Ένα απόγευμα καλοκαιριού & άλλα ποιήματα

( Πηγή: Wikipedia )
( Πηγή: Wikipedia )




Οδός  Δελφών, Άνοιξη 2013

Ντύνεσαι νερό που σε κρυώνει
και είσαι πιο διάφανη από χτες.
Εσύ, ιέρεια απατηλής φιλοξενίας
εκεί, στης Δελφών την καμπύλη
εισπνέεις τον Απρίλη της Αθήνας
τη μέθη των ανθών της νεραντζιάς,
κοινόχρηστη κι’ απρόσιτη
λυπήσου τους μoναχικους που τολμούν
–χωρίς το βλέμμα να σηκώνουν–
για συνήθειες περίεργες να μιλούν, όπως:
Φρέντο καπουτσίνο γλυκό, παρακαλώ,
σε τούτη την γωνιά όπου κουρνιάζουν
τη βέβαιη μοναξιά τους καλοντυμένοι κύριοι
οχυρωμένοι πίσω από φυλλάδες
κι’ άλλοι δοσμένοι στης νιότης την ανεμελιά
αν και μετρούν προσεκτικά τα λόγια και τα χρήματα
αυτούς τους δύσκολους καιρούς.

Κι’ αυτή η σοφή τρελή που μου ζητάει τσιγάρο
με ράθυμη φωνή, βέβαιη για την άρνηση,
μια φιλική χειρονομία –στ’ αλήθεια– ζητιανεύει
κι’ ήταν κάποτε ωραία,
κι’ ακόμα καλοχτενισμένη μοιάζει,
κι’ ας κοιμάται στα παγκάκια
σ’ αυτή τη χώρα που έχει το προνόμιο
–πεθαίνοντας– άστρα να κοιτάζει.


Στον σταθμό του Μοοrgate

Αγαπητοί μου,
αρκετές ημέρες μετά το τραγικό συμβάν,
έτσι ώστε τα ίχνη από τα αίματα
να έχουν ξεθωριάσει και τα άψυχα σώματα
σε στάσεις ξεχαρβαλωμένης μαριονέτας
με έκπληκτα μάτια, να έχουν απομακρυνθεί,
περί ώραν 7.30 μεταμεσημβρινήν,
στην έξοδο του σταθμού Moorgate
στρίψτε δεξιά,
περπατώντας αργά στους έρημους,
θλιβερούς δρόμους
δίπλα στις επικές προσόψεις των Τραπεζών
με τις τεράστιες δωρικές κολόνες
που μένουν στέρεες όσο η στερλίνα,
(ποιος κυβερνά αυτές τις χώρες;),
όλοι εμείς, ασήμαντες φιγούρες
που δεν προσθέτουν τίποτα
στην αυστηρή μοναξιά του τοπίου,
με όλο μας το βιός,
τα προσωπικά μας δεδομένα,
δήθεν καλά προστατευμένα,
στριμωγμένα σε ηλεκτρονικά κιτάπια,
καλά φυλαγμένα, ταχτοποιημένα
στα σπλάχνα του Λεβιάθαν.
ο,τι δώσαμε, ο,τι πήραμε
με επιμέλεια καταγραμμένο
σε ακριβοδίκαιες μηχανές,
τα κέρδη μας, η σίγουρη ζημιά μας,
όνομα πατρός, όνομα μητρός,
χρώμα οφθαλμών, σχήμα κεφαλής
αριθμός τραπεζικού λογαριασμού απαραιτήτως,
αλλιώς εύλογη θα είναι η απορία
αν πράγματι υπάρχουμε.

Αν τα βήματά σας διασταυρωθούν
με του κ. Ευγενίδη,
τον γνωστό έμπορο από την Σμύρνη,
να τον χαιρετήσετε με τον δέοντα σεβασμό. 



Ένα απόγευμα καλοκαιριού

                                        Για σένα Μαργαρίτα


Είναι φευγάτες πια των τραγουδιών οι λέξεις,
σαν τα γοργά καράβια και σαν τους εραστές
.
―Sidney Keyes

                I

Τα τραγούδια μας σ’ αυτήν την πόλη, παράφωνα ακούγονται.
Πίσω στην πατρίδα ο ήλιος του καλοκαιριού
θα τ’ αναστήσει, μου είπες –ξορκίζοντας τη νοσταλγία–
και το φως, μέσα απ’ τις φυλλωσιές των πλατανιών
της Earl’s Court square έλαμπε στα μάτια της
πιο πράσινα κι’ απ’ την αγάπη.
Τότε που είχα το θάρρος.
Τότε που είχες το θάρρος
και κυρίως, την αμεριμνησία της νιότης.

Ψίθυροι και θρόισμα φύλλων απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο
και το πράσινο φως αγκαλιά με τα κορμιά φτεροκοπάει,
σαν τον κορυδαλλό την Άνοιξη κατάντικρυ στον ήλιο,
                        η μουσική.
Τότε είχαμε το θάρρος ν’ αγαπήσουμε πολλά,
τότε είχαμε το θάρρος να τα γκρεμίσουμε όλα
έτσι καθώς γίνεται, έτσι καθώς πρέπει να γίνεται
μ̓ αυτούς τους έρωτες
ξεπληρώνοντας με θλίψη ισάξια με ισάξια απελπισία
τη θνητή μας υπεροψία να τολμήσουμε
χωρὶς καμία δοτικὴ χαριστική ὅπως:
«ἀφέονταί σοι αἱ ἁμαρτίαι, ὅτι πολὺ ἠγάπησας».
Τουναντίον.
Το ταξίδι του Ζοφρέ Ριντέλ κακό τέλος θα ᾽χει,
κι’ ας ανέμιζαν μαντίλια ξέφρενοι από χαρά
εχθροί και φίλοι και όλοι της αγάπης οι κηπουροί
τη μέρα που σε γνώρισα.

                II

Στα σπίτια που κάποτε μ’ αγάπησαν,
άλλες αγάπες ανθίζουν.
Ξένα τα βήματα κι’ οι ψίθυροι ολόισια στα μάτια.
Οι νέοι ένοικοι γυαλίζουν τις μπότες τους
στις βαριές βελούδινες κουρτίνες,
ξεθωριασμένες πιά,
κι’ ας χαίρονται το ίδιο φως στο τέλος της Άνοιξης
και τα βλέφαρά τους βαραίνουν τα βράδια
αναζητώντας τα ίδια μυστικά
στους μαιάνδρους που κοσμούν την οροφή.



                ΙΙΙ

Στο βορεινό σαλόνι της οδού Περιάνδρου.
ανήμερα τ̓ αγίου Αντωνίου
έρχονται φίλοι του πατέρα
να τραγουδήσουν παλιομοδίτικα τραγούδια
όπως «Μικρή μου Ρεζεντά».
-Γνώρισες κάποια μ’ αυτό το όνομα;
-Δεν έτυχε, ίσως να μην υπάρχει.
-Το όνομα η ένα κορίτσι μ’ αυτό το όνομα;
Δεν ξέρω, δεν θυμάμαι, Δεν θέλω να θυμάμαι.

                IV

Στα σπίτια που κάποτε μ’ αγάπησαν
άλλες αγάπες ανθίζουν.
Στα σπίτια που κάποτε σ’ αγάπησα,
η θλίψη μου επωάζεται στις σκοτεινές γωνιές του χρόνου.

                Επίλογος

Απ’ τη στιγμή της γνωριμιάς αρχίζει ο χωρισμός,
διαβάζω σε έγκριτη εφημερίδα της ημεδαπής
διαφήμιση αεροπορικής εταιρείας της αλλοδαπής
παροιμία της σοφής άπω Ανατολής.
Για όσους μιλάνε ξένα,
at the time of meeting the departing begins.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: