― 1, 2, 3, 4, 5, ...
Κάθεσαι στην άβολη καρέκλα στητός και σφιγμένος ακούγοντας την κλινήρη γυναίκα να μετρά. Βλέπεις την απέλπιδα προσπάθειά της να μείνει τουλάχιστον κυρίαρχη του μυαλού της τώρα που όλα τα υπόλοιπα όργανά της βρίσκονται σε καθεστώς επιταχυνόμενης σήψης. Διαισθάνεται ότι ο οργανισμός της έχει καταρρεύσει και προσπαθεί να μη χάσει την επαφή με το περιβάλλον.
Αναγνωρίζεις αυτήν τη δύναμη, αυτήν την ακαταμάχητη θέληση. Είναι η ίδια που κατέστρεψε τη ζωή σου. Και τώρα, τι θα κάνεις; Σκοπεύεις να καθίσεις μέχρι τέλους ή θα φύγεις παρακάμπτοντας αυτήν την τελευταία δοκιμασία;
―… 9, 10, 11, 12, 13, …
Μπαίνει μια νοσοκόμα και ελέγχει τη ροή του ορού. Πρέπει να αλλάξει τα σεντόνια και να την καθαρίσει απ’ όλα τα σωματικά υγρά που μοιάζουν να εκρέουν από παντού ακατάσχετα.
― Θα με βοηθήσετε;, σε ρωτάει.
Σηκώνεσαι και προσπαθείς να φανείς χρήσιμος. Άδικος κόπος. Είσαι αδέξιος. Σε κοιτάει περιφρονητικά, ενώ με γρήγορες κινήσεις ολοκληρώνει τη διαδικασία.
Σκέφτεσαι πόσο ατιμωτική για έναν άνθρωπο είναι αυτή η συνθήκη: ανήμπορος, άβουλος κι εκτεθειμένος σε βλέμματα τρίτων. Αποφασίζεις ότι δεν θα επιτρέψεις στον εαυτό σου αυτήν την τελευταία ατίμωση. Θα δράσεις ανάλογα πριν επέλθει…
― … 19, 20, 21, 22, …
Το πρωί, όταν αντικατέστησες τη νυχτερινή αποκλειστική σού ανέφερε ότι ανάμεσα στο μέτρημα και την κλίση της προπαίδειας φώναζε διάφορα ονόματα. Καταλαβαίνεις πως είναι των από καιρό χαμένων συγγενών της: ο πατέρας, η μητέρα, ο αδελφός, οι θείοι της… Έχεις ακουστά ότι έτσι κάνουν πολλοί ετοιμοθάνατοι: ένα προσκλητήριο των νεκρών τους που ίσως τους περιμένουν κάπου…
Θυμάσαι όλα τα μικρά και μεγάλα δράματα που έζησες μαζί της. Τις φωνές, τις υστερίες, τα μυστικά, τα ψέματα, την υποκρισία… Το χειριστικό τρόπο που σ’ έκανε να υποκύπτεις στο ναρκισσισμό της χωρίς καν να το αντιλαμβάνεσαι. Προσκολλημένος στην παρουσία της είχες σκεφτεί και ν’ αυτοκτονήσεις ακόμα στην περίπτωση που εκείνη θα πέθαινε εξαιτίας μιας σοβαρής περιπέτειας που είχε περάσει στο παρελθόν με την υγεία της!
Ήταν μια καθημερινή βία, ύπουλη κι υπόγεια, που διάβρωσε το χαρακτήρα σου καθιστώντας σε αυτοκαταστροφικό και νευρωτικό. Η σκληρότητά της να σου παίρνει χωρίς καμιά δικαιολογία τα πράγματα που αγαπούσες σε εκπαίδευσε στην απόλυτη αποσύνδεση απ’ τους άλλους κι απ’ τον εαυτό σου. Τα αντικρουόμενα μηνύματα, στην έλλειψη εμπιστοσύνης. Για χρόνια αναρωτιόσουν γιατί δεν σ’ ακούει πραγματικά, γιατί δεν σε βλέπει όπως είσαι, γιατί σε ανταγωνίζεται και σε υποτιμά… Για χρόνια προσπάθησες να χτίσεις μια κάποια επικοινωνία μαζί της, πράγμα δύσκολο κι επώδυνο, αλλά πάντα σκόνταφτες πάνω στον τοίχο της αυτάρεσκης αυτάρκειάς της.
Και τώρα, αυτό το ασταμάτητο, παράλογο μέτρημα…
― … 29, 30, 31, 32, …
Ο ψυχοθεραπευτής σού είπε πως πάσχεις από αλεξιθυμία, δηλαδή ανικανότητα στην κατανόηση και έκφραση των συναισθημάτων. Απώθηση στη συναισθηματική εμπλοκή. Το μόνο που σκέφτηκες τότε ήταν ότι μάλλον μοιάζεις στον «Ξένο» του Καμί κάπως… Ελπίζεις να μην δολοφονήσεις κι εσύ κανέναν…
Το δωμάτιο με το σκοτωμένο πράσινο στους τοίχους μυρίζει αντισηπτικό κι έχει άλλο ένα κρεββάτι με μια ηλικιωμένη γυναίκα που ατενίζει επίμονα το ταβάνι σα να βλέπει το ίδιο το επέκεινα. Οι θάλαμοι φωτίζονται από ένα λευκό αρρωστημένο φως μέρα-νύχτα. Αισθάνεσαι δυσφορία κι αδυναμία. Δε νιώθεις θλίψη για τη γυναίκα που μετράει, αλλά μια παγωμένη απόσταση. Παρακολουθείς παθητικά το ψυχορράγημά της. Ξέρεις ότι δε θα θρηνήσεις το θάνατό της, αλλά τη για πάντα χαμένη σχέση που θά ‘θελες να είχες μαζί της.
Ξαφνικά ανασηκώνεται αναμαλλιασμένη απ’ το κρεβάτι και προσπαθεί να πετάξει ορούς και σωληνάκια.
«Θέλω να φύγω! Γιατί με κρατάς εδώ μέσα;»
Παλεύεις να την κρατήσεις στη θέση της. Νιώθεις στα δάχτυλά σου το δέρμα της κρύο και κολλώδες.
«Άφησέ με! Επίτηδες με κρατάς εδώ χωρίς λόγο. Θέλεις να με σκοτώσεις! Άσε με να φύγω!»
Καταφέρνεις να τη συγκρατήσεις. Οι δυνάμεις της την εγκαταλείπουν κι αφήνεται να πέσει πάλι στο κρεβάτι.
Η αλήθεια είναι ότι άργησες να αναλάβεις δράση, καθώς εξελισσόταν το σηπτικό σοκ. Δεν αντιλήφθηκες τα συμπτώματα. Ίσως έχασες πολύτιμο χρόνο για την ανάταξή της, αλλά αδυνατούσες πλέον να πάρεις στα σοβαρά τις διαμαρτυρίες της. Ως γνωστόν είναι υποχόνδρια κι αρρωστομανής. Είναι ικανή να εφεύρει ασθένειες, ώστε νά ‘χει μια ασχολία για τον εαυτό της και για σένα. Είναι ικανή ακόμα και να επινοήσει το θάνατό της. Εξάλλου από τότε που τη θυμάσαι πάντα ισχυριζόταν ότι βρισκόταν στο κατώφλι του θανάτου, από μέρα σε μέρα θα πέθαινε! Τελικά, έζησε και με το παραπάνω, ενώ εσύ κόντεψες να δεις τα ραδίκια ανάποδα κάνα-δυο φορές. Δε νιώθεις τύψεις για την αμέλειά σου, αν και περιέργως πιάνεις τον εαυτό σου να ελπίζει ότι θα τα καταφέρει και πάλι. Ότι είσαι έτοιμος να κάνεις τα πάντα για να την πάρεις πίσω σπίτι σου, να φύγει από δω μέσα έστω κι ανάπηρη για να τη φροντίσεις.
Τώρα το μέτρημα διακόπτεται από το ρόγχο.
― … 36, 37, 38, …
Πρέπει να αποφασίσεις τι θα κάνεις, αν το αντέχεις αυτό… το να μείνεις θα σήμαινε ότι συγχωρείς… μπορείς; Το να φύγεις θα σε προφυλάξει από το άγριο θέαμα ―δεν έχεις δει ποτέ άνθρωπο να πεθαίνει―, αλλά θα σε στοιχειώνει για πάντα αυτή σου η αδυναμία…
― … 42, 43, 44, …
Ο ρόγχος δυναμώνει. Σκέφτεσαι ότι όπως επέλεξε να ζήσει μόνη, θα πεθάνει και μόνη. Το ίδιο κι εσύ άλλωστε. Ο θάνατός της ίσως επιτέλους να σημάνει την ενηλικίωση και την απελευθέρωσή σου. Αρπάζεις το παλτό σου και βγαίνεις βιαστικά από το δωμάτιο. Πέφτεις πάνω στην απορημένη νοσοκόμα.
― Μα πού πάτε; Η μητέρα σας πεθαίνει…, σου λέει επιτιμητικά.
Τρέχεις στο διάδρομο προς την έξοδο.
― … 48, 49, 50.
Το μέτρημα σταματά. Ακριβώς πάνω στον αριθμό της ηλικίας σου. Τώρα θα αρχίσεις να ζεις πραγματικά…