Ψυχάρης: Αντάρτης (από τη ζωή μου)

Ο Γιάννης Ψυχάρης (1854-1929) γλωσσολόγος, λογοτέχνης, καθηγητής της ελληνικής γλώσσας στο Παρίσι, έγινε κυρίως γνωστός για τον σημαντικό ρόλο που έπαιξε στο κίνημα του δημοτικισμού και τον αγώνα του για την καθιέρωση της δημοτικής σε επίσημη γλώσσα του ελληνικού κράτους. Γνωστότερο έργο του είναι το πεζογράφημα Το ταξίδι μου, γραμμένο στη δημοτική γλώσσα, το οποίο έλαβε ευρύτατη δημοσιότητα, αλλά και αρνητική κριτική από τους υποστηρικτές της καθαρεύουσας. Πέραν των συγκρούσεων με τους υπέρμαχους της καθαρεύουσας, ο Ψυχάρης είχε διαφωνήσει και με δημοτικιστές οι οποίοι ήταν αντίθετοι με τη μορφή του δημοτικισμού που υποστήριζε, όπως π.χ. ο Τριανταφυλλίδης που στήριζε μια ηπιότερη δημοτική.
Ο Αντάρτης (από τη ζωή μου) είναι ένα σύντομο αυτοβιογραφικό κείμενο της περιόδου της ωριμότητας του Ψυχάρη, γραμμένο το 1925. Εκεί δίνει πληροφορίες για ανθρώπους και τόπους κυρίως από την παιδική του ηλικία αναφέροντας μαζί και πληροφορίες για τις γλώσσες με τις οποίες ήρθε σε επαφή: γαλλικά, ρωσικά, ιταλικά, ελληνικά και ρωμαίικα.
Ο Αντάρτης προέρχεται από το Αρχείο Ψυχάρη που φυλάσσεται στην Μπενάκειο Βιβλιοθήκη-Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων. Το χειρόγραφο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 2010 από τη Βιβλιοθήκη της Βουλής σε μεταγραφή της παλαιογράφου Λένας Κορομηλά. Ακολουθήθηκαν οι επιλογές και οι διορθώσεις της όσον αφορά την ορθογραφία και τη στίξη του χειρόγραφου, καθώς και η απόδοσή της με πλάγιους χαρακτήρες των υπογραμμίσεων του Ψυχάρη. Αφαιρέθηκε ακόμα μία παράταιρη σημείωση μες στο κείμενο που δεν φαίνεται να σχετίζεται νοηματικά.
Σκοπός της άσκησης αυτής ήταν η μεταγραφή του Αντάρτη σε μια μορφή καθαρεύουσας. Αναρωτιόμαστε αν η παρούσα άσκηση θα διασκέδαζε τον Ψυχάρη — ίσως και όχι, αλλά σε κάθε περίπτωση διασκεδάζει εμάς.

Ψυχάρης: Αντάρτης (από τη ζωή μου)
(Το αρχικό κείμενο)

Ψυχάρης

_______
Αντάρτης

________
(από τη ζωή μου)



Περνώ γι’ αντάρτης, παναστατικός, αναρχικός στο δημόσιο και θαρρώ πώς δεν είναι διόλου σωστό. Για να πειστήτε και σεις που με διαβάζετε, θέλω σήμερα να σὰς διηγηθώ πῶς έμαθα τη μητρική μας τη γλώσσα.
Δε γνώρισα τη μάννα μου. Πέθανε όταν είμουνε δεκοχτώ μηνώ μωρουδάκι. Κάποτες φαντάζουμαι πώς τη βλέπω και με βαστά στην αγκαλιά της, κοντά σ’ ένα παράθυρο που κοίταζε τη μεγάλη τετράγωνη αβλή τοὺ σπιτιού, γιατὶ το σπίτι μας τότες είτανε στην Οδέσσα. Γεννήθηκα στη Ρουσσία και πρωτόκλαψα ρούσσικα. Ρούσσικα πρωτομίλησα. Όταν ο πατέρας μ’ έφερε στην Πόλη, δεν ήξαιρα παρά τα ρούσσικα. Θα είμουνε πεντέξη χρονώ παιδί, μπορεί πάλι και τεσσάρω. Σύχναζα σε μια ιταλική φαμελιά που καθότανε πλάϊ μας, τη φαμελιά Στάμπα. Μοὺ μαθαίνανε τα ιταλικά, που ποτές μου δεν το κατάφερα να τα μιλήσω κανονικά, καθώς το ξήγησα στα περίεργα μου τα Fioretti επειδή μπορεί να ξαίρετε πώς έκαμα τόμο αλάκερο στίχους ιταλικούς –2175 στίχους– χωρίς να είμαι σε θέση να ζητήσω μια μπιφτέκα ή αβγά μάτια σ’ ένα ξενοδοχείο ιταλικό, ακόμη λιγώτερο να κουβεντιάσω πέντε λεφτά χωρίς αφάνταστες δυσκολίες μ’ έναν Ιταλό.
Στην Πόλη, ο πατέρας μοὺ έμαθε τα γαλλικά. Δε θυμούμαι να μεταχερίστηκα ποτές άλλη γλώσσα με τον μπαμπά παρά γαλλικά ή ρούσσικα όταν ήρθαμε από την Οδέσσα. Ρούσσικα μιλούσα ταχτικά με την νταντά μου τη Βαρβάρα, μια θεία γυναίκα που μ’ αγαπούσε λωλά.
Εμεὶς καθόμεστα στο Γαλατά, σ’ ένα σπίτι που κατόπι το πουλήσανε οι θειοί μου, χωρὶς να είδα κάλπικο παρά. Τα κρατήσανε για λόγου τους, ή σαν προτιμάτε κυριολεξίες, με κλέψανε. Τἀγοράσανε και το κάμανε οφταλμογιατρείο. Νά τουλάχιστο που γιατρέβω μάτια. Και νομίζω τόντις πώς άνοιξα κάμποσα στη ζωή μου.
Απάνω στο Σταβροδρόμι καθότανε η θεια μου η Marchand με τα τέσσερα τα παιδιά της, η Φιφίνα –κυρία Κρικότζο– η Κατερίνα –κυρία Κριβτσόβ– η Ελένη–κυρία Σπύρο Ζαβιτσιάνο από τοὺς Κορφούς, ο Αλέξαντρος, που είτανε όμορφος σαν τον ομώνυμό του το Μακεδόνα.
Είτανε δίπλα κ’ η άλλη φαμελιά Marchand, ο Γληγόρης κι ο Πολύβιος και η αδερφούλα τους, που ξεχνώ τὄνομά της, Ερωφίλη νομίζω.
Με κανέναν απ’ αφτούς δε θυμούμαι να μίλησα ρωμαίϊκα. Πάντα και πάντα γαλλικά. Δεν πρέπει να πιστέψη κανείς πὼς είτανε από σνομπισμό. Η μητρική μου η φαμελιά όπως κι ο πατέρας μου είτανε αναφτυγμένοι αθρώποι. Λοιπόν τοὺς χρειαζότανε μια γλώσσα μεγάλη. Επειδή δεν έχουμε –ή δεν είχαμε– καταφέβγαμε στα γαλλικά…. Είναι αξιοσημείωτο και τούτο, που ο πατέρας μου, αφού έχασε τη μάννα μου, που τὴς είχε σωστή λατρεία, ερχότανε κάθε μέρα κ’ έλεγε, κ’ έχυνε τον πόνο του σ’ ένα τετράδιο που τὄχω πάντα και που το μετάφρασα μάλιστα στὰ Δυο Ἀδέρφια (κεφάλαιο Η΄, σ. 149 κι ακόλουθες, τὴς πρώτης έκδοσης). Είτανε όλα γραμμένα γαλλικά! Είχανε καταντήσει γλώσσα τὴς καρδιάς του.
Ποῦ τολοιπόν έμαθα τα ρωμαίικα; Το είπα σ’ ένα μου πεζό τραγούδι. Τἄμαθα στο σπίτι μας τοὺ Γαλατά ή στὴς Πρίγκιπος το ξοχικό μας, τἄμαθα με τα δουλικά, που ο Θεός και η ψυχή τους! Ας είναι καλά οι δούλες, οι μεσιές, οι πλύστρες, οι σιδερώτρες, οι ράφτρες, οι σεΐσηδες, οι μπαξεβάνηδες, οι μαγέροι, ακόμη και οι μαραγκοί, γιατί τότες είχαμε σπίτι μεγάλο, τόσο μεγάλο κιόλας που σήμερα δε μοὺ απόμεινε ούτε μικρό.
Το χρωστώ σ’ αφτούς που έμαθα τη γλώσσα μας την αθάνατη. Ξύπνησε μέσα μου το αίμα το ρωμαίϊκο και σε διάστημα ενός χρόνου μιλούσα τα βέρα, τα γνήσια, τἄδολα τα ρωμαίϊκά μας.
Τοὺς χρωστώ και κάτι άλλο, σημαντικώτερο, σπουδαιότερο.
Σαν έγινα δεκάξη δεκαφτά χρονώ παλληκάρι, σα γύρισα στην Πόλη από το Παρίσι, λαχτάρα είχα να ξαναδιώ το παλιό μας σπίτι στην Πρίγκηπο.
Έρημο το καημένο, ακατοίκητο. Αχ! τί σπαραχτικό που είναι να βρη κανείς παραιτημένο ένα σπίτι που το γνώρισε ζωντανό! ΄Ετρεχα παιδί στις σκάλες και τώρα πια τίποτα! Μια καλύβα μονάχα δίπλα, μ’ ένα μπαξεδάκι. Μέσα, ένας γέρος με τις βράκκες. Καθισμένος.
Συλλογισμένος. Ζυγώνω.

— «Γέρο, δε μοὺ λες; Ποιανού είναι το σπίτι αφτό;»
— «Ποιανοῦ; Νά, τοὺ μεγάλου τοὺ Μισέ Γιάννη. Μα νέος σαν που είσαι τοὺ λόγου σου, ποῦ να τον έχης ακουστά;»
—«Τον άκουσα! Μου είπανε κιόλας πώς είχε κάποιο εγγόνι που ονομαζότανε Γιαννίκος. Τι έγινε και τι απόγινε;»
— «Ο Γιαννίκος; Αχ! Είτανε ο φίλος μου, είτανε τἀφεντικό μου. Πήγε και είναι τώρα προφέσσορας στο Παρίσι.»
— «Καλέ, δε βαριέσαι; Κανένας αχάριστος που άφησε τον τόπο του και που ξέχασε τοὺς δικούς του.»
— «Σώπα, σώπα, ξένε, και δεν ταιριάζει να μιλάς έτσι για το παιδί μου!»
— «Σταμάτη, γέρο Σταμάτη, τοὺ βροντοφωνώ, για να πνίξω τα δάκρια, Σταμάτη μου, δε με γνωρίζεις;»

Σηκώνεται ο Σταμάτης ολόρθιος, με παίρνει στην αγκαλιά του και κλαίει. Και κλαίω και γω. Και κλαίμε οι δυο μας.
Τότες μοὺ έμαθε ο Σταμάτης την καλοσύνη τοὺ Ρωμιού.
Δεν τα φτειάνω τώρα. Δυο δούλες είχαμε στο Γαλατά, η μια Σοφία, η δέφτερη Αθηνά. Την Πόλη τολοιπόν και την Αθήνα, το Βυζάντιο και την Ελλάδα. Τώρα έβγαινε ο Σταμάτης, ο Ρωμιός, ο λαός μας.
Έξη χρονώ αγωράκι, πρωτοπήγα στο Παρίσι.΄Επειτα πια τελειωτικά, στα δέκα έντεκα, με βάλανε στο Λύκειο τὴς Μαρσίλιας. Φρόντιζε για μένα ο θειος μου ο Δημητράκης Μπαζίλης, αδερφός τὴς γιαγιάς μου, που μ’ αφτόνε ρωμαίϊκα μιλούσαμε, αφού τοὺ είχα βγάλει όνομα, ο μπαρμπαθειός. Βλέπετε, μαλλιαρός κι από τότες.
Φρόντιζε για μένα και η γλυκειά μου η θειά, η θειά ΄Ολια. Μ’ αφτήνε πάντα γαλλικά! Γαλλικά και με τη θειά μου Χαρίκλεια Ζαφειρόπουλο, που μ’ έβλεπε μια φορά το χρόνο, το πολί πολί.
Για τα Ελληνικά μου φρόντιζε ο αγαθός ο Νικοκάβουρας. Τοὺ έκανα χρέη στην καθαρέβουσα. Λυπούμαι που τἄχασα, εγώ που χαρτί χαρτάκι δε χάνω. Μια μέρα τονέ ρώτησα πῶς να πούμε το γαλλικό Je n’ y tiens pas, που τα συμμαθητούδια μου το λέγανε φυσικά τους κάθε τόσο.

— «Οὐ περὶ πολλοῦ ποιοῦμαι», μοὺ αποκρίνεται ο άριστος άνθρωπος.

Και μοὺ φαίνεται πώς από τη μέρα εκείνη τα πήγαμε ψυχρά με την καθαρέβουσα.
Κατόπι, όταν άρχισα να σπουδάζω στο Παρίσι, πρώτα στο Λύκειο, ύστερα στο Πανεπιστήμιο, αργότερα όταν ο ίδιος έγινα καθηγητής, όταν ιδρύθηκε από τη γαλλική την κυβέρνηση για μένα μια έδρα, η πρώτη επιστημονική έδρα τὴς Νεοελληνικής, στην Εβρώπη, έμαθα πια τότες, πήρανε τότες τἀφτιά μου, πήρε ο νους μου μια λέξη τρομερή, μια λέξη απέραντη, μια λέξη ωκεανό, το ξετύλιγμα. Ξετυλίγουνται τα πράματα κι αλλάζουνε. Αλλάζουνε και οι γλώσσες. Λίγο λίγο, για λόγους ωρισμένους, θετικούς, επιστημονικούς, απαράβιαστους, ο πατήρ γίνεται πατέρας, ο άρτος γίνεται ψωμί.

Πατέρας, ψωμί κι άλλα χίλια και μύρια, καθώς τἄλεγε η Σοφία, καθώς τἄλεγε η Αθηνά, καθώς τἄλεγε ο γέρο Σταμάτης, καθώς τα λέει ακόμη και σήμερα ο μαθητής τους, ο Ψυχάρης.

Ποιος, ποιός, τώρα στη ζωή σας, ποιος είναι ο αντάρτης, ο λαός ή ο καλαμαράς; Οι συντηρητικοί εμείς είμαστε και γω είμαι ο συντηριτικώτερος απ’ όλους.

Σαββάτο, 31 τοὺ Οχτώβρη, 1925
ΨΥΧΑΡΗΣ

(Μεταγραφή σε καθαρεύουσα)


Ιωάννης Ν. Ψυχάρης

_______
Αντάρτης

________

(εκ του εμού βίου)


Προσομοιώ εις αντάρτην, επαναστατικόν, αναρχικόν δημοσίως και θεωρώ ότι ουδόλως ορθόν είναι. Ίνα δε πεισθήτε και υμείς οίτινες αναγιγνώσκετέ με, επιθυμώ την σήμερον να διηγηθώ υμίν τον τρόπον διά του οποίου εδιδάχθην την μητρικήν ημών γλώσσαν.

Δεν εγνώρισα την μητέρα εμού. Απεβίωσεν γαρ ότε ήμην βρέφος μηνών δέκα και οκτώ. Ενίοτε φαντάζομαι ότι ορώ ταύτην κρατούσαν εμέ εν τη αγκάλη αυτής, πλησίον παραθύρου τινός, όπερ έβλεπεν εις την μεγάλην τετράγωνην αυλήν της οικίας, διότι η οικία ημών τότε ήτο εν Οδησσώ. Εγεννήθην εν Ρωσία και κατά πρώτον έκλαυσα εις ρωσσικήν. Κατά πρώτον δε ωμίλησα την ρωσσικήν. Ότε ο πατήρ εμού έφερέν με εις την Πόλιν, δεν εγνώριζον ει μη μόνον την ρωσσικήν. Θα ήμην παιδίον ετών πέντε-εξ, ενδεχομένως δε τεσσάρων. Εφοίτων παρά τινά ιταλικήν οικογένειαν διαβιούσαν παρακειμένως ημίν, την οικογένειαν Στάμπα. Εδίδασκέν με την ιταλικήν, ήντινα ουδέποτε κατάφερα να ομιλήσω κανονικώς, ως τούτο εξήγησα εν τοις περιέργοις μου Fioretti, επειδή έστι δυνατόν να εξεύρετε ότι εποίησα τόμον ολόκληρον μετά στίχων ιταλικών –2175 στίχους– δίχως να είμαι εις θέσιν όπως αιτηθώ εν κρεατοσφαιρίδιον ή ωά εν σχήματι οφθαλμών εν τίνι ξενοδοχείω ιταλικώ, έτι δε ήττον όπως μετέλθω εις συνομιλίαν πέντε λεπτών άνευ απεριγράπτων δυσχερειών μετά τινός Ιταλού.
Εν τη Πόλει, ο εμός πατήρ εδίδαξέν με την γαλλικήν. Ουδέποτε ενθυμούμαι να εχρησιμοποίησα άλλην γλώσσαν μετά του πατρός ει μη μόνον την γαλλικήν ή την ρωσσικήν ότε αφίχθημεν εξ Οδησσού. Την δε ρωσσικήν ωμίλουν ανελλιπώς μετά της εμής τροφού Βαρβάρας, θεία τινά γυνή ήτις ηγάπα με παραφρόνως.
Ημείς κατωκούμεν εν Γαλατά, εν τινά οικία ην επώλησαν εν συνεχεία οι ημέτεροι θείοι, δίχως να ίδω χρήμα ουδέ κάλπικον. Κατεκράτησαν τα χρήματα αυτοί δι’ εαυτούς, ή εάν προτιμήτε κυριολεξίας, έκλεψάν με. Ηγόρασαν ταύτην και ήνοιξαν οφθαλμιατρείον. Ιδού δε τουλάχιστον ιαίνω οφθαλμούς. Νομίζω δε τωόντι ότι αρκετούς ήνοιξα εν τω βίω μου.
Επί του Σταυροδρομίου κατώκει η εμή θεία η Marchand μετά των τεσσάρων αυτής τέκνων, η Ευφροσύνη– κυρία Κρικότζο– η Αικατερίνη –κυρία Κριβτσώβ– η Ελένη –κυρία Σπυρίδωνος Ζαβιτσιάνου εκ των Κορφών, ο Αλέξανδρος, όστις ήτο εύμορφος ως αν ο ομώνυμος αυτώ ο Μακεδών.
Παραπλεύρως διέμενε και η άλλη οικογένεια Marchand, ο Γρηγόριος και ο Πολύβιος και η μικρά αδελφή αυτών, ης το όνομα λησμονώ, νομίζω δε Ερωφίλη.
Μετ’ ουδενός εξ αυτών ενθυμούμαι ομιλών την ελληνικήν. Αεί και αδιαλείπτως την γαλλικήν. Μη θέλη τις πιστεύση ότι εγίγνετο λόγω υπεροψίας. Η εκ μητρός οικογένεια ως και ο εμός πατήρ ήσαν ανεπτυγμένοι άνθρωποι. Ως εκ τούτου μεγάλης τινός γλώσσης χρείαν είχον. Επειδή δε ουκ έχομεν – ή ουκ είχομεν – κατεφεύγομεν εις την γαλλικήν.... Αξιοσημείωτόν δε είναι και τούτο, ότι ο εμός πατήρ, αφ’ ότου απώλεσεν την αυτού μητέρα, προς ην έτρεφεν αληθή λατρείαν, είρχετο καθ’ εκάστην και έλεγεν, και έχυνεν τον πόνον αυτού εν τετραδίω όπερ πάντοτε έχω και μετέφρασα μάλιστα εν τω «Δυο Αδέρφια» (κεφάλαιον Η', σ. 149 και ακολούθως, εκ της πρώτης εκδόσεως). Ήσαν δε άπαντα γραμμένα γαλλιστί! Είχον περιπέσει εις της καρδίας αυτού γλώσσαν.
Πόθεν ουν έμαθον την ελληνικήν; Είπον δε τούτο εν τίνι πεζόν εμόν άσμα. Έμαθον ταύτην εν τη ημετέρα οικία του Γαλατά ή εν τη ημετέρα εξοχική οικία εν Πριγκήπω, έμαθόν δε ταύτην υπό των υπηρετών, ποίαν δε Κύριος οίδε! Είθε να διάγωσιν καλώς αι υπηρέτριαι, αι καμαριέραι, αι πλύστραι, αι σιδερώτριαι, αι μοδίστραι, οι ιπποκόμοι, οι κηπουροί, οι μάγειρες, έτι δε και οι ξυλουργοί, διότι τότε είχομεν μεγάλην οικίαν, τοσαύτην δε ώστε τη σήμερον ουδέ μικράν έχω.
Εις αυτούς οφείλω την διδαχήν της αθανάτου ημών γλώσσης. Αφυπνίσθη εντός μου το εμόν ελληνικόν αίμα και εν διαστήματι ενός έτους ωμίλουν την αληθή, την γνησίαν, την άδολον ημετέραν ελληνικήν.
Οφείλω δε εις αυτούς και άλλον τι, έτι σημαντικότερον, σπουδαιότερον.
Ότε εγενόμην ετών δέκα και εξ δέκα και επτά νεανίας, άρτι αφιχθείς εις την Πόλιν εκ Παρισίων, επεθύμουν όπως επανείδω την παλαιάν ημών οικίαν εν Πριγκήπω.

Έρημος η δυστυχής, ακατοίκητος. Ω! Οπόσον σπαρακτικόν να ευρίσκη τις παραιτημένην οικίαν τινά, ην εγνώρισεν ζώσαν! Παιδίον ων έτρεχον επί των κλιμάκων και νυν πλέον ουδέν! Εν παράπηγμα μόνον παρακειμένως μετά κήπου. Εντός εις γέρων μετά βρακών. Καθήμενος.
Σύννους. Προσεγγίζω.

— «Γέρον, ειπέ μοι. Τίνος η οικία ταύτη;»
— «Τίνος; Ιδού, του μεγάλου του κυρίου Ιωάννου. Αλλά συ νεανίας ων, πόθεν δύνασαι να ήκουσες περί αυτού;»
— «Ήκουσα. Είπον μοι τίνες ότι είχεν εγγονόν τινά ονόματι Ιωαννίκιον. Τι απέγινεν άραγε;
— «Ο Ιωαννίκιος; Ω! Ήτο ο φίλος μου, ήτο ο εμός αυθέντης. Επήγε και είναι πλέον καθηγητής εις Παρισίους.»
— «Φευ, ουκ οκνείς; Αγνώμων τις ος εγκατέλιπεν τον τόπον αυτού και ελησμόνησεν τους οικείους του.»
— «Παύσον, παύσον, ξένε, και ουκ αρμόσσει να ομιλής τοιουτοτρόπως περί του τέκνου μου!»
— «Σταμάτιε, γέρον Σταμάτιε, φωνασκώ βροντερώς προς αυτόν, ίνα καταπνίξω τα εμά δάκρυα, Σταμάτιέ μου, ουδόλως αναγνωρίζεις με;»

Ορθούται ο Σταμάτιος, περικλείει με εν ταις αγκάλαις αυτού και θρηνεί. Θρηνώ τε και εγώ. Θρηνούμεν δ’ αμφότεροι.
Τότε εδίδαξέ με ο Σταμάτιος την αγαθότητα του Έλληνος.
Νυν δε ουδόλως ποιώ ταύτα. Δύο υπηρετρίας είχομεν εν Γαλατά, η μεν Σοφία, η δ’ ετέρα Αθηνά. Την Πόλιν δε και την Αθήνα, το Βυζάντιον και την Ελλάδα. Νυν απεκαλύπτετο ο Σταμάτιος, ο Έλλην, ο λαός ημών.
Μειράκιον ετών εξ, απήλθον το πρώτον εις Παρισίους. Κατόπιν δε μονίμως, εν ηλικία των δέκα ένδεκα, ενεγράψάν με εν τω Λυκείω της Μασσαλίας. Περί εμού επεμελείτο ο εμός θείος ο Δημήτριος Μπαζίλης, αδελφός της εμής γιαγιάς, μεθ’ ου ωμιλούμεν την ελληνικήν, ώστε είχον αποδώσει αυτώ το προσωνύμιον μπαρμπαθειός. Ως οράτε, «μαλλιαρός» ήμην και έκτοτε.
Επεμελείτο περί εμού και η γλυκεία μοι θεία, η θεία Όλια. Μετά ταύτης αείποτε την γαλλικήν! Γαλλικήν και μετά της εμής θείας Χαρικλείας Ζαφειροπούλου, ήτις συνήντα μοι άπαξ ετησίως, το πλείστον.
Περί της εμής Ελληνικής επεμελείτο ο αγαθός ο Νικοκάβουρας. Εγώ δε ανταπεδίδουν αυτώ τα περί καθαρευούσης. Λυπούμαι διά την απώλειαν τούτων, εγώ όστις ουδέ χαρτί χαρτάκιον απόλλυμι. Ημέρα τινά ερώτησα τούτον πώς δυνάμεθα λέγειν το γαλλικόν Je n’ y tiens pas, όπερ οι μικροί συμμαθηταί μοι έλεγον φύσει πολλάκις.

— «Ου περὶ πολλού ποιούμαι», απεκρίθη μοι ο άριστος άνθρωπος.

Φαίνεται δε μοι ότι αφ’ ημέρας εκείνης η σχέσις εμού μετά της καθαρευούσης εψυχράνθη.
Εν συνεχεία, ότε ήρχισα σπουδάζων εν Παρισίοις, πρώτον μεν εν Λυκείω, ύστερον δ’ εν πανεπιστημίω, ολίγον δ’ έπειτα ότε εγενόμην ο ίδιος καθηγητής, ότε ιδρύθη μοι έδρα εκ της γαλλικής κυβερνήσεως, η πρώτη επιστημονική έδρα της Νεοελληνικής εν Ευρώπη, επληροφορήθην πλέον τότε, συνέλαβον τότε τα εμά ώτα, συνέλαβεν ο εμός νους μίαν λέξιν τρομεράν, μίαν λέξιν απέραντον, μίαν λέξιν ωκεανόν, την εξέλιξιν. Εξελίσσονται τα πράγματα και αλλάσσουσιν. Αλλάσσουσιν και αι γλώσσαι. Ολίγον κατ’ ολίγον, δια λόγους ωρισμένους, θετικούς, επιστημονικούς, απαραβιάστους, ο πατήρ γίγνεται πατέρας, ο άρτος γίγνεται ψωμί.

Πατέρας, ψωμί και άλλα πλείστα όσα, ως ωμίλει ταύτα η Σοφία, ως ωμίλει ταύτα η Αθηνά, ως ωμίλει ταύτα ο γέρων Σταμάτιος, ως ωμίλει ταύτα έτι και σήμερον ο μαθητής αυτών, ο Ψυχάρης.

Ποίος, ποίος νυν εν τω υμετέρω βίω, ποίος έστι ο αντάρτης, ο λαός ή ο λογιότατος; Οι συντηρητικοί είμεθα ημείς και εγώ ειμί απάντων α συντηρητικώτερος.

Σάββατον, 31 Οκτωβρίου, 1925

ΙΩΑΝΝΗΣ Ν. ΨΥΧΑΡΗΣ


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: