Γνώρισα τον Θανάση Βαλτινό το καλοκαίρι του 2002 σε ένα σεμινάριο Δημιουργικής Γραφής που είχε διοργανώσει στην Πρέσπα ο ακάματος και δαιμόνια επινοητικός Μίμης Σουλιώτης. Ήμασταν τρεις συγγραφείς που δουλεύαμε μαζί στα εργαστήρια, ο πάπας της ελληνικής πεζογραφίας Βαλτινός, ο εγκαιροφλεγής ποιητής Μίμης Σουλιώτης κι εγώ, νέα συγγραφέας τότε, που μάθαινα πλάι στους δύο μάστορες. Τους είχα μελετήσει, φυσικά, και τους δυο, τους είχα ξεσκονίσει, όμως εκείνο το καλοκαίρι τους έβλεπα σε ζωντανή μετάδοση να προβληματίζονται για ένα κόμμα, να διαγράφουν τις περιττές λέξεις, να πετούν το λίπος της φράσης και να κρατούν το ψαχνό κρέας. Σκύβαμε πάνω στις ασκήσεις και τα κείμενα και τα συζητούσαμε λέξη λέξη σε εκείνο το μεγάλο ξύλινο τραπέζι στην αυλή, κάτω από τα δέντρα.
Έκτοτε ζήσαμε πολλά μαζί, σεμινάρια σε μακεδονικές πόλεις και την τρελή χαρά της δημιουργίας του πρώτου μεταπτυχιακού Δημιουργικής Γραφής που κατάφερε να ιδρύσει ο Σουλιώτης το 2008: Ήμασταν όλοι μαζί παρέα και αχώριστοι διδάσκοντες ως τον αιφνίδιο θάνατο του Σουλιώτη το 2012.
Για τον Θανάση Βαλτινό, τον εμπαθή πεζογράφο, τον άνθρωπο με το λεπίδι στο βλέμμα, τον εμμονικό με τις λέξεις συγγραφέα θα μπορούσα να πω πολλά. Για τον τρόπο που κεντούσε τις φράσεις του. Για το πώς κατάφερνε με αυτόν τον λαϊκό (καθόλου λαϊκότροπο) λόγο του να δίνει την αίσθηση της αρχαϊκής και ταυτόχρονα μοντερνιστικής αφήγησης. Για το πόσο τον απασχολούσε η συγγραφή, που ήταν η ουσία και το κέντρο της ζωής του.
Οι κριτικοί είναι οι αρμοδιότεροι γι’ αυτά. Αυτοί θα τον εντάξουν στον κανόνα της ελληνικής πεζογραφίας, θα εντοπίσουν μιμητές και απογόνους, θα ανιχνεύσουν και να καταδείξουν το πώς η γραφή του μάς έδειξε έναν άλλο τρόπο γραφής, με λέξεις που βρίσκονται πιο κοντά στα ίδια τα πράγματα.
Για μένα, ο Θανάσης Βαλτινός δεν είναι μόνο αυτό. Είναι κάποιες στιγμές που στο πρόσωπό του γραφή και ζωή γίνονταν ένα, η γραφή δεν ήταν πόζα, αλλά ο τρόπος του να ζει τη ζωή του. Αν έφτιαχνα ένα τρέιλερ από εικόνες και από σκηνές, από διάσπαρτες μνήμες, θα περιλάμβανα τα εξής:
Σκηνή 1
Είμαστε, νομίζω, στη Φλώρινα. Βράδυ. Καλοκαίρι και δροσιά. Πίνουμε κρασί – πάντα κόκκινο κρασί, «το λευκό δεν είναι κρασί, Σοφία», με μάλωνε. Συζητάμε. Ο Βαλτινός λέει: «Ό,τι ξέρω για την αφήγηση, το έμαθα από τη θεία μου», λέει ένα όνομα που δε θυμάμαι, «στο χωριό. Αγράμματη γυναίκα. Δεν ήξερε να γράφει. Ζήτημα να ήταν όλες κι όλες 200 λέξεις το λεξιλόγιό της. Όμως μ’ αυτές τις 200 λέξεις έχτιζε τον κόσμο όλο.»
Σκηνή 2
Ετοιμάζω το βιβλίο που επιμελούμαι Η δημιουργική γραφή στο σχολείο και του ζητάω κείμενο. Το στέλνει συνημμένο στο μέιλ μου. Έχω το θράσος να αλλάξω μία λέξη και του τηλεφωνώ, για να τον ενημερώσω. Σκέφτομαι θ’ ακούσω τα σχολιανά μου. Δε θυμάμαι ούτε ποια λέξη ήταν ούτε γιατί την άλλαξα, όμως τότε, πριν από δέκα χρόνια, φάνταζε στο ξερό μου το κεφάλι σημαντικό. Του εξηγώ. Λέω στο τηλέφωνο «μία λέξη είναι». Σιωπή για μερικά δευτερόλεπτα. Θυμάμαι σαν τώρα, περπατούσα στην Ολύμπου στη Θεσσαλονίκη. Σταμάτησα και περίμενα. Κι ο Θανάσης στο κινητό. Κάπου πήγαινε κι αυτός. Και, αίφνης, γάργαρα γέλια. «Σοφία, έγιναν πόλεμοι για μία λέξη». Και μετά μου έδωσε την άδεια.
Σκηνή 3
Βρισκόμαστε στην Κω σε ένα σεμινάριο Δημιουργικής Γραφής. Μας έχουν ξεθεώσει από το πρωί στις ξεναγήσεις, ανεβαίνουμε κατεβαίνουμε αρχαιολογικούς χώρους, έχω την έγνοια του, είναι μεγάλος πια, φοράει παπούτσια που γλιστράνε στους κυβόλιθους και τις πέτρες. Είναι μια εξοντωτική ανάβαση, απλώνω το χέρι να τον πιάσω αγκαζέ, προσπαθώ να το κάνω με αβρότητα, να μη φανεί η ανησυχία μου, αλλά ο Βαλτινός πιάνει στον αέρα την κίνηση, τραβιέται, προχωράει μόνος, δε θέλει να φαίνεται ότι κάποιος τον κρατάει για να βαδίσει. Σε όλη τη διαδρομή με ρωτάει αρχαίες λέξεις, ξέρει ότι έβγαλα το κλασικό στο ΑΠΘ και μου απευθύνει αιφνιδίως ερωτήματα, λεπτές αποχρώσεις, το ξέρω πως γνωρίζει αρχαία ελληνικά αλλά όχι σε τέτοιο βάθος, θυμάται κείμενα, μνημονεύει χωρία. Σκέφτομαι πως κάθε συγγραφέας έχει μια βιβλιοθήκη στο κεφάλι του, ένα πορτμαντό όπου κρεμάει λέξεις που συνδέει με πράγματα και καταστάσεις, λέξεις που μόνο αυτές περιγράφουν με χειρουργική ακρίβεια τα πράγματα. Και τον Βαλτινό τον ενδιαφέρει αυτό, το πώς οι λέξεις κολλάνε πάνω στα πράγματα, πώς δεν περιγράφουν απλώς αλλά είναι.
Σκηνή 4
Του έχουν διοργανώσει μία μεγάλη τιμητική εκδήλωση στην κεντρική αίθουσα του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, μέρα Κυριακή. Μου έχει ζητήσει να είμαι εισηγήτρια. Έχω γράψει κείμενο, το έχω φροντίσει, το έχω τυπώσει, έχω δουλέψει μέρες για να σβήσω τα περιττά, να κρατήσω τις λέξεις που έχουν σημασία. Είναι μια αφήγηση που μιλάει για τον Βαλτινό ως συγγραφέα αλλά με έναν τρόπο συγγραφικό, από μέσα.
Είναι μια δύσκολη Κυριακή, φεύγω βιαστικά από το σπίτι, έχω μικρό παιδί, πρέπει να γίνουν πολλές διευθετήσεις για να τα καταφέρω να είμαι στην ώρα μου, φτάνω στην αίθουσα, χαιρετούρες. Ανεβαίνω στη σκηνή. Μόνη μου, όρθια, στην Κεντρική Σκηνή της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, με όλους από κάτω και πρώτο πρώτο τον Βαλτινό που χαμογελάει. Και τότε ανοίγω τα χαρτιά μου βλέπω να τρέχει καταπάνω μου η νταλίκα. Ο εκτυπωτής δεν είχε μελάνι, εγώ στη σπουδή μου χαμπάρι δεν είχα πάρει, το κείμενο είχε τυπωθεί κατά τόπους και τόσο αχνά που δε διαβαζόταν. Σκοτοδίνη. Βρίσκομαι ήδη πάνω στη σκηνή. Δεν έχω περιθώρια, διπλώνω το χαρτί και τα λέω προφορικά. Ό,τι θυμάμαι απέξω. Στο τέλος της εκδήλωσης έρχεται ο Βαλτινός, με πιάνει από τους ώμους, κάτι λέει, δεν ακούω γιατί είμαι κάθιδρη, η μεγάλη νίκη μου είναι πως δεν σωριάστηκα. Βγάζει το μαντίλι του, ένα μεταξωτό άσπρο μαντίλι με μαύρα ιδεογράμματα, δώρο που του έκαναν στην Κίνα, όταν την είχε επισκεφθεί σε μία συγγραφική αποστολή. Και μου το φοράει. «Δώρο», λέει. Είμαι σίγουρη πως κατάλαβε τι συνέβη, χωρίς να χρειαστεί να πω ούτε λέξη.
Έχω ακόμη το μαντίλι του, το φοράω συχνά.
Αγάπη και σέβας.