Η Μάσκα

Αυτό είναι ένα διήγημα για ένα στόμα που δεν είναι ακριβώς στόμα, ή μάλλον για ένα κομμάτι σιλικόνης χρωματισμένο στο ροζ της παραγωγής και βερνικωμένο στις άκρες σε κόκκινο χείλους, το οποίο βιδώνεται—με τον τρόπο που βιδώνει κανείς τη ντροπή στο πρόσωπο—επάνω στο κάτω μισό της δικής σου φυσικής έκφρασης. Αν αρχίσω έτσι, με αντικείμενο, είναι επειδή από το αντικείμενο ξεκίνησαν όλα: ένα στόμα-πρόσθεση που ονομάζαμε μεταξύ μας «η Μάσκα» (κεφαλαίο αναγκαίο), ενώ ο σκηνοθέτης προτιμούσε τον όρο «προσωπεῖον», και αυτό συνέβαινε σε μια σκηνή με κρύα φώτα και καθίσματα που μύριζαν ναφθαλίνη και ιδρώτα, στην οδό χωρίς δέντρα, εκεί που το χειμώνα ο άνεμος γυρίζει τις αφίσες ανάποδα, κι εσύ περπατάς κοιτώντας την άκρη του πεζοδρομίου για να μην πατήσεις τη ρωγμή.
Εγώ —ο αφηγητής που στην ταυτότητά του γράφει Μάριος Κ., επάγγελμα ηθοποιός, ηλικία τριάντα δύο— είχα δοκιμάσει κατά καιρούς ταπεινώσεις που άλλοι ονομάζουν «εμπειρία»: διαφημιστικά για οδοντόκρεμες, βίντεο εταιρικής εκπαίδευσης όπου παρίστανα τον «δύσκολο πελάτη», ένα social media σκετσάκι όπου έπρεπε να φάω μια πιπεριά σκαμμένη ώστε να χωράει μικρόφωνο (ο ήχος του μασήματος, είπε η παραγωγός, είναι το μέλλον), και δύο χειμώνες που έκανα σερβιτόρος με «συμβατικούς όρους πλήρους απασχόλησης» —η φράση έγραφε έτσι— σε ένα καφέ που έκλεινε στις δώδεκα αλλά οι πελάτες έμεναν για να συζητούν «για την τέχνη», και ο μισθός έφτανε ακριβώς έως τα ακουστικά που ήθελα να αγοράσω για να μη τους ακούω. Το θέατρο, ωστόσο, ήταν η σκοτεινή υπόσχεση που τρέχει μπροστά σου σαν γάτα ― την ακολουθείς γιατί κάτι στη σκιά της μοιάζει με το δικό σου περίγραμμα.
Η Μάσκα εμφανίστηκε στην τρίτη πρόβα. Ο σκηνοθέτης (για συντομία «Δ.») μας την έδειξε με εκείνο το ηδονικό χαμόγελο ανθρώπου που ξέρει πως το αντικείμενο θα γίνει κέντρο βάρους: «Δεν είναι αξεσουάρ. Είναι όργανο. Θα μάθετε να παίζετε». Την άγγιξα — σκληρή όπου το δέρμα μας είναι μαλακό, και στις άκρες ευλύγιστη. Ο ρόλος μου: «Ο Άνθρωπος με το Δανεικό Στόμα». Δεν ήξερα τι ακριβώς σήμαινε, αλλά τα ένιωθα όλα να χτυπούν σε μια εσωτερική κάσα—όπως στο στούντιο όταν παίζει δοκιμή κι ο ηχολήπτης φωνάζει «μην ακουμπάς το καλώδιο»—και είπα «ναι» με το ζόρι, ώστε να μην ακουστεί η λαχτάρα.
Η πρώτη φορά που κούμπωσα τη Μάσκα ήταν σαν να έβαλα το πρόσωπό μου σε εργαλείο οδοντιάτρου: το βάρος τράβηξε το δέρμα προς τα κάτω, και με το ειδικό κολλητικό που μύριζε βενζοΐνη άνοιξε ένα μικροσκοπικό τσούξιμο στα πλαϊνά. Το περίγραμμα έκοβε λίγο την ομιλία— έπρεπε να υπερ-αρθρώνω. «Πες το κοντά στο μικρόφωνο του σώματός σου», είπε ο Δ. Το «μικρόφωνο του σώματός μου» ήταν η νέα περφόρμανς-αργκό που έφεραν οι νεότεροι βοηθοί. Μίλησα. Ο ήχος βγήκε σαν παλιό τρανζίστορ σε στατικό θόρυβο, αλλά εκείνη τη στιγμή—και εδώ αρχίζει η αληθινή πλοκή, αν μπορεί ποτέ κανείς να ξεχωρίσει πού αρχίζει—ένιωσα κάτι σαν ανάσα να επιστρέφει από το εσωτερικό της Μάσκας, σαν να μετέφραζε τις προθέσεις μου σε άλλες προθέσεις, και το σώμα μου να προσαρμόζεται, «όπως προσαρμόζεται ο βυθός στην πίεση», θα έλεγε αργότερα ο Δ. με το νηφάλιο βλέμμα κάποιου που αγαπά να χρησιμοποιεί φυσικές μεταφορές.

Η ιστορία έχει έναν δεύτερο άξονα: τον αδελφό μου, τον Νίκο, που δούλευε σε call center στις «αθόρυβες πωλήσεις»—έτσι τις έλεγαν, σαν να απευθύνεσαι σε κάποιον που κοιμάται—και που είχε περάσει μια φάση όπου για εβδομάδες ο λαιμός του δεν έβγαζε ήχο. Απώλεια φωνής λόγω άγχους, μας είπε η γιατρός. Ο Νίκος τραβούσε με το κινητό μικρά βίντεο αντικειμένων—βρύσες που στάζουν, ράφια ψυγείου, πλαστικές σακούλες που κολλούν στο πόδι του τραπεζιού—και τα ανέβαζε με λεζάντες σαν χαϊκού: «Μια σταγόνα ξέρει / Πότε να πέσει / Το τηλέφωνο δεν». Είχαμε συμφωνήσει να μη μιλάμε συχνά - οι σχέσεις αίματος κουράζουν επειδή δεν μπορείς να παραιτηθείς. Όμως όταν με είδε με τη Μάσκα, γέλασε χωρίς ήχο και έγραψε σε χαρτί: «Πες μου πώς είναι να μιλάς με άλλο στόμα». Του είπα ότι είναι κάπως πειραστικό, σαν να κρατάς μια κλειδαριά και να νιώθεις ότι—αν είχε τη σωστή τρύπα—θα την άνοιγες με οποιαδήποτε πόρτα. Ο Νίκος έγραψε: «Πρόσεχε. Οι πόρτες έχουν μνήμη».
Στις πρόβες, το έργο πήρε σχήμα. Σκηνή πρώτη: ο Άνθρωπος με το Δανεικό Στόμα κάθεται απέναντι από ένα κοινό που δεν μιλά. Σκηνή δεύτερη: δείχνει αντικείμενα—ένα γυάλινο ποτήρι, ένα μάλλινο παλτό, ένα κουμπί που ξέφυγε από πουκάμισο—και ονομάζει τα πράγματα με ορισμούς που δεν υπάρχουν σε λεξικά. Σκηνή τρίτη: εμφανίζεται μια γυναίκα με πράσινο φόρεμα (η Άννα) και τον ρωτά αν το στόμα είναι δικό του. «Ναι», λέει εκείνος, αλλά η φωνή του ακούγεται σαν ηχώ από διπλανό δωμάτιο. Κάπου εκεί αρχίζεις να νιώθεις ότι το κοινό δεν ξέρει αν πρέπει να γελάσει ή να προσέξει πολύ. Το θέατρο, όταν πετυχαίνει, είναι δραστικό συγχρόνως με την απορία. Όταν αποτυγχάνει, είναι κούραση με λεξιλόγιο.
Η Άννα, έξω από τη σκηνή, ήταν από τους ανθρώπους που ανοίγουν μια κουβέντα και σε πείθουν ότι θα μπορούσαν να σου ξεπλύνουν ένα εσωτερικό όργανο χωρίς αναισθησία. Μια νύχτα, μετά την πρόβα, μιλήσαμε για τον Νίκο. «Ξέρεις τι λέει η ψυχολογία για τη φωνή;» (η Άννα είχε σπουδάσει κάτι ανάμεσα σε επικοινωνία και κλινική συμβουλευτική). «Ότι είναι ο τρόπος που το σώμα λέει: υπάρχω. Όταν χάνεται, δεν είναι σιωπή. Είναι ακύρωση». Της είπα πως φοβάμαι μήπως η Μάσκα μου κάνει ακριβώς το ίδιο, δηλαδή να με «ακυρώσει»—να μιλάω, αλλά να μην υπάρχω. «Ίσως να σου κάνει το ανάποδο», είπε, και το μάτι της είχε εκείνη την παράξενη λάμψη ανθρώπου που θέλει να πιστέψει ότι η τέχνη μπορεί να σε επιστρέψει στον εαυτό σου, ακόμη κι αν χρειάζεται να σε χωρίσει πρώτα σε κομμάτια.
Κάποια στιγμή (εδώ στροβιλίζονται οι χρονολογίες, γιατί τα πράγματα της σκηνής συμβαίνουν εκτός ημερολογίου) ανεβάσαμε ένα τρέιλερ. Το μοντάζ εστίασε στα μάτια μου—δηλαδή στα μάτια του Ανθρώπου που φορούσε το άλλο στόμα—που έμοιαζαν να διαστέλλονται λίγο περισσότερο απ’ όσο έχεις συνηθίσει σε ανθρώπους που δεν κραυγάζουν. Το βίντεο «έπιασε». Κάτω από τα σχόλια: «Φρίκη/Έρωτας», «Δεν μπορώ να σταματήσω να κοιτάω», «Ποιος είναι αυτός ο τύπος;». Το θέατρο—που παλιότερα ήταν ένα μικρό μαγαζί καλλιτεχνικής πάλης και ιδρώτα—βρέθηκε ξαφνικά μέσα σε μια ροή «ενδιαφέροντος» που δεν καταλαβαίνεις αν είναι ευλογία ή προειδοποίηση. Ο Δ. χαμογέλασε, η Άννα είπε «πρόσεχε το βλέμμα, είναι ναρκωτικό», κι εγώ έκανα το λάθος να διαβάζω τα σχόλια πριν τον ύπνο.

Η πρεμιέρα. Μπροστά, στην τρίτη σειρά, είδα τη μητέρα μου (που είχε πει ότι «δεν καταλαβαίνει από αυτά αλλά θα έρθει»), κι ένα κάθισμα δίπλα κενό—που έμαθα αργότερα ότι το κράτησε ο Νίκος και μετά δεν ήρθε, επειδή εκείνο το απόγευμα ένιωσε το παλιό σφίξιμο στο λαιμό και φοβήθηκε ότι θα χρειαστεί να βγει στη μέση του έργου. Άνοιξαν τα φώτα. Έβαλα τη Μάσκα. Στη σκηνή πρώτη, εκεί που ο Άνθρωπος μιλά στο σιωπηλό κοινό, κάτι στον αέρα μετακινήθηκε—όχι μεταφυσικά, αλλά υλικά, σαν να άλλαξε ελάχιστα η πίεση. Άκουσα τον εαυτό μου να λέει κείμενα που είχα πει εκατοντάδες φορές, μόνο που τώρα οι λέξεις έμοιαζαν να έρχονται από την πλευρά της αίθουσας και να μπαίνουν από το στόμα μου αντί να βγαίνουν. Σαν να μιλάει το κοινό και να το αναπαράγω. (Όταν το σκέφτομαι εκ των υστέρων, θυμάμαι τη φράση της Άννας: ίσως να σου κάνει το ανάποδο.) Στο τέλος της δεύτερης σκηνής, ακούστηκε ένας ανεπαίσθητος ήχος—κάτι μεταξύ ρόγχου και χειροκροτήματος που δεν πήρε απόφαση—και μετά από δυο δευτερόλεπτα, σαν να συνεννοήθηκαν με το βλέμμα, ένα κύμα χειροκροτήματος. Η αλήθεια είναι ότι ένιωσα μέθη. Η Μάσκα έσφιγγε δωρικά το πρόσωπο, κι εγώ σκεφτόμουν: είναι δυνατόν αυτό το πλαστικό στόμα να ξέρει καλύτερα από εμένα τι θέλω να πω;

Μετά την παράσταση, βγήκα στο πλαϊνό μπαλκόνι για κάπνισμα (δεν καπνίζω, αλλά πάντα βγαίνω για να βλέπω αυτούς που καπνίζουν, επειδή το τσιγάρο είναι παράσταση για τα δάχτυλα). Μια κοπέλα—θα τη λέμε Ε.—είχε σκύψει μπροστά και με κοιτούσε έντονα. «Εσύ δεν είσαι εσύ εκεί πάνω», είπε. «Καλό είναι αυτό;» ρώτησα. «Είναι ακριβές», είπε. Το ακριβές κάποιες φορές είναι πιο σκληρό από το καλό. Ανταλλάξαμε αριθμούς, γίναμε ένα από εκείνα τα μισά ζευγάρια που λειτουργούν με υπόγειες χαρές και υπόγεια σαμποτάζ, και που χρειάζονται πάντα έναν τρίτο—στην περίπτωσή μας ήταν η Μάσκα.
Γιατί τώρα μπαίνουμε στο μέρος της ιστορίας που αρχίζει να πονάει: σαράντα οκτώ ώρες μετά την πρεμιέρα, και ενώ οι κρατήσεις «πήγαιναν καλά» (έφτανα να μισώ τη φράση), ο Νίκος έστειλε μήνυμα: «Θα μιλήσω». Έμοιαζε γραμμένο από κάποιον που κάνει απεργία πείνας και αναγγέλλει συνάντηση με υπουργό. Πήγα στο σπίτι του. Είχε κομμένα τα μαλλιά απ’ το άγχος, με εκείνο το ακανόνιστο περίγραμμα που αποκαλύπτει άνθρωπο που έπιασε ξυράφι 3 το πρωί και είπε «δεν αντέχω να με βλέπω έτσι». Μου έδειξε ένα βίντεο: ο ίδιος, μπροστά στην κάμερα, προσπαθεί να προφέρει μια φράση: «Με λένε Νίκο». Η φράση έσπαγε στο «Με». Σαν να έσπαγε το «εγώ» και ό,τι ακολουθεί ανήκε σε άλλον. «Θα κάνεις κάτι;» έγραψε σε χαρτί. «Τι να κάνω;»—και ήδη μισούσα την ερώτηση, γιατί σήμαινε πως είχα αρχίσει να ζω με τα δικά μου εργαλεία επί σκηνής και να τα χάνω έξω. «Μίλα μου», έγραψε. «Χωρίς τη Μάσκα». Ήταν αστείο, αλλά ήταν και ολόσωστο: όποιος αποκτά έναν τεχνητό ενισχυτή, κινδυνεύει να μηδενίσει την άμεση φωνή.
Ίσως να περίμενες εδώ μια σκηνή λυτρωτική—αγκαλιές, λογύδρια, δάκρυα που λειτουργούν σαν απορρυπαντικό. Δεν συνέβη. Αυτό που συνέβη ήταν μικρότερο και—φοβάμαι—ακριβέστερο. Του μίλησα χαμηλά, πολύ χαμηλά, σε σημείο που να χρειάζεται να με διαβάζει από τα χείλη. Του είπα: «Κάνε μου χώρο μέσα στο σώμα σου». Ήταν φράση δανεισμένη από την πρόβα (ο Δ. την έλεγε στον βοηθό φωτιστή). Ο Νίκος γέλασε χωρίς ήχο. Κάθισε απέναντί μου και άνοιξε μια παλάμη, σαν να έλεγε «εδώ». Τότε, και χωρίς να ξέρω γιατί, άρχισα να του λέω το κείμενο της σκηνής πρώτης—όχι δυνατά, αλλά σαν προσευχή. Προς το τέλος, εκεί όπου ο Άνθρωπος με το Δανεικό Στόμα λέει «θα σας μιλώ μέχρι να με συγχέετε με σας», ο Νίκος ψιθύρισε για πρώτη φορά ύστερα από εβδομάδες: «φτάνει». Ήταν ψίθυρος, αλλά έχει σημασία πως περιείχε σύμφωνο. Ένας ψίθυρος με σύμφωνο είναι ήδη ανάκτηση.
Το κοινό, βεβαίως, δεν γνωρίζει τίποτα από αυτά. Το κοινό πληρώνει για να δει έναν τρόπο, όχι για να μάθει τα αίτια. Κι εδώ μπαίνει η στιγμή που το φαινόμενο αποκτά διαστάσεις: το θέατρο κλείνει έξτρα παραστάσεις, ο Δ. ζητά «παρατεταμένη καμπύλη ενθουσιασμού», οι κριτικές γράφουν ότι «ο νέος ηθοποιός Μάριος Κ. σμιλεύει τη φωνή σαν υλικό που πονά» (τέτοια γράφουν όταν θέλουν να δείξουν ότι δεν φοβούνται την ανθρωποφαγία). Με την Ε. κοιμόμαστε μαζί και δεν κοιμόμαστε—αν με καταλαβαίνεις—επειδή οι ρόλοι έχουν βγει στο δρόμο και μας κοιτάζουν όπως κοιτάς μια βιτρίνα την Κυριακή: θες, αλλά δεν επιτρέπεται. Σε ένα σημείο ξυπνάω νύχτα και κλαίω χωρίς λόγο, που θα πει με όλους τους λόγους. Η Ε. μου αγγίζει τον αυχένα. «Εδώ είναι ο διακόπτης», λέει.
Η υπόθεση παίρνει στροφές όταν εμφανίζεται ο Άρης—νεαρός δημοσιογράφος/ποπ ερευνητής, με εκείνη την ανοσία στην αμηχανία που έχουν όσοι μεγάλωσαν κρατώντας κάμερα απέναντι σε οικογενειακά ταπεζια. «Θέλω να κάνω ένα ντοκιμαντέρ για το στόμα», είπε. «Για την ιδέα του στόματος που δεν λέει την αλήθεια, ή που λέει την αλήθεια χωρίς να το θέλει». Η πρότασή του είχε εκείνη τη μεταμοντέρνα λάμψη που σε γοητεύει ακριβώς επειδή δεν ξέρεις αν πρέπει να τη μισήσεις. Συμφώνησα με τον όρο να υπάρχει ένα σετ κανόνων («όχι backstage βερμπαλισμοί την ώρα που βγάζω τη Μάσκα», «όχι κοντινά στον ιδρώτα», «όχι μουσικά ριφ προκειμένου να φαίνεται πιο intense από όσο είναι»). Ο Άρης είπε «ναι» στα πάντα, δηλαδή δεν είπε καθόλου ναι: απλώς έγραψε «οκ» στο κινητό. Κι ένα βράδυ, μετά την παράσταση, μου έδειξε ένα πρώτο cut. Είχα δεθεί στη Μάσκα με το ειδικό λουράκι και—κι εδώ η εικόνα είναι ακόμα πιο αληθινή απ’ ό,τι μπορώ να γράψω—τα μάτια μου είχαν ανοίξει σε μια διάσταση που θύμιζε πρόσωπο ερωτευμένο την ώρα που ακούει το όνομά του από στόμα που δεν περίμενε. «Αυτός δεν είμαι εγώ», είπα. «Ακριβώς», απάντησε, το οποίο—θα έχεις καταλάβει—είναι τόσο κοντά στην τρέλα που αρχίζεις να τρίβεις τον κρόταφο για να ακούσεις αν βγάζει ήχο.
Θα μπορούσε κανείς εδώ να βάλει μια σκηνή βίας—κι εγώ πράγματι τη βάζω, αλλά όχι όπως νομίζεις. Η βία είναι ότι η Μάσκα δεν βγαίνει ένα βράδυ. Όχι, δεν εννοώ δεν βγαίνει «καλλιτεχνικά». Εννοώ βιολογικά: η κόλλα, το δέρμα, ο ιδρώτας, μια μικρή αλλεργία που έκανε οιδήματα—όλα μαζί—τα κάνουν δύσκολα. Η Άννα, με τα νύχια της, προσπαθεί να σηκώσει την άκρη, ο Δ. φωνάζει «ηρεμία», ο Άρης καταγράφει (μετά θα μου πει «ήθελα να σταματήσω, αλλά…», κι εγώ θα κάνω ότι δεν ακούω), και εγώ, καθισμένος στη μισοσκοτεινή σκηνή μετά το τέλος, αισθάνομαι ότι το πρόσωπο—όχι η λέξη, το πράγμα—μου ανήκει λιγότερο από ποτέ. «Πονάς;» ρωτά η Άννα. «Ναι», λέω, και αυτό το «ναι» είναι τόσο καθαρό που για μια στιγμή νομίζω ότι είμαι παιδί που απαντά στην πιο απλή ερώτηση του κόσμου. Η Μάσκα αφαιρείται τελικά με λάδι αμυγδάλου, με κρύο νερό, με προσευχές που δεν απευθύνονται πουθενά. Το πρόσωπό μου μένει κόκκινο και καλυμμένο μικρές αποτυπώσεις από ραφές. «Αύριο θα είσαι καλύτερα», λέει ο Δ. Η Άννα σκουπίζει απαλά, η Ε. με κοιτά σα να βλέπει άνθρωπο που γύρισε από εσωτερική αποστολή.
Κι ενώ όλα αυτά συμβαίνουν, ο Νίκος ξαναμιλά. Ο τρόπος που το κάνει δεν είναι θεαματικός. Είναι «παρουσία». Τον ακούω στο τηλέφωνο να λέει «έλα» και να ακολουθεί σιωπή—όχι ευγενική σιωπή, αλλά η σιωπή που φυλάει χώρο. «Θέλω να έρθω», λέει. Έρχεται. Κάθεται στην πρώτη σειρά (μετά από καιρό, διαλέγει μπροστινή θέση), κι εγώ—στη σκηνή που δείχνω το ποτήρι και λέω «νερό: αυτό που διαλύει και διατηρεί»—τον βλέπω να γνέφει ελάχιστα. Μετά, στο φουαγιέ, αγγίζει τη Μάσκα (την κρατώ πλέον στα χέρια σαν ζώο που ηρέμησε) και λέει: «Μη τη φοβάσαι. Είναι απλώς ένα γράμμα». Η φράση με διαλύει, γιατί περιέχει δύο αλήθειες: (α) κάτι από μένα φοβάται να γυρίσει στη γυμνή ομιλία, (β) η Μάσκα είναι πράγματι γράμμα, σύμβολο, γραφή, όνομα που γράφτηκε πάνω στο σώμα μου και μετά ξεχάστηκε τι σήμαινε.

Το τέλος που αξίζει σε αυτό το διήγημα δεν είναι βροντερό. Αν το έκανα βροντερό, θα ακύρωνα την ίδια του την ύπαρξη. Το τέλος είναι μια απλή, σχεδόν τεχνική απόφαση: μια μέρα, πριν από παράσταση, να καθίσω στο άδειο θέατρο και να πω το κείμενο χωρίς τη Μάσκα. Μόνος. Η φωνή στην αρχή τσιρίζει από φόβο—σα να ξυπνάς μάνταλο που είχε να γυρίσει μήνες—κι ύστερα βρίσκει ρυθμό, όπως βρίσκουν τα μέλη μετά από νάρκωση. Μπαίνει ο Δ. αθόρυβα, κάθεται μακριά, δεν λέει τίποτα. Ακούω τον εαυτό μου να προφέρει το πιο δύσκολο σημείο: «Θα σας μιλώ μέχρι να με συγχέετε μαζί σας». Τα φώτα είναι σβηστά. Η αίθουσα άδεια. Εγώ στέκομαι στη σκηνή σαν επισκέπτης που επέστρεψε μετά από χρόνια σε σπίτι παιδικό και απλώνει το χέρι στον τοίχο για να νιώσει το κρύο. Κάπου στο τέλος, ακούω τον ήχο που κάνει το στόμα όταν κλείνει—εκείνο το μικρό «π» του αέρα που λέει «αρκετά». Κι εκεί καταλαβαίνω ότι δεν υπάρχει συμβόλαιο ανανέωσης με τα αντικείμενα. Υπάρχει όμως κάτι καλύτερο: η δυνατότητα να τα ευχαριστείς και να τα απολύεις με ευγένεια.
Εννοείται πως συνεχίσαμε να παίζουμε με τη Μάσκα. Η τέχνη δεν αντέχει τις καθαρότητες. Αλλά από εκείνη τη μέρα, κάθε φορά που την έβαζα, πρώτα έλεγα—στον καθρέφτη, χωρίς να με ακούει κανείς—το όνομά μου, γυμνό. Η Ε. έμαθε να αγγίζει τον αυχένα μου όχι σαν «διακόπτη», αλλά σαν να αγγίζει την αφετηρία. Ο Άρης τελείωσε το ντοκιμαντέρ και—ως απόδειξη κάποιας μικρής σωτηρίας—αφαίρεσε τη σκηνή της αφαίρεσης. Ο Νίκος έστειλε μήνυμα: «Φωνή μου, μικρή, αλλά δική μου». Η μητέρα μου αγοράζει εισιτήριο κάθε δεύτερη Παρασκευή και κάθεται όπου την πάει η κοπέλα με το φακό ― μετά κερνάει πορτοκαλάδα και λέει «μην αδυνατίζεις άλλο, παιδί μου». Η Άννα κάνει ένα καινούργιο έργο. Ο Δ. μιλά για νέα έρευνα πάνω στα «αόρατα μικρόφωνα του σώματος» και γελάμε.
Όσο για μένα: μερικές νύχτες βγάζω τη Μάσκα και τη στήνω πάνω στο τραπέζι του καμαρινιού να με κοιτά. Η εικόνα είναι λίγο κωμικοτραγική—ένα στόμα χωρίς πρόσωπο απέναντι σε ένα πρόσωπο που ακόμη το ζητά. Τότε την πλησιάζω και λέω χαμηλά (και συγνώμη για την ευκολία, αλλά δεν βρίσκω άλλη λύση): «Ευχαριστώ». Βγαίνω στον διάδρομο, ακούω το βουητό της αίθουσας πριν σβήσουν τα φώτα, και περπατώ προς τη σκηνή με την αίσθηση πως ναι, σήμερα, για όσο διαρκεί αυτό που ονομάζουμε «παράσταση», έχω μια φωνή που δεν είναι κλεμμένη ούτε δανεική. Είναι η πιο μικρή. Είναι όμως η δική μου.
Και τώρα που τελειώνει, θα ήθελα—ακόμη κι αν δεν είναι του ύφους της όλης αφήγησης —να απευθυνθώ σε σένα που διαβάζεις στο φως του κινητού σε λεωφορείο/κρεβάτι/γραφείο: αν κάποτε βρεθείς μπροστά σε στόμα που δεν ξέρεις από πού μιλά, κάνε του χώρο. Ορισμένα στόματα είναι χάρτες - η διαδρομή δεν είναι για να τη μάθεις απ’ έξω, είναι για να περάσει από μέσα σου και να αφήσει εκείνο το μικρό, σχεδόν ανεπαίσθητο ίχνος, σαν δαχτυλιά σε γυαλί. Αυτό, λέω, είναι όλο το θέατρο που μας αξίζει: ένα ίχνος που δεν επιμένει, αλλά δεν σβήνει.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: