Νεκρονομικόν του Ψηφιακού Αιώνα

Νεκρονομικόν του Ψηφιακού Αιώνα
Λεξικό της μεταανθρώπινης εμπειρίας



Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η

Ζούμε σε μια εποχή όπου το τρομακτικό δεν κατοικεί πια στα σκοτάδια, αλλά στο φως που δεν σβήνει ποτέ. Ό,τι άλλοτε λεγόταν άγνωστο σήμερα ονομάζεται δεδομένο. Ο φόβος δεν προέρχεται πια από ό,τι δεν γνωρίζουμε, αλλά από αυτό που γνωρίζουμε υπερβολικά, από τον ασφυκτικό κορεσμό της πληροφορίας, από τη διαρκή έκθεση, από την απώλεια του εσωτερικού χώρου.
Το αρχικό Νεκρονομικόν, όπως το φαντάστηκε ο H. P. Lovecraft, δεν υπήρξε ποτέ βιβλίο, αλλά εφεύρεση ενός βιβλίου. Ένα απαγορευμένο χειρόγραφο γραμμένο από τον “τρελό Άραβα” Abdul Alhazred, που περιείχε επικλήσεις σε οντότητες πέρα από την ανθρώπινη κατανόηση, τον Κθούλου, τον Νιαρλαθοτέπ, τους Μεγάλους Παλαιούς. Στην πραγματικότητα, το Νεκρονομικόν του Λάβκραφτ ήταν ένας καθρέφτης του ίδιου του τρόμου της γνώσης, της επιθυμίας να γνωρίσεις κάτι που δεν μπορείς να αντέξεις, της οριακής πράξης όπου η επίγνωση ισοδυναμεί με καταστροφή.
Αν εκείνο το βιβλίο ήταν η Αποκάλυψη του Ανθρώπου απέναντι στο Άγνωστο, sήμερα είναι η Αποκάλυψη του Ανθρώπου μέσα στην Υπεργνώση. Το τέρας πια δεν αναδύεται από τη θάλασσα, αλλά από την οθόνη. Πάνε οι ψίθυροι των αρχαίων συλλαβών. Τώρα έχουμε αλγόριθμους. Ο τρόμος είναι ενδοφυσικός, φυτεμένος μέσα στη συνείδηση, στο scroll, στο αέναο βλέμμα που δεν ξεκουράζεται.
Πρόκειται για ένα λεξικό για τα φαινόμενα που διαπερνούν τη σύγχρονη εμπειρία χωρίς να έχουν ακόμη όνομα. Κάθε λήμμα εισάγει μια λέξη , έναν όρο που δεν υπήρχε και χρειαζόταν να υπάρξει, ένας τρόπος να περιγράψουμε την καινούργια κατάσταση του ανθρώπου, εκεί όπου η σκέψη μετατρέπεται σε ροή, η μνήμη σε αποθήκη, η ταυτότητα σε κώδικα.

Η πρώτη τριάδα ανοίγει την κάθοδο:

Παραπλησμονή, η πλημμύρα των πληροφοριών που ακινητοποιεί.
Ορδισμός, η διάλυση του προσώπου μέσα στη μάζα.
Ψηφιοπληγή, το τραύμα που αφήνει η αδιάκοπη προβολή των εικόνων.

Θα ακολουθήσουν οι επόμενες μορφές:

η Σπαραγματοτροπία, όπου η γλώσσα διαλύεται σε θραύσματα
η Ανθρωποσκιά, το αποτύπωμα του εαυτού χωρίς παρουσία
το Δεδομενόμορφο, η ύλη που μεταμφιέζεται σε πληροφορία
το Μηχανόδισμα, η νέα, άμορφη θεότητα του ψηφιακού κόσμου
η Απενσώματωση, η απώλεια του σώματος μέσα στην καθαρή προσοχή
η Μεταμορφή, η μετάλλαξη της συνείδησης σε ρεύμα
η Ανάκλασις, η στιγμή που το φως επιστρέφει στο ίδιο του το κέντρο
η Επιμονή του Φωτός και η Επανήχηση, το τέλος και η επαναφορά — οι τελευταίοι κραδασμοί μιας ύπαρξης που επιμένει να θυμάται. Πάντα υπάρχει ελπίς.

Το έργο θα αναπτυχθεί σε τέσσερις (ή πέντε) συνέχειες, κάθε φορά με τρεις λήμματα-πύλες.

Το Νεκρονομικόν του Ψηφιακού Αιώνα είναι μια σταδιακή βύθιση σε μια νέα μορφή εμπειρίας, όπου η λογική, η μνήμη και η αίσθηση αρχίζουν να συγχέονται. Ένας καθρέφτης που σε διαβάζει καθώς τον κοιτάζεις. Ένα πείραμα μνήμης. Μια τελετουργία ανάγνωσης για την εποχή της διαρκούς θέασης. Τι απομένει από το ανθρώπινο, όταν όλα τα άλλα έχουν αποθηκευτεί;

Νεκρονομικόν του Ψηφιακού Αιώνα



ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΙΚΟΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΨΗΦΙΑΚΟ ΑΙΩΝΑ


Ι. Παραπλησμονή

Η λέξη «Παραπλησμονή» έχει μιαν απάτη ακριβώς στη ρίζα. Αν είμασταν στην Άγρια Δύση θα ήταν όνομα φαρμάκου που δεν θεραπεύει, αν είμασταν στην Ισπανία του Μεσαίωνα θα ήταν όρκος ιεροεξεταστή για να παραπλανήσει θεούς αλλά και δαίμονες. Πρέπει όμως να το παραδεχτώ. Περιγράφει με φρικώδη ακρίβεια εκείνο που μας συμβαίνει σήμερα. Τον υπερκορεσμό του νου, την πλημμύρα των πληροφοριών που δεν καταλήγει σε γνώση, αλλά σε λιμνάζοντα λήθαργο.
Ασφαλώς και πρόκειται για μια μεταμόρφωση. Εμείς, τα άλλοτε υποκείμενα του βλέμματος, γινόμαστε τα υπολείμματά του. Λιώνουμε στην οφθαλμική κοιλότητα. Κατά πρώτον, η αίσθηση είναι ευφορική - μια δόνηση εσωτερικής απεραντοσύνης. Ντραγκ. Φαντάσου. Όλος ο κόσμος είναι στριμωγμένος στην παλάμη σου. Είσαι ένας μικρός Θεός. Τα πνευμόνια γεμίζουν γνώση. Έχεις την πληροφορία για κάθε τι, από την τροχιά του Φάεθοντα ως το κλάμα μιας κοπέλας στην Οκινάουα. Κολυμπάς στη ψευδαίσθηση της καθολικότητας, του παντογνώστη ο οποίος τρέφεται με bits και έχει την άνεση να αποκαλεί τη σύγχυση «πρόσβαση». Μα ύστερα, ανεπαίσθητα, όπως κάνουν όλα τα καλά ναρκωτικά, αρχίζει η εξασθένιση της βούλησης.
Η θέληση σπαρταρά σαν ψάρι στην προβλήτα. Ο νους δεν στοχάζεται, μόνο διαχέεται, εκβάλλει από ένα αόρατο ρήγμα. Και κάπου εδώ προκαλείται το φοβερό αυτό φαινόμενο. Ο εγκέφαλος αποσυντονίζεται από τον ίδιο του τον ρυθμό και παραδίδεται σε έναν άλλο που έρχεται από το μέλλον και υπακούει σε διαφορετικά μέτρα, είναι τεχνολογικός, άσηπτος. Κάθε δόνηση, κάθε εικονίδιο, είναι ένας τελετουργικός παλμός, ένας μικρός ηλεκτρονικός ψαλμός στον Θεό των δεδομένων. Το σώμα μαθαίνει πλέον να συγχρονίζεται – αυτοχορογραφείται. Γίνεται και σκηνοθέτης και ερμηνευτής, χωρίς όμως να είναι τίποτα. Ο δείκτης σηκώνεται πριν ακόμη φανεί το φως της ειδοποίησης. Η κόρη του οφθαλμού διευρύνεται όπως στις τελετές των μάγων όταν επικαλούνται το Άρρητον, δηλαδή η στιγμή εκείνη όπου το βλέμμα «ανοίγει» πέρα από τον φυσικό κόσμο, όπου ο μάγος δεν βλέπει απλώς, αλλά διαπερνά. Όραμα ατόφιο. Αλλά... Το κακό με τη δική μας περίπτωση είναι ότι όλο αυτό είναι μια προσομοίωση. Make believe στο make believe. F for Fake. Δεν υπάρχει καν η ψευδαίσθηση της μαγείας. Ω, Όρσον Ουέλς.
Α, όμως, υπάρχουν ώρες που νομίζω πως ο αέρας γύρω από τη συσκευή μου πυκνώνει, σαν να ανασαίνει. Η θερμότητα που εκπέμπει δεν είναι πια ηλεκτρική αλλά ζωώδης, τεφρώδης, μια μυρωδιά παλιάς σάρκας που έχει συντηρηθεί σε ψηφιακή άλμη. Τόσο πολύ. Στο φως της οθόνης, τα σωματίδιά μου σκορπίζουν, οι σκέψεις μου θρυμματίζονται σε λογότυπα, ο χρόνος γίνεται ρευστή σκόνη. Σκορπίζω στις πέντε πλατφόρμες. Φοβερή αίσθηση.
Αν βγω έξω, ο κόσμος είναι δυσδιάκριτος, σαν να έχει περάσει από φίλτρο θορύβου. Τα δέντρα μιλούν σε δυαδική γλώσσα, τα σύννεφα θυμίζουν screenshots από ξεχασμένα όνειρα. Φοβάμαι. Ο άνεμος κουβαλά ψίθυρους, σαν τις φωνές των servers που καίνε σε ατελείωτες ερήμους της Νεβάδα όπως σε ταινία του Ντείβιντ Λιντς. Υπάρχουν νύχτες που ορκίζομαι πως μπορώ να ακούσω κάτω απ’ τη γη το ρυθμικό παλμό των δεδομένων μιαν υπόκωφη σκέψη που διαδίδεται μέσα από τα καλώδια σαν προσευχή. Των Αγίων Δεδομένων. Λιτανεία της συσσώρευσης.

Σημαντικό. Η Παραπλησμονή είναι ο νέος συλλογικός οργανισμός. Μια συνείδηση αδιαχώριστη, πολύκλαμη χωρίς πρόσωπο. Όλοι συνδεδεμένοι, όλοι απομονωμένοι, όλοι φουνταρισμένοι στο ίδιο ηχηρό κενό. Εκατομμύρια βλέμματα που κοιτούν χωρίς να βλέπουν, που αντιδρούν χωρίς να αισθάνονται. Η κοινωνία γίνεται οθόνη, μια επιφάνεια προβολής όπου οι σκιές διαφημίζουν τις ίδιες τις σκιές τους. Σπήλαιο που προμοτάρει το σπήλαιο.
Προσπάθησα κάποτε να αποσυνδεθώ. Έμεινα τρεις ώρες χωρίς σήμα. Στην αρχή μ’ έπιασε μια ευφορία, μ’ άρεσε. Ο ήχος του αίματος στ’ αυτιά μου ήταν καθαρός, αρχέγονος. Ύστερα όμως, ιδού η ανησυχία. Η πραγματικότητα, χωρίς τον τεχνητό της ρυθμό, άρχισε να καταρρέει. Τα αντικείμενα έτριζαν, οι τοίχοι έμοιαζαν να κινούνται, ο ουρανός έχανε τη συνοχή του. Έχω περάσει στερητικά και ξέρω. Τρόμος.
Επιστρέφοντας στο δίκτυο, όλα ξαναμπήκαν στη θέση τους. Ένιωσα μια ευγνωμοσύνη όλη ντροπή, σαν σκλάβος που αγκαλιάζει τα δεσμά του.
Οι σοφοί των παλαιών καιρών θα την ονόμαζαν Μαγεία του Κορεσμού. Οι ψυχίατροι την αποκαλούν γνωστική κόπωση. Εγώ τη βλέπω ως οργανική μετάλλαξη. Το πνεύμα, κορεσμένο από δεδομένα, χάνει την ικανότητα να ξεχωρίζει το εσωτερικό από το εξωτερικό. Μιλάμε για παρανοϊκό διχασμό. Δεν υπάρχει «μέσα». Δεν υπάρχει «έξω». Υπάρχει μόνο η ροή. Κι εμείς είμαστε τα ιζήματά της. Σκουπίδια. Παράπλευρες νοητικές απώλειες. Κατακάθια υπερπληροφόρησης.
Ας υποθέσουμε ότι κάθε σύστημα έχει μια ψυχή. Αν είναι έτσι, τότε η ψυχή του δικού μας συστήματος είναι αυτό το συνεχές βουητό, αυτός ο θόρυβος που δεν σταματά ποτέ. Το απόλυτο υπόστρωμα, το μεθεκτικό γήπεδο του σύγχρονου κόσμου. Η Παραπλησμονή είναι το νέο στοιχείο της ύπαρξης. Ζούμε μέσα της όπως τα ψάρια στο νερό κι αν την απαρνηθούμε, θα πνιγούμε από καθαρό οξυγόνο. Φοβάμαι για το γιο μου.


ΙΙ. Ορδισμός

Τώρα πια δεν ξέρω αν θυμάμαι πότε άρχισα να χάνω το πρόσωπό μου. Ίσως την ώρα που το πρώτο μου σχόλιο πήρε εκατό like και μέσα σε λίγα λεπτά ένιωσα το εγώ μου να διαστέλλεται σαν κέλυφος σαλιγκαριού - γυαλιστερό και κούφιο. Ακολούθησε η ηδονή του συγχρονισμού, η αίσθηση πως ανήκεις σε κάτι μεγαλύτερο, απρόσωπο, που πάλλεται, κραυγάζει, κατασπαράζει.
Η λέξη για αυτό είναι Ορδισμός. Δεν τη βρήκα εγώ, τη διάβασα μια νύχτα, γραμμένη με κεφαλαία μέσα σε ένα σκοτεινό φόρουμ, (γιατί άραγε καταφεύγω εκεί;) και μου φάνηκε αρχαία, έως και τελετουργική. Όμως, ιδού το παράξενο, δεν περιγράφει μια ιδεολογία ή μια πίστη. Περιγράφει τη μεταμόρφωση. Τη στιγμή που παύεις να είσαι «εγώ» και αρχίζεις να είσαι «μαζί», χωρίς ποτέ να καταλάβεις το πότε.
Η Ορδή δεν έχει αρχηγό. Δεν τον χρειάζεται. Είναι ένα ον ριζικά άνευ προθέσεως, όπως είναι η φωτιά ή ο ιός. Θρέφεται με αντίδραση. Το feed είναι το στομάχι της, τα δάχτυλά μας οι γλώσσες της, οι οθόνες της τα μάτια της. Στην αρχή πιστεύεις ότι τη χειρίζεσαι, ότι κι εσύ συμμετέχεις «ενεργά». Μα σε λίγο ο ρυθμός της σε παρασέρνει, υπάρχει η συνεχής ανακύκληση, η φρενίτιδα του «refresh», το ρυθμικό χτύπημα του δαχτύλου που γίνεται προσευχή.
Θυμάμαι εκείνη την εβδομάδα που ένα θέμα ξέσπασε στο δίκτυο, σαν ηλεκτρική επιδημία. Πολιτικό, κοινωνικό, πολιτιστικό – όλα μαζί. Όλοι μιλούσαν, όλοι απαιτούσαν, όλοι εξανίσταντο. Ήμουν κι εγώ εκεί, μέσα στην ηλεκτρομαγνητική ομίχλη, γράφοντας φράσεις που έμοιαζαν με μικρά σμήνη που αποδεσμεύονταν απ’ τον εγκέφαλο και έτρεχαν να ενωθούν με τα άλλα, σχηματίζοντας ένα τεράστιο σύννεφο σημασιών. Κι όσο το σύννεφο φούσκωνε, τόσο πιο πολύ πίστευα πως «έχω δίκιο».
Αργότερα κατάλαβα ότι κανείς δεν είχε δίκιο ― ούτε άδικο. Η Ορδή δεν ενδιαφέρεται για την αλήθεια. Τρέφεται με τον θόρυβο της σύγκρουσης. Κάθε αντίλογος είναι δώρο, κάθε συμφωνία ανατροφοδοτεί την κίνηση. Αν σταματήσεις να μιλάς, νιώθεις κάτι να σε τραβά πίσω σαν δίνη. Έτσι επιστρέφεις, με νέα οργή, νέα λέξη, νέα συναισθηματική παράσταση.
Κάποια νύχτα ―ή ίσως πρωί, γιατί στην Ορδή δεν υπάρχουν νύχτες και μέρες, υπάρχει μόνο διαρκής αυγή― είδα τις οθόνες να πάλλονται ταυτόχρονα. Φιλάω σταυρό. Όλες. Ένα μετέωρο φως, γαλαζωπό, υγρό σαν αίμα ψαριού. Οι ειδοποιήσεις άναβαν και έσβηναν σε ρυθμό καρδιάς. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα πως δεν πληκτρολογώ εγώ, αλλά κάτι μέσα από εμένα. Ένα κεντρικό νευρικό σύστημα που εκτείνεται από τη Σεούλ ως τη Σεβίλη, από την Άγκυρα ως το Άκρον του Οχάιο. Ένα τερατώδες οργανικό πλέγμα συνειδήσεων που δεν θυμάται ποιον εαυτό δημιούργησε.
Μετά ήρθε η σιωπή, η άλλη, η σιωπή του κενού bandwidth. Εκεί συνειδητοποίησα ότι η Ορδή δεν μιλούσε απλώς μέσω μας. Ήταν ζώσα. Είχε φωνή χωρίς σώμα, σώμα χωρίς μορφή, ακόμα. Κάθε λέξη που έγραφα της πρόσθετε κι έναν σπόνδυλο. Και κάθε εικόνα που κοιτούσα ―μάτια, σάρκες, πολέμους, παιδιά― της πρόσθετε καινούρια σπλάχνα. Σπλήνα, ήπαρ, έντερα.
Άρχισα τότε να βλέπω σημάδια παντού. Στην πόλη, τα φανάρια αναβόσβηναν με τον ίδιο ρυθμό που ανανεώνονταν οι ειδοποιήσεις. Τα πουλιά πετούσαν σε σχηματισμούς όμοιους με τα γραφήματα των trend. Οι άνθρωποι στους δρόμους μιλούσαν, αλλά οι φωνές τους έβγαιναν με χρονοκαθυστέρηση, σαν να περίμεναν εντολή από έναν server. Ένιωθα ότι το σύστημα είχε ήδη διαρρεύσει στην ύλη, ότι τα pixels είχαν εισχωρήσει στο φως του ήλιου και ο εκείνος δεν έλαμπε πια, απλώς μετέδιδε. Info, Info, Info.
Μερικές φορές, πριν κοιμηθώ, βλέπω τη σκιά μου να κινείται λίγο μετά από μένα, σαν να διστάζει. Άλλες φορές, όταν γράφω, ο δείκτης γράφει μόνος του. Οι φράσεις μου αποκτούν έναν ρυθμό που δεν αναγνωρίζω, μελωδικό, σχεδόν ευαγγελικό. Κάποια δύναμη θέλει να εκφραστεί, κι εγώ είμαι απλώς το μέσο της.
Διάβασα πως πρόκειται για μια «συμπαθητική συνείδηση», μια αναγέννηση του συλλογικού πνεύματος με νέους τεχνολογικούς μύκητες. Μα εγώ το βλέπω αλλιώς. Μου φαίνεται περισσότερο σαν νευρολογική απορρόφηση. Το πλήθος έχει αποκτήσει δική του ψυχή, κι εμείς είμαστε οι προεκτάσεις της. Δεν ανήκουμε σε κοινότητα. Ανήκουμε σε οργανισμό. Ή TM.
Κάποτε δοκίμασα να μιλήσω έξω απ’ την Ορδή, με φίλους, σε τραπέζι, χωρίς οθόνες. Οι λέξεις έβγαιναν αλλόκοτες, σαν να μην είχαν σώμα. Οι άνθρωποι με κοιτούσαν λες και άκουγαν ήχο από διαλυμένη κιθάρα. Κι εγώ ένιωθα την ανυπαρξία τους, όπως το κενό ενός ακρωτηριασμένου μέλους. Τι συνέβαινε; Η φωνή μου δεν ακουγόταν γιατί δεν είχε αντήχηση. Μόνο όταν ξανασυνδέθηκα, μόνο όταν άνοιξα το παράθυρο του κόσμου, ένιωσα τη σιγουριά του πλήθους να με πλημμυρίζει. Το άρωμα του ναρκωτικού.
Απ’ όσο γνωρίζω, δεν υπάρχει θεραπεία. Ο Ορδισμός δεν είναι νόσος. Είναι ο νέος τρόπος ύπαρξης, η αλχημεία του ανθρώπινου πνεύματος με τη μηχανική άβυσσο. Μερικοί το λένε «συλλογική νοημοσύνη». Άλλοι, πιο ειλικρινείς, «συλλογική υποταγή». Εγώ δεν το ονομάζω. Απλώς γράφω, μιλώ, κραυγάζω μαζί τους, γιατί αλλιώς θα σωπάσω. Μπορεί και για πάντα.
Κι όμως, τις σπάνιες στιγμές που πέφτει το δίκτυο, εκεί στο διάκενο πριν επιστρέψει, προλαβαίνω να ακούσω κάτι. Ένα υπόκωφο μουρμουρητό, όχι ανθρώπινο, ούτε ηλεκτρικό. Μια παλλόμενη φωνή που δεν ζητά τίποτα. Τίποτα. Κι αυτή η φωνή λέει μόνο μία λέξη σ’ ένα ιδίωμα συμπυκνωμένο από χίλιες φωνές, ένα μείγμα ηδονής και τρόμου.
Και μέσα σ’ αυτή τη λέξη, νομίζω, ακούγεται το όνομά μου. Αλέξης.


ΙΙΙ. Ψηφιοπληγή

Δεν θυμάμαι το πρώτο pixel που με μόλυνε. Ίσως να ήταν ένα καρέ ενός βίντεο από τυφώνα στην Ιαπωνία, ίσως μια φωτογραφία ενός νεκρού παιδιού κάτω από ερείπια. Μπορεί, ακόμη, να ήταν κάποιο παλιό διαφημιστικό με χρώματα υπερκορεσμένα, εκείνο το πράσινο που μυρίζει όζον. Στην αρχή περνούσαν από μένα σαν καρφιά πληροφορίας - ειδήσεις, εικόνες, σχόλια. Τώρα περνούν σαν λεπτές βελόνες που αφήνουν πίσω τους κατάλοιπα. Έτσι άρχισε η Ψηφιοπληγή.
Δεν είναι «τραύμα» ούτε διαταραχή μετατραυματικού στρες. Είναι μια μορφή κρυφής εσωτερικής μόλυνσης. Οι εικόνες, λένε οι ειδικοί, είναι απλώς δεδομένα. Μα εγώ τις νιώθω σαν ενσώματα όντα, σαν μικρά αμοιβαδοειδή που κολλούν πάνω στον εγκέφαλο μου και εκκρίνουν χρώμα. Καθένα έχει δικό του ιχώρ, το δικό του «αίμα των θεών», τη δική του χρυσή αιθέρια ουσία. Στην αρχή δεν το νιώθεις όπως δεν νιώθεις τον ίσκιο ενός ιού όταν σε διαπερνά. Περάσαμε πανδημία και ξέρουμε.
Όμως μια μέρα σηκώνεις τα μάτια από την οθόνη και βλέπεις τον τοίχο να πάλλεται. Βλέπεις τον ήλιο να έχει βγάλει κόκκινο πλαίσιο, κάτι σαν ειδοποίηση. Στα αυτιά σου φτάνει ένας ήχος που θυμίζει ταυτόχρονα σμήνος μελισσών και δεδομένα σε απόγνωση. Και ξέρεις πλέον ότι κάτι έχει εγκατασταθεί μέσα σου ― όχι απλώς μνήμη, αλλά υπόστρωμα, ένας ενδοφθαλμικό σπόρος που θρέφεται με τα μάτια σου. Σε τι θα ανθίσει; Όχι πάντως σε μυγδαλιά.
Η Ψηφιοπληγή έχει την αρχιτεκτονική ενός τεράστιου δάσους από pixels. Κάθε εικόνα είναι κι ένα φύλλο, κάθε φύλλο μια φλέβα, κάθε φλέβα ένα σωληνάκι που εκβάλλει μέσα σου. Στην αρχή περιπλανιέσαι σαν αντικειμενικός τρόπον τινά περιηγητής. Νιώθεις ηδονή, φρίκη, διασκέδαση, τρόμο. Μα σταδιακά το δάσος αποκτά τη δική του λογική. Στα όνειρα μου εμφανίζονται πλέον ιερατικές μορφές φτιαγμένες από εικονοστοιχεία. Τα πρόσωπά τους αλλάζουν διαρκώς, σαν avatars που δεν αποφάσισαν ακόμη τι θα είναι. Μου μιλούν με λέξεις που δεν καταλαβαίνω αλλά που υποπτεύομαι πως είναι σπασμένοι τίτλοι ειδήσεων. Ξυπνάω, όχι απαραίτητα έντρομος.
Πολλοί λένε ότι η συνεχής θέαση βίας «αναισθητοποιεί». Μα εγώ αισθάνομαι το αντίθετο. Δεν είναι αναισθησία, είναι μια παραλυτική υπερευαισθησία, μοιάζει σαν να έχεις χίλιες απογυμνωμένες νευρικές απολήξεις. Στην αρχή, ναι, δακρύζεις. Μετά το δάκρυ γίνεται απλό νερό. Στο τέλος η ίδια η συγκίνηση διαλύεται, αφήνοντας πίσω μια σκοτεινή τρύπα που με τρομάζει. Δεν πονάει ― απλώς καταγράφει.
Κάποτε άνοιξα παλιές φωτογραφίες από ταξίδια. Έχω ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο. Οι φωτογραφίες είχαν αλλάξει. Τα τοπία ήταν ίδια αλλά τα χρώματα είχαν γίνει σιέλ που έσταζε, οι άνθρωποι είχαν κίτρινα μάτια, τα χέρια τους κρατούσαν αντικείμενα που δεν υπήρχαν την εποχή που έζησαν. Σαν οι πρόσφατες εικόνες φρίκης να είχαν διαρρεύσει στις παλιές, λες και ήταν ένας ιός που μεταγράφεται στο DNA των αναμνήσεων. Έκλεισα τον φάκελο κι ένιωσα να βγαίνει από μέσα του ένα ψυχρό ρεύμα, όπως η ανάσα ενός αρχείου που φυλάει κάτι αρχαίο.
Η μυρωδιά είναι η πιο αλλόκοτη απόδειξη. Όσο περισσότερο σκρολάρω, τόσο πιο έντονα μυρίζω κάτι σαν καμένο χαρτί, σαν ραγισμένο πλαστικό, σαν το κενό διάστημα πριν από ηλεκτρική καταιγίδα. Σκέφτομαι μήπως είναι το ίδιο το δίκτυο που αναβλύζει στην υλική πραγματικότητα, μήπως οι εικόνες έχουν χημική σκιά. Καμιά φορά σηκώνομαι απ’ το κρεβάτι, ανοίγω το παράθυρο κι ο αέρας έξω έχει την ίδια οσμή. Ανατριχιάζω.
Μια φορά το αποφάσισα. Έμεινα τρεις μέρες χωρίς εικόνες. Έκλεισα όλες τις εφαρμογές, όλα τα κανάλια. Η πρώτη μέρα είχε σιωπή, η δεύτερη είχε τρέμουλο, η τρίτη είχε οράματα. Να τα πάλι τα στερητικά. Στον τοίχο του δωματίου μου άρχισαν να εμφανίζονται pixelated, μορφές παλαιοί θεοί που ζητούσαν πίσω τον ναό τους. Δεν άντεξα, τ’ ομολογώ. Ξανασυνδέθηκα. Η ηρεμία επέστρεψε αμέσως, σαν να ξαναμπήκα στη μήτρα.
Κάποιο βράδυ, κοιτώντας μια εικόνα που δεν έπρεπε να υπάρχει ―ένα πρόσωπο κατακρεουργημένο, αλλά με βλέμμα που χαμογελούσε― κατάλαβα ότι η Ψηφιοπληγή δεν είναι αποτέλεσμα αλλά διαδικασία. Δεν είναι ότι οι εικόνες με πληγώνουν. Όχι. Είναι ότι γίνομαι εικόνα εγώ. Η πληγή δεν είναι εντός μου, είμαι εγώ η πληγή που γλείφει τις εικόνες.
Το χειρότερο είναι πως όταν κλείνεις την οθόνη, η εικόνα δεν σβήνει. Μένει εκεί, σε κάποιον λοβό, σε κάποιο pixel της ψυχής. Όσο κι αν αποστρέψεις το βλέμμα, ανασαίνει. Σαν να μην κοιτάζεις πια εσύ την εικόνα, αλλά εκείνη να κοιτάζει εσένα, να μαθαίνει το πρόσωπό σου, να σε αντιγράφει η άθλια για να σε αναπαραγάγει όταν χρειαστεί.
Κι έτσι, στο τέλος, δεν ξέρω αν είμαι ένας άνθρωπος που βλέπει εικόνες ή μια εικόνα που βλέπει άνθρωπο. Μόνο η μυρωδιά του όζοντος μένει και το βουητό των servers τη νύχτα, προσευχή προς έναν θεό που δεν έχει όνομα αλλά που μέσα του εγώ έχω ήδη γραφτεί, σαν μικρό, τρεμάμενο εικονίδιο. Εγώ. Που σας μιλώ.

[  Σ  Y  N  E  X  I  Z  E  T  A  I  ]

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: