Ρήξεις και ψυχικά ρήγματα μοναξιάς

Ρήξεις και ψυχικά ρήγματα μοναξιάς

Χρύσα Φάντη, «Οδός Ευτυχίδου», Σμίλη 2023

Στην Οδό Ευ­τυ­χί­δου της Χρύ­σας Φά­ντη πρυ­τα­νεύ­ει η εγκε­φα­λι­κή δρά­ση, ο πο­λύ­πλευ­ρος σχο­λια­σμός λό­γων και γε­γο­νό­των με εκλε­πτυ­σμέ­νο τρό­πο και δια­κρι­τι­κό­τη­τα. Ο ήρω­ας/αφη­γη­τής ρυθ­μί­ζει την εξέ­λι­ξη της πλο­κής και μας ει­σά­γει, σε συν­δυα­σμό με την πε­ρί­πλο­κη ανα­δρο­μι­κή κα­τα­γρα­φή των κε­ντρι­κών γε­γο­νό­των, σε μια ενιαία ει­κό­να ανό­μοιων κα­τα­στά­σε­ων, μια ατμό­σφαι­ρα ελα­στι­κής συ­νο­χής, συμ­με­το­χι­κού μυ­στη­ρί­ου και εσω­τε­ρι­κού δια­λό­γου. Δια­λε­γό­με­νος με τον πα­ρό­ντα και πρω­ι­μό­τε­ρο εαυ­τό του σε δεύ­τε­ρο ενι­κό πρό­σω­πο, απο­κα­λύ­πτει τη με­τέ­ω­ρη, αμ­φι­τα­λα­ντευό­με­νη σκέ­ψη του που δεν απο­κρυ­σταλ­λώ­νε­ται αυ­το­νό­η­τα, δεν κα­τα­λή­γει σε κά­ποια ορι­στι­κή θέ­ση, επει­δή θέ­ση του εί­ναι η άρ­ση και η θέ­ση, η από­κρυ­ψη και η απο­κά­λυ­ψη που προ­κύ­πτει ως απο­τέ­λε­σμα του τρό­που ζω­ής του και των κιν­δύ­νων που υπο­κρύ­πτο­νται στις πτυ­χές της. Στα κα­θέ­κα­στα του βι­βλί­ου υπάρ­χει μια δια­δο­χι­κή αλ­λη­λου­χία του βέ­βαιου με το αβέ­βαιο, των όψε­ων του πραγ­μα­τι­κού που δεί­χνει φα­ντα­στι­κό και του φα­ντα­στι­κού που μπο­ρεί να θε­ω­ρη­θεί πραγ­μα­τι­κό, ιδω­μέ­νων με εξα­ντλη­τι­κή σφαι­ρι­κό­τη­τα. Κα­τα­γρά­φο­νται συν­θέ­σεις και ανα­συν­θέ­σεις της ίδιας εκ­δο­χής που κα­λύ­πτουν τα πά­σης φύ­σε­ως εν­δε­χό­με­να. Ενώ ο αφη­γη­τής πα­ρα­κο­λου­θεί μέ­σα από την προ­σω­πι­κή αλ­λη­λο­γρα­φία τον ει­κο­σά­χρο­νο πα­τέ­ρα του, προ­κει­μέ­νου να απο­σα­φη­νί­σει και να κα­τα­νο­ή­σει τον χα­ρα­κτή­ρα και τις συ­μπε­ρι­φο­ρές του, ταυ­τί­ζε­ται με τις σκέ­ψεις του, και ζει με τη φα­ντα­σία του τη δι­πλή επο­χή τού πριν και του τώ­ρα, δρα συ­μπλη­ρω­μα­τι­κά, προ­σθέ­το­ντας από­κο­σμες ει­κό­νες, σκο­τει­νά, σου­ρε­α­λι­στι­κά όνει­ρα, ατό­φιες ποι­η­τι­κές δη­μιουρ­γί­ες* και φτά­νει μέ­χρι το ση­μείο να βιώ­νει κυ­ριαρ­χι­κά και να με­τα­τρέ­πει σε μο­να­ξιά την πε­ρι­πέ­τεια του γεν­νή­το­ρά του κα­τά την πε­ρί­ο­δο της εμ­φυ­λια­κής δια­μά­χης και της αμέ­σως επό­με­νης δε­κα­ε­τί­ας του 1950 στην Ελ­λά­δα.
Ο μύ­θος ανα­φέ­ρε­ται στα πε­πραγ­μέ­να μιας αστι­κής οι­κο­γέ­νειας, αρ­χής γε­νο­μέ­νης από τα τέ­λη του 19ου αιώ­να μέ­χρι την σύγ­χρο­νη επο­χή, όπως κα­τα­γρά­φο­νται από τον τε­λευ­ταίο γό­νο της και αφη­γη­τή στην προ­σπά­θειά του να επι­κοι­νω­νή­σει πρω­τί­στως με τον πα­τέ­ρα του και δευ­τε­ρευό­ντως με τους υπό­λοι­πους συγ­γε­νείς του, αλ­λά και στην από­πει­ρα να εξι­σορ­ρο­πή­σει με τον εαυ­τό του.
Η εναλ­λάξ πε­ρι­γρα­φή και αντι­πα­ρα­βο­λή της εμ­φυ­λια­κής πε­ριό­δου –από τη «λευ­κή τρο­μο­κρα­τία» του 1944 και με­τά– με την επο­χή μας ανα­δει­κνύ­ει δυο κό­σμους με λί­γες ομοιό­τη­τες και πολ­λές δια­φο­ρές, εξαι­τί­ας της χρο­νι­κής από­στα­σης και του κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κού πλαι­σί­ου που τους ορί­ζει. Η τε­λευ­ταία πε­ρί­ο­δος του εμ­φυ­λί­ου, το κα­λο­καί­ρι του 1949 και η πρώ­τη με­τεμ­φυ­λια­κή, πε­ρι­γρά­φο­νται με σπου­δή και με­τριο­πα­θές ύφος. Από την προ­σω­πι­κή πε­ρι­πέ­τεια και τη πε­ριρ­ρέ­ου­σα ατμό­σφαι­ρα δεν προ­βάλ­λουν εμ­φα­τι­κά οι κα­κου­χί­ες των εμπό­λε­μων και οι φρι­κα­λε­ό­τη­τες του πο­λέ­μου, επει­δή «υπάρ­χουν πολ­λοί τρό­ποι να αφη­γη­θεί κα­νείς έναν πό­λε­μο, αλ­λά από αυ­τούς κα­νέ­νας δεν θα τον ωφε­λή­σει» [σ. 307]. Ωστό­σο, στο σκη­νι­κό του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος λαμ­βά­νε­ται σο­βα­ρά υπό­ψη η ορ­θή δια­χεί­ρι­ση μι­κρο­γε­γο­νό­των και λε­πτο­με­ρειών της Ιστο­ρί­ας. Εί­ναι βέ­βαιο ότι η μα­τιά του ιστο­ρι­κού θα θε­ω­ρή­σει ση­μα­ντι­κές τις ανα­φο­ρές της Φά­ντη στα γε­γο­νό­τα εκεί­νης της πε­ριό­δου που στο κε­φά­λαιο «Ση­μειώ­σεις και ανά­λε­κτα» επε­ξη­γού­νται και τεκ­μη­ριώ­νο­νται ως πι­κρές, πραγ­μα­τι­κές αν­θρώ­πι­νες ιστο­ρί­ες.
Η πλη­θω­ρι­κή, διά­σπαρ­τη στο μυ­θι­στό­ρη­μα, χρή­ση του όρου «ρωγ­μή/ρήγ­μα/ρή­ξη» (τρύ­πα, άδεια χο­ά­νη, «κομ­μά­τια σώ­μα­τος που προ­σπα­θούν να πε­ρά­σουν από μια χα­ρα­μά­δα», σ. 362) υπο­δη­λώ­νει και την ευ­ρύ­τε­ρη ρή­ξη. Ρή­ξη με τη συμ­βα­τι­κό­τη­τα της γρα­φής, ρή­ξη με τους αφη­γη­μα­τι­κούς κα­νό­νες, ρή­ξη ανά­με­σα στους ήρω­ες της αφή­γη­σης, ρωγ­μές μνή­μης και φα­ντα­σί­ας στην ψυ­χή του αφη­γη­τή. Πρό­κει­ται για το­μές, ανε­παί­σθη­τες πα­γί­δες, που οδη­γούν σε ένα υπο­κο­σμι­κό πε­ρι­βάλ­λον, σκο­τει­νό, σε ένα ημί­φως επα­να­λαμ­βα­νό­με­νων ση­μαι­νό­ντων και ση­μαι­νο­μέ­νων, ού­τως ώστε ο τό­σο σπου­δαί­ος στην αφη­γη­μα­τι­κή ροή χρό­νος να χρη­σι­μο­ποιεί­ται ως δευ­τε­ρεύ­ον στοι­χείο της πλο­κής, εκεί όπου οι αντι­φά­σεις του εύ­θραυ­στου αφη­γη­τή/ήρωα οι­κο­δο­μού­νται με πα­λαι­ι­κές φω­το­γρα­φί­ες, τή­ρη­ση λε­πτο­με­ρούς ημε­ρο­λο­γί­ου και ανα­δρο­μι­κής μνή­μης, και πλαι­σιώ­νο­νται από ση­μα­δια­κά όνει­ρα. Ένας χρό­νος που στην ου­σία εί­ναι άχρο­νος και συν­θλί­βε­ται από τις ακα­ριαί­ες με­τα­κι­νή­σεις στο χώ­ρο και τις κλυ­δω­νι­ζό­με­νες από κα­τα­πί­ε­ση και επα­να­στα­τι­κό­τη­τα συ­μπε­ρι­φο­ρές.
Πα­ρά την έντο­νη πα­ρου­σία του ιστο­ρι­κού πλαι­σί­ου, ο έρω­τας δο­νεί και δο­μεί τις εξε­λί­ξεις: όταν τον παι­δι­κό έρω­τα για τη φυ­σι­κή ομορ­φιά δια­δέ­χε­ται ο εφη­βι­κός, ανεκ­πλή­ρω­τος έρω­τας, με δε­σπό­ζου­σα τη «ρωγ­μή» του αι­δοί­ου, για τη με­ρι­κά χρό­νια με­γα­λύ­τε­ρη εξα­δέλ­φη του αφη­γη­τή Πέ­τρου· όταν, στη συ­νέ­χεια, με­τα­το­πί­ζε­ται στον εξό­ρι­στο στην Ικα­ρία πα­τέ­ρα προς τη μη­τέ­ρα του, εκεί όπου το ερω­τι­κό δρά­μα δια­σταυ­ρώ­νε­ται με την ιστο­ρι­κή συ­γκυ­ρία από την οποία επη­ρε­ά­ζε­ται δρα­στι­κά· όταν εκ­δη­λώ­νο­νται έντο­να συ­ναι­σθή­μα­τα ερω­τι­κής έλ­λει­ψης, ανά­μι­κτης με ερω­τι­κό οί­στρο, προ­σή­λω­ση και αγά­πη και συ­νε­χί­ζο­νται κα­τά τη στρα­τιω­τι­κή θη­τεία του πα­τέ­ρα, ο οποί­ος επι­βιώ­νει σχε­δόν ανε­μπό­δι­στα εν μέ­σω εμ­φυ­λί­ου πο­λέ­μου και έκρυθ­μης πρώ­της με­τεμ­φυ­λια­κής πε­ριό­δου χά­ρη στην τύ­χη και τη «φρό­νι­μη» δια­χεί­ρι­ση των δο­θέ­ντων ευ­και­ριών.
Η κα­τά κυ­μα­τι­σμούς επι­στρο­φή στο ορι­στι­κό πα­ρόν προ­σο­μοιά­ζει με πέ­ρα­σμα, με στε­νω­πό (άλ­λου εί­δους ρωγ­μή) που οδη­γεί στη φθο­ρά, στα αδιέ­ξο­δα. Το αστι­κό το­πίο με τις γνω­στές του δή­θεν ανα­πλά­σεις και τα πο­λε­ο­δο­μι­κά τε­ρα­τουρ­γή­μα­τα, οι άστε­γοι, τα σκου­πί­δια στους δρό­μους, τα ενοι­κια­στή­ρια, τα κλει­στά μα­γα­ζιά, το σύ­ντο­μο αλ­λά πι­κρό­χο­λο σχό­λιο του αφη­γη­τή για την αμ­φι­λε­γό­με­νη σε πολ­λές πε­ρι­πτώ­σεις ζω­ο­φι­λία σε αντί­στι­ξη με τα πα­λιά αρ­χο­ντι­κά που θυ­μί­ζουν αλ­λά δεν εί­ναι συμ­βα­τά με το πε­ρι­βάλ­λον τους, δια­γρά­φουν το γνω­στό συ­νον­θύ­λευ­μα της ση­με­ρι­νής Αθή­νας.
Γε­νι­κώς, ο αφη­γη­τής συ­νο­μι­λεί με τον εαυ­τό του προ­σπα­θώ­ντας να κα­τα­λά­βει τα βα­θύ­τε­ρα κί­νη­τρα που οδή­γη­σαν τον πα­τέ­ρα του να επι­λέ­ξει τον συ­γκε­κρι­μέ­νο τρό­πο ζω­ής. Συ­μπε­ρι­φε­ρό­με­νος σαν κα­τα­γρα­φέ­ας πα­ρα­θέ­τει τις σκέ­ψεις του και στη συ­νέ­χεια τις επε­ξερ­γά­ζε­ται κρι­τι­κά σε μια ατέρ­μο­νη προ­σπά­θεια να δια­σχί­σει τη ρωγ­μή του χρό­νου, των γε­γο­νό­των και των συ­μπε­ρι­φο­ρών (σι­σύ­φειος αγώ­νας), για να κα­τα­λή­ξει σε προ­σω­πι­κές απο­τι­μή­σεις με­λαγ­χο­λί­ας, αφού αδυ­να­τεί να απα­γκι­στρω­θεί από την κυ­νι­κή απο­στρο­φή στα πε­πραγ­μέ­να της ζω­ής του που τον οδη­γεί στην εξέ­τα­ση, επα­νε­ξέ­τα­ση και επα­νεγ­γρα­φή των ανού­σιων, εντέ­λει, επι­λο­γών του και λει­τουρ­γεί ως έναυ­σμα για την προ­σή­λω­σή του στις οι­κεί­ες ζω­ές που έφυ­γαν χω­ρίς να τις ανα­γνω­ρί­σει ολο­κλη­ρω­τι­κά. Πρό­κει­ται για αφη­γη­τή/ήρωα που, ενώ ζει στο ανορ­γά­νω­το χω­ρι­κά αστι­κό το­πίο της γει­το­νιάς που με­γά­λω­σε και εί­ναι κυ­ρί­αρ­χος των εξε­λί­ξε­ων και της πλο­κής, εί­ναι αδύ­να­το να σχη­μα­το­ποι­ή­σου­με ένα απτό, ολο­κλη­ρω­μέ­νο προ­φίλ του. Πα­ρα­μέ­νει ένας γνω­στός άγνω­στος μέ­χρι το τέ­λος, που ανα­γνω­ρί­ζε­ται από τα συμ­φρα­ζό­με­να, την ελ­λει­πτι­κή σκια­γρά­φη­ση του χα­ρα­κτή­ρα του και όχι από την επαγ­γελ­μα­τι­κή και κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κή δρά­ση του. Συ­χνά τη στιγ­μή που γρά­φει διε­ρω­τά­ται δι­χα­σμέ­νος πώς μπο­ρεί να συ­μπλη­ρώ­σει τα κε­νά και τα ερω­τή­μα­τα που ανα­κύ­πτουν από την πα­τρι­κή εξο­μο­λό­γη­ση και την ανί­χνευ­ση των απο­τυ­πω­μά­των της ζω­ής του και πώς τα απο­τυ­πώ­μα­τα του πα­τέ­ρα έχουν επη­ρε­ά­σει τη ψυ­χο­σύν­θε­σή του.
Στο τέ­λος ανα­ρω­τιό­μα­στε, τι ήταν η Οδός Ευ­τυ­χί­δου; Ο έρω­τας; Η Ιστο­ρία ως συλ­λο­γι­κή μνή­μη; Τα αλ­λε­πάλ­λη­λα ρήγ­μα­τα; Η αμ­φι­θυ­μι­κή προ­διά­θε­ση και η «γλυ­κό­πι­κρη νο­σταλ­γία» του αφη­γη­τή που συ­ντά­ρα­ξε το ανα­γνω­στι­κό μας συ­ναί­σθη­μα; Ή ήταν η ανα­τρι­χια­στι­κή σκο­τει­νό­τη­τα της μα­ταιό­τη­τας ενός υπε­ρή­λι­κα; Ασφα­λώς όλα μα­ζί κά­τω από την ομπρέ­λα μιας δη­μιουρ­γι­κής, άλ­λο­τε ποι­η­τι­κής/ονει­ρι­κής και άλ­λο­τε δο­κι­μια­κής, αφη­γη­μα­τι­κής πρό­κλη­σης, η οποία μας υπο­χρε­ώ­νει να ανα­στο­χα­στού­με πως η ευ­τυ­χία δεν δια­σφα­λί­ζε­ται ού­τε με ονο­μα­τι­κές συμ­βά­σεις, ού­τε με μνη­μο­νι­κές ανα­χα­ρά­ξεις και κα­τα­φυ­γές.



*Σελ. 344: «Δυο άντρες σε ένα κλει­στό υπο­φω­τι­σμέ­νο δω­μά­τιο παί­ζου­με σκά­κι. Αυ­τός που κά­θε­ται με γυ­ρι­σμέ­νη πλά­τη έχει κερ­δί­σει την πρώ­τη παρ­τί­δα, τώ­ρα όμως παί­ζει βα­ρύ­θυ­μα, δεν σκέ­φτε­ται τις κι­νή­σεις του, με απο­τέ­λε­σμα να χά­νει εξα­κο­λου­θη­τι­κά. Ένας τρί­τος πα­ρεμ­βαί­νει, παίρ­νει το μέ­ρος του χα­μέ­νου και κά­τι του ψι­θυ­ρί­ζει, αλ­λά κα­τά πε­ρί­ερ­γο τρό­πο αυ­τά που του λέ­ει φτά­νουν μό­νο στ’ αυ­τιά του αντι­πά­λου του. από κά­που μπαί­νει ένα ελα­φρύ αε­ρά­κι. Το φως δυ­να­μώ­νει. Ένα κο­ρί­τσι δια­σχί­ζει το δω­μά­τιο και, μό­λις φτά­νει στον απέ­να­ντι τοί­χο, ο τοί­χος ρα­γί­ζει [ρωγ­μή…]. Η σκιά του χα­μέ­νου γί­νε­ται ένας μι­κρός σω­ρός σκό­νης στα πό­δια της. Ένα που­λί κε­λαη­δά και κά­τι άσπρα αν­θά­κια προ­σγειώ­νο­νται στη σκα­κιέ­ρα». Κι ύστε­ρα; Ύστε­ρα τί­πο­τα.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: