Πάθη και παθήματα συγγραφέων

Πάθη και παθήματα συγγραφέων

Ηρώ Νικοπούλου, «Ηρώ Νικολοπούλου (και άλλες συντεχνιακές ιστορίες)», Γαβριηλίδης 2019

Η Ηρώ Νικοπούλου με το τελευταίο καλαίσθητο βιβλίο της Ηρώ Νικολοπούλου (και άλλες συντεχνιακές ιστορίες), καταθέτει τέσσερα αφηγήματα από τον κόσμο της συγγραφής και της ηλεκτρονικής τυπογραφίας, χρησιμοποιώντας ως ήρωες τον εαυτό της και συγκεκριμένους ή φανταστικούς συνοδοιπόρους της στον χώρο της τέχνης του λόγου, οι οποίοι κινούνται και δρουν στο αστικό περιβάλλον της Αθήνας. Τα πάθη των ηρώων αυτών είναι οι περιπέτειες των συγγραφέων και η αγωνία τους για την καλυτέρευση και την αποδοχή της δουλειάς τους από την κριτική. Οι επιλογές τους, πολλές φορές καταναγκαστικές, δημιουργούν πρόσφορο έδαφος για μακρά συζήτηση γύρω από τους κανόνες που πρέπει να ισχύουν στη συναπόδοση/συνύφανση της πραγματικότητας με τη μυθοπλασία στην αρμολόγηση της πλοκής και στο πώς η τελευταία μπορεί να ανοίξει πανιά, ώστε μια απλή καθημερινή ιστορία να μετατραπεί σε υπόθεση εργασίας με πολλές αναγνωστικές προσεγγίσεις.
Για να πραγματωθεί ο αντικειμενικός στόχος του βιβλίου, εξαίρεται με επιλεγμένα αποσπάσματα η ποιότητα της ποίησης ενός πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα, αποδίδεται με ρεαλισμό η εικόνα μιας λογοτεχνικής βραδιάς όπου παρουσιάζεται το έργο αυτού του συγγραφέα, φωτογραφίζεται το ακροατήριο και ο χώρος της παρουσίασης, επιστρατεύονται οι συμπεριφορές των ομοτέχνων, περιγράφονται οι ενδυματολογικές συνήθειες των σημερινών νέων. Επίσης, αναφέρεται ακροθιγώς στο πώς επηρεάζεται ο ήρωας συγγραφέας από το έργο του ομότεχνου και έμμεσα υποδεικνύεται ποιος είναι ο αρμόζων ρόλος του παλιότερου έμπειρου δημιουργού απέναντι στη δουλειά του πρωτοπαρουσιαζόμενου στα γράμματα συναδέλφου.
Ένα μεγάλο ζήτημα που η Νικοπούλου θέτει για συζήτηση είναι το κατά πόσο ο συγγραφέας πρέπει να υπακούει στον εαυτό του και να είναι αληθινός ή να ακολουθεί το ρεύμα και να υποτάσσεται στο συρμό, στις επιθυμίες του αναγνωστικού κοινού με βάση τις πωλήσεις των βιβλίων του. Για να αισθητοποιήσει παραδειγματικά την άποψή της, στην οποία διαχωρίζει την ποιότητα από τη φήμη και την εκδοτική επιτυχία, εκτίθεται ενυπογράφως η ίδια, φέροντας στο προσκήνιο το μπέρδεμα του επωνύμου της, σε μια φαινομενικά ευχάριστη ιστορία, με επικρατούν στοιχείο το χιούμορ. Κατά βάθος η Νικοπούλου εκφράζει την απογοήτευσή της για τη χειραγώγηση των συγγραφέων από τις απαιτήσεις του εκδοτικού κυκλώματος, το οποίο τους υποχρεώνει να εγκαταλείψουν το δημιουργικό τους ένστικτο, με αποτέλεσμα, προκειμένου να επιβιώσουν, ενώ νιώθουν ότι προδίδουν τον εαυτό τους και την τέχνη, να υποτάσσονται μοιρολατρικά στις προτιμήσεις της αγοράς και των πωλήσεων. Γι’ αυτό «[Η συγγραφέας] Όσο κατοχυρωνόταν στη συνείδηση των άλλων, τόσο έχανε στη δική της, όλο και πιο ξένη στο ρόλο της, στα κείμενά της» γινόταν.
Στις αφηγήσεις της Νικοπούλου παρατηρεί κανείς ότι οι αυτοβιογραφικές αναφορές είναι κάτι περισσότερο από απλή βιογραφία, οι εμπειρίες της δεν καταγράφονται για να αποκαλυφθούν κάποιες πτυχές της προσωπικότητάς της. Οι γενικευτικές αναγωγές είναι αυτονόητες και οδηγούν τη σκέψη πολλών συγγραφέων στον πυρήνα του προβλήματος, όπου αναστέλλεται βάναυσα η εξέλιξη στην τέχνη της γραφής. Επιπροσθέτως, οι αναγωγές αυτές επιτρέπουν στο αναγνωστικό κοινό να γίνει κοινωνός των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν και της απώλειας που νιώθουν οι συγγραφείς, όταν υποχρεώνονται να αποκλίνουν και να «προδίδουν» τα καλλιτεχνικά τους πιστεύω, γράφοντας καθ’ υπόδειξη.
Η δεκαετία της κρίσης σε συνδυασμό με την εισβολή της ηλεκτρονικής ενημέρωσης και του τρόπου έκφρασης και επικοινωνίας σε όλους τους τομείς όπου πρωτοστατούσε το έντυπο, περιόρισαν την κίνηση και του λογοτεχνικού βιβλίου. Η αναταραχή, που δημιουργήθηκε μέσα στην ευρύτερη κρίση, επέφερε σύγχυση και χάος. Ο κόσμος της τέχνης δέχτηκε καίρια πλήγματα, αφού οι προτεραιότητες της μεσαίας και κατώτερης κοινωνικής τάξης μετατοπίστηκαν στην κάλυψη των βιοτικών αναγκών της. Απαντητικά μηνύματα εκδοτών όπως το επόμενο υπήρξαν χιλιάδες για βιβλία που υπό κανονικές συνθήκες έπρεπε να κοσμούν τις προθήκες των βιβλιοπωλείων: «Αγαπητέ, κύριε. Διαβάσαμε με προσοχή το ενδιαφέρον βιβλίο σας. Με λύπη σας πληροφορούμε ότι δεν θα μπορέσουμε να το εντάξουμε στο φετινό πρόγραμμά μας...» Μετά από μια τέτοια «κόσμια» απόρριψη, ποιος αντικειμενικά καταξιωμένος συγγραφέας με θετικές κριτικές και βιογραφικό μπορεί να διατηρήσει την αυτοεκτίμησή του και να συνεχίσει να υπηρετεί τη λογοτεχνία «με λογισμό και μ’ όνειρο»;

Πέρα από τη δηλωμένη θεματική ομοιογένεια των διηγημάτων, η γλωσσική αρτιότητα, οι ενδιαφέρουσες καινοτομίες στην προσέγγιση της δομής, η βαθιά γνώση του κόσμου και των ανθρώπων της γραφής, η δημιουργική «εκμετάλλευση» της τεχνολογίας, η καταλαγιασμένη πίκρα από την αποκάλυψη για το τι είναι αληθινά σημαντικό για έναν συγγραφέα, η εξ απαλών ονύχων βαθιά τομή στα προβλήματα της γραφής και των συγγραφέων και η περιρρέουσα υπαρξιακή ανησυχία καθιστούν το βιβλίο της Ηρώς Νικοπούλου ευχάριστο και πολύ ενδιαφέρον. Προσωπικά, ολοκλήρωσα την ανάγνωσή του βάζοντας στο τέλος αντί για τελεία ένα μεγάλο ερωτηματικό. Τι καλύτερο μπορεί να περιμένει κανείς από ένα βιβλίο;

ΒΡΕΙΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.
«Ηρώ Νικολοπούλου (και άλλες συντεχνιακές ιστορίες)» ΤΗΣ Ηρώς Νικοπούλου

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: