Γιώργος Σεφέρης: «Τελευταίος σταθμός»

Μια ΟULIPOγράμματη μεταγραφή

ο Γ.Σ. σε «φαγιούμ» ψηφιακή απεικόνιση του Δημήτρη Καλοκύρη
ο Γ.Σ. σε «φαγιούμ» ψηφιακή απεικόνιση του Δημήτρη Καλοκύρη

Ο ποι­η­τής Γιώρ­γος Σε­φέ­ρης –αλ­λά και ο πρέ­σβης Γε­ώρ­γιος Σε­φε­ριά­δης– έδι­νε σε όσους τον πλη­σί­α­ζαν την εντύ­πω­ση αν­θρώ­που σο­βα­ρού, συ­γκρα­τη­μέ­νου και με­λαγ­χο­λι­κού, ενώ η ποί­η­σή του ήταν ποί­η­ση σκο­τει­νή, στα όρια του τρα­γι­κού. Πα­ρ’ όλα αυ­τά, όπως έχει επι­ση­μαν­θεί και αλ­λού,[1] ο ποι­η­τής εί­χε και ένα άλ­λο πρό­σω­πο, πιο αι­σθη­σια­κό και φι­λο­παίγ­μον από αυ­τό που βρί­σκου­με στον «κα­νό­να» των ποι­η­μά­των του.
Στο με­τα­θα­νά­τιο Τε­τρά­διο Γυ­μνα­σμά­των Β΄[2] (το οποίο πλέ­ον συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στα Ποι­ή­μα­τa[3]) βρί­σκου­με σα­τι­ρι­κά ποι­ή­μα­τα, καλ­λι­γρα­φή­μα­τα (α λα Απολ­λι­ναίρ), χαϊ­κού, λι­με­ρί­κια και μα­ντι­νά­δες σε κρη­τι­κό ιδί­ω­μα, ενώ κά­που ο ποι­η­τής μι­μεί­ται τη γλώσ­σα και το ύφος του Κάλ­βου. Εντύ­πω­ση ακό­μα προ­κα­λεί το ποί­η­μα-άσκη­ση «Ιν­δι­κό Πα­ρα­μύ­θι», το οποίο ο Σε­φέ­ρης έγρα­ψε ως αντί­δρα­ση για την κα­τη­γο­ρία ότι η Στρο­φή εί­ναι ποί­η­μα «που προ­σφέ­ρει μό­νο λέ­ξεις»: «Προ­σπά­θη­σα να γρά­ψω σύμ­φω­να με την ιδέα τους και δο­κί­μα­σα λέ­ξεις που μου εί­ναι ολωσ­διό­λου άγνω­στες. Τις δα­νεί­στη­κα από τον Λο­ρέν­τσο Μα­βί­λη: Μπα­χα­μπα­ρά­τα – Νά­λας και Ντα­μα­γιά­ντη, 1915, σ. 33».
Λι­με­ρί­κια βρί­σκου­με ακό­μα και στα Ποι­ή­μα­τα με ζω­γρα­φιές σε μι­κρά παι­διά,[4] ενώ η ει­κό­να του «σο­βα­ρού» κλο­νί­ζε­ται πε­ραι­τέ­ρω με τη με­τα­θα­νά­τια σα­τι­ρι­κή και «άσε­μνη» συλ­λο­γή Τα εντε­ψί­ζι­κα,[5] που δη­μο­σιεύ­τη­κε με το γνω­στό ψευ­δώ­νυ­μο Μα­θιός Πα­σχά­λης, στην οποία συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νε­ται με­τα­ξύ άλ­λων και μία αθυ­ρό­στο­μη πα­ρω­δία του Ερω­τό­κρι­του. Τέ­λος, από τη συ­ζή­τη­σή του με τον Έντμουντ Κή­λυ[6] μα­θαί­νου­με ότι πέ­ρα από το αγ­γλο­σα­ξω­νι­κό χιού­μορ (nonsense) τον δια­σκέ­δα­ζε να δια­βά­ζει έρ­γα σα­τι­ρι­κά, όπως η Ακο­λου­θία του Σπα­νού, ή πει­ρα­μα­τι­κά, όπως το Ποί­η­μα Καρ­κι­νι­κόν του ιε­ρο­μό­να­χου Αμ­βρό­σιου Πά­μπε­ρι.
Κα­τα­λα­βαί­νου­με εύ­κο­λα λοι­πόν πως το χιού­μορ, ο πει­ρα­μα­τι­σμός, αλ­λά και ο αυ­το­πε­ριο­ρι­σμός δεν ήταν ξέ­να στον Γιώρ­γο Σε­φέ­ρη ού­τε ως ανα­γνώ­στη ού­τε ως δη­μιουρ­γό ποί­η­σης. Ανα­ρω­τιέ­ται κα­νείς πώς θα έμοια­ζαν τα «σο­βα­ρά» ποι­ή­μα­τα του αν επέ­λε­γε να ακο­λου­θή­σει και σε αυ­τά αντί­στοι­χη φορ­μα­λι­στι­κή προ­σέγ­γι­ση.
Σκο­πός της άσκη­σης αυ­τής ήταν η με­τα­γρα­φή του γνω­στού ποι­ή­μα­τος Τε­λευ­ταί­ος Σταθ­μός σε λει­πο­γράμ­μα­τη εκ­δο­χή χω­ρίς το γράμ­μα «ε», κα­τά τα πρό­τυ­πα του La Disparition[7] του Ζωρζ Πε­ρέκ και των πρα­κτι­κών του Oulipo[8] γε­νι­κό­τε­ρα. Η αρ­χι­κή εκ­δο­χή του κει­μέ­νου προ­έρ­χε­ται από τον τό­μο Ποι­ή­μα­τα.[9] Έγι­νε από­πει­ρα κα­τά το δυ­να­τόν να δια­τη­ρη­θεί το νό­η­μα των αρ­χι­κών στί­χων και να μην προ­στε­θούν επι­πλέ­ον νοη­μα­τι­κές ενό­τη­τες. Τυ­χαία κα­τά τό­πους το ποί­η­μα έμει­νε άθι­κτο, συ­νο­λι­κά όμως μπο­ρεί να πει κα­νείς ότι αυ­τή η ιδιό­τυ­πη λει­πο­γράμ­μα­τη διά­λε­κτος μειώ­νει το ποί­η­μα ξε­κά­θα­ρα. Ο γρά­φων θέ­λει να ελ­πί­ζει πα­ρ’ όλα αυ­τά ότι ο Σε­φέ­ρης θα έβρι­σκε το εγ­χεί­ρη­μα δια­σκε­δα­στι­κό, αν και προ­φα­νώς κά­τι τέ­τοιο δεν θα το μά­θου­με πο­τέ.

(Το ποί­η­μα του Σε­φέ­ρη)

Τελευταίος σταθμός

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσαν.
Τ’ αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις
όπως το φέρει ο κόπος της  τελειωμένης μέρας
και βγάζεις άλλα νοήματα κι’ άλλες ελπίδες,
πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις.
Τώρα που κάθομαι άνεργος και λογαριάζω
λίγα φεγγάρια απόμειναν στη μνήμη·
νησιά, χρώμα θλιμμένης Παναγίας, αργά στη χάση
ή φεγγαρόφωτα σε πολιτείες του βοριά ρίχνοντας κάποτε
σε ταραγμένους δρόμους ποταμούς και μέλη ανθρώπων
βαρειά μια νάρκη.
Κι’ όμως χτες βράδυ εδώ, σε τούτη τη στερνή μας σκάλα
όπου προσμένουμε την ώρα της  επιστροφής μας να χαράξει
σαν ένα χρέος παλιό, μονέδα που έμεινε για χρόνια
στην κάσα ενός φιλάργυρου, και τέλος
ήρθε η στιγμή της  πλερωμής κι’ ακούγονται
νομίσματα να πέφτουν πάνω στο τραπέζι·
σε τούτο το τυρρηνικό χωριό, πίσω από τη θάλασσα του
    Σαλέρνο
πίσω από τα λιμάνια του γυρισμού, στην  άκρη
μιας φθινοπωρινής μπόρας το φεγγάρι
ξεπέρασε τα σύννεφα, και γίναν
τα σπίτια στην αντίπερα πλαγιά από σμάλτο.
Σιωπές αγαπημένες της  σελήνης.

Είναι κι’ αυτός ένας ειρμός της  σκέψης ένας τρόπος
ν’ αρχίσεις να μιλάς για πράγματα που ομολογείς
δύσκολα, σε ώρες όπου δε βαστάς, σε φίλο
που ξέφυγε κρυφά και φέρνει
μαντάτα από το σπίτι κι’ από τους συντρόφους,
και βιάζεσαι ν’ ανοίξεις την καρδιά σου
μη σε προλάβει η ξενιτειά και τον  αλλάξει.
Ερχόμαστε απ’ την Αραπιά, την Αίγυπτο την Παλαιστίνη
   τη Συρία·
το κρατίδιο
της Κομμαγηνής που ‘σβησε σαν το μικρό λυχνάρι
πολλές φορές γυρίζει στο μυαλό μας,
και πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνια
κι έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες
χωράφια για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια.
Ερχόμαστε απ’ την άμμο της έρημος απ’ τις θάλασσες του
    Πρωτέα,
ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες,
καθένας κι’ ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του.
Το βροχερό φθινόπωρο σ’ αυτή τη γούβα
κακοφορμίζει την πληγή του καθενός μας
ή αυτό που θά ‘λεγες αλλιώς, νέμεση μοίρα
ή μοναχά κακές συνήθειες, δόλο και απάτη,
ή ακόμη ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων.
Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους·
ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο·
χείλια και δάχτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος
μάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της  μέρας
και πόδια που θα τρέχανε, κι’ ας είναι τόσο κουρασμένα,
στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους.
Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο,
άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν
σαν έρθει ο θέρος
προτιμά να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι·
σαν έρθει ο θέρος
άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό
άλλοι μπερδεύουνται μες στ’ αγαθά τους,  άλλοι  ρητορεύουν.
Αλλά τα ξόρκια τ’ αγαθά τις ρητορείες,
σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τι θα τα κάνεις;
Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα;
Μην είναι αυτό που μεταδίνει τη ζωή;
Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν.

Πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα μου πεις, φίλε.
Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου
   τη σκέψη
του ανθρώπου σαν κατάντησε κι’ αυτός πραμάτεια
δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς.
Ίσως και να ‘θελε να μείνει βασιλιάς ανθρωποφάγων
ξοδεύοντας δυνάμεις που κανείς δεν αγοράζει
να σεργιανά μέσα σε κάμπους αγαπάνθων
ν’ ακούει τα τουμπελέκια κάτω απ’ το δέντρο του μπαμπού,
καθώς χορεύουν οι αυλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.
Όμως ο τόπος που τον  πελεκούν και που του καίνε σαν
    το πεύκο, και τον βλέπεις
είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια,
   νύχτες και νύχτες
είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δεί-
    χνουν οι στατιστικές,
ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν
ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα
που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση
κι αυτά καρφώνουνται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν·
ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας
λεύγες και λεύγες·
ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.
Κι’ α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει·
στάζει τη μέρα στάζει στον ύπνο
μνησιπήμων πόνος.

Να μιλήσω για ήρωες να μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης
που έφυγε μ’ ανοιχτές πληγές απ’ το νοσοκομείο
ίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη
που έσερνε το ποδάρι του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία,
ούρλιαζε ψηλαφώντας τον  πόνο μας· «Στα σκοτεινά
πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε...»
Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσουν.                                                          

Cava dei Tirreni, 5 Οκτω­βρί­ου ‘44


[ Η ΟULIPOγράμ­μα­τη με­τα­γρα­φή του ποι­ή­μα­τος ]

Ύστατος σταθμός

Λίγα τα βράδια μ’ ουράνιο δίσκο λαμπρό που αγάπησα.
Συλλαβίζοντας τ’ αλφαβητάρι των άστρων
που όπως το κρατά ο κόπος της δύσης του ηλίου
και βγάζοντας άλλα νοήματα κι άλλη προσδοκία,
πιο καθαρά πια βουτάς στο διάβασμά του.
Τώρα που κάθομαι άπραγος και λογαριάζω
λίγα λαμπρόφωτα βραδινά ουράνια σώματα θυμάμαι πια·
νησιά, χρώμα Παναγίας όλο θλίψη, αργά στη χάση
ή ακτίδα φωτός βραδινή σ’ οικισμούς του βοριά ρίχνοντας κάποια στιγμή
προς πολυτάραχους δρόμους ποταμούς και άκρα ανθρώπινα
βαριά μια νάρκη.
Κι όμως δω πριν μια βραδιά, στην ύστατή μας τούτη σκάλα
όπου κι η αναμονή της χαραυγής για την ώρα του γυρισμού μας
σαν κάποιον τόκο παλιό, νόμισμα που βρισκόταν για χρόνια
στην κάσα κάποιου φιλάργυρου, και όταν
φτασ’ η στιγμή της πληρωμής ακούγονται
νομίσματα να χτυπούν πάνω στον πάγκο·
σ’ αυτό το τυρρηνικό χωριό, πίσω από τη θάλασσα της
      Καμπανίας
πίσω από τα λιμάνια του γυρισμού, στην άκρη
μιας φθινοπωρινής μπόρας η βραδινή σφαίρα φωτός
τρυπά τους υδρατμούς τ’ ουρανού, και γίναν
τα σπίτια στην αντικρινή πλαγιά από σμάλτο.
Σιωπή αγαπητή της νυκτίας ουράνιας σφαίρας.

Όντας κι αυτό νήμα του στοχασμού σαν κάποιος τρόπος
ν’ αρχινάς να μιλάς για πράγματα που ομολογούνται
δύσκολα, σ’ ώρα αβάσταχτη, προς φίλο
κρυφό φυγά και κομιστή
μαντάτων από το σπίτι κι από τους συντρόφους,
και όλο βιασύνη θ’ ανοίξ’ η καρδιά σου σ’αυτόν
προτού τον αλλάξ’ η διαμονή σ’ αλλοδαπή γη.
Ήρθαμ’ απ’ την Αραπιά, την Αίγυπτο την Παλαιστίνη
τη Συρία·
το κρατίδιο
της Κομμαγηνής σβηστό σαν το μικρό λυχνάρι
πολύ συχνά γυρνά στο μυαλό μας,
και οικισμοί τρανοί που ζήσαν πάνω από χίλια χρόνια
και ακολούθως γίναν τόπος βοσκής για τα βουβάλια
χωράφια για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια.
Ήρθαμ’ απ’ την άμμο της ξηρής γης απ’ τη θάλασσα του
      πρωταρχικού θαλάσσιου δαίμονα,
η ψυχή στον μαρασμό από δημόσια αμαρτία,
όλοι κι από ’να αξίωμα σαν το πουλί στο κλουβί του.
Το ολόβροχο φθινόπωρο σ’ αυτή τη γούβα
μόλυνση για την πληγή ολονών μας;
ή αυτό που θα ονομαζόταν αλλιώς, τιμωρός μοίρα
ή μοναχά ήθη κακά, δόλος και απάτη,
ή ακόμη φιλοτομαρισμός για αρπαγή του αίματος των άλλων.

Χωρίς δυσκολία η τριβή του άνθρωπου στη σύρραξη·
ο άνθρωπος τόσο μαλακός, σαν μάτσο από χόρτα·
στόμα και δάχτυλα που λαχταρούν κάποιο άσπρο στήθος
μάτια που μισοσβήνουν στο λαμπύρισμα του ήλιου
και πόδια που θα βημάτιζαν τάχιστα, κι ας ήταν η κούραση τόση,
στο παραμικρό σφύριγμα του χρήματος.
Ο άνθρωπος μαλακός και διψά σαν το χόρτο,
άπληστος σαν το χόρτο, η κάθ’ απόληξή του ριζώματα που απλώνουν
στην άφιξη του σταχομαζώματος
προτιμά να σφυρίξ’ η λάμα των αγροτών στ’ άλλο χωράφι·
στην άφιξη του σταχομαζώματος
άλλοι φωνάζουν για να ξορκίσουν το δαιμονικό
άλλοι ανακατώνονται στα αγαθά τους, άλλοι βγάζουν λόγους.
Αλλά τα ξόρκια τ’ αγαθά τους λόγους,
σαν βρίσκονται οι ζωντανοί μακριά, ποια θα σου ’ν’ η χρήση τους;
Μήπως ο άνθρωπος μοιάζ’ άλλο πράγμα;
Μήπως αυτή ’ν’ η παροχή της ζωής;
Καιρός για σπορά, καιρός για συγκομιδή.

Πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα ’ν’ τα λόγια σου, αρκαντάση.
Όμως τον στοχασμό του πρόσφυγα τον στοχασμό του αιχμάλωτου
                  τον στοχασμό
του ανθρώπου σαν καταντά κι αυτός προς πώληση
η δοκιμή σου για αλλαγή του, αδύνατη.
Ίσως και να προτιμούσ’ ακόμα να ’ταν βασιλιάς ανθρωποφάγων
σπαταλώντας δύναμη που ’ναι ακόμα απούλητη
να τριγυρνά σ’ αγαπάνθων χωράφια
να γρικά τα κρουστά κάτω απ’ το φυτό του μπαμπού,
καθώς ρίχνουν χορό οι αυλικοί φορώντας πρόσωπα τρομαχτικά.
Όμως ο τόπος που τον κόβουν και που τον καιν σαν
την κουκουναριά, και τον κοιτάς
ή στο άφωτο βαγόνι, δίχως ύδωρ, τζάμια θραύσματα,
                  βράδια και βράδια
ή στο πυρίκαυστο πλοίο καθοδόν προς βύθιση καθώς το παρουσι-
                  άζουν τα στατιστικά,
τούτα ρίζωσαν στο μυαλό κι ουτ’ αλλάζουν
τούτα κάναν σπορά κονισμάτων όμοιων προς τούτα τα φυτά
που ρίχνουν τα κλωνάρια τους στα άγρια δάση
κι αυτά καρφώνουνται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν·
ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν πηδώντας
μίλια και μίλια·
σαν απάτητο δάσος φίλων θυμάτων φόνου το μυαλό μας.
Και αν τα λόγια μου ακούγονται σαν παραμύθι κι αλληγορία
ότι  τ’ ακούς πιο γλυκά ΄ναι η αιτία, κι η φρίκη
ασυζήτητη καθότι ζωντανή
καθότι αμίλητη και προχωρά·
στάζοντας στον ξύπνιο στάζοντας στον ύπνο
μνησιπήμων πόνος.

Να μιλήσω για ήρωα να μιλήσω για ήρωα: ο Μιχάλης
αναχωρώντας μ’ ανοιχτά τραύματα απ’ τους νοσοκόμους
ίσως μιλώντας για κάποιον ήρωα όταν, το βράδυ
που σούρνοντας το ποδάρι του γύρω στην αφώτιστη πόλη,
άφην’ ουρλιαχτά ψηλαφώντας τον πόνο μας· «Στο σκότος
πηγαίνοντας, στο σκότος προχωρώντας...»
Τα παλικάρια προχωρούν στο σκότος.

Λίγα τα βράδια μ’ ουράνιο δίσκο λαμπρό που αγαπώ.                                                      

Campania, 5 Οκτω­βρί­ου ’44

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: