Το μερίδιο του χρόνου που του δόθηκε

Το μερίδιο του χρόνου που του δόθηκε

——

Ντίνος Γιώτης, «Club 23.4», εκδ. Βακχικόν

——

Με τον Ντίνο Γιώτη είμαστε φίλοι από παλιά – γνωριστήκαμε ως συνεργάτες στο περιοδικό Ένα, πριν από πολλά, πολλά χρόνια, λίγο μετά το σκάνδαλο Κοσκωτά, όταν το εν λόγω λαμόγιο αναγκάστηκε να ξεπουλήσει τα περιουσιακά του στοιχεία μπιρ παρά. Ένα, λοιπόν, από αυτά ήταν και η εκδοτική εταιρεία Γραμμή, στην οποία ανήκε το περιοδικό. Μιλάμε για αρχαία ιστορία, ίσως κάτι να θυμούνται οι παλιότεροι.
Σκέφτομαι πως εάν δεν υπήρχε η χρονίζουσα διαφθορά στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, μπορεί και να μη γνωριζόμασταν καν με τον Ντίνο. Κάποιος μπορεί να αντιλέξει, υποστηρίζοντας πως όλα αυτά ήταν προδιαγεγραμμένα, κάτι σαν κισμέτ, αλλά ο Γιώτης, ως γνήσιος ορθολογιστής, μάλλον θα διαφωνήσει.
Κι αυτό είναι επόμενο, μιας και είναι ένα αγύριστο, ηπειρώτικο κεφάλι – γόνιμο όμως, που παράγει πνευματικά προϊόντα υψηλής ποιότητος: μαζί με το Club 23.4, έχει γράψει το όλον πέντε μυθιστορήματα, σενάρια, διηγήματα και κάτι ψιλά. Ο Ντίνος Γιώτης έχει σπουδάσει πολιτικές επιστήμες και γεωλογία – αυτό σημαίνει πως έχει τα γνωστικά εργαλεία για να επεξεργάζεται, στο μέτρο του δυνατού, τόσο τη φυσική, όσο και την κοινωνική πραγματικότητα. Όμως, την έχει ψάξει πολύ, πάρα πολύ, και με τη φιλοσοφία, όπως κι ο βασικός ήρωας του βιβλίου του.
Ο Γιώτης είναι ανήσυχος: αιωνίως θαυμάζει, δηλαδή απορεί με το έξω, αλλά και το έσω σύμπαν της ανθρώπινης ψυχής, αντί να ασχοληθεί με κάτι πρακτικότερο - να στήσει, ας πούμε, μια χρηματιστηριακή εταιρεία για να τα ’κονομήσει χοντρά, όπως είχε κάνει ένας άλλος ήρωας του βιβλίου του. Οπότε κάθεται και γράφει, κοιτώντας με δέος, με γνήσιο δέος, αυτόν τον φρικαλέο και συνάμα υπέροχο κόσμο που μας περιβάλλει. Θυμηθείτε: κόσμος σημαίνει κόσμημα, στολίδι.
Λοιπόν, τώρα, εγώ θέλω να καταγράψω κάποιες σκέψεις για το Club 23.4, που δυσκολευόμουν να το αφήσω από τα χέρια μου, μιας και το πόνημα του Γιώτη, για το δικό μου γούστο, είναι απολαυστική πνευματική τροφή. Κι αυτό γιατί συνδυάζει αρμονικά κάποια πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία: πρώτον, είναι μια αυθεντική ερωτική ιστορία, γεμάτη πάθος, αγάπη, προδοσία, απουσία, πόνο, αλληλοσπαραγμό και έκσταση – όπως δηλαδή είναι οι ερωτικές ιστορίες που σέβονται τον εαυτό τους.
Και δεύτερον, επειδή είναι η ιστορία μιας παρέας συνομηλίκων μου, δηλαδή σημερινών εξηντάρηδων, ή κάπου ’κει, που τώρα διαβαίνουν φρίττοντας το κατώφλι της έβδομης δεκαετίας της ζωής τους, και λένε κι ευχαριστώ, γιατί είχαν την τύχη να φτάσουν μέχρι εδώ, εν αντιθέσει με κάποιους άλλους που έχασαν ή αφαίρεσαν οι ίδιοι τη ζωή τους – υπάρχει μια σχετική αναφορά στο βιβλίο. Ποιοι απαρτίζουν αυτή την παρέα;
Λοιπόν, κατ’ αρχάς, είναι ο ήρωας, ο επονομαζόμενος Σένον. Φυσικός, καθηγητής σε φροντιστήριο και δημοσιογράφος που γράφει και ξεγράφει για χρόνια ολόκληρα ένα φιλοσοφικό σύγγραμμα σαν την Πηνελόπη, που υφαίνει και ξυφαίνει για να ροκανίσει τον χρόνο. Μ’ αυτό το αενάως γραφόμενο, και μηδέποτε ολοκληρούμενο δοκίμιο, μου φαίνεται πως ο ήρωας προσπαθεί να συμφιλιωθεί με τις ιδέες του θανάτου, και της ασημαντότητας της ύπαρξης εντός ενός πελωρίου και ανεξήγητου σύμπαντος. Ανεπιτυχώς, να σχολιάσω.
Μετά είναι η Αταλάντη, ο παιδικός έρωτας του Σένον, ο καλλιεπής άξονας, ο κίονας γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η ζωή του. Η Αταλάντη, η αιθέρια ύπαρξη, η γυριστρούλα, που πάντα φεύγει και σχεδόν πάντα επιστρέφει, το υποατομικό σωματίδιο, που αλληλεπιδρά με τον ήρωα, το μισό ενός διπλού άστρου, που είναι καταδικασμένο να σχετίζεται με το άλλο μισό μέχρι τέλους.
Ύστερα είναι ο Κλεάνθης, ο κυνικός πλακατζής, ο μπρούτος, που λοιδορεί καριέρες και πτυχία, και τον νοιάζει μόνο πως θα τη βγάλει καθαρή. Ακόμα, ο Σωρήτης, ο αστρονόμος που πιστεύει στην ύπαρξη ενός εξωσυμπαντικού Θεού, ο οποίος ενδεχομένως άναψε το φιτίλι για το μεγαλύτερο βεγγαλικό του Σύμπαντος, το Μεγάλο Μπανγκ, και βέβαια, last but not least, η Ρεβέκκα η δικηγόρος, πληθωρική και γήινη, που περιμάζεψε τον ήρωα μέσα στο φιλόξενο κόρφο της, όταν ήταν μακριά του η Αταλάντη. Στην παρέα ανήκε και ο Κωνσταντίνος, αλλά αυτός έφυγε νωρίς, αυτοβούλως, κάτι που πυροδότησε τις φυγόκεντρες δυνάμεις στην ομάδα των νέων. Βέβαια, η εξέλιξη των ανδρών και γυναικών της παρέας, από την νεανική αμισβήτηση μέχρι την ενσωμάτωση στο σύστημα, (που πάει σετάκι με τις οδικό δίκτυο των ρυτίδων, τα κοιλιακά σωσίβια και τις ηρωικές τρίχες της κεφαλής, που προτιμούν το θάνατο από την ατίμωση), συμπλέει με την εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας – προς τα καλύτερο, προς το χειρότερο, αυτό δεν θα το λύσουμε τώρα.
Μέσα από τις περιπέτειες της παρέας, όπως τις αφηγείται ο Γιώτης σε πρωτοπρόσωπη, τριτοπρόσωπη και ημερολογιακή αφήγηση, περνάει όλη αυτή η σάγκα, όλη αυτή η τραγελαφική, κωμικοτραγική και γκροτέσκα περιπέτεια της περίφημης Γενιάς της Μεταπολίτευσης, στην οποία τόσο ο Ντίνος, όσο κι εγώ, έχουμε την τιμή να ανήκουμε. Όλα τα ορόσημά της παρελαύνουν: από το πέρασμα του κομήτη του Χάλεϊ, μέχρι το χρυσό καλάθι του Καμπούρη, κι από τον καύσωνα που έψησε, στα τέλη της δεκαετίας του ’80, χιλιάδες ανθρώπους στους διαμερισματικούς τους φούρνους, μέχρι το μπαταμπούμ του Χρηματιστηρίου, όταν αναδιανεμήθηκε ο πλούτος των πολλών, φυσικά προς όφελος των ολίγων.
Ο συγγραφέας τη σκιαγραφεί αυτή τη γενιά, με το υπέδαφος και τον ορίζοντά της κομπλέ, την «πινελίζει», (όπως υπέροχα λέει η μικρή κόρη της Αταλάντης), κάπως εξιδανικεύοντάς την όμως. Ίσως τα δημόσια πράγματα να ήταν καλύτερα, εάν περισσότεροι άνθρωποι της ηλικίας μας φιλοσοφούσαν τόσο τη ζωή τους, ή μνημόνευαν Κάλβο, Μένανδρο, Καμί, Παπαγιώργη και Δημουλά, όταν έχαναν κάποιο αγαπημένο πρόσωπο. Για πολύ λίγους η ζωή είναι σπουδή θανάτου, και το «θνητὰ φρονεῖν» των αρχαίων, που βασανίζει τον συγγραφέα όλη του τη ζωή, όπως κι εμένα, λίγους αγγίζει, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Όμως, δεν θα έφταναν όλα αυτά για να με κερδίσουν, όσο συναρπαστικά κι αν είναι, εάν το βιβλίο του Γιώτη δεν ήταν ένα βαθιά φιλοσοφημένο βιβλίο, διανθισμένο με τις σκέψεις, με τα εγκεφαλικά αποστάγματα κάποιων πνευμάτων, που κάνουν την ζωή μας όχι βιώσιμη, αλλά αξιοβίωτη, που εξευγενίζουν την καθημερινότητά μας. Από την Αρχή της Απροσδιοριστίας του Χάιζενμπεργκ και την Ακολουθία Φιμπονάτσι στο σπιράλ ενός κοχυλιού ή ενός γαλαξία, μέχρι την Εριστική Σχολή του Ευβουλίδη... Αρχαίοι Έλληνες αλλά και νεότεροι φιλόσοφοι, λες και παρακολουθούν τα δρώμενα από τα περιθώρια των σελίδων του βιβλίου, μη χάνοντας την ευκαιρία να παρέμβουν. Και βέβαια, δεν λείπουν οι θετικές επιστήμες, η φυσική, η αστρονομία, τα μαθηματικά, ακόμα και η γεωλογία, που εντάσσονται στην πλοκή, που τεκμηριώνουν, αν θέλετε, όχι τις βεβαιότητες, αλλά το εξωφρενικό παράδοξο της ζωής, πλουτίζοντας συγχρόνως το κείμενο. Αυτό το τελείως φυσικό και κάζουαλ «πήραμε μισγάγγεια πορεία», πώς του ήρθε! Δεν νομίζω πως πολλοί γνωρίζουν πως η γραμμή ροής των υδάτων που σχηματίζεται κατά τη συνάντηση των δύο πλευρών κοιλάδας ή χαράδρας, καλείται μισγάγγεια – εγώ πάντως όχι.
Να, κάτι τέτοια ποικίλματα έβαλε ο Γιώτης στο βιβλίο του, με αποκορύφωμα τον ίδιο του τον τίτλο. Από πού βγαίνει, για τ’ όνομα του Θεού, αυτό το Club 23.4; Λοιπόν, ορίστε μια ωραία και διδακτική ιστορία που την έμαθα διαβάζοντας το βιβλίο: Πενήντα εκατομμύρια χρόνια αφότου σχηματίστηκε ο πλανήτης μας, δηλαδή μιλάμε για τέσσερα περίπου δισεκατομμύρια χρόνια πριν, ένα άλλο ουράνιο σώμα, ένας πλανήτης στο μέγεθος του Άρη συγκρούστηκε με τη Γη. Από τη σφοδρότατη σύγκρουση, ένα μεγάλο κομμάτι του πλανήτη μας, ενοποιημένο με τα μπάζα του εισβολέα, αποσπάστηκε, εκτοξεύτηκε στο διάστημα και σχημάτισε τη Σελήνη!
Με αυτή την κοσμική σφαλιάρα, η Γη έχασε τη ισορροπία της και άρχισε να στριφογύριζει σα μεθυσμένη γύρω από τον Ήλιο. Όμως με τον καιρό, η βαρυτική δύναμη της Σελήνης σταθεροποίησε τον άξονα περιστροφής της Γης, δίνοντας του όμως μια κλίση 23,4 μοιρών. Τι σημαίνει αυτό; Πως έτσι, με αυτή την κλίση, άρχισαν να υπάρχουν οι εποχές στον πλανήτη, οπότε τέθηκαν οι βάσεις για τη δημιουργία της ζωής... Μ’ άλλα λόγια, εάν η Γη δεν έτρωγε αυτή την διαπλανητική χύμα, που λέμε κι εμείς οι μοτοσικλετιστές, τώρα δεν θα υπήρχα ούτε εγώ, ούτε και ο Γιώτης με το βιβλίο του. Μόνο ένα σοβαρό κλαμπ υπάρχει λοιπόν, το Club 23.4, στο οποίο ανήκουμε όλες και όλοι, και έτερον ουδέν. Η ζωή είναι ένα αγρίως τυχαίο φαινόμενο, αλλά εάν μου αντιτάξει κάποιος πως ο Θεός δεν παίζει ζάρια όπως είχε πει ο Αϊνστάιν, αλλά μπιλιάρδο, εκτοξεύοντας πλανήτες στο στερέωμα, εγώ δεν θα επιμείνω – ο καθείς έχει το δικαίωμά του στις σιγουριές, που του επιτρέπουν να κοιμάται τις νύχτες.
Οπότε τι μένει; Η Τέχνη. Η τέχνη της γραφής, εν προκειμένω, η οποία, μέσα στον ωκεανό της τυχαιότητας, της εντροπίας, της μοχθηρίας και της ανοησίας που μας περιβάλλει, μας χαρίζει αποσπάσματα όπως αυτό. Λέξεις - ψήγματα ομορφιάς, γουλιές κάλλους, για να στυλωθούμε στο δρόμο μας:

«Είδα το φως να διαθλάται από το νερό και να φτάνει μέσα από το γυαλί της μάσκας στα ορθάνοιχτα μάτια μου σε κβάντα λαμπερών ακτίνων, που καμπύλωναν το βαρύ φορτίο της θάλασσας γύρω μου. Να πέφτει πάνω σε φαιοπράσινους βράχους που κείτονταν σιωπηλοί στον αμμουδερό βυθό και να αντανακλάται με ένα εκατομμύριο ιριδισμούς προς κάθε κατευθυνση προς τα αβυσσικά βάθη κάτω, και προς την αβαθή ραφή που έσμιγε η θάλασσα με τη στεριά πάνω.
Να σκορπάει ολόγυρα σαν χρυσό μάννα εξ ουρανού πάνω στις ράχες ασημόχρωμων ψαριών, που ανασκάλευαν με τα μουστάκια τους τη λεπτόκοκκη άμμο ψάχνοντας για κατώτερες μορφές ζωής που θα τα συντηρούσαν μέχρι κι εκείνα να γίνουν τροφή για άλλα, μεγαλύτερα ψάρια, σε ένα αδιάκοπο κύκλο ζωής που εξελισσόταν επί δισεκατομμύρια χρόνια πάνω στον πλανήτη.
Τέλος, είδα το κορμί σου να επιπλέει σχεδόν ασάλευτο στην κορυφή του νερού και ατένισα τη γυμνή ομορφιά σου, που γέμισε το μάτι μου. Αντίκρισα τα στήθη σου, γυαλιστερά κυδώνια της θάλασσας, να αστράφτουν στο υγρό φως και τον θύσανο του εφηβαίου σου, πλοκάμια μέδουσας, να λικνίζεται στον ρυθμό ενός άγνωστου συμπαντικού χορού»...

Αυτός είναι ο Ντίνος Γιώτης, ο φίλος μου και συνάδελφός μου, που έκανε κάτι όμορφο, το οποίο δεν ξέρω εάν οδηγεί στην αριστοτελική εντελέχεια, αλλά εμένα μου κάνει καλό. Αυτός είναι ο Ντίνος Γιώτης, που αξιοποιεί πλήρως το μερίδιο του χρόνου που του δόθηκε.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: