Τα πάντα επιστρέφουν

Τα πάντα επιστρέφουν

 ———

Μιχάλης Τσιμπλάκης, Λιμενοβραχίονας, Απόπλους, Σάμος 2022

——

 


Σε πλήρη ωριμότητα ο αρχιτέκτονας Μιχάλης Τσιμπλάκης και μετά από πολλές παλινδρομήσεις, τροποποιήσεις, βελτιώσεις και αλλαγές, μας παραδίδει τον Λιμενοβραχίονά του με δεκαέξι διηγήματα, μερικά από τα οποία, σε πρώιμη μορφή, έχουν δημοσιευθεί στα σαμιώτικα περιοδικά Απόπλους και Το Τηγάνι. Η σχέση του με τη γραφή τραγουδιών, ποιημάτων και διηγημάτων, ωστόσο, δεν είναι όψιμη, ανάγεται στα φοιτητικά του χρόνια. Οι συνθήκες της βιωτής και οι επιφυλάξεις του δεν ευνόησαν την ταχύτερη έκδοση κάποιου άλλου εντύπου του, γεγονός που, αν και δεν έχει συντελέσει στην καθιέρωσή του ως λογοτέχνη, του επιτρέπει να εμφανίζεται σήμερα με ένα άρτιο βιβλίο, γραμμένο με περισσή γνώση των μυστικών του έντεχνου λόγου.
Ο μονολεκτικός τίτλος Λιμενοβραχίονας, χωρίς άλλες περικειμενικές παραχωρήσεις, είναι σαφής και κατατοπιστικός, δηλώνει και υποδηλώνει πλείστα όσα προσωπικά και διαπροσωπικά, συγκεκριμένα και ιδεατά. Πέραν του τίτλου και του εικαστικού του εξωφύλλου –δηλ. ενός υπερβατικού λιμενοβραχίονα βασισμένου σε φωτογραφία του συγγραφέα–, ο όρος παρουσιάζεται στο πρώτο αφήγημα σαν «μόλος του λιμανιού» και στο τελευταίο ως «Λιμενοβραχίονας». Τριπλή λοιπόν υπενθύμιση (εικαστική, λεκτική και, στη ροή της αφήγησης, ερμηνευτική με έναν Αριστοτέλειο ορισμό), ενός τόπου συμβόλου, ενός οδοδείκτη με σηματοδότη τον φάρο, μιας τεχνητής λωρίδας γης που εισδύει στη θάλασσα, εκτείνοντας αφενός τον χώρο δράσης του ήρωα, αλλά κυρίως επιτρέποντας στη φαντασία να ανακαλύπτει τρόπους παραβίασης των κάθε είδους συμβάσεων και ρεαλιστικών θεάσεων του περιβάλλοντος.
Τα διηγήματα του Τσιμπλάκη είναι σύντομες ιστορίες ενός πλάνητα που πραγματοποιεί πολυεπίπεδα ταξίδια: με την ψυχή και τη σκέψη, με τα όνειρα και τις ονειροπολήσεις, με τις διαδρομές σε θάλασσες και στεριές, σε τόπους φανταστικούς και υπαρκτούς, εκεί που «ο τόπος και ο χρόνος ως έννοιες δεν βγάζουν νόημα» (σ. 12). Η παρουσία του συνήθως είναι μοναχική και δυσαρίθμητη. Στον Λιμενοβραχίονα υπάρχει ένας άνθρωπος σε δεκαέξι εκδοχές-μεταμορφώσεις, ταυτισμένος με τον αφηγητή και τον περιπλανώμενο ήρωα ή αντιήρωα ή αντικείμενο (το «Ερείπιο» για παράδειγμα, που εξομολογείται προσωποποιημένο τη φθορά), ανάλογα με τον ρόλο που υποδύεται, ιστορίες που ανατέμνουν τον χαρακτήρα του, αλλά δεν θυμίζουν ηρωισμό, που διαθέτουν μια κίτρινη φθινοπωρινή απόχρωση και πολλή μελαγχολία, ίσως γιατί ο αφηγητής/ήρωας αναπλάθει έναν τόπο-ιδέα σε άχρονο χρόνο ή χρόνο που έχει κλείσει την είσοδο στο παρόν, πατώντας ανάλαφρα πάνω στα ίχνη του παρελθόντος. Κάλλιστα μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι το παρόν του συγγραφέα υφίσταται υπό το πρίσμα του παρελθόντος, γι’ αυτό και το παρελθόν γίνεται παρόν και το παρόν φαντάζει σαν ένα νεφελώδες, συγκεχυμένο μέλλον, όπου ο Τσιμπλάκης συνθέτει τα διηγήματα του παρελθόντος-παρόντος του. Αλλά παραδόξως τα γνωστικά υπολείμματα της ανάγνωσης δεν είναι απαισιόδοξα, παρότι η μοναξιά έχει απλώσει διάπλατα τα φτερά της και έχει καλύψει –έστω διακριτικά– τους τόπους όπου αυτός ο άνθρωπος δρα. Οι απλές περιπέτειές του όχι μόνο διαφεύγουν από την Ιστορία, αλλά ήδη έχουν διαλυθεί από τον χρόνο, πριν ακόμα σβήσουν οι ήχοι που τις συνέθεσαν. Κάτι δηλαδή παρεμφερές με τους στίχους της Λουίζ Γκλικ: «Τα πάντα επιστρέφουν, αλλά ό,τι επιστρέφει δεν είναι αυτό που έφυγε» (Χειμωνιάτικες συνταγές από την κοινότητα, μτφρ. Χ. Βλαβιανός, Στερέωμα 2022..
Τα αφηγήματα διαπνέονται από τη διαρκή αναζήτηση του πρισματικού εαυτού τού κεντρικού ήρωα-αφηγητή, ο οποίος αισθητοποιείται από ένα πολυ-πολιτισμικό πλέγμα αυτοβιογραφικών στοιχείων και μυθοπλασίας. Και παρότι οι συμπεριφορές του ακροβατούν ανάμεσα στον Δον Κιχώτη και τον Πάντσο, εκφράζουν έντονα τα γνωρίσματα του σύγχρονου ανυπεράσπιστου ανθρώπου, που άγεται και φέρεται από την απρόσωπη τεχνολογία, την ερημιά της μεγαλούπολης, τη μελαγχολία του απραγματοποίητου ονείρου και της διάψευσης.
Επίσης, στα αφηγήματα αναδύεται με ευκρίνεια η προσωπική περιπέτεια του ήρωα μέσα στο οικογενειακό και συλλογικό περιβάλλον της μικρής παραθαλάσσιας πατρίδας του, όπου έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του έως ότου την εγκαταλείψει μεταβαίνοντας στο εξωτερικό για σπουδές.
Ο αφηγητής-ήρωας είναι πειστικός τόσο όταν ονειρεύεται ή διαλογίζεται όσο και όταν πράττει. Η αλληγορία του λόγου του συχνά παραπέμπει σε πολλαπλή ανάγνωση και ερμηνεία. Στο διήγημα «Θίνες και ντάνες» π.χ. κατευθύνεται προς τον φάρο του λιμενοβραχίονα, ενδεχομένως προς τη γυναίκα-έμπνευση ή προς τον αντικειμενικό του στόχο, αλλά δεν τον κατακτά. Επιστρέφει άπραγος στο λιμάνι, ατενίζοντας μακριά το απλησίαστο πέλαγος, διακατεχόμενος από αμηχανία και περιβεβλημένος από ακαθόριστη σύγχυση, η οποία, υπό διαφορετικές συνθήκες σε άλλα αφηγήματα, θα μετατραπεί σε ακατάσχετη ονειροφαντασία («Κάμερα»), θα υιοθετήσει υπερρεαλιστικά στοιχεία («Κολυμπήθρα») και θα εμπλουτισθεί με ποικίλες μορφικές δοκιμές («Μολύβι ή λάπτοπ»).
Διάχυτη είναι η εικόνα μιας γυναικείας μορφής («Vincent’s Bedroom in Arles», «Μαύρα γυαλιά»). Είναι αχνή, μυστηριώδης και απόμακρη ακόμα κι όταν ο αφηγητής-ήρωας την πλησιάζει και την παρακολουθεί να μετακινείται ανυποψίαστη σε διάφορα μέρη. Όσο και αν επιδιώκει τη συντροφιά της και την επιθυμεί ερωτικά, ποτέ δεν έρχεται σε επαφή μαζί της, ποτέ δεν ολοκληρώνει την περιπλάνησή του και δεν οριστικοποιεί το περίγραμμά της. Σα να φοβάται ότι η επαφή θα σημάνει το τέλος, την εκρίζωση της συστημικής δομής του εαυτού του.
Αν θέλαμε να τοποθετήσουμε τον Λιμενοβραχίονα στο κοινωνικο-πολιτικό και ψυχολογικό πλαίσιο της εποχής μας, η αποτίμηση της ποιότητας και των μηνυμάτων του, του λόγου και του παράλογου που πιθανόν εγκλείει, της θέσης του ατόμου στη σύγχρονη βιο-παλαίστρα και της διαμορφωμένης ηθικής στάσης μας απέναντι στους θεσμούς, τους όρους, τους τρόπους λειτουργίας, που επιδρούν, επηρεάζουν και κατευθύνουν τα άτομα στην επόμενη κριτική άποψη για το τι μέλει γενέσθαι στη ζωή, θα λέγαμε ότι ο Τσιμπλάκης είναι ενήμερος όλων των μυστικών που μπορούν να φιλοξενήσουν οι λέξεις. Τα προβάλλει με τη μορφή διακριτικών εκχυλισμάτων χωρίς να απομακρύνεται από την προσωπική του κοινωνικο-πολιτική ιδεολογία, πίσω από το προσωπείο της οποίας κινείται ένα κομμάτι από μας, άκρως ταυτόσημο με τον συλλογικό φόβο και την, επιτρέψτε μου, «πολύβουη μοναξιά» που μας περιβάλλει.
Γενικώς τα διηγήματα μπορούν να καταταγούν οργανικά σε άκρως βιωματικά ή ανιστορήσεις αφηγήσεων τρίτων («Το Κούτελο», «Η φαλτσέτα», «Δυο κάδρα», «Πλοία», «Σπίτια») και σε διηγήματα προσωποποιημένης περιγραφής του –γενέθλιου βασικά αλλά και του αστικού– τοπίου («Ξύλινη πόρτα», «Θίνες και ντάνες» κ.ά.). Σε όλες τις περιπτώσεις η πρωτοπρόσωπη αφήγηση και η ευφωνία του λόγου δεν χάνουν ποτέ την αμεσότητά τους, ακόμα κι όταν στα αφηγήματα υπεισέρχονται διαλογικές παρεμβολές.
Το σημαντικότερο ωστόσο χαρακτηριστικό της γραφής του Τσιμπλάκη είναι η επιστημονική παρατηρητικότητα του δομημένου χώρου, ο στοχαστικός, κατευθείαν στον αναγνώστη, εξομολογητικός μονόλογος («Γέφυρα») και η έμφαση στις λεπτομέρειες των πραγμάτων. Διαβάζω

«Ο Α. με βόλεψε σε μια ξύλινη καρέκλα. Το βάρος μου τέντωσε το πανί της. Στήριξα τους αγκώνες στους μηρούς, το πρόσωπό μου στις παλάμες και παρατηρούσα εμμονικά το τμήμα του πυθμένα που είχα στο οπτικό μου πεδίο. Οι ακτίνες που επέστρεφαν, σχημάτιζαν στους αμφιβληστροειδείς χιτώνες μου τα αντεστραμμένα είδωλα της φθοράς και της αλλοίωσης του μετάλλου». [σ. 68-69]



Στην πλειονότητά τους τα αφηγήματα του Λιμενοβραχίονα εξελίσσονται πάνω σε σύγχρονα μετα-μοντερνιστικά πρότυπα, όπου οι αιφνιδιαστικές μεσολαβήσεις συναφούς λογοτεχνίας, λαογραφικών στοιχείων, δοκιμιακού λόγου, ιστορίας, αποσπασμάτων από την αρχαία ελληνική γραμματεία, κάνουν αισθητή την ετερογένεια των τεχνοτροπιών και συνενώνουν με συνειρμούς κείμενα με συγκείμενα, την επιφάνεια με το βάθος, την αφετηρία της λογοτεχνικής συγκρότησης και των διαλογισμών του Μιχάλη Τσιμπλάκη με το εξαιρετικό αποτέλεσμα που εκπέμπει στο σύνολό της η έκδοση.

 

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: