Ταξιδεύοντας στην Αμερική

Ταξιδεύοντας στην Αμερική




Έχω κατ’ επανάληψη αναφέρει σε διάφορα αφιερώματα ότι ο Θανάσης Βαλτινός ήταν ένας από τους πατεράδες της ενήλικης ζωής μου. Με καταγωγή από τα ίδια χώματα της Αρκαδίας, περίπου συνομήλικος με τον μακαρίτη τον πατέρα μου, τον παρατηρούσα περισσότερο σαν συγγενή που ερχόταν συχνά από την Τρίπολη παρά σαν έναν καταξιωμένο πεζογράφο. Φυσικά είχα διαβάσει όλα τα βιβλία του, είχα ανατρέξει σε κείμενα και κριτικές, αλλά όταν τον συναντούσα η περιέργειά μου, η έλξη που μου ασκούσε δεν ήταν για τα γραπτά αλλά για τον τρόπο ζωής του, την κίνηση, την παρουσία του. Αναγνώριζα σε αυτόν ένα οικείο πρόσωπο, κάτι σαν μακρινό θείο που έπρεπε να συμβουλευθώ για τα πρακτικά θέματα του βίου. Ίσως σε αυτή την στάση να συνετέλεσε και η ανάγνωση στα εφηβικά μου χρόνια του εμβληματικού του έργου Η κάθοδος των εννιά. Κάθε αράδα σε αυτό το βιβλίο μου θύμιζε τα καλοκαίρια στο χωριό του πατέρα μου, τα βασανιστικά μεσημέρια, τη ζέστη, τη δίψα, την μυρωδιά από τις συκιές, το θερισμένο καλαμπόκι και την απλωμένη σταφίδα. Τον ανάπηρο συγγενή από τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στον Γράμμο, που τον κερνούσαμε στο καφενείο βυσσινάδα. Κι ακόμη τα ξυπόλητα παιδιά που παίζοντας στις δασωμένες πλαγιές πέριξ του οικισμού, ανακάλυπταν κάθε τόσο σκουριασμένους κάλυκες και χειροβομβίδες. Δεν χρειαζόταν λοιπόν να τον ρωτήσω σχεδόν τίποτα για τη δεκαετία του '40, κατά κάποιο τρόπο την είχα ζήσει κι εγώ παραθερίζοντας στην ημιορεινή ρίζα της οικογένειας, τη δεκαετία του '60. Εξάλλου αν το καλοσκεφθείτε η Ελλάδα του '47 δεν είχε και τόσο μεγάλη διαφορά από την Ελλάδα του '67. Το επαρχιακό τοπίο δεν είχε διόλου αλλάξει, τα ήθη της κοινωνίας ελάχιστα, όσο για την πολιτική συγκυρία, η στρατιωτική χούντα φρόντιζε καθημερινά όλα γύρω μας να θυμίζουν μέρες του 1936! Έτσι όταν συναναστρεφόμουν τον Θανάση Βαλτινό προσπαθούσα να του εκμαιεύσω απαντήσεις για τα τρέχοντα οικονομικά, ερωτικά και εργασιακά ζητήματα παρά για τα λογοτεχνικά. Κι αυτός συμφωνούσε σε αυτή την θεματολογία. «Είναι κουραστικό να μιλάμε συνέχεια για την κουζίνα της λογοτεχνίας», υπερθεμάτιζε. «Τι μας νοιάζει πως φτιάχνει ο φούρναρης το ψωμί; Αν τρώγεται πρέπει να κοιτάμε.»
Από το 1989 που τον γνώρισα στο Σπίτι της Κύπρου (με σύστησε με τα καλύτερα λόγια ο Σπύρος Τσακνιάς) ως και το 2020 περίπου κάναμε μαζί τρία ταξίδια στο εσωτερικό και τρία αλησμόνητα ταξίδια στο εξωτερικό (Αγγλία το 1996, ΗΠΑ το 2006 και Κωνσταντινούπολη το 2018) Τον Φεβρουάριο του 2006 ταξιδέψαμε μονάχα οι δυο μας ως το πανεπιστήμιο του Γέιλ στο Νιου Χέιβεν του Κονέτικατ, καλεσμένοι του Στάθη Καλύβα και του μεταπτυχιακού προγράμματος που διεύθυνε. Περάσαμε μαζί επτά ημέρες στις ΗΠΑ, συν τα δυο εντεκάωρα δρομολόγια με την τότε Ολυμπιακή. Από τις εκμυστηρεύσεις και τις διδαχές εκείνου του ταξιδιού συγκρατώ τρείς-τέσσερις σκηνές που θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας.


Σκηνή πρώτη: 

Επισκεπτόμαστε ανώνυμο ραφείο, ειδικό στα αντρικά σακάκια, που έχει ανακαλύψει ο Θανάσης, σε μια κακοφωτισμένη πάροδο. Θέλω να αγοράσω καρό σακάκι με δερμάτινα «μπαλώματα» στους αγκώνες. Μάλλον με καθοδηγεί η λαχτάρα να μεταμφιεστώ σε Νεοϋορκέζο διανοούμενο που πρωταγωνιστεί σε ταινία του Γούντι Άλεν. Φυσικά δεν ξέρω τίποτα από υφάσματα, ποιότητες, στυλ ραφής και κοψίματος. Αναλαμβάνει να με καθοδηγήσει ο Θανάσης. Με βάζει να προβάρω διάφορα, μου εξηγεί υπομονετικά, τι είναι το κασμίρι, το σταυρωτό, το ψαροκόκαλο, η φόδρα αλπακά, η φόδρα 2/3 η αμάνικη, τα μπομπέ κουμπιά κ.ά. Στο τέλος καταλήγουμε σε ένα ολόμαλλο που δεν το αγοράζω γιατί φυσικά είναι το ακριβότερο του μαγαζιού. «Να το πάρεις!» Επιμένει. «Η φτήνια τρώει τον παρά. Να ψωνίζεις πάντα ένα ρούχο πολύ ακριβό, αρκεί να ξέρεις τι αγοράζεις. Είναι η στολή και η ασπίδα σου εκεί έξω…»


Σκηνή δεύτερη: 

Σε κατάστημα γυναικείας ένδυσης. Μπαίνουμε γιατί έχει εκπτώσεις σε όλα τα είδη 50% . Βρίσκει ένα μεταξωτό μαντίλι που θέλει να κάνει δώρο σε πρόσφατο «αίσθημα». Το αγοράζει σε καλή τιμή αλλά αρνείται να του το πακετάρουν. Παραδίδει αργότερα το μαντίλι στο κατάστημα δώρων του πεντάστερου ξενοδοχείου που μας φιλοξενεί και παρακαλεί να του το αμπαλάρουν πληρώνοντας στο τέλος ένα υπέρογκο ποσό. Σχεδόν το διπλάσιο της αξίας του μαντηλιού. «Οι γυναίκες προσέχουν περισσότερο το περιτύλιγμα από το περιεχόμενο», μου λέει, «να το θυμάσαι αυτό.»


Σκηνή τρίτη: 


Στο εστιατόριο των φοιτητών η μέλλουσα γιατρός που μας σερβίρει είναι μια γοητευτική κοκκινομάλλα με φακίδες στο πρόσωπο. Στο καρτελάκι της ο Θανάσης διαβάζει το όνομά της, «Τζούντιθ Μπέλγκερ». Εβραία, μου ψιθυρίζει. Αυτή η ράτσα είναι μέσα σ’ όλα, δεν «κολλάει» πουθενά. Βλέπεις, μικρέ, καλλονή, μορφωμένη, μπορεί και από πλούσιο σπίτι, αλλά κάθεται και σερβίρει σήμερα σε εμάς τους ρεμπεσκέδες τηγανητό κοτόπουλο».


Σκηνή τέταρτη: 


Ετοιμάζομαι να κατέβω με μια παρέα φοιτητών από το Γέιλ στη Νέα Υόρκη. «Θα έρθεις μαζί μας», ρωτάω τον Θανάση. «Θα πάμε στο ΜοΜΑ». «Και τι θα κάνετε όλη την ημέρα στο ΜοΜΑ, θα βλέπετε πίνακες;», σχολιάζει με ύφος απαξιωτικό. «Εσύ καλύτερα να πας απέναντι ακριβώς, σε ένα υπόγειο που φτιάχνουν τα καλύτερα τηγανητά αυγά, με ολόκληρα κομμάτια χοιρομέρι.»


Σκηνή πέμπτη:

Ο Θανάσης δεν έχει μαζί του συνάλλαγμα παρά μόνο μια πιστωτική κάρτα, την οποία το μπαρ του αεροδρομίου Κένεντι δεν κάνει αποδεκτή. Δέχεται λοιπόν να τον κεράσω μια μπίρα Μπρούκλιν και ένα χοτ-ντογκ. Καθώς τσουγκρίζουμε τα μπουκάλια στην μπάρα, μου δείχνει πέρα μακριά μια κεραία που ξεπροβάλλει από τα σύννεφα,. «Κοίτα», μου λέει, «η απόληξη του Εμπάιρ Στέιτ Μπίλντιγκ. Μεγαθήριο. Έχω ανέβει στην κορυφή του κι ένιωσα ότι θα κατακτήσω τον κόσμο. Αν μπορούσα δεν θα επέστρεφα», μου εξομολογείται. Τον κοιτάζω παραξενεμένος. «Ναι, αν ήμουν είκοσι χρονών θα έφευγα, θα χανόμουν στην δυτική ακτή της Αμερικής και δεν θα γύριζα ποτέ στην Ελλάδα. Τι να κάνω στον τόπο μας, να γράφω βιβλία για εκατό ανθρώπους και να με βρίζουν οι πενήντα;»

Μετά την επιστροφή μας στην Αθήνα αφηγούμαι σε μια θαυμάστριά του την τελευταία σκηνή στο αεροδρόμιο. «Είσαι σίγουρος ότι ταξίδεψες στην Αμερική με τον Βαλτινό; Λες αλήθεια», με ρωτάει. «Μα ναι, γιατί αμφιβάλλεις;» «Γιατί η μόνη πραγματική συνάντηση που υπάρχει με έναν συγγραφέα είναι μέσα στα βιβλία του.»

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: