύ­νου στη Φλώ­ρι­να, με την ελ­πί­δα ότι θα μπο­ρού­σαν να το εκτι­μή­σουν.

Υπόθεσες ψυχικές, εκδόσες ιδιωτικές
Υπόθεσες ψυχικές, εκδόσες ιδιωτικές

ΕΙ­ΝΑΙ­ΠΑΙ­ΔΙΆ

Αμ’ έπος, αμ’ έρ­γον
πολ­λών αν­θρώ­πων

ΣΥΛ­ΛΟ­ΓΟΣ ΦΙ­ΛΩΝ ΕΤΟΥΣ ΣΕ­ΦΕ­ΡΗ & ΣΙΑ


Εί­ναι παι­διά πολ­λών αν­θρώ­πων τα λό­γα μας.

Εί­ναι παι­διά πολ­λών αν­θρώ­πων τα λό­γα μας –
(Τι άθλιος στί­χος!) κα­θό­λου δεν δι­στά­ζω.

Εί­ναι papa’m πολ­λών papa’pam τα λό­γα μας.

Εί­ναι αν­θρώ­ποι πολ­λών λο­γιών τα παι­διά μας.

Εί­ναι παι­διά πολ­λών αν­θρώ­πων τα λό­γα μας,
Τα κέρ­δι­σε ο μι­κρό­τε­ρος και χά­θη­κε.

Ήταν παι­διά πολ­λών αν­θρώ­πων τα λό­γα του·
οι τρί­χες της κε­φα­λής του
απε­δεί­χθη­σαν τε­τε­λε­σμέ­να γε­γο­νό­τα.

Τραυ­μα­τι­σμέ­να τα παι­διά, τραυ­μα­τι­σμέ­νοι
Οι άν­θρω­ποι, τραυ­μα­τι­σμέ­να τα λό­για μας –

Εί­ναι παι­διά πολ­λών αν­θρώ­πων τα λό­γα μας
Σύ­ροι, Γραι­κοί, Αρ­μέ­νιοι, Μή­δοι –

Εί­ναι παι­διά πολ­λών αν­θρώ­πων τα λό­γα μας,
του κ. Αη­δό­νη Ποι­η­τά­ρη,
του κ. Φι­λο­ποί­με­να Πα­χυ­μέ­ρη, και άλ­λων.

Εί­ναι παι­διά πολ­λών αν­θρώ­πων τα λό­γα μας,
Μην τα βλέ­πεις έτσι –
Στην πα­τρό­τη­τα των έρ­γων κολ­λά­με.

Εί­ναι παι­διά πολ­λών αν­θρώ­πων τα λό­γα μας·
κι αλ­λά­ξα­με ζωή.

Εί­ναι παι­διά πολ­λών αν­θρώ­πων τα λό­γα μας,
Σκα­τά στα μού­τρα σας, χαϊ­βά­νια!

Εί­ναι παι­διά πολ­λών αν­θρώ­πων τα λό­γα μας·
Μπο­ρώ να πω, και πε­ρισ­σό­τε­ρων.

Εί­ναι παι­διά πολ­λών αν­θρώ­πων τα λό­γα μας
για­τί τα εκ­δί­δου­με με ονο­μα­τε­πώ­νυ­μο.

Εί­ναι παι­διά πολ­λών αν­θρώ­πων τα λό­γα μας
– για­τί τα εκ­δί­δου­με με ονο­μα­τε­πώ­νυ­μο;
Εί­ναι παι­διά πολ­λών αν­θρώ­πων τα λό­γα μας,
μου εξα­ντλούν τους αγκώ­νες και δεν ξέ­ρω
πού να τ’ απι­θώ­σω,
τι να υπο­θέ­σω.
Εί­ναι παι­διά πολ­λών αν­θρώ­πων τα λό­γα μας –
τώ­ρα που θα φύ­γεις, πά­ρε μα­ζί σου και το παι­δί.

Εί­ναι παι­διά πολ­λών αν­θρώ­πων τα λό­γα μας
και τα επή­ρα ψυ­χο­παί­δια.

Εί­ναι κά­τι παι­διά, μαύ­ρα παι­διά,
Παι­διά της δυ­στυ­χί­ας.

Εί­ναι παι­διά πολ­λών αν­θρώ­πων τα λό­γα μας,
με­ρι­κά μά­λι­στα βγά­λαν και δο­ντά­κια.

Εί­ναι παι­διά πολ­λών αν­θρώ­πων τα λό­γα μας;
Εσύ ό,τι πεις.

Εί­ναι παι­διά πολ­λών αν­θρώ­πων τα λό­γα μας
κι ας έρ­θει να με κοι­μη­θεί όποιος θέ­λει.

Εί­ναι παι­διά πολ­λών αν­θρώ­πων τα λό­γα μας·
χα­τί­ρι του μια­νού, χα­τί­ρι τ’ αλ­λου­νού,
κα­νέ­να παι­δί απ᾽ τον άντρα μου.

Εί­ναι παι­διά πολ­λών αν­θρώ­πων τα λό­γα μας,
των επω­νύ­μων ολί­γα.

Τα παι­διά άλ­λων αν­θρώ­πων
Μου θυ­μί­ζουν κά­θε πρωί πως δεν έχω
Τί­πο­τε άλ­λο ζω­ντα­νό κο­ντά μου.

– Εί­ναι παι­διά πολ­λών αν­θρώ­πων τα λό­γα μας;
– Ε, άλ­λα βγά­ζουν, άλ­λα δε βγά­ζουν.

Ανά­με­σα σε δυο πι­κρά παι­διά
Δεν έχεις και­ρό ού­τε ν’ ανα­σά­νεις.

Εί­ναι παι­διά πολ­λών αν­θρώ­πων τα λό­γα μας,
τρία παι­διά Βο­λιώ­τι­κα.

Εί­ναι παι­διά πολ­λών αν­θρώ­πων τα λό­γα μας
– το ένα ελέ­γε­το Πο­λυ­ξέ­νη,
το άλ­λο Πο­λυ­ξέ­νη επί­σης.

Εί­ναι παι­διά πολ­λών αν­θρώ­πων τα λό­γα μας·
τρεις λέ­ξεις δύο μό­νον φτε­ρά,
για­τί τις σκο­τώ­σα­τε;

Με τα πρώ­τα παι­διά των πολ­λών αν­θρώ­πων,
σκο­τώ­θη­καν τα λό­για μας.

Εί­ναι παι­διά πολ­λών αν­θρώ­πων τα λό­γα μας.
Κα­νείς δεν τα θυ­μά­ται. Δι­καιο­σύ­νη.

Εί­ναι γιου­κα­λί­λια πολ­λών αν­θρώ­πων τα λό­γα μας·

– Εί­ναι παι­διά πολ­λών αν­θρώ­πων τα λό­γα μας. ­
– Εδώ εί­ναι η βάρ­κα σας· εμπά­τε!

Εί­ναι παι­διά πολ­λών αν­θρώ­πων τα λό­γα μας.
Πα­ρα­εί­ναι παι­διά πολ­λών αν­θρώ­πων τα λό­γα μας.

Για όποιον δεν κα­τά­λα­βε,
τα λό­γα μας εί­ναι παι­διά πολ­λών αν­θρώ­πων.

FIN


Υπόθεσες ψυχικές, εκδόσες ιδιωτικές
Υπόθεσες ψυχικές, εκδόσες ιδιωτικές

ΩΣ
ΕΡ­ΓΟΝ
ΤΕ­ΛΕΥ­ΤΗ­ΜΕ­ΝΟΝ

Αντί
οκτα­πο­δο­πι­λά­φου

ΣΥΛ­ΛΟ­ΓΟΣ ΦΙ­ΛΩΝ ΕΤΟΥΣ ΣΕ­ΦΕ­ΡΗ & ΣΙΑ



Όταν μα­νί­ζει η θύ­ελ­λα στην ανοι­χτή σα­βάν­να
Όπως σε μια πυ­ρέσ­σου­σα ερω­τι­κήν αγκά­λη
Χει­μών βα­ρύς επέρ­χε­ται σαν αμα­ξο­στοι­χία
Με στιλ­βη­δό­να υφά­σμα­τος πο­νε­τι­κής κυ­ρί­ας

Εί­ναι η ώρα κά­τα­σπρη· η έκ­στα­σις γα­λά­ζια
Κα­τά του ολέ­θρου παί­ζε­ται τώ­ρα μια κω­μω­δία
Χω­ρίς απροσ­διό­ρι­στη φε­νά­κη μα με πλή­θος
Δελ­φί­νια που ανα­δύ­ο­νται κι εισ­δύ­ουν με­σ’ στο κύ­μα

Εν ώρα που το άτο­μο επι­θυ­μεί εκ νέ­ου
Όλον τον οί­στρον της ζω­ής και την δρο­σιά της χλό­ης
Με ρί­γα­νη στα χεί­λη του κι ολό­κλη­ρη τη χώ­ρα
Στις δρο­σε­ρές μαρ­μα­ρυ­γές της άσπι­λης ημέ­ρας

Με αυ­τά κα­τα­γι­νό­μα­στε εμείς οι εγκλω­βι­σμέ­νοι
Βα­πό­ρι πε­ρι­μέ­νο­ντας ή κά­ποιο λε­ω­φο­ρείο
Ως έλα­φοι ευαί­σθη­τοι ή τρυ­φε­ραί δορ­κά­δες
Ανά­με­σα σε φορ­τη­γά δια­δρο­μών με­γά­λων

Πριν γί­νει ακό­μη βί­ω­μα η πε­ρι­πέ­τειά μας
Θα πού­με το τρα­γού­δι του που ξε­κι­νά απ’ τον ήλιο
Σαν ορ­γα­σμού που επέρ­χε­ται γι­γά­ντιο κτυ­πο­κάρ­δι
Στην άσπι­λη στην ακραιφ­νή μα­νία των αστέ­ρων

Σή­με­ρα πά­ντα σή­με­ρα έρ­χο­νται τα παι­διά μας
Με οχή­μα­τα λο­γής-λο­γής, τρο­χή­λα­τα ποι­κί­λα
Μοιά­ζουν με ιπ­πείς που ξαφ­νι­κά πε­ζεύ­ουν μπρος σε βρύ­ση
Με­σ’ στην καρ­διά των Αθη­νών, με­σ’ στην καρ­διά του θέ­ρους

Ιστά­με­νος ακου­μπη­στός στην κου­πα­στή κοι­τά­ζω
Αφρό δε­ξιά αφρό ζερ­βά στο ρί­γος των υδά­των
Μα τη φω­νή σου σέ­γκω­σε στην γα­λα­νή αι­θρία
Σαν μαύ­ρη κό­μη ηδυ­πα­θούς παρ­θέ­νας ου­ρα­νί­ας

Επά­νω­θέ μου ήσπαι­ρον στον ου­ρα­νό τ’ αστέ­ρια
Κι ενώ στ’ αυ­τιά μου έφτα­ναν ρι­παί πνιγ­μέ­νων θρή­νων
Στον ου­ρα­νό της θά­λασ­σας με τα με­γά­λα μά­τια
Μια κό­ρη της πο­λύ μι­κρή παί­ζει με τους μα­στούς της

Ήχοι στιλ­πνοί, ήχοι μου­ντοί, των ήχων παν­σπερ­μία
Ώρα ηδο­νής και γά­λα­κτος. Ώρα του γα­λα­ξί­ου.
Γρύλ­λοι και ζού­δια της νυ­κτός και φύλ­λα που θρο­ΐ­ζουν
(Θα πω, ανέλ­πι­στα σχε­δόν) γυ­ρί­ζουν και χρυ­σί­ζουν

Βεγ­γα­λι­κά συ­ρι­στι­κά κι ου­ρά­νιες αν­θο­δέ­σμες
Ήχοι ξη­ροί σαν τρί­ξι­μο ενός κλα­ριού στο δά­σος
Όταν μα­χαί­ρια άστρα­φταν και κα­ριο­φί­λια ή γκρά­δες
Έκα­μαν οί­στρο της ζω­ής τον φό­βο του θα­νά­του

Α, πώς πο­νούν αυ­τοί που σέρ­που­νε στην άμ­μο!
Αυ­τοί που πή­ραν τα βου­νά, να μην τους φά­ει ο κά­μπος
Και μύ­ρι­ζε πα­ντού πο­λύ το πεύ­κο, το θυ­μά­ρι
Με παλ­λη­κά­ρια μοιά­ζα­νε του Οδυσ­σέα Αν­δρού­τσου

Κι όλη τη νύ­χτα ψά­χνα­με με την ψυ­χή στα χεί­λη
Για την τι­μή του αδελ­φού, για το κρα­σί που εχύ­θη
Ποιους κά­βους θ’ απα­ντή­σου­με, πό­σα και ποια φα­νά­ρια
Με άσπρες και μαύ­ρες συμ­φο­ρές που τρί­ζουν στα δο­κά­ρια

Όχι! Δεν βρί­σκε­ται η χα­ρά στην άλ­λη όχθη μό­νο!
Το φως αυ­τό χρειά­ζε­ται μια μέ­ρα για να γί­νει
Μια τε­λευ­ταία Βε­νε­τιά κι ένα Κα­νά­λε Γκρά­ντε
Με βα­θυ­πρά­σι­νον κισ­σόν που εκό­πη από τά­φους

Κι ενώ οι φω­νές του κα­μπα­ρέ ηκού­ο­ντο ακό­μη
Οι αύ­ρες μάς εγνώ­ρι­σαν και λύ­νουν τα μαλ­λιά τους
Για να ξα­νάρ­θει η άνοι­ξη με­σ’ στον βα­ρύ χει­μώ­να
Με Σι­τρο­έν, με Κα­ντιλ­λάκ, με βέ­σπες και με κάρ­ρα

Έτσι λοι­πόν οι κό­ποι μας δεν πή­γα­νε χα­μέ­νοι
Όπως ο λό­γος του Αλ­λάχ στα χεί­λη του προ­φή­τη
Το πή­ρε και το σή­κω­σε κι αφού με­του­σιώ­θη
Ως την Εδέμ ακού­γε­ται ώς την Εδέμ πη­γαί­νει

Που­λί κα­λό που­λί χρυ­σό που­λί λα­μπρό μα­ντά­το
Χαί­ρε που δεν φο­βή­θη­κες πο­τέ τις συ­μπλη­γά­δες
Αξύ­ρι­στος πολ­λές φο­ρές και πά­ντο­τε ωραί­ος
Εί­ναι με­γά­λος ποι­η­τής ο Κώ­στας Κα­ρυω­τά­κης

Εί­πα κι ελά­λη­σα Αί­γα­γρε, και αμαρ­τί­αν ουκ έχω.

Μί­μης Σου­λιώ­της

Υπόθεσες ψυχικές, εκδόσες ιδιωτικές
Υπόθεσες ψυχικές, εκδόσες ιδιωτικές

Το
ΧΙΟ­ΝΙ
Στον
ΚΑ­ΒΑ­ΦΗ

Une idée poétique

Φλώ­ρι­να

Aέ­ρι­νο χιό­νι, από φού­ντω­ση του πη­χτού ου­ρα­νού
ή σά­πιο από βρο­χή ληγ­μέ­νη, δεν πέ­φτει στον Κα­βά­φη,
δεν το πο­λυ­δου­λεύ­ει στην ποί­η­σή του–
εκτός όπο­τε «Όλο φυ­σά και βρέ­χει»
θα εί­χε μι­κρή πι­θα­νό­τη­τα να πή­ξει–
κι ού­τε ένας σκύ­λος, αδέ­σπο­τος και φτω­χι­κός,
με χιό­νια ψι­χα­λι­σμέ­να στην ανα­σα­σμέ­νη ρά­χη
που νά ´χουν κρυ­σταλ­λιά­σει στο τρί­χω­μα,
μή­τε η δω­δε­κα­ρία ψω­ρό­σκυ­λα,
μο­νά­χα γά­τες με πα­τή­μα­τα νι­φά­δας
αλ­λά γά­τα και χιό­νια εί­ναι ασύμ­πτω­τα
σα να χου­φτώ­σει κε­χρι­μπά­ρι με ολό­μαλ­λα γά­ντια.
Κι όταν στο ίδιο ο και­ρός το γύ­ρι­σε σε βα­ρε­τό χιο­νό­νε­ρο
Η στε­γνή νι­φά­δα ψι­θύ­ρι­σε «--Tη εξαι­ρέ­σει εμού»
Και πά­τη­σε αέ­ρι­να σαν γά­τα.

Η Αλε­ξάν­δρεια με τ’ αρ­γό κλί­μα,
Η νω­χε­λι­κή πα­ρα­λία με την άβου­νη άπνοια,
Οι συμ­φύρ­σεις του κα­λο­και­ριού με τον χει­μώ­να
πη­δώ­ντας τα φθι­νό­πω­ρα,
η μα­λα­κή θέρ­μη των μαλ­λιών και των προ­σώ­πων νύ­χτα,
το ύγραι­ναν όπο­τε έπε­φτε, δεν το κρα­τού­σαν.

Κά­θε­ται ακρο­βο­λι­σμέ­νο σαν πολ­λές γά­τες έτοι­μες να φύ­γουν
σε άκριες στί­χων και στα με­σαία στε­λέ­χη
πά­νω από φρά­σεις, πα­ρα­χω­μέ­νο βα­θιά μες στη στί­ξη,
χιο­νι­σμα­τά­κια εν­δό­μυ­χα στη λέ­ξη «αλ­λοιω­θεί» και «τύ­χη»
το ίδιο το «ανε­παι­σθή­τως» εί­ναι χιο­νι­σμα­τά­κι
άσπρο φλου­ρί στην πί­τα, γου­νά­κι σε μα­ντό. Λό­γου χά­ρη,
«επύ­ρω­νε θεί­ος Ιού­λιος» κι απέ­ξω το ’στρω­νε για Γε­νά­ρη (στρα­πά­τσο)
ή Εν τω μη­νί Αθύρ με μπορ­ντού­ρα χιό­νι­νη στο μάρ­μα­ρο (ντι­μι­νου­έ­ντο)
και «με τη χα­ρά της αφθαρ­σί­ας μες στα μά­τια»
όμως ολό­γυ­ρα να το πα­γώ­νει πα­ντού (ντι­βερ­τι­μέ­ντο).

Οι κά­μποι που εκεί­νος όρι­ζε άσπρι­ζαν από στί­βες και ντά­νες
Που πα­τή­κω­σαν το χώ­μα και τις ρί­ζες (ρέκ­βιεμ πρό­σκαι­ρο).
Και τα ρό­δα που απέ­στει­λαν στον Φί­λιπ­πο
μες στο κα­τα­χεί­μω­νο, ή τα στα­φύ­λια που του φέ­ραν απ’ το υπό­γειο
με τις πα­γω­νί­τσες που θη­κά­ρω­ναν τους μί­σχους (μα νον τρό­πο)
και τα μι­σο­θα­μέ­να πρά­σα,
το κα­θέ­να εί­ταν υπεν­θύ­μι­ση χιο­νιού.

Κι όταν δια­βα­στούν οι «νύ­κτιες ρή­ξεις στες οδούς»
Μπαί­νει κι ο χιο­νο­πό­λε­μος στο παι­χνί­δι,
Τα ξί­φη από σπα­σμέ­νο πά­γο:
«το ψυ­χρόν τού­το ρή­μα ερ­ρή­θη».

«Δώ­δε­κα και μι­σή, πώς πέ­ρα­σεν η ώρα.
Δώ­δε­κα και μι­σή», πώς πά­γω­σαν τα χιό­νια
«κι εί­ν’ η καρ­διά μου –σα νε­κρός– πα­γο­θα­μέ­νη»
σαν «Η εβδο­μάς εκεί­νη έγι­νε πα­ντο­τει­νή».

Η εβδο­μάς εκεί­νη, την έθα­ψε το χιό­νι.

Ή το ποί­η­μα Φω­νές που πλα­κώ­θη­κε από βα­ρύ χιό­νι
και τα λειω­σί­μα­τα γλεί­φουν από κά­τω τις γκρε­ντιές.

«Στά­σε­ως και ηλι­κί­ας εναρ­μό­νι­ση» –
το χιό­νι πέ­φτει σαν με ανα­στο­λή,
με την υψη­λή ευ­κρί­νεια της λύ­πης.
Ακό­μη και στην στερ­νή πε­ρί­πτω­ση
Ο δυ­νη­τι­κός τί­τλος εί­ναι:
ΕΙΣ ΤΑ ΠΕ­ΡΙ­ΧΩ­ΡΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΟ­ΧΕΙΑΣ,
ΣΤΟ ΤΕ­ΛΟΣ ΧΙΟ­ΝΙ.

Κι άρα στον Κα­βά­φη έχουν εντο­πι­στεί
Ελά­χι­στοι αχιό­νι­στοι στί­χοι.



Ση­μεί­ω­ση του ποι­η­τού
: Τον τί­τλο τον εί­πε ο Μα­νό­λης Σαβ­βί­δης, κι εγώ εμπνεύ­στη­κα τους στί­χους αμέ­σως. Πλην ο τί­τλος εξα­κο­λου­θεί να εί­ναι ο κα­λύ­τε­ρος στί­χος του ποι­ή­μα­τος, το οποίο γι’ αυ­τόν τον λό­γο ας δια­βα­στεί ως πε­ριτ­τή, σε κά­ποια ση­μεία της, επε­ξή­γη­ση.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: