Ο νυσταγμένος συγγραφέας

Τζουζέπε Αρτσιμπόλντο, «Ο βιβλιοθηκάριος» (1566)
Τζουζέπε Αρτσιμπόλντο, «Ο βιβλιοθηκάριος» (1566)


“Has it ever struck you that life is all memory,
except for the one present moment that goes by you
so quick you hardly catch it going?”
TENESSEE WILLIAMS



Δεν είχε το κορμί που περίμενα να δω σε τέτοιου είδους περιβάλλον. Εκεί θα ταίριαζε καλύτερα κάποια ξερακιανή, πιθανότατα γεροντοκόρη, με γυαλιά «πατομπούκαλα» και κλασικό κολιέ μαργαριταριών, μονό, με μάλλινη ζακέτα anglaise πάνω από πουκαμισάκι φλοράλ, πτι φλοράλ μάλιστα, κουμπωμένο ώς επάνω, ή μια παχουλούλα, κάπως νεότερη, με ζιβάγκο και βλέμμα κουρασμένο απ’ την ανάγνωση χιλιάδων σελίδων, αλλά χαρούμενη και αστραφτερή γιατί θα το ευχαριστιόταν. Το διάβασμα. Μπροστά μου είχα μια κούκλα αληθινή, με καμπύλες που δεν μπορούσα να μην κατατάξω στην κατηγορία «σέξι», και ένα ζευγάρι πόδια απ’ αυτά που οι άνδρες συνήθως λένε «ατελείωτα», να προβάλλουν από μια εφαρμοστή κοντή φούστα και να καταλήγουν σ’ ένα ζευγάρι γόβες δωδεκάποντες, λες και είχε ανάγκη να δείχνει ψηλότερη. Όσο την χάζευα, προσποιούμενος τον αφηρημένο, αυτή συνέχισε να πληκτρολογεί, πλήρως αφοσιωμένη στη δουλειά της. Στο άκουσμα ενός υπόκωφου βόμβου σταμάτησε, γύρισε προς το μέρος μου και είπε με φωνή που μου θύμισε μια παλιά συνάδελφο στο μάρκετινγκ την οποία αποκαλούσαμε, κρυφά, «μόλις-σηκώθηκα-από-σεξ», μου είπε λοιπόν με ακριβώς τέτοια φωνή και ύφος:

«Ώρα να μπείτε μέσα, κύριε Τσίμα. Ακολουθήστε με, παρακαλώ.»

Αυτό. Και αμέσως σηκώθηκε. Κατέβασα ακαριαία τα μάτια μου να μη ρεζιλευτώ γιατί τα βυζιά της, έρχονταν μαζί με το υπόλοιπο σώμα της, προς το μέρος μου. Σηκώθηκα κι εγώ. Έστρωσα κάπως το πουκάμισό μου στη ζώνη και την ακολούθησα προς την ενδιάμεση πόρτα. Επίτηδες κοίταζα χαμηλά, τις γόβες της. Και λίγο γάμπα. Απίστευτη γάμπα. Πέντε μέτρα ήταν όλη η διαδρομή, αλλά με δυσκόλεψε. Φοβόμουν ότι θα 'χανα το δρόμο. Τελικά, φτάσαμε.
Η γραμματέας της Επιτροπής Ακροάσεων της Ομοσπονδίας Συγγραφέων τραβήχτηκε στο πλάι και κράτησε την πόρτα ανοιχτή για να περάσω. Την ευχαρίστησα άτσαλα με τα μάτια και μπήκα στο ψηλοτάβανο, καλά φωτισμένο δωμάτιο ξεροκαταπίνοντας: ήθελα να είμαι έτοιμος ν' απαντήσω σε οποιαδήποτε ερώτηση χωρίς να τους κάνω να περιμένουν. Μου πέρασε από το μυαλό η σκέψη πως ο λόγος που είχαν επιλέξει μια τέτοια προκλητικά σέξι γραμματέα μπορεί να ήταν ακριβώς ώστε να χάσω την αυτοσυγκέντρωση και τα λόγια μου, αλλά δεν πρόλαβα να την παρακολουθήσω, αφού η σκέψη χάθηκε στρίβοντας στους δαιδαλώδεις διαδρόμους του μυαλού μου. Χαζή σκέψη, κατέληξα. Η πόρτα έκλεισε πίσω μου μ’ ένα απαλό «κλακ». Η αίθουσα ήταν στενόμακρη, χωρίς παράθυρα. Στην άλλη άκρη της, σχεδόν δέκα μέτρα από την είσοδο, πίσω από ένα ξύλινο, χοντρό τραπέζι, τέσσερα άτομα με περίμεναν καθισμένα, χωρίς να μιλάνε. Ένιωσα λίγο πως ήμουν ο Πουαρό κι έμπαινα στο σαλόνι με τους υπόπτους μετά το φόνο. Προχώρησα με σταθερό, όχι ιδιαίτερα γρήγορο βηματισμό προς το μέρος τους. Η γυναίκα στα δεξιά κάτι έγραφε σ’ ένα κίτρινο σημειωματάριο· καθώς πλησίαζα στο τραπέζι, σταμάτησε και σήκωσε το βλέμμα της. Δεν την είχα ξαναδεί. Η ματιά μου περιεργάστηκε ταχύτατα τα πρόσωπα των άλλων τριών: δεν αναγνώρισα κανέναν. Αυτός που καθόταν αριστερά, μίλησε πρώτος.

«Καλησπέρα, κύριε Τσίμα». Είχε λεπτή, σχεδόν τσιριχτή φωνή. Τόνισε το επίθετό μου κάπως υπερβολικά. Ίσως να περίμενε κάποια αντίδραση σε περίπτωση που είχε τρυπώσει στη θέση μου κάποιος άλλος. Αλλά μπροστά του ήμουν όντως εγώ, οπότε δεν αντέδρασα. Ανταπέδωσα το βλέμμα νεύοντας με το κεφάλι χωρίς καν να χαμογελάσω.

«Καλωσορίσατε στην Επιτροπή Ακροάσεων της Ομοσπονδίας Συγγραφέων. Είμαι ο Σάκης Σερέφας, Γραμματέας της Επιτροπής. Θα ξεκινήσουμε την εξέταση της αίτησής σας αμέσως.»

Ο Σερέφας! Ήξερα πολύ καλά ποιος είναι. Σαλονικιός όπως κι εγώ. Βαρύ πυροβολικό της Ομοσπονδίας ― αλλά... ο Σερέφας δεν ήταν ποιητής; Δεν ενθουσιάζομαι με την ποίηση, τη θεωρώ δημόσια ψυχανάλυση χωρίς την παρουσία ψυχαναλυτή. Όλοι αυτοί που σου πλασάρουν τα στιχάκια τους θεωρούν ότι κατέχουν τις απαντήσεις και περιμένουν εσύ, ο αναγνώστης, να μπορείς να καταλάβεις ποια είναι η ερώτηση. Για κάθε στίχο. Άλλη δουλειά δεν είχαμε! Μα να μου τύχει τέτοιος Γραμματέας, ποιητής! Αναρωτήθηκα ποιος να ήταν ο Πρόεδρος. Δίπλα στον Σερέφα καθόταν ένας φαλακρός με πολύ έντονα μάτια. Κάτι μου θύμιζε το πρόσωπό του όπως το έβλεπα πια από κοντά, κάτι δυσάρεστο. Ή ίσως το βλέμμα του ήταν απλώς πολύ διαπεραστικό. Στράφηκα ελάχιστα ώστε να εστιάσω στον επόμενο άνδρα και τότε πρόσεξα πως ανάμεσα σ’ εκείνον και τον φαλάκρα υπήρχε μια κενή καρέκλα! Ήταν ντυμένη με σκούρο βελούδο, λίγο φαγωμένο στην πλάτη. Ο τρίτος της Επιτροπής αντιλήφθηκε αμέσως ότι παρατηρούσα την άδεια θέση και πήρε το λόγο.

«Ο κύριος Πρόεδρος θα είναι μαζί μας σε ελάχιστα λεπτά, κύριε Τσίμα. Μας έχει εξουσιοδοτήσει να ξεκινήσουμε χωρίς αυτόν» είπε εντελώς ουδέτερα. Η φωνή του είχε μια μπάσα, ελαφρώς ξενική χροιά· έμοιαζε σαν να είχε ζήσει πολλά χρόνια στο εξωτερικό. Δεν πρόλαβα να ρωτήσω καν τ’ όνομά του, γιατί εκείνος συνέχισε να μιλάει καταιγιστικά.

«Αντώνης Βουσβούνης. Χαίρομαι που σας γνωρίζω, κύριε Τσίμα.» Ταρακουνήθηκα. «Ο» Αντώνης Βουσβούνης; Ο αγαπημένος μου συγγραφέας του Προμηνύματος; Μα, αυτός είχε πεθάνει πριν από σαράντα χρόνια! Μάλλον δεν θα είχα ακούσει καλά ― εκτός αν επρόκειτο για συνωνυμία. Να 'ταν ο εγγονός του; Ο γιος του; Μπα, θυμόμουν ότι ο γιος του ήταν τραπεζικός. Μυστήριο. Ο άνδρας συνέχισε απτόητος.

«Μελετήσαμε με προσοχή την αίτησή σας να συμπεριληφθείτε στις τάξεις της Ομοσπονδίας μας. Η κυρία Φωσκόλου (έδειξε με το κεφάλι του τη νεαρή γυναίκα που καθόταν στ’ αριστερά του, τη μοναδική, άλλωστε, γυναίκα στην Επιτροπή) έχει συλλέξει το δειγματοληπτικό corpus των γραπτών σας, όπως απαιτεί ο Κανονισμός. Όλοι μας έχουμε μελετήσει το τεύχος που η κυρία Φωσκόλου είχε την καλοσύνη να ετοιμάσει. Και τις 127 σελίδες. Ομολογώ, κύριε Τσίμα ότι εδώ ακριβώς ξεκινούν κάποια θεματάκια τα οποία θα κληθείτε να μας επεξηγήσετε»…

Μάλιστα. Αρχίσαμε, σκέφτηκα. Μ’ έλουζε σιγά σιγά ένας περίεργος ιδρώτας. Θεματάκια; Τι υπονοούσε ο κύριος; Αν υπήρχε ένα θεματάκι, αυτό αφορούσε την παρουσία του ίδιου στην Επιτροπή: ο συγγραφέας Αντώνης Βουσβούνης ήταν σίγουρα νεκρός! Ποιος ήταν αυτός που παρίστανε τον μάλλον «λιγότερο γνωστό» καλό συγγραφέα και πώς δεν είχαν καταλάβει τίποτα οι υπόλοιποι; Είχα την βεβαιότητα ότι η έκφραση «κρύος ιδρώτας» έβρισκε εφαρμογή σε περιστάσεις όπως αυτή που βίωνα. Όμως, ο ιδρώτας που κυλούσε στο μέτωπο μου ήταν καυτός! Αναρωτήθηκα αν είχα μαζί μου κάποιο μαντίλι ή χαρτομάντιλο. Η φωνή της Φωσκόλου διέκοψε την αγωνία μου.

«Ούρσουλα Φωσκόλου, σας καλωσορίζω κι εγώ με τη σειρά μου, κύριε Τσίμα.» Πρόφερε το «Tσ» με εντελώς γερμανικό τρόπο, σαν να έλεγε τον γερμανικό φθόγγο “tsch”. «Οφείλω να σας διαβεβαιώσω ότι η Ομοσπονδία διαθέτει όλον τον απαραίτητο τεχνολογικό εξοπλισμό, αλλά και τις απαιτούμενες διασυνδέσεις, ώστε να εξαντλεί κάθε ενδεχόμενο καταγραφής λογοτεχνικού έργου των υποψηφίων που, όπως εσείς, υποβάλλουν Αίτημα Εγγραφής. Είμαστε σε θέση να πιστοποιήσουμε ότι τα κείμενα τα οποία συνέλεξα και επεξεργάστηκα ώστε να καταστούν οι 127 σελίδες το δυνατόν εύχρηστες στην Επιτροπή, αποτελούν το σύνολο του λογοτεχνικού σας έργου, από το 1999 και μετά.» Έκανε μια παύση, ίσως για να κατανοήσω τη βαρύτητα των λόγων της. Δεν κούνησα ούτε βλέφαρο. Η ματιά μου ήταν καρφωμένη στα χείλη της Ούρσουλας Φωσκόλου. Χείλη στενά, στεγνά. Ιδανικά για λόγια πικρά. Δεν περίμενα κάτι καλύτερο από μια γυναίκα με τέτοιο όνομα. Ούρσουλα! Γερμανικής καταγωγής θα ήταν, σίγουρα. Τότε συνειδητοποίησα ότι δεν υπήρχε ούτε ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής στο χώρο! Ούτε laptop, ούτε οθόνη, ούτε τίποτα. Μάλλον οι «διασυνδέσεις» που είχε αναφέρει η Φωσκόλου έπαιζαν σημαντικότερο ρόλο από την τεχνολογία στο έργο της Επιτροπής. Διατήρησα την ψυχραιμία μου. Συγχύζομαι όταν σκέφτομαι διασυνδέσεις, κονέ, γνωριμίες, μέσα. Η Φωσκόλου ξαναπήρε μπρος.

«Στο 99% των αιτήσεων, το συνοδευτικό τεύχος απαρτίζεται από τουλάχιστον 300 σελίδες, κύριε Τσίμα. Και πρόκειται, συνήθως, για απάνθισμα έργων.»

Δεν είμαι ηλίθιος. Κατανόησα αμέσως ότι μου έλεγε πως δεν είχα γράψει αρκετές σελίδες, πως το έργο μου ήταν λίγο. Ευχήθηκα να μην ήταν και ποιοτικά λίγο. Μα, αν ίσχυε αυτό το τελευταίο, τι στο καλό με είχαν καλέσει στην Επιτροπή; Να με πληροφορήσουν πως ήμουν λίγος για την Ομοσπονδία τους; Θα μπορούσαν να είχαν στείλει ένα e-mail. Να τελειώνουμε, πριν αρχίσουμε. Α, ναι, δεν είχαν υπολογιστές. Είχε βέβαια η γραμματέας, μπροστά. Η γραμματέας! Εκεί έπρεπε να είχα μείνει, τι την ήθελα την Επιτροπή και τη συνέντευξη; Γύρισα αργά το κεφάλι μου αριστερά, να ξαναδώ έναν έναν και τους άλλους. Ο φαλακρός καθάριζε τα γυαλιά του μ’ ένα πανάκι. Ακόμα δεν είχα ακούσει τ’ όνομά του. Ο κατά δήλωσή του Γραμματέας, ο ποιητής Σερέφας δηλαδή, ο Σάκης που είχα γνωρίσει ως παιδί κάποιο καλοκαίρι της δεκαετίας του ’60 στο Λιτόχωρο Πιερίας, με κοίταζε σαν να ήμουν εξωγήινος. Μάλλον κοίταζε κάτι πίσω απ’ τον ώμο μου. Ένα «κλακ» συνοδευόμενο από ένα θρόισμα ρούχων με πληροφόρησε πως κάποιος είχε μόλις μπει στην αίθουσα. Στράφηκα αμέσως να δω.

Ένας μάλλον οστεώδης, γηραλέος άνδρας, ντυμένος με γκρι-σιελ λινό κοστούμι και φαντεζί κόκκινες τιράντες, όρμησε κυριολεκτικά μέσα στο δωμάτιο κραδαίνοντας μια δερμάτινη τσάντα παλαιού τύπου, σαν αυτήν που είχαν όλοι οι δάσκαλοί μου στο Δημοτικό, και μια σκούρα καμπαρντίνα στο άλλο χέρι. Μίλησε ενώ διέσχιζε γρήγορα την απόσταση που τον χώριζε απ’ τη θέση του στο τραπέζι της Επιτροπής.

«Συνεχίστε, συνεχίστε, μη διακόπτετε εξαιτίας μου! Καταραμένα ρολόγια.. πάντα βρίσκουν τρόπο να σταματήσουν την πλέον ακατάλληλη ώρα… Άντε να βρεις ταξί τελευταία στιγμή στα Μέθανα… Εδώ είμαστε, λοιπόν!» Ακούμπησε θριαμβευτικά την τσάντα του στο τραπέζι, πέταξε την καπαρντίνα του στο βελουδοντυμένο κάθισμα και, ξεφυσώντας, με κοίταξε με ενδιαφέρον από πάνω μέχρι κάτω. Ένα διάφανο, άτακτο και μάλλον απεριποίητο κατάλευκο μούσι στεφάνωνε το πρόσωπό του.

«Παπαδημητρακόπουλος, Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος!» συστήθηκε χαμογελώντας. «Λυπάμαι που καθυστέρησα, κύριε Τσίμα.» Δεν πρόλαβε να πει περισσότερα. Ο φαλακρός, που ακόμα δεν είχε συστηθεί, πετάχτηκε όρθιος. Είχε μια έκφραση φρίκης στο πρόσωπο. Ξαφνικά, ήμουν όλος αυτιά.

«Κύριε Πρόεδρε» ξεκίνησε ο καράφλας, ο οποίος, σημειωτέον, ήταν πανύψηλος. «Κύριε Παπαδημητρακόπουλε, λυπάμαι πολύ που ταλαιπωρηθήκατε αδίκως!» Ο Πρόεδρος τον κοίταξε μάλλον έκπληκτος και έπιασε την τσάντα του, προσπαθώντας να την ανοίξει με το ένα χέρι, πράγμα αδύνατον: τα λουριά ήταν πολύ σφιχτά. «Σας έστειλα κατεπείγον τηλεγράφημα προ οκταώρου! Εξεδόθη απαλλακτικό για την συγκεκριμένη περίπτωση λόγω επαπειλούμενης συγγενικής dissensio! Το Γραφείο Διασφάλισης Ποιότητας Διαδικασιών έχει επιλέξει τον κύριο Σουρούνη ως αντικαταστάτη σας, τον αναμένουμε από στιγμή σε στιγμή!» Ο Πρόεδρος φαινόταν εξίσου αποσβολωμένος μ’ εμένα. Σχεδόν ξέπνοα, απάντησε στον καράφλα αφού είχε ξεροκαταπιεί δυο-τρεις φορές.

«Τι μου λέτε, κύριε Φάις; Αντικαταστάθηκα; Συγγενική συγκυρία; Συγγενής μου ο κύριος Τσίμας; Μα πώς;» Η απορία του ήταν γνήσια. Είχα κι εγώ ακριβώς την ίδια. Αλλά μέσα στο ήδη μπερδεμένο μυαλό μου το όνομα του καράφλα είχε σκαρφαλώσει στην κορυφή των προτεραιοτήτων μου. Ώστε ο καραφλός ήταν ο Φάις! Ο Φάις. Τι λες βρε παιδί μου... Ο Φάις λοιπόν φυλλομέτρησε τα χαρτιά του, ψάχνοντας κάτι. Δεν τον είχα αναγνωρίσει, είχαμε όμως μια πολύ σύντομη συνάντηση πολλά χρόνια πριν, στο ΕΚΕΒΙ. Και πάλι ήμουν υποψήφιος, για ένα σεμινάριο συγγραφής νουβέλας ― το θυμήθηκα αμέσως. Τότε ο Φάις με είχε απορρίψει. Στο μεταξύ, το έγγραφο είχε βρεθεί και ο Φάις άρχισε να το διαβάζει.

«Κατόπιν σχετικής εντολής μπλα μπλα… διερεύνηση σχέσεων και δυνητικών… μάλιστα… μπλα... Ορίστε! εδώ: η δε αδελφή της συζύγου του, Νιόβης, ονόματι Ελένη Παπαγεωργίου, φαρμακοποιός εν Θεσσαλονίκη, υπήρξε επί σειρά ετών στενότατη φίλη του πατρός του αιτούντος, Γεωργίου»… Ο Φάις δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει. Με κατακόκκινο πρόσωπο, ο Παπαδημητρακόπουλος τον διέκοψε, γουρλωμένος.

«Η κουνιάδα μου; Η κουνιάδα μου; Έχει αποβιώσει προ τριακονταετίας!» ούρλιαξε.

Ξερόβηξα και πρόσθεσα, κάπως αμήχανα είναι αλήθεια, πως και ο πατέρας μου είχε αποβιώσει προ εικοσαετίας. Κανείς δεν μου έδωσε σημασία. Σημασία είχε το πόρισμα της υπηρεσίας Πολιτικής Ορθότητας, διότι περί τέτοιας επρόκειτο, αυτό κατάλαβα. Προσπάθησα να θυμηθώ την φαρμακοποιό που ήταν προφανώς η αιτία να αντικατασταθεί ο, συμπαθής γέρων Παπαδημητρακόπουλος από τον Αντώνη Σουρούνη. Διάφορες εικόνες γυναικών, φίλων του πατέρα μου, πέρασαν από μπροστά μου. Είχε πολλές φίλες ο μπαγάσας! Δεν ολοκλήρωσα την ταυτοποίηση, δεν μπορούσα να θυμηθώ. Μα πού ήταν επιτέλους κι αυτός ο κύριος Σουρούνης; Είχε περάσει τουλάχιστον ένα εικοσάλεπτο απ’ την ώρα έναρξης που μου είχε κοινοποιηθεί. Το δεξί μου πόδι κινήθηκε αυτόνομα και το παπούτσι μου χτύπησε το πάτωμα, τοκ-τοκ-τοκ, προδίδοντας την αδημονία μου. Ο Φάις με κοίταξε επιτιμητικά.

«Είναι απίστευτα πράγματα αυτά, απίστευτα! Όχι μόνο διέκοψα τα λουτρά μου, έχω φροντίσει να κρατήσω και ένα τραπέζι για να συμφάγουμε άπαντες, μετά το πέρας της διαδικασίας, στο εστιατόριο της Λέσχης! Και μου λέτε τώρα, τώρα, πως έχω αντικατασταθεί; Και πρέπει να αποχωρήσω πάραυτα;» Ο παρ' ολίγον Πρόεδρος έδειχνε έξαλλος. Σκέφτηκα ν' αποφορτίσω την ατμόσφαιρα. Λάθος σκέψη, αλλά δεν το ήξερα εκείνη τη στιγμή.

«Ε, δεν κλείσατε δα και στου Γκριμπογιέντοφ» είπα υπομειδιώντας, μάλλον άκομψα.

Την ώρα που ο Παπαδημητρακόπουλος ετοιμαζόταν να ξανανοίξει το στόμα του, ο Φάις στράφηκε στον Σερέφα. Το «Γκριμπογιέντοφ» ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, φαίνεται.

«Κύριε Γραμματέα, δεν θα ήταν δεοντολογικά ορθότερο να περιμένει ο κύριος Τσίμας στον προθάλαμο έως ότου ξεκαθαρίσουμε τα της σύνθεσης της Επιτροπής;» Η φωνή του ήταν αυτό που λέμε υπαινικτική, μια λέξη που δεν έχω χρησιμοποιήσει ποτέ ακριβώς διότι δεν είχα ποτέ ώς τότε ακούσει μια υπαινικτική φράση. Τι υπαινισσόταν, όμως; Δεν επιθυμούσα να μαντέψω. Ο Σερέφας διέκοψε τη σύνθεση ενός ακόμα ποιήματος που, ώς εκείνη τη στιγμή, ήμουν σίγουρος, ολοκλήρωνε στο μυαλό του, και χαμογέλασε ψυχρά. Πώς τολμούσαν να του υποδείξουν τη δουλειά του; Δεν κατάλαβα τι ακριβώς είχε μεσολαβήσει, αλλά σε λίγα δευτερόλεπτα η γραμματέας στεκόταν μπροστά του.

«Δεσποινίς Ιζαμπώ, παρακαλώ φροντίστε τον κύριο Τσίμα στον προθάλαμο μέχρι να είμαστε έτοιμοι. Ευχαριστώ.» Εμβρόντητος με το όνομα της γραμματέως, την ακολούθησα αμίλητος προς την έξοδο. Πρόλαβα να δω με την άκρη του ματιού μου το βλέμμα του Φάις (ήταν έξαλλος), ενώ ο Παπαδημητρακόπουλος είχε εκμεταλλευτεί τη διακοπή και άδειαζε την τσάντα του: ένα σωρό χαρτιά βρίσκονταν ήδη στην επιφάνεια του τραπεζιού, δίπλα σε μια μπανάνα, κάπως γινωμένη, και ένα δερμάτινο σημειωματάριο, ένα filofax! Χρόνια είχα να δω filofax. Όλος ο κόσμος χρησιμοποιούσε tablets πλέον. Μετά, η πόρτα έκλεισε πίσω μου και ήμουν μόνος με την γραμματέα της Επιτροπής, την δεσποινίδα Ιζαμπώ.

Έκλεισα τα μάτια μου αργά αργά, όπως κάνω όποτε προσπαθώ να γίνω φίλος με κάποια κεραμιδόγατα, ψάχνοντας να σκεφτώ κάτι έξυπνο ώστε ν' ανοίξω κουβέντα. Αυτό που αντίκρισα όταν τα ξανάνοιξα, είχε ως αποτέλεσμα τα μάτια μου να γουρλώσουν, ενώ τα αιμοφόρα αγγεία του προσώπου μου γέμισαν ταχύτατα, προκαλώντας μου ένα κοκκίνισμα που ένιωσα από μέσα σαν καψάλισμα. Μπροστά μου στεκόταν μια κοπέλα που δεν είχα ξαναδεί. Ήταν κοντή, μελαχρινή, με μεγάλα, πολύ ανοιχτόχρωμα μάτια. Φορούσε κάτι πράσινο, βελουτέ, μεταξύ φόρμας γυμναστικής και πιτζάμας. Τα χείλη της ήταν σαρκώδη. Πρέπει να έδειχνα τόσο αστείος μπροστά της, με το πρόσωπό μου κατακόκκινο και το στόμα μου ν’ ανοιγοκλείνει προσπαθώντας να βγάλει μια σειρά λέξεις που θα είχαν κάποιο νόημα, που εκείνη γέλασε. Αμέσως, όμως, σοβαρεύτηκε και άκουσα την πιο γλυκιά φωνή που είχα ακούσει από το 2007, όταν επισκέφθηκα το Τόκιο και βρέθηκα κατά λάθος σ' ένα κέντρο παραδοσιακού μασάζ.

«Κύριε Τσίμα, αισθάνεστε καλά; Θέλετε να καθίσετε;»

Μάζεψα όλες τις δυνάμεις μου, και το μόνο που κατάφερα να αρθρώσω ήταν ένα «Ιζαμπώ;» τόσο αχνό και σκοροφαγωμένο, ώστε θα νόμιζε κανείς πως με είχαν ναρκώσει.

Η γυναίκα γέλασε ξανά. Το δέρμα της έλαμπε σαν να το 'χε περάσει με κάποιο λάδι. Κάρφωσα τα μάτια μου στα δικά της, ερωτηματικά. Δεν άντεχα να μιλήσω αλλά έπρεπε να καταλάβω τι στο καλό συνέβαινε. Πού ήταν η Ιζαμπώ; Ποια ήταν αυτή η κοπέλα με το λαμπερό δέρμα; Τι γύρευε ένα στολισμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο στη γωνία του γραφείου, με φωτάκια που αναβόσβηναν; Αυτό κι αν «μ' έστειλε»! Το μόνο που είχε απομείνει ήταν να τσιμπηθώ μήπως ονειρευόμουν. Ένιωσα τα γόνατά μου να λυγίζουν αλλά δεν σωριάστηκα: η κοπέλα-στη-θέση-της-Ιζαμπώς βρέθηκε αστραπιαία πίσω μου, με συγκράτησε πιάνοντας στιβαρά τους ώμους μου και με βοήθησε να καθίσω στην πολυθρόνα που ήταν ακριβώς δίπλα. Πριν καλοκαταλάβω τι και πώς, βρέθηκα μ’ ένα ποτήρι νερό στο χέρι. Ήπια μπόλικες γουλιές. Όταν κάπως συνήλθα, εκείνη πήρε το ποτήρι και το απίθωσε στο γραφείο.

«Ωραία. Πρέπει να αισθάνεστε καλύτερα, το βλέπω στο πρόσωπό σας. Χαλαρώστε, δεν υπάρχει κανένας λόγος να είστε αγχωμένος, κύριε Τσίμα!» Είχε πολύ ευχάριστη και, θα έλεγα, καταπραϋντική χροιά η φωνή της. Πήρα μια βαθιά ανάσα. Γιατί είχα αγχωθεί; Αφού ήξερα πως για κάθε ερώτημα υπάρχει και μία απάντηση. Σίγουρα η κοπέλα αυτή θα ήταν σε θέση να μου λύσει όλες τις απορίες. Αρκεί να τη ρωτούσα. Κι αυτό έκανα.

«Εξηγήστε μου, παρακαλώ: Τι απέγινε η δεσποινίς Ιζαμπώ; Και ο Πρόεδρος...; Έχει έρθει ο κύριος Σουρούνης; Μήπως με περιμένουν μέσα;»

«Αχ, κύριε Τσίμα μου,» ξεκίνησε να μου απαντά ― κι αμέσως άλλαξε θέμα. «Αλήθεια, πρέπει να σας πω ότι μου είστε ιδιαιτέρως συμπαθής. Πρώτη φορά ταυτίστηκα με κείμενο υποψηφίου τόσο πολύ. Ειλικρινά.»

Κανονικά θα έπρεπε να νιώσω υπερηφάνεια που, μέσα στο κτήριο της Ομοσπονδίας Συγγραφέων, κάποιος, κάποια τέλος πάντων, μιλούσε επαινετικά για ένα γραπτό μου. Δεν τα κατάφερα, όμως, ίσως γιατί δεν ήξερα ούτε ποια ήταν η γυναίκα που μιλούσε έτσι, ούτε καν σε ποιο κείμενο αναφερόταν. Ένιωσα να ανακτώ τις δυνάμεις μου, και προχώρησα σε νέο κύκλο ερωτήσεων.

«Εσείς ποια είστε; Σε ποιο κείμενο αναφέρεστε; Και γιατί βλέπω ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο; Δεν είναι λίγο νωρίς για στολισμούς; Πότε προέκυψε αυτό; Δεν το θυμάμαι εκεί πριν… πριν.»

«Συγχωρέσετε με, δεν συστηθήκαμε. Είμαι η Μαργαρίτα, γραμματέας της Επιτροπής… Εγώ…» (κόμπιασε), «εγώ επιμελήθηκα το τεύχος των γραπτών σας, με τα κείμενα που μου παρέδωσε η κυρία Φωσκόλου… καταλαβαίνετε, τα έχω διαβάσει όλα… και, βεβαίως αναφερόμουν στο πρόσφατο διήγημά σας, με τίτλο Αγκινάρες α-λα Πολίτα!» Με κοίταξε σαν να ήθελε να μου ζητήσει συγγνώμη. Μα για ποιο λόγο;

«Βεβαίως. Τις Αγκινάρες, λοιπόν. Να υποθέσω ότι έχετε κι εσείς παιδιά στην εφηβεία;» ρώτησα, κι αμέσως συνειδητοποίησα ότι είχα ξεστομίσει μαλακία. Η κοπέλα δεν έδειχνε πάνω από είκοσι πέντε, βία είκοσι επτά! Τι παιδιά και εφηβείες; Παραδόξως, δεν γέλασε.

«Όχι, όχι παιδιά.» Δάγκωσε τα χείλη της. «Αυνανίζομαι. Συχνά. Και δεν έχω ξαναδιαβάσει τέτοια περιγραφή γυναικείου αυνανισμού, και μάλιστα από άνδρα! Θα έπρεπε να σας δώσω συγχαρητήρια!» Με κοίταζε έντονα. Κατέβασα τα μάτια. Μετά, την κοίταξα κι εγώ. Σοκ. Η σκηνή του αυνανισμού. Δεν το περίμενα. Καθόλου.

«Μόλις το κάνατε. Σας ευχαριστώ. Μου βγήκε φυσικά, βλέπετε, έχω μακρά πείρα ― στον αυνανισμό.» Μα, τι με είχε πιάσει; Τι έλεγα σ’ αυτή την αυνάνα γραμματέα; Ήμουν στα καλά μου; Μπροστά στην πόρτα της Επιτροπής που σε λίγα λεπτά θα έκρινε το μέλλον της αίτησής μου και, υπό μία έννοια, της ζωής μου, εγώ χαριεντιζόμουν με μιαν άγνωστη;

Χαμογελώντας, έσκυψε προς το μέρος μου. Το βελουτέ φορμάκι που φορούσε μου αποκάλυψε ότι είχε μυτερό στήθος. Χαμηλόφωνα, λες και μοιραζόταν ένα μυστικό μαζί μου, με αποτελείωσε μ’ ένα «Λατρεύω το χιούμορ σας, κύριε Τσίμα. Μακρά πείρα στον αυνανισμό! Είστε απίστευτος. Πραγματικός μετρ!» Ένιωσα αμέσως πως τα λόγια της ήταν απολύτως ειλικρινή. Να σε αποκαλεί μαιτρ μια Μαργαρίτα, έχει μιαν άλλη βαρύτητα, πώς να το κάνουμε! Οι απορίες μου, όμως, παρέμεναν αναπάντητες. Και η Επιτροπή...; Πότε θα με εξέταζε η Επιτροπή; Επανέλαβα με μια δόση στόμφου τις ερωτήσεις μου.

«Πείτε μου, Μαργαρίτα, πώς και εμφανιστήκατε στη θέση της Ιζαμπώς; Εσείς στήσατε αυτό το… χαριτωμένο δεντράκι; Σε πόση ώρα θα με δει η Επιτροπή;»

«Η Ιζαμπώ εργάζεται Δευτέρα-Τετάρτη-Παρασκευή. Σήμερα είναι Πέμπτη, δική μου μέρα. Το δεντράκι – χμμ… όλος ο στολισμός στο κτήριο είναι ευθύνη του Τμήματος Διαχείρισης Υλικών, δεν χρειάζεται να κάνουμε κάτι. Μας το έφεραν πριν από δεκαπέντε ημέρες.»

«Σας το έφεραν Οκτώβρη μήνα;» την διέκοψα. Τότε μόνο κατάλαβα αυτό που είχε πει για τις ημέρες. Δεν ήταν δυνατόν. Το ραντεβού μου ήταν για Τετάρτη, Τετάρτη πρωί. Με είχε υποδεχθεί η Ιζαμπώ. Με είχε «αποβάλλει προσωρινά» από την αίθουσα της Επιτροπής ο Φάις, εύσχημα μεν εφόσον όντως υπήρχε ένα διαδικαστικό ζήτημα που δεν με αφορούσε ― μα πώς δεν με αφορούσε; Είχαν εμπλέξει τον πατέρα μου! Και την κουνιάδα του Παπαδημητρακόπουλου. Και στο μεταξύ ήταν ήδη Πέμπτη; Μα τότε πρέπει να είχα χάσει τις αισθήσεις μου για τουλάχιστον 24 ώρες!

«Κύριε Τσίμα, ακούστε με. Αναφέρεστε σε κάτι που έλαβε χώρα προ διμήνου. Σήμερα είναι Παραμονή Πρωτοχρονιάς. Η Επιτροπή δεν συνεδριάζει. Για την ακρίβεια, η Επιτροπή δεν υφίσταται καν: η καταληκτική ημερομηνία εργασιών της, υπό την σύνθεση που γνωρίσατε, ήταν η 24η Δεκεμβρίου.»

Το στόμα μου άνοιξε, αλλά το έκλεισα προτού πάθω εξάρθρωση σιαγόνας, γνωρίζω πολύ καλά πόσο επώδυνο είναι. Δεν καταλάβαινα Χριστό. Η κοπελιά με δούλευε, πιθανότατα ήθελε να τεστάρει το χιούμορ μου που τόσο θαύμαζε.

«Σκεφθείτε, κύριε Τσίμα. Σκεφθείτε. Πότε ξεκινήσατε να γράφετε αυτή την ιστορία; Τέλος Οκτωβρίου. Την διαβάσατε, ημιτελή, στο σεμινάριο ψυχολογίας Αφήγηση Ζωής. Υποσχεθήκατε στην κυρία Πατούλη να την ολοκληρώσετε. Σωστά; Σωστά. Και πότε την ξαναπιάσατε; Μετά τα Χριστούγεννα, κύριε Τσίμα. Μετά τα Χριστούγεννα. Τι νομίσατε; Πως ο χρόνος μέσα στην ιστορία σας, που είναι αυτοβιογραφική, έτσι είναι, ο χρόνος θα σας περίμενε; Όχι, κύριε Τσίμα μου. Όχι. Όταν γράφετε ένα αυτοβιογραφικό κείμενο στον παρόντα χρόνο, ο χρόνος σάς παρακολουθεί, είναι ενιαίος, ο ίδιος χρόνος με της πραγματικής ζωής. Κλείσατε τα μάτια σας τέλος Οκτωβρίου και τα ξανανοίξατε τέλος Δεκεμβρίου. Δεν φανταζόσαστε, βέβαια, πως η Επιτροπή θα σας περίμενε δύο μήνες, μέχρι να δεήσετε να ξαναπιάσετε την ιστορία σας!»

Δεν μίλησα. Δεν έβρισκα τίποτε να πω. Η Μαργαρίτα με κοίταζε με τα τεράστια μάτια της κι εγώ σκεφτόμουν ότι νύσταζα. Κι έκλεισα αργά αργά τα δικά μου. Πρόλαβα ν’ ακούσω ένα Καλή Χρονιά να στροβιλίζεται στο σκοτάδι, ενώ πληκτρολογούσα command-W και η ιστορία μου εξαφανιζόταν στις αποθήκες του Microsoft Word.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: