Εκεί που συναντιέται το άφατο με το αιώνιο

Μισέλ Φάις, «Αμήν. Προσευχές στο κενό», Διηγήματα, Πατάκης 2024

Ο Φάις σε θέ­λει, με το που θα πιά­σεις το βι­βλίο του στα χέ­ρια σου, να την πα­τή­σεις και να κολ­λή­σεις στην αρ­χι­κή φρά­ση «Κά­ποιες στιγ­μές νιώ­θεις ότι πε­θαί­νεις στη θέ­ση ενός άλ­λου» και στην κα­τα­κλεί­δα «Αμήν» κά­θε φο­ρά, έτσι που εμ­φα­νί­ζο­νται στε­ρε­ό­τυ­πα σε κα­θέ­να από τα 87 κεί­με­να στο βι­βλίο του, τις «ιστο­ρί­ες» όπως ονο­μά­ζο­νται από τον συγ­γρα­φέα.

Λες και μας ζη­τά­ει, μας εκλι­πα­ρεί να τη λά­βου­με αυ­τή τη δο­μή, αυ­τό το σχή­μα, σο­βα­ρά υπό­ψη μας για να μην πα­ρα­συρ­θού­με από τη μια με­τά την άλ­λη ει­κό­να, κα­θώς ανα­με­τριό­μα­στε με μι­κρό­τε­ρα και με­γα­λύ­τε­ρα κεί­με­να. Θέ­λο­ντας να μας επι­βά­λει ένα ρυθ­μό, τον ρυθ­μό ενός θρή­νου. Έτσι μοιά­ζει να μας σπρώ­χνει στο να ξε­χά­σου­με όχι μό­νο την αλ­λη­λου­χία τους, αλ­λά το πε­ριε­χό­με­νό τους, το τι δεί­χνε­ται και τι κρύ­βε­ται, το κυ­νή­γι των υπο­νο­ου­μέ­νων. Δεί­χνο­ντας ότι εδώ κα­νείς τα βρί­σκει όλα και τί­πο­τα: όσα ονο­μά­ζει ο ίδιος, κά­τι ανά­με­σα σε «ημε­ρο­λό­γιο, αφο­ρι­σμό και όνει­ρο». Κι ας τα λέ­ει «προ­σευ­χές στο κε­νό». Στο κε­νό ΤΟΥ. Πα­ρι­στά­με­νος ενώ­πιόν μας και δη­λώ­νο­ντας στε­γνά: «Ιδού εγώ».

Για όσους εί­ναι ψυλ­λια­σμέ­νοι, κι όχι αδρα­νείς ανα­γνώ­στες, έρ­μαια, για εκεί­νους που έχουν άλ­λο­τε δει­νο­πα­θή­σει ψά­χνο­ντας στους μαιάν­δρους της φα­ντα­σί­ας του Φάις, αυ­τά έτσι κι αλ­λιώς εί­ναι προ­πε­τά­σμα­τα κα­πνού: όσο πας να τα πε­ρι­γρά­ψεις, να πεις τι εί­ναι το κα­θέ­να, να ψά­ξεις για τα δή­θεν πιο αντι­προ­σω­πευ­τι­κά, για το δή­θεν νό­η­μα που κρύ­βει η δια­δο­χή τους, εκεί­νος σε κο­ροϊ­δεύ­ει χω­ρίς να κρύ­βε­ται και με­τά, σου ξε­φουρ­νί­ζει ανε­λέ­η­τα άλ­λο ένα κι άλ­λο ένα. Οι 87 ιστο­ρί­ες δεν εί­ναι 87, εί­ναι άπει­ρες κα­θώς ού­τε αρ­χί­ζουν κά­που ού­τε οδη­γούν κά­που. Εί­ναι σαν φα­κός μά­κρο φω­το­γρα­φι­κής μη­χα­νής, που εστιά­ζει οπου­δή­πο­τε θες κα­ταρ­γώ­ντας τις πραγ­μα­τι­κές απο­στά­σεις, φέρ­νο­ντας τα πί­σω μπρος. Ό,τι νο­μί­ζεις εξο­μο­λό­γη­ση εί­ναι κα­τά­φω­ρο ψέ­μα κι ό,τι δια­βά­ζε­ται φτια­χτό εί­ναι σπα­ρα­κτι­κή αλή­θεια.

Εκεί­νο που υπο­τί­θε­ται υπάρ­χει, το ψα­χνό, «ανά­με­σα στο αμήν και το αμήν» όπως λέ­ει ο ίδιος, έχει εξα­ε­ρω­θεί, εί­ναι χω­ρίς ση­μα­σία, κα­θώς εκεί­νο που με­τρά­ει εί­ναι ό,τι νο­μί­ζεις πως εί­ναι σκέ­το σχή­μα λό­γου – αμήν, αμήν, αμήν, επα­να­λαμ­βα­νό­με­νο, ένα τυ­φλό σύν­θη­μα. Κι αφού πε­ρά­σεις 145 σε­λί­δες με όλα αυ­τά τα μουρ­μου­ρη­τά, φτά­νεις στο υπο­τι­θέ­με­νο τέ­λος, κι εκεί σου προ­σφέ­ρει ένα ακό­μα άχρη­στο κλει­δί, τέσ­σε­ρις ομό­η­χες λέ­ξεις του «Αμήν», που ξαφ­νι­κά σε ρί­χνουν στα βρά­χια μιας ακα­τά­λη­πτης προ­σευ­χής: «αξιό­πι­στος, εγκρί­νω, πί­στη, πι­στεύω». Εδώ στέ­κε­σαι κοι­τά­ζο­ντας την τα­μπέ­λα ΑΔΙΕ­ΞΟ­ΔΟ.

Εκτός από μια ελά­χι­στη σχι­σμή. Την «κα­τά Μάρ­κον» δι­ή­γη­ση, βα­σι­σμέ­νη στη μα­γι­κή πα­ρου­σία ενός νέ­ου χα­ρα­κτή­ρα στον θί­α­σο του Φάις, σαν μια μι­κρο­σκο­πι­κή οπτα­σία από το που­θε­νά. Ο Μάρ­κος φθέγ­γε­ται, θυ­μί­ζο­ντας άλ­λες εξί­σου θαυ­μα­τουρ­γές πα­ρου­σί­ες, πλημ­μυ­ρι­σμέ­νες στο φως.

Ύστε­ρα υπάρ­χει η λέ­ξη «ξόρ­κι» χα­μέ­νη μέ­σα στο βι­βλίο, νο­μί­ζω για μια μό­λις φο­ρά. Αρ­κε­τή όμως για να με­τρή­σει σαν το ση­μά­δι εκεί­νου που ψά­χνου­με. Που εί­ναι ο ρυθ­μός, η χρο­νι­κή επα­νά­λη­ψη, που από μό­νη της αρ­κεί ως νό­η­μα. Και τί­πο­τε άλ­λο.

Η Πα­λαιά Δια­θή­κη δια­σώ­ζει άπει­ρους δια­λό­γους με τον θεό, που εξί­σου στη­ρί­ζο­νται στην άγια αυ­τή επα­νά­λη­ψη. Ο άγριος και τι­μω­ρός εκεί­νος, ο αυ­θε­ντι­κός θε­ός, δεν χά­νει ευ­και­ρία να υπεν­θυ­μί­σει στους πι­στούς του ότι εί­ναι ο ένας και μο­να­δι­κός, που τους προ­στα­τεύ­ει και τους κα­θο­δη­γεί. «Ἐγώ εἰμί ὁ ἀνα­βι­βά­σας ὑμᾶς ἐξ Αἰγύ­πτου καὶ ἐξή­γα­γον ὑμᾶς ἐξ οὄκου δου­λεί­ας καὶ ἐξει­λά­μην ὑμᾶς ἐκ χειρὸς Αἰγύ­πτου καὶ ἐκ χειρὸς πά­ντων τῶν θλι­βό­ντων ὑμᾶς …» [Κρι­ταί, 6 8-10] Οι επα­να­λη­πτι­κές αυ­τές δη­λώ­σεις του, που κά­πο­τε παίρ­νουν μορ­φή ρη­το­ρι­κής ερώ­τη­σης (Λέ­ει συ­χνά: «Δεν εί­μαι εγώ που σας έβγα­λα από την Αί­γυ­πτο;») , εί­ναι ένα μο­τί­βο. Όπως εξαγ­γέλ­λε­ται ο κά­θε ηθο­ποιός που βγαί­νει στη σκη­νή με ένα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τρα­γού­δι, θυ­μη­θεί­τε τον Κα­ρα­γκιό­ζη. Αυ­τές όμως οι φρά­σεις εί­ναι μα­γι­κές, για­τί θέ­λουν να εί­ναι απο­τρε­πτι­κές: ν’ απο­φύ­γουν πει­ρα­σμούς και κιν­δύ­νους. Ο θε­ός συ­μπά­σχει με τον λαό του, κι οι φο­βέ­ρες του κρύ­βουν την άφα­τη αγω­νία του.

Έρ­χο­νται στιγ­μές όπου ο Φάις κά­νει τον γε­λω­το­ποιό, λες κι εί­ναι μια φάρ­σα. Κά­νει γκρι­μά­τσες, δεν γε­λά­ει όμως. Έχει πα­ρα­συρ­θεί από αυ­τό τον ρυθ­μό, επι­τε­λεί ένα εκ­στα­τι­κό χο­ρό που δεν δια­κό­πτε­ται πο­τέ. Κά­τι σαν τον παλ­μό στις φλέ­βες που διώ­χνει το αί­μα ξα­νά και ξα­νά. Δεν εί­ναι μό­νος του, χο­ρεύ­ει ανά­με­σα στους άλ­λους πι­στούς, μέ­ρος μιας κοι­νό­τη­τας που κι­νού­νται μη­χα­νι­κά σε σχη­μα­τι­σμούς προ­δια­γραμ­μέ­νους, μουρ­μου­ρώ­ντας, βγά­ζο­ντας κά­ποιους ήχους, ίσως ψέλ­νο­ντας, και κα­τα­λή­γο­ντας με την επω­δό «Αμήν» και ξα­νά «Αμήν», «Αμήν». Ο ρυθ­μός εί­ναι ανε­λέ­η­τος, τα σχή­μα­τα με­ταλ­λάσ­σο­νται στα­δια­κά, υπάρ­χει μια αρ­μο­νι­κή έντα­ση και μια δια­δο­χή χα­λα­ρω­τι­κών εν­διά­με­σων ση­μεί­ων.

Ας θυ­μη­θού­με τα συ­νε­χή μι­κρά βή­μα­τα πά­νω στα κάρ­βου­να των δι­κών μας Ανα­στε­νά­ρη­δων με τις ει­κό­νες των αγί­ων στα χέ­ρια και το θο­λό βλέμ­μα. Όπως κι εκεί­νους τους άπει­ρους άλ­λους χο­ρευ­τές στον κό­σμο, με τα ίδια γυ­μνά πέλ­μα­τα, την ίδια υπνω­τι­κή μου­σι­κή. Ή τους στρο­βι­λι­σμούς άλ­λων – των Περ­σι­κών Σού­φι. Πά­ντα με την ίδια μέ­θο­δο, το φτά­σι­μο στην έκ­στα­ση με ερ­γα­λείο την επα­νά­λη­ψη. Σε πιο εξευ­γε­νι­σμέ­νη μορ­φή, μου­σι­κά έρ­γα όπως το “Shaker Loops” του Charles Ives ή του John Adams. Εκεί που συ­να­ντιέ­ται το άφα­το με το αιώ­νιο. Ή εκεί­νο που ο Φάις ονο­μά­ζει «κό­βουν και ρά­βουν» στην πλά­τη του βι­βλί­ου του. Πά­λι καγ­χά­ζο­ντας, για να παίρ­νει θάρ­ρος.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: