Άμμος

Άμμος
Φωτογραφίες Άρις Γεωργίου

Μόλις είχε ανοίξει τα μάτια. Πάλι κοιμήθηκε με ανοιχτή την τηλεόραση. Η οθόνη ήταν χωρισμένη σε 6 πάνελ, σε δύο από αυτά γυναίκες. Περιποιημένες. Αφύσικες. Σακάκι και μαλλί κομμωτηρίου. Του φάνηκε πως μετρούσαν τα λόγια τους, για αυτό και ήταν τόσο λιγοστά. Αναρωτήθηκε για ποιο θέμα μιλούσαν, τι να ήταν αυτό που έκανε τους άντρες να χειρονομούν τόσο έντονα.
Εκείνο το βράδυ είχε ονειρευτεί πως ήταν στο πατρικό του, στο παιδικό του δωμάτιο, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του. Ξάπλωνε πάντα νωρίς όταν είχε σχολείο την επόμενη μέρα κι ας μη νύσταζε, κι άκουγε τους γονείς του από το σαλόνι καθώς έστριβε την άκρη του σεντονιού. Δεν καταλάβαινε πάντα τι έλεγαν, μα ήξερε πως ήταν καθιστοί απέναντι ο ένας στον άλλο με το τραπεζάκι του σαλονιού ανάμεσά τους, με σηκωμένο τον δείκτη και σμιγμένα φρύδια όταν η φωνή τους γινόταν κοφτή και πνιχτή. Ήξερε πως ήταν ξαπλωμένοι ο ένας στον διθέσιο κι άλλος στον τριθέσιο και μόλις ένας από τους δύο είχε καταλάβει πως αποκοιμήθηκαν και ήταν ώρα να κλείσουν την τηλεόραση και να πέσουν για ύπνο όταν η φωνή τους έμοιαζε να δίνει παραγγέλματα. Ήξερε πως κάθονταν δίπλα-δίπλα αγκαλιασμένοι στον καναπέ όταν η φωνή τους έμοιαζε νέα και γελαστή. Εκείνο το βράδυ στο όνειρό του ήξερε πως θα γίνει μια έκρηξη, την περίμενε από στιγμή σε στιγμή αλλά δεν κουνιόταν ούτε εκατοστό, απλώς περίμενε, με την άκρη του σεντονιού στα χέρια. Ήξερε πως κάτι θα σκάσει.
Έκατσε στο κρεβάτι κι έπιασε από το κομοδίνο τον καπνό. Έστριψε με ακρίβεια το τσιγάρο του για να το έχει έτοιμο για τον δρόμο. Του τέλειωναν τα χαρτάκια, θα έπαιρνε φεύγοντας από το περίπτερο στη γωνία. Όταν έκλεισε την πόρτα ακούγονταν ακόμα ομιλίες από την τηλεόραση. Σε λιγότερο από τρία λεπτά θα έσβηναν, όπως και όλες οι ηλεκτρικές συσκευές του δωματίου, μέχρι να επιστρέψει και να βάλει την κάρτα του ξενοδοχείου στην υποδοχή.
Ήταν ακόμα νωρίς, οι δρόμοι σχεδόν άδειοι και κρύοι. Ήταν τέλος Οκτωβρίου, σκόρπιες σημαίες σε μερικά μπαλκόνια. Θα πήγαινε πρώτα από το πάρκο, για το πρωινό του τσιγάρο, για να κρατήσει σημειώσεις και να οργανώσει τη μέρα του και μετά θα ξεκινούσε. Κάπου μακριά, αθέατος, ένας παλιατζής διαφήμιζε τις υπηρεσίες του –αυτό μπορούσε καλά να το καταλάβει παρόλο που δεν γνώριζε τη γλώσσα, είχε ηχογραφήσει και καταγράψει πολλές φορές αυτόν τον ήχο– κάπου μακριά η καμπάνα μιας εκκλησίας οριοθετούσε την περιοχή της. Περπάτησε αργά μέχρι το συνηθισμένο του παγκάκι –αργά γιατί τα χαλίκια του πάρκου ακούγονταν σαν κύματα στα πόδια του. Άνοιξε το σημειωματάριο σε καθαρή σελίδα, χωρίς σχέδια και μουτζούρες, το έβαλε προσεκτικά στο παγκάκι κι ακούμπησε δίπλα το μολύβι στηρίζοντάς το με το ρικόρντερ για να μην κυλήσει. Σκέφτηκε πως αυτήν ακριβώς τη δουλειά κάνει το ρικόρντερ, συγκρατεί τη σκέψη να μην κυλήσει σε συνειρμούς και φαντασίες που δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα. Γέλασε μόνος του κι άναψε επιτέλους το πρωινό του τσιγάρο. Ο καπνός υψώθηκε νωχελικά σαν εσπερινή θυσία.
«Είναι Σάββατο πρωί και βρίσκομαι στη λειτουργία στην εκκλησία του κοιμητηρίου. Βρίσκομαι στον εξωτερικό χώρο της εκκλησίας, που είναι γεμάτη. Βλέπω μέσα από την πόρτα τον ιερέα να περιφέρεται κρατώντας το θυμιατό και κατευθύνοντάς το με αργές κινήσεις προς τις εικόνες, προς τους ανθρώπους , που χαμηλώνουν το κεφάλι και κάνουν τον σταυρό τους με τρία δάχτυλα κάθε φορά που το πλησιάζει προς το μέρος τους. Ο καπνός ανεβαίνει ακανόνιστα, ζικ ζακ, από τις κινήσεις του, η μυρωδιά, βαριά και χαρακτηριστική φτάνει μέχρι τον εξωτερικό χώρο όπου βρίσκομαι, μαζί με άλλους ανθρώπους, οι οποίοι περιμένουν όρθιοι. Κάποιος αλλάζει το κέντρο βάρους του από το ένα πόδι στο άλλο, άλλος κοιτάζει την ώρα στο κινητό του. Δεν υπάρχουν παιδιά, κυρίως ηλικιωμένες γυναίκες και κάποιοι άντρες γύρω στα πενήντα. Οι γυναίκες είναι ντυμένες σκουρόχρωμα, οι άντρες πάλι όχι. Ενδεχομένως να έχει σχέση με την ηλικία το χρώμα των ρούχων, να το μελετήσω.» Πατάει το pause και κοιτάζει πάλι γύρω του. Rec. «Στον εξωτερικό χώρο βρίσκεται ένα ορθογώνιο μεταλλικό τραπέζι με μεγάλο βαθούλωμα γεμισμένο με άμμο. Καρφωμένα πάνω του βρίσκονται κεριά αναμμένα, κάτω από αυτό ένα κιβώτιο με σβησμένα κεριά κι ένας κουβάς με νερό. Κάθε τόσο μια γυναίκα πλησιάζει κουτσαίνοντας, μαζεύει με το ένα της χέρι τα περισσότερα κεριά, αφήνει μόνο ένα ή δύο, τα σβήνει στον κουβά όλα μαζί και τα πετά πάλι στο κιβώτιο. Ίσως είναι για οικονομία, τα κεριά ενδεχομένως θα ανακυκλωθούν, θα χρησιμοποιηθούν και πάλι. Πριν ανάψει ένα κερί ακούγεται ο ήχος του κέρματος που πέφτει.» Πλησίασε διακριτικά με το μικρόφωνο χωρίς να σταματήσει την εγγραφή και κατέγραψε τον ήχο του κέρματος που προσγειώνεται σε άλλα κέρματα και της άμμου που παραμερίζει για να στερεωθεί το κερί. Έκανε δύο βήματα πίσω για να μην ενοχλεί και είπε χαμηλόφωνα στη συσκευή «Ανάβουν από ένα κερί».
Ένας άντρας μόλις έφτασε. Γύρω στα 50, φορούσε μπλε μπουφάν και γυαλιά. Ρυτίδες και γκρίζα μαλλιά. Έμοιαζε αστείος, στο χέρι του μια χάρτινη σακούλα από την οποία εξείχε ένα χάρτινο ελληνικό σημαιάκι. Σαν αυτό που κρατάνε τα παιδάκια στις σχολικές γιορτές.
«Η σύνδεση θρησκείας και πατριωτισμού, ίσως ακροδεξιά κατάλοιπα, να το μελετήσω»
Πλησίασε τα αναμμένα κεριά, στο χέρι του ήδη ένα χαρτονόμισμα, γλίστρησε αθόρυβα στην υποδοχή και χάθηκε χωρίς ήχο.
«Η σύνδεση χρήματος και πίστης. Μεγαλύτερη προσφορά μεγαλύτερη πίστη; Ένδειξη κοινωνικής υπεροχής στους παρευρισκόμενους; Να το μελετήσω»
Ακούμπησε στο πάτωμα δίπλα στα πόδια του τη χάρτινη τσάντα με το σημαιάκι που ελευθερωμένο έκανε μικρούς παφλασμούς, χαρτί πάνω στο χαρτί σαν σελίδες που γυρίζουν. Κάποιοι γύρισαν ενοχλημένοι να κοιτάξουν.
«Ένα κλειστό ακουστικό ηχοσύστημα, η ηχητική οριοθέτηση του χώρου, άθελά του»
Μέτρησε προσεκτικά 12 κεριά. Ένα προς ένα, σε μια κίνηση σαν ιεροτελεστία. Η αριστερή του παλάμη ανοιχτή και στραμμένη στον ουρανό, το δεξί του χέρι να απλώνεται να πιάνει το κερί (θα ‘λεγε κανείς πως διάλεγε τα πιο καλοσχηματισμένα) και να το τοποθετεί απαλά και τρυφερά στο ανοιχτό του χέρι. Ξανά και ξανά, 12 φορές σε μια κίνηση μηχανική και τελετουργική, με τα χαρακτηριστικά του προσώπου του αναλλοίωτα είτε από υπερβολική συγκέντρωση σε αυτό που έκανε είτε από πλήξη για μια ρουτίνα που είχε επαναληφθεί πολλές φορές.
«Μαζική προσφορά, προσφορά εκ μέρους άλλων ή προσφορά σε πολλούς αγίους; Υπάρχει αυτό το εθιμοτυπικό; Να το μελετήσω»
Όταν και τα 12 κεριά βρίσκονταν στην αριστερή παλάμη, η αντίστροφη διαδικασία ξεκίνησε. Ένα ένα στο δεξί χέρι, και μετά στο καντήλι να ανάψει και μετά λίγα δευτερόλεπτα στον αέρα για να βεβαιωθεί ότι είχε πιάσει καλά το φυτίλι και μετά σταθερή προσγείωση στην άμμο. Μετά την τρίτη φορά, έχοντας αντιληφθεί ότι αυτή η ιεροτελεστία θα συνεχιζόταν για πολύ, το μικρόφωνο πλησίασε. Τόσο ώστε να καταγράψει τον ήχο του φυτιλιού που ανάβει, τον ήχο της άμμου που αλλάζει θέση για να υποδεχθεί το κερί, τον παφλασμό της σημαίας πάνω στη σακούλα. Τόσο όσο έκρινε πως το υποκείμενο της παρατήρησης δεν θα ενοχληθεί από την παρουσία του.
Συναντήθηκαν αργότερα, στους τάφους. Ο ένας να γράφει και να σχεδιάζει στο σημειωματάριο, καθισμένος σε ένα πεζούλι, με τα μάτια στραμμένα σε μια γυναίκα που άναβε ένα καντήλι σε τζαμένια προθήκη, κουβεντιάζοντας ήρεμα με τη διπλανή της. Δεν θα τον πρόσεχε καν, αν δεν άκουγε το γύρισμα των σελίδων που τον συνόδευε κάθε φορά που ακουμπούσε την τσάντα του στο πάτωμα.
Στεκόταν μπροστά σε έναν τάφο με χαλίκια. Αμίλητος. Έσκυψε αργά, έπιασε το σημαιάκι και το έμπηξε για να στερεωθεί σε μια γλάστρα. Ύστερα κάθισε, μαζεμένος σε μια στάση που από μακριά τον έκανε να μοιάζει να έχει συρρικνωθεί όλος στο μέγεθος του μπουφάν του, ακίνητος για τόση ώρα που έμοιαζε πια ενσωματωμένος στο τοπίο.
Τον πλησίασε δήθεν περνώντας, μα περισσότερο για να δει αν ακόμα ανέπνεε. Ο αέρας είχε πέσει και το σημαιάκι στεκόταν κι αυτό ακίνητο και σιωπηλό στερεωμένο στη γλάστρα.
Είδε φευγαλέα την επιγραφή: «9/9/2012 - 3/11/2024» και τη φωτογραφία ενός παιδιού να κρατάει μια μεγάλη σημαία με χρυσά κρόσσια και βελούδινο κοντάρι σε κάποια σχολική γιορτή. Άσπρο πουκάμισο, χτενισμένα μαλλιά, μαύρο παντελόνι.
Συνέχισε την πορεία του. Κοντοστάθηκε μόνο στην έξοδο του νεκροταφείου για να σβήσει όλα τα ηχητικά που είχε καταγράψει εκείνη τη μέρα.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: