Μέρες του ’71

Ο Θ.Β. με την Κλαίρη Μιτσοτάκη. Kρήτη, Ζώμινθος. (Φωτ. Β.Π.)
Ο Θ.Β. με την Κλαίρη Μιτσοτάκη. Kρήτη, Ζώμινθος. (Φωτ. Β.Π.)

Ήταν μάλλον το 1971. Από τον προηγούμενο Ιούλιο είχε δοθεί το σύνθημα. Η Αθήνα σάλευε μετά από μια περίοδο αγκύλωσης και σιγής. Οι κινήσεις ήταν υπολογισμένες, τόσο όσο, λίγο μουδιασμένες, αλλά αρκετά θαρρετές. Όπου και να πήγαινες – το συνηθέστερο ήταν τα σινεμά αλλά και τα βιβλιοπωλεία, και τα δισκοπωλεία βεβαίως – συναντούσες τους ίδιους πάνω κάτω ανθρώπους που είχες δει σε κάποια προηγούμενη προβολή ή επίσκεψη και πολύ ορθά είκαζες ότι θα τους συναντούσες και σε κάποια επόμενη, γνωριζόσουν σιγά σιγά μαζί τους, άρχιζες να συζητάς με τους χθεσινούς αγνώστους για βιβλία, για ζωγραφική, για εκθέσεις που άρχιζαν κι αυτές να σκάνε μύτη, για μουσική και για δίσκους, για λογοτεχνία, για πρωτοπορία...
Τα στέκια δεν ήταν πολλά, αλλά δεν ήταν και λίγα. Μεταξύ πλατείας Συντάγματος και πλατείας Ομονοίας η Σταδίου (Κάουφμαν), οι παράλληλοι δρόμοι (Κείμενα), το ίδιο και οι κάθετοι (Κέδρος), αυτός ο καμβάς, από την οδό Νίκης (Ελευθερουδάκης) μέχρι την περίμετρο του δασωμένου Λυκαβηττού, εκεί θα έβαζες τις πινέζες για το «εκ των ουκ άνευ» παραλληλόγραμμο των κινήσεών σου. Όλα κοντά κοντά δηλαδή. Mε κάποιες εξακτινώσεις κατ’ εξαίρεση, ήδη από το 70 το θέατρο Βέμπο, το Ψυχικό το 71. Αυτή σε χοντρές γραμμές ήταν η αστική γεωγραφία σου.
Ήσουν είκοσι χρονών και μάθαινες τίποτα να μη σου αρκεί. Ούτως ή άλλως το αυτονόητο είχε χαθεί, οι φραγμοί ήταν τόσοι πολλοί που η ζωή που είχες να ζήσεις, αν αρκούσουν στα υπαρκτά, έμοιαζε μια κακόγουστη τραγική γελοιογραφία.
Ιστορία μάθαινες από τις Ακυβέρνητες Πολιτείες και τις διηγήσεις. Λογοτεχνία από ατελείωτες συζητήσεις, ακόμα και στις άκρες των πεζοδρομίων, μπροστά από ένα περίπτερο. Ο Φοίβος Παπαγεωργίου, πάντα έτοιμος να σου μιλήσει για το τελευταίο του (γερμανικό) ανάγνωσμα. Τα LP που πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι. Cezar Franck και Βob Dylan. Αrte povera, pop art και Κανιάρης. Το Γαλλικό Ινστιτούτο, η Ελληνοαμερικανική Ένωση, το Ινστιτούτο Γκαίτε. Οι φυλακές, ο Παύλος Ζάννας, ο Προυστ. Ο Γιώργος Σεφέρης, ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, ο Αλέξανδρος Σχινάς. Η Βιρτζίνια Γουλφ, ο Τζέιμς Τζόις, ο Λοτρεαμόν.

Ο Θ. Β. με τον Δημήτρη Νόλλα, την Κλαίρη Μιτσοτάκη και τον Βασίλη Παπαγεωργίου (Σουηδία 2010)

Και ήταν απόγευμα, στην οδό Φειδίου (ενδεικτικό το ότι αποκαλείτο Fidioυ Strasse), έδρα τότε του Ινστιτούτου Γκαίτε. Διευθυντής του Ινστιτούτου ο Γιοχάνες Βάισερτ, στον οποίο πάντοτε οφείλει να αποδίδει τιμές η πατρίς ευγνωμονούσα. Λίγο καιρό πριν ή λίγο καιρό μετά, ειρήσθω εν παρόδω, είχες την ευκαιρία να δεις και να ακούσεις εκ του σύνεγγυς τον Γκίντερ Γκρας, απολαμβάνοντάς τον εκ της αύρας των γερμανόφωνων φίλων σου. Όμως εκείνο το απόγευμα συνέβαινε κάτι, για τα χρόνια εκείνα, ιδιότυπο. Ο Στρατής Τσίρκας εισήγαγε στον κάθε ηλικίας καθήμενο απέναντί του κοινό, ούτε μεγάλο αριθμητικά ούτε μικρό, τον νέο συγγραφέα που ελάχιστοι ήταν εκείνοι που μέχρι τότε είχαν διαβάσει σε δημοσιεύσεις στο περιοδικό Ταχυδρόμος: τον Θανάση Βαλτινό. Η φήμη ότι Το συναξάρι του Αντρέα Κορδοπάτη επίκειται να κυκλοφορήσει από τη Νανά Καλλιανέση στον Κέδρο ήταν επιβεβαιωμένη, όλοι περιμέναμε. Εκείνο το βράδυ θα ακούγαμε μέρος. Έκτοτε ο Αντρέας Κορδοπάτης έγινε στυλ, ο Θανάσης Βαλτινός είδος λογοτεχνικού εμβλήματος, και ο Τσίρκας πάντα στη θέση του, πάντα κοντινός και πάντα απόμακρος.
Αλλά εκείνο το απόγευμα, όταν συναντήσαμε τον Θανάση Βαλτινό και κατά το δέμας, υπήρξε καθοριστικό. Η φιλία του με τον Βάισερτ υπήρξε ούτως ή άλλως μια φιλία μέχρι τέλους – ο Γιοχάνες υπηρέτησε σε άλλα μέρη μετά την Ελλάδα, Βόρεια Αφρική, Κωνσταντινούπολη – τέλος που για τον Γιοχάνες ήρθε νωρίς, την πρώτη δεκαετία του αιώνα μας. Η σύμπλευση όμως κάποιων νεώτερων με τον Θανάση στα δύσκολα χρόνια μόλις άρχιζε.
Οι συντροφιές ήταν υπό διαμόρφωση τότε, στα πρώτα βήματα προς την σαρωτική εξωστρέφεια. Οι μαγνητικοί πόλοι ξεπρόβαλλαν από δω κι από εκεί χωρίς πολλές πολλές αναστολές. Φυσικά πάντα υπό κάλυψη – σε νησίδες, ας πούμε, κάποιου τύπου απυρόβλητου. (Χούντα ήταν, δεν πήγαινες να μπεις μέσα στο στόμα του λύκου.) Μέσα στο χρόνο, κι ευτυχώς ο χρόνος τότε περνούσε πάρα πολύ αργά, μικρότερες παρέες μπολιάζονταν σε μεγαλύτερες. Ως ένα σώμα κατόπιν μεταφέρονταν σε κάποια άλλη υπό διαμόρφωση. Κατά ηλικίες αρχικά αλλά και ανάμικτες συχνά, ολοένα και συχνότερα. Εν τέλει, όλο αυτό το μάγμα – μέχρι να αρχίσει η νέα φάση καταστολής μετά το 73, απλωνόταν προς όλες τις κατευθύνσεις, διαχεόταν όλο και πιο πλατιά. Με μόνο τις στοιχειώδεις προφυλάξεις. (Πάντως δεν σημειώθηκε ποτέ καμιά «στραβή».)
Το πιο πλατύ «σαλόνι», από κάθε πλευρά πιο πλατύ – ηλικιακό, ιδιοτήτων και προσανατολισμού – ήταν της κυρίας Σούρμαν, απυρόβλητο καθόσον η οικοδέσποινα ήταν Γερμανίδα, είχε φτάσει σε αξιοσέβαστη πλέον ηλικία, και η γερμανικότητά της ήταν προφανής και δηλωμένη. Ποια ήταν η κυρία Σούρμαν; Μα η μητέρα του Γιοχάνες Βάισερτ, του διευθυντή ακριβώς του Ινστιτούτου Γκαίτε. Λεπτοκαμωμένη, κομψή, πρότυπο ευγένειας και φιλοξενίας και χαλαρότητας, με τα σπασμένα ελληνικά της, με τα γυαλιά της, και τον τόμο του Νοvalis ανά χείρας. Ο Θανάσης ήταν φυσικά επιστήθιος καλεσμένος στο σαλόνι – της οδού Πινδάρου, αν θυμάμαι σωστά. Κι επειδή ξέρω, είμαι σίγουρη πως ο Θανάσης θα ένιωθε χαρά, ικανοποίηση να γίνεται αναφορά στα πρόσωπα του Γιοχάνες Βάισερτ και της κυρίας Σούρμαν με οποιαδήποτε καλή αφορμή, δεν ήθελα μια ευκαιρία όπως του αφιερώματος αυτού να την αφήσω να πάει χαμένη.

Ο Θ.Β. με τον Δημήτρη Νόλλα και την Κλαίρη Μιτσοτάκη (Σουηδία 2010)

Ο Βαλτινός για μένα είναι συγγραφέας της υπόστασης Δεν υπάρχει πολύ εποικοδόμημα στο έργο του. Υπάρχει η χορογραφία της υπόστασης και η ιστορία ως τόπος αυτής της χορογραφίας, και ως τόπος της υπόστασης βρίσκεται στο ριζικό σύστημα των πραγμάτων. Ο λόγος του είναι λόγος που ξεπηδάει από το χώμα και από το αίμα, έχει μια αρχαϊκότητα, δεν βγαίνει έξω από τα όρια του αναγκαίου, μοιάζει να είναι ο λόγος που δόθηκε στον άνθρωπο για να κατονομάζει τα πράγματα, δεν ανήκει στο εποικοδόμημα. Και εκτιμήθηκε πολύ γι’ αυτό.
Μια λογοτεχνία τέτοια, της ανθρώπινης υπόστασης δηλαδή, είναι αναγκαστικά αξιακή, με την έννοια ότι επικεντρώνεται στις πρώτες αξίες, τις πιο ζωικές, τις πρωταρχικές. Το να μιλήσεις με γραμματειακούς όρους για την παρακαταθήκη που μας άφησε ο Θανάσης Βαλτινός είναι ενδιαφέρον μεν, αλλά χαλαρώνει τη ματιά από την αμεσότητα της επαφής με τον κόσμο της χρείας και της παρ’ ολίγον μοίρας, της βίας και του ήθους, του δέους και της τρώσης, της ιστορίας ως τυχαίο μέσα στο αναγκαίο, και της πρωταρχικής έλξης, της πανίσχυρης παρόρμησης για επιβίωση μέσα σε δυσμενή περιβάλλοντα που ενορχηστρώνει η λογοτεχνία του.
Αν από τον Τσίρκα παίρναμε ένα απαραίτητο μάθημα για να ξέρουμε πού βρισκόμαστε μέσα στον ιστορικό χρόνο που βιώναμε διαβάζοντας μια πραγματολογική ιστορία με διαφανές μυθοπλαστικό ένδυμα, ο αναδυόμενος Βαλτινός – που ακόμα δεν είχε γίνει ο Βαλτινός, ήταν απλά ένας πεζογράφος που ξεχώριζε – επρόκειτο να μας οδηγήσει επί τον τύπον των ήλων με όπλο μια αντίληψη της δραματουργίας και μικρά μυθοπλαστικά σύνεργα, αφήνοντας να γεννηθεί πίσω από το έργο του ένα εικοστός αιώνας πέρα για πέρα ελληνικός με θεμέλιο λίθο του μια αίσθηση ακινησίας, στην οποία συντείνει ο ακουσμένος λόγος που γίνεται γραφή, δημιουργώντας μιαν άλλη διάσταση από τη διάσταση της αφήγησης – όπου κάποιος αφηγείται εκ του μηδενός –, τη διάσταση του ειπωμένου λόγου – όπου κάποιος διηγείται κι εσύ τον ακούς. Ο λόγος που «διηγείται» για να τον ακούσεις, είτε είναι αυτεπάγγελτος είτε εκμαιευμένος είτε «κλεμμένος», περιπίπτει συχνά σε κατάσταση αχρονίας. Κι αυτό τον κάνει άμεσα υποστασιακό. Αποκτά κάποιο προβάδισμα έναντι εκείνου που τον εκφέρει.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: